Ο Γκράμσι και η επανάσταση

Αντόνιο-Γκράμσιτου Ernst Wimmer

Όσο πιο βαθιά είναι η κρίση του καπιταλισμού, όσο πιο αμείλικτη και περίπλοκη είναι η ιδεολογική πάλη, τόσο πιο ισχυροί είναι οι πειρασμοί να βρεθούν «τρίτοι δρόμοι», παρακάμψεις και υπεκφυγές, τόσο πιο συχνά –εντελώς αξιόπιστα- γίνονται επίσης προσπάθειες με παραθέσεις εξαίρετων επαναστατών, κατά κάποιο τρόπο μάλιστα [παρουσιαζόμενοι] ως «μάρτυρες» ενάντια στην επαναστατική τους υπόθεση. Φυσικά, τις περισσότερες φορές με το να παραθέτει κανείς μερικές προτάσεις τους, να τις στρέφει ενάντια στο έργο τους και όλα τα άλλα που ενοχλούν, ανάλογα, τα αποκρύπτει ή τα διαστρεβλώνει.

Ήδη, κλασικό παράδειγμα για αυτό είναι ο θρύλος γύρω από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Αμείλικτοι αντίπαλοι κάθε σοσιαλιστικής ανατροπής, οι οποίοι αναζητούν το συμφέρον τους στο φουστάνι πλισέ του κεφαλαίου και άλλοι που υπόσχονται σιγουριά, πασχίζουν, ακριβώς σήμερα, να παρουσιάσουν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ σαν σκεπτικίστρια απέναντι στην εργατική εξουσία, παρ΄ όλο που πριν από 60 χρόνια δολοφονήθηκε ακριβώς επειδή χωρίς ταλαντεύσεις υποστήριζε στοχοπροσηλωμένα την εργατική εξουσία, τον αγώνα που οργάνωσε το αναγκαίο κόμμα για αυτή την εξουσία. Παρόμοια προσπάθεια γίνεται τώρα με διάφορα μέσα, ήδη εδώ και αρκετό καιρό, για τον Αντόνιο Γκράμσι, αν και με διαφορετικά κίνητρα. Με εκείνο τον Γκράμσι, η ζωή του οποίου καταστράφηκε εσκεμμένα στις φασιστικές φυλακές του Μουσολίνι, επειδή γνώριζαν και φοβόντουσαν ότι ήταν αλύγιστος ως επαναστάτης. («Αυτό τον εγκέφαλο πρέπει να τον εμποδίσουμε να σκέπτεται για 20 χρόνια», ανέφερε ο φασίστας εισαγγελέας χωρίς περιστροφές ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο καταδίκασε τον Γκράμσι σε 20 χρόνια φυλακή).

Η πλημμυρίδα βιβλίων, μονογραφιών και άρθρων που εκδόθηκαν τα τελευταία χρόνια για τον Γκράμσι, έφτασε στην Αυστρία έμμεσα. Με την «τάση αλλαγής» [που υπάρχει] και στη χώρα μας, με μια έντονη αναζήτηση για κοινωνικο-πολιτική λύση, την οποία δεν έφερε η απόλυτη πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, θα αλλάξει και αυτό, επειδή η πλειοψηφία αυτών των δημοσιευμάτων συγγράφηκε λιγότερο με την πρόθεση να ερμηνεύσει προβλήματα, εξετάζοντάς τα σε σχέση με το χρόνο, τα οποία είχαν απασχολήσει τον Γκράμσι, περισσότερο δε με σκοπό να τον μεμφθούν μια για τούτο, μια για το άλλο, συχνά για ζητήματα που αντιφάσκουν μεταξύ τους.

Τα «Τετράδια της Φυλακής» του Γκράμσι

Για τον ταλαιπωρημένο αναγνώστη δεν θα απαριθμήσουμε όλα αυτά για τα οποία έχει ήδη μοχθήσει ο Γκράμσι. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση. Ο Γκράμσι άλλες φορές παρουσιάζεται μειωτικά ως ο «τελευταίος από τους μεγάλους εκπροσώπους της ριζοσπαστικής-δημοκρατικής παράδοσης της Ιταλίας», άλλες φορές πάλι τίθεται πλάι στον πατέρα του αναθεωρητισμού, Μπέρνσταϊν, μάλιστα επαινείται ως εκείνος που τον έχει «συστηματοποιήσει», ώστε να μπορεί να συκοφαντηθεί καλύτερα. Κάποιες φορές ισχυρίζονται ότι έχουν ανακαλύψει σ΄ αυτόν κοινά πνευματικά στοιχεία με «τον» αυστρομαρξισμό, (λες και υπήρξε αυτός ποτέ ενιαίος), ενώ άλλες φορές του αποδίδουν την «πατρότητα του ευρωκομουνισμού», ενός «εντελώς νέου τρίτου δρόμου». Είτε πρόκειται –για τον ασυγκράτητο, επειδή υπήρξε νηφάλιος επαναστάτης οπτιμιστής, εκείνον που γνωστοποιεί την αναγκαιότητα της κουλτούρας για την επανάσταση- για αυτόν που συμβαδίζει με την απαισιόδοξη κουλτούρα του Αντόρνο ή του Μαρκούζε είτε παρουσιάζεται ως ένας εξαιρετικά ταλαντούχος φιλόλογος ή φιλόσοφος, που όμως κατέληξε τυχαία στην πολιτική: Όλα αυτά, ανεξάρτητα από τα διάφορα κίνητρα που υπάρχουν, έχουν σε τελική ανάλυση έναν σκοπό: Να φέρουν σε αντίθεση τον λενινιστή Γκράμσι με τον λενινισμό, με την Κομμουνιστική Διεθνή, της οποίας υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους.

Που βρίσκονται σημεία αφετηρίας για αυθαίρετες ερμηνείες, για διαστρεβλώσεις; Στην αφετηριακή θέση του Γκράμσι ως ιδεαλιστή φιλόσοφου, στην εξέλιξή του από ηγετικό στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, δηλαδή της Δεύτερης Διεθνούς, σε ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή της Τρίτης Διεθνούς. Στην ιδιαιτερότητα ενός μέρους του έργου του. Στο γεγονός ότι ο Γκράμσι κάτω από τις πιο καταπιεστικές συνθήκες, στη φυλακή, σε μια «γλώσσα σκλάβων» που εξαναγκάστηκε [να γράφει] λόγω ακριβώς της φυλάκισής του, η οποία επέβαλλε την παραίτηση από τη μαρξιστική ορολογία, περιφράσεις για παράδειγμα, όπως «κοινωνικές ομάδες» αντί «τάξεις» ή «φιλοσοφία της πράξης» αντί «μαρξισμός», ότι ο Γκράμσι υπό αυτές τις συνθήκες έγραψε σημειώσεις σχεδόν 3000 σελίδων –μια εντυπωσιακή επίδοση˙ αποσπάσματα, σκίτσα, σκέψεις, επειδή η κατάσταση δεν επέτρεπε κάτι άλλο. Μερικές χιλιάδες σελίδες για αυτο-κατανόηση. Μια επιλογή προβλημάτων, μια περαιτέρω ύφανση νημάτων ανάπτυξης, χωρίς εξαναγκασμό για ισορροπία και συνυπολογισμό όλων των συναφειών, χωρίς τη δυνατότητα να συσχετίζεται αυτή η σκέψη με την –έξω [από τη φυλακή]- άμεση αναγκαία δράση του κινήματος. Εδώ βρίσκεται μια ιδιαίτερη γοητεία, μια εξαιρετικά διεγερτική δύναμη. Φυσικά και η δυνατότητα για εσφαλμένη έμφαση, σχολιασμό, για διαστρεβλώσεις, για παρερμηνείες.

Αυτά τα «γραπτά της φυλακής», των οποίων η δημοσίευση στη δεκαετία του πενήντα προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, βραβεύτηκαν -όχι τυχαία- με το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο, έχουν επισκιάσει τις εργασίες του Γκράμσι της εποχής εκείνης, όταν ο Γκράμσι πολιτικά μπορούσε ακόμη να δραστηριοποιείται στην καθοδήγηση του ΚΚ Ιταλίας και στην Κομμουνιστική Διεθνή. Την κατευθυντήρια γραμμή σ΄ αυτό το έργο –ανέφερε ο Τολιάτι, ο πιο στενός σύντροφος του Γκράμσι- μπορεί να την βρει κανείς μόνο στην πραγματική δράση του Γκράμσι. Όλα τα ζητήματα, οι αναλύσεις, οι σκέψεις στα «γραπτά της φυλακής» σχετίζονται ουσιαστικά με το κύριο έργο του Γκράμσι: την οικοδόμηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, τις προσπάθειές του να μπολσεβικοποιηθεί. Ακριβώς αυτή την εσωτερική ενότητα υπογράμμισε ο Τολιάτι, όταν (στο άρθρο του «Ο λενινισμός στη σκέψη και στη δράση του Αντόνιο Γκράμσι», στη διάσκεψη για τον Γκράμσι που έγινε στη Ρώμη τον Ιανουάριο του 1958) ανέφερε: «Ο Γκράμσι ήταν ένας θεωρητικός της πολιτικής, κυρίως όμως ήταν ένας πρακτικός πολιτικός, δηλαδή, ένας αγωνιστής […] Στην πολιτική πρέπει να αναζητηθεί η ενότητα της ζωής του Αντόνιο Γκράμσι. Η αφετηρία και το τέρμα. Η αναζήτηση, η πάλη, η θυσία, είναι στοιχεία αυτής της ενότητας» [1]

Ο φαταλισμός του αυστρομαρξισμού – σε αντίθεση με τον Γκράμσι

Θα επικεντρωθούμε τώρα μόνο σ΄ ένα θέμα, το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, σε σχέση με τη συζήτηση για το Πρόγραμμά μας και τους θρύλους που αφορούν στον Γκράμσι ως πρόδρομο του «τρίτου δρόμου»: τη συμβολή του στη θεωρία της επανάστασης, τη σχέση του με το λενινισμό. Μια τέτοια επικέντρωση απαιτεί λιγότερες παραιτήσεις απ΄ ό,τι θα μπορούσε κανείς να πιστέψει. Χωρίς υπερβολή, μπορούμε να πούμε ότι η σκέψη και η δράση του Γκράμσι καθορίστηκαν από ένα κεντρικό ερώτημα: Πως μπορεί να φθάσει κανείς, κάτω από άλλες συνθήκες, σε μια παρόμοια νίκη όπως αυτή των μπολσεβίκων, στην επανάσταση; Είτε ο Γκράμσι εξέταζε την πολιτική θεωρία του Μακιαβέλι, τα προβλήματα της πολιτικής ηγεμονίας κατά τον σχηματισμό και την ανάπτυξη του ιταλικού έθνους, είτε τη μορφοποίηση των «ιστορικών μπλοκ» ή τον «αμερικανισμό», τον «φορντισμό» και τον «τεϊλορισμό» -θέματα εντελώς διαφορετικά, όλα αυτά τίθενται στην υπηρεσία του ίδιου καθήκοντος, όλα περιστρέφονται γύρω από τα ίδια ερωτήματα: Με ποιον τρόπο, κάτω από ποιες συνθήκες κατακτά μια τάξη την πολιτική ιδεολογική ηγεμονία; Με ποια μέσα στηρίζει μια κυρίαρχη τάξη την άσκηση της εξουσίας της; Τι είναι αυτό που προκαλεί, ώστε οι ιδέες των κυριάρχων να είναι κατά κανόνα οι κυρίαρχες; Πως μπορεί να αποδυναμωθεί αυτή η κυριαρχία, και τελικά να «σπάσει»; Πως μπορεί να κατακτηθεί η πολιτικο-ιδεολογική και ηθική ηγεμονία της εργατικής τάξης σ΄ ένα σύστημα πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών, οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για την κατάληψη και την άσκηση της εξουσίας; Όλα αυτά καταλήγουν στο ερώτημα: Πως θα φθάσουμε στην επανάσταση; Και έτσι ο Γκράμσι απέχει κόσμους ολόκληρους από κείνους που ψάχνουν να βρουν σ΄ αυτόν αποδείξεις, ότι η επανάσταση δεν είναι αναγκαία, αποκόβοντάς την με έναν οποιοδήποτε «κόφτη» ή ότι είναι περιττή μέσω «τρίτων δρόμων».

Μερικές φορές ο Γκράμσι παρουσιάζεται ως αντίπαλος του ορθόδοξου μαρξισμού. Ας εξετάσουμε ενάντια σε ποια «ορθοδοξία» στράφηκε. Στράφηκε με σφοδρότητα ενάντια στην κυρίαρχη τότε «ορθοδοξία» της Διεθνούς, του διαμετρήματος του Κάουτσκι, ενάντια σ΄ εκείνο τον χυδαίο οικονομισμό –ο Γκράμσι τον χαρακτήριζε ως «παιδισμό»-, ο οποίος υποσχόταν την αυτόματη, αναπόφευκτη νίκη του σοσιαλισμού αποκλειστικά από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ενάντια σ΄ εκείνη την «ορθοδοξία», η οποία –επικαλούμενη εσφαλμένα τον Μαρξ- κήρυσσε ότι η σοσιαλιστική επανάσταση στη μη αναπτυγμένη Ρωσία είναι «αδύνατη», μάλιστα ακόμη και την προσπάθεια γι΄ αυτήν ως «τρέλα». Ο Γκράμσι στράφηκε ενάντια σ΄ εκείνη την «ορθοδοξία», η οποία μετατρέπει το μαρξισμό σε «διδασκαλία απραξίας του προλεταριάτου». Και ποιος ήταν ο πιο ασυμβίβαστος, ο πιο επιδέξιος, ανώτερος αντίπαλος αυτής της «ορθοδοξίας», αυτής της κατά γράμμα ευρυμάθειας που δεν είχε επαναστατικό πνεύμα; Ο Λένιν!

Ενάντια σε «πάπες», όπως ο Κάουτσκι, οι οποίοι ήθελαν μάλιστα να μετατρέψουν τον Μαρξ σε μάρτυρα ενάντια στην επαναστατική δράση, θέλοντας να προκαλέσουν την εντύπωση «εντελώς επιστημονικά», ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων από μόνη της θα ανέτρεπε τις σχέσεις ιδιοκτησίας, ο Λένιν υποστήριζε: Ο Μαρξ συνήγαγε το αναπόφευκτο αλλαγής της καπιταλιστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική αποκλειστικά και μόνο από τον οικονομικό νόμο κίνησης της κοινωνίας. Αλλά ο Μαρξ θεωρούσε τον υλισμό χωρίς επαναστατική δράση «φτωχό σε περιεχόμενο, μονόπλευρο και άψυχο» [2]. Χρειάζεται ισχυρή δόση άγνοιας ή αναίδειας για να φέρει κανείς τον Γκράμσι κοντά στον αυστρομαρξσμό, αυτόν που σε όλες τις παραλλαγές του καλλιεργούσε τη μοιρολατρία, μιλώντας διαρκώς για ένα «σταθερό Πρέπει» της Ιστορίας, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κόμμα δεν πρέπει, μάλιστα, ότι οι μάζες δεν πρέπει καθόλου.

Ο Γκράμσι και οι μπολσεβίκοι

Στο επίκεντρο της σκέψης του Γκράμσι βρίσκεται η προβληματική της ηγεμονίας του προλεταριάτου. Σε καμιά περίπτωση ως κάποιο υποκατάστατο της επανάστασης, για την κατάληψη της εξουσίας, αλλά ως προϋπόθεση γι΄ αυτήν. Ο Γκράμσι συνειδητά βρίσκεται στην παραδοσιακή λενινική σκέψη. Ο ίδιος ορίζει τον λενινισμό ως «διδασκαλία της ηγεμονίας του προλεταριάτου». Εκτιμά ότι η πιο σημαντική θεωρητική συμβολή –σ΄ αυτό το σχέδιο- προέρχεται από τον Λένιν. Ακόμη πιο σημαντικός είναι ο χαρακτηρισμός του Γκράμσι για το ρόλο του Λένιν στα «γραπτά της φυλακής» του: «Ο μεγαλύτερος σύγχρονος θεωρητικός της “φιλοσοφίας της πράξης” κατανόησε πολιτικά το μέτωπο της σύγχρονης πάλης, εκτίμησε και ανέπτυξε τη διδασκαλία για την ηγεμονία ως συμπλήρωμα στη θεωρία για την κρατική βία… στο πεδίο της πολιτικής οργάνωσης και της πάλης ενάντια στις διάφορες “οικονομικές” τάσεις.» Μάλιστα, την ηγεμονία όχι ως μαγικό μέσο, το οποίο διαλύει το κράτος της βίας στην ομίχλη, αλλά ως προϋπόθεση για να αντιμετωπιστεί. Τι είναι αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα τον Γκράμσι στο παράδειγμα των μπολσεβίκων!; Ότι αυτοί δεν ανέπτυξαν μόνο τη θεωρία για την ηγεμονία της εργατικής τάξης σε συμμαχία με τα άλλα στρώματα, αλλά και το απαραίτητο μέσο για αυτό: Ένα επαναστατικό κόμμα, το οποίο δεν στέκεται πάνω από τα μαζικά κινήματα, αλλά επιδρά σ΄ αυτά κατευθυντήρια, ωθώντας τα μπροστά: «Το μοναδικό κόμμα (στη Δεύτερη Διεθνή) που την έσωσε από τον εκφυλισμό της, είναι το κόμμα των μπολσεβίκων, κατορθώνοντας να εδραιωθεί στην κορυφή του εργατικού κινήματος της χώρας του, επειδή απέκλεισε από τις γραμμές του τα αντιμαρξιστικά ρεύματα και με τη βοήθεια των εμπειριών που αποκόμισε από τρεις επαναστάσεις, επεξεργάστηκε το λενινισμό, ο οποίος είναι ο μαρξισμός της εποχής του μονοπωλιακού κεφαλαίου, των ιμπεριαλιστικών πολέμων και της προλεταριακής επανάστασης…» [3].

Η σχέση μεταξύ ηγεμονίας της τάξης και λειτουργίας του επαναστατικού κόμματος είναι εξαιρετικά περίπλοκη, δεν μπορεί να διευκρινιστεί με ένα απόσπασμα. Δεν υπάρχει, όμως, καμιά αμφιβολία: Εκεί, όπου γίνεται προσπάθεια να αντιπαρατεθεί ο ηγετικός ρόλος του κόμματος απέναντι στην κατάκτηση ηγεμονίας της τάξης, υπάρχει ρήξη με τη σκέψη του Γκράμσι.

Σχετικά με τη στρατηγική και τακτική

Ο Γκράμσι διατύπωσε τη θέση του για την ηγεμονία με μεγάλη σαφήνεια στο ημιτελές γραπτό του «Ορισμένες πτυχές του ζητήματος της νότιας Ιταλίας»: «Το προλεταριάτο μπορεί να γίνει ηγεμονική και κυρίαρχη τάξη, στο βαθμό που κατορθώνει να δημιουργήσει ένα σύστημα ταξικών συμμαχιών, το οποίο θα του επιτρέπει να κινητοποιήσει την πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού ενάντια στον καπιταλισμό και το αστικό κράτος˙ και αυτό στην Ιταλία σημαίνει, … κατάκτηση της συγκατάθεσης των πλατιών μαζών των αγροτών» [4]. Το «ζήτημα της ηγεμονίας του προλεταριάτου» είναι το «ζήτημα της κοινωνικής βάσης της προλεταριακής δικτατορίας και του εργατικού κράτους» [5].

Ποιο είναι βασικά το πιο ουσιαστικό και το πιο πρωτότυπο στις επαναστατικο-θεωρητικές σκέψεις του Γκράμσι; Τα συμπεράσματά του που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη κατάσταση στη χώρα του: Η μετωπική επίθεση είναι μόνο μια μορφή πάλης. Θα καταδικαστεί κανείς σε απομόνωση ή σε ήττα, αν δεν κατανοήσει το πώς θα αναπτύξει και θα χειριστεί με δεξιοτεχνία και τις άλλες, τις πιο περίπλοκες συνθήκες πάλης με τις κατάλληλες μεθόδους. Επανειλημμένα ο Λένιν εξέφρασε τους συλλογισμούς του: Στις καθυστερημένες χώρες η επανάσταση νικά σχετικά εύκολα, μάλιστα μερικές φορές είναι «παιχνιδάκι». Όμως ιδιαίτερα δύσκολο είναι εκεί η οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας. Στις αναπτυγμένες χώρες μπορεί να οικοδομηθεί μια νέα κοινωνία γρηγορότερα, αποτελεσματικότερα, με λιγότερα δεινά, με λιγότερα θύματα. Αλλά είναι πιο δύσκολο να πλησιάσει κανείς την επανάσταση. Ο Γκράμσι ξεκινά από τη διαπίστωση: «Στην κεντρική και δυτική Ευρώπη η ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν οδήγησε μόνο στο σχηματισμό πλατιών προλεταριακών στρωμάτων, αλλά επίσης, ακριβώς, και στο ότι δημιούργησε ένα ανώτερο στρώμα, την εργατική αριστοκρατία, με τα εξαρτήματά της, τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τη σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική ομάδα. Το καθοριστικό στοιχείο, το οποίο στη Ρωσία ήταν άμεσο και που ώθησε τις μάζες στο δρόμο για επαναστατική έφοδο, περιπλέκεται στην κεντρική και δυτική Ευρώπη μέσω όλων αυτών των εποικοδομημάτων που δημιούργησε ο αναπτυγμένος καπιταλισμός, κάνει τη δράση των μαζών πιο αργή και πιο προσεκτική, και επομένως απαιτεί από το επαναστατικό κόμμα μια πολύ πιο περίπλοκη και πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική και τακτική απ΄ ό,τι αυτή που ήταν αναγκαία κατά την περίοδο μεταξύ Μαρτίου και Νοεμβρίου 1917 για τους μπολσεβίκους» [6].

Για να μπορεί να αναπτυχθεί αυτή η στρατηγική και τακτική, ο Γκράμσι επικεντρώθηκε στην ανάλυση των «εποικοδομημάτων», στη διεύρυνση όλων των παραγόντων, οι οποίοι δρουν έξω από τους μηχανισμούς καταπίεσης του κράτους, μάλιστα συχνά τους καλύπτουν, στηρίζοντας με ποικίλους τρόπους το υπάρχον σύστημα, δυσκολεύουν τη δράση των μαζών, αντιτίθενται στο σχηματισμό συμμαχιών, δηλαδή φρενάρουν ή μπλοκάρουν την κατάκτηση της ηγεμονίας από την εργατική τάξη. Για τον χαρακτηρισμό της μακροχρόνιας φάσης της πάλης για την κατάκτηση της ηγεμονίας, για ξεχωριστές θέσεις και οργανώσεις, ο Γκράμσι δανείστηκε από τη στρατιωτική ορολογία τον χαρακτηρισμό «πόλεμος θέσεων». Αυτό τον πόλεμο θέσεων τον θεώρησε ως αναπόφευκτο για τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, σε καμιά περίπτωση όμως ως το μόνο δυνατό μέσο. Παραβίαση αυτής της βασικής ιδέας του επαναστάτη Γκράμσι σημαίνει απομάκρυνση από τον σκοπό του, αν αυτός περιορίζεται σ΄ ένα και μόνο μέσο, κάτι το οποίο καταπολεμούσε ως στενότητα.

Ο πυρήνας των σκέψεων που ανέπτυξε ο Γκράμσι, με την εξασθένιση του μεγάλου επαναστατικού κύματος στην Ευρώπη μετά τον Κόκκινο Οκτώβρη –αναφερόμενος στη θεωρία του Λένιν για το κράτος και την ηγεμονία της εργατικής τάξης-, σημαίνει: Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, για την αφαίρεση της εξουσίας του κεφαλαίου οδηγεί μόνο ο δρόμος μέσω της ηγεμονίας. Όμως σ΄ ένα σύστημα συμμαχιών για να γίνει η εργατική τάξη πολιτικά, ηθικά, ιδεολογικά ηγεμονική δύναμη, καθίσταται αναγκαία η εξερεύνηση όσο το δυνατό όλων των στοιχείων, με τη βοήθεια των οποίων η κυρίαρχη τάξη επηρεάζει τη συνείδηση των ανθρώπων, τη μορφοποιεί, την παραμορφώνει: τα κόμματα, η εκκλησία, τα σχολεία, τα ιδιαίτερα δυναμικά μέσα ενημέρωσης, οι σύλλογοι, μέχρι και τα θέατρα, οι βιβλιοθήκες, μέχρι και η αρχιτεκτονική, η κατασκευή δρόμων και η ονομασία τους.

Αυτό απαιτεί την ανάπτυξη ικανοτήτων, ότι η κατανόηση και η εκπροσώπηση των δίκαιων ποικίλων συμφερόντων, πρέπει στους πιο σημαντικούς τομείς του μετώπου να συνδεθεί με τη διαμόρφωση της συνείδησης, ώστε να είναι σε θέση κανείς να υπάρχει και να νικήσει. Ηγεμονία όμως δεν σημαίνει ακόμη νίκη, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για το πιο δύσκολο, το πιο ριψοκίνδυνο: Αποφασιστικότητα στη πάλη για την εξουσία.

Όλοι οι εφευρέτες [ιδεών], οι κήρυκες, αυτοί που αναζητούν νέους ή παλιούς «τρίτους δρόμους» λένε ουσιαστικά κάτι εντελώς διαφορετικό απ΄ ό,τι ο Γκράμσι, ανεξάρτητα απ΄ το πόσο διαφορετική είναι η κοινωνική τους βάση, η πολιτική τους επίδραση στο εθνικό και διεθνές πλαίσιο. Δηλαδή: Αν έχει κατακτηθεί η ηγεμονία, τότε ο στόχος έχει σχεδόν επιτευχθεί. Και μερικές φορές αυτή η ηγεμονία συρρικνώνεται σε μια απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Αριστεράς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εσωτερική της συνοχή, η κυρίαρχη στόχευσή της και η κοινωνική εκρηκτική δύναμη.

Οι επιθυμίες μετατρέπονται εύκολα σε δημιουργούς εσφαλμένων σκέψεων: Έτσι, η επιθυμία να μπορεί να παρακάμψει κανείς, κατά κάποιο τρόπο, το πιο ριψοκίνδυνο, το πιο ασυνήθιστο, μετατρέπεται σε δημιουργό «τρίτων δρόμων» της υπόθεσης για την οποία στην Ιστορία δεν υπάρχει ακόμη κανένα αποδεικτικό στοιχείο: Αν αποσυντεθεί η ηγεμονία του αντιπάλου, τότε θα καταρρεύσει από μόνη της και η εξουσία του σαν χάρτινος πύργος ή τουλάχιστον τμηματικά. Το «θεωρητικό υπόβαθρο», το επικάλυμμα τέτοιων ευχολογίων, τέτοιων ψευδαισθήσεων απαιτεί οπωσδήποτε τη διαστρέβλωση της μαρξιστικής θεωρίας για το κράτος. Για παράδειγμα, ο καταλογισμός, ότι οι κλασικοί –Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν-, έβλεπαν στο κράτος μόνο ένα όργανο βίας και τίποτα άλλο. Πολύ εύκολα μπορεί τότε να επιχειρηματολογήσει κανείς: Επειδή η εξουσία του κεφαλαίου στηρίζεται στην κυριαρχία των αστικών απόψεων, η εξουσία αυτή θα πέσει στη στιγμή, γιατί θα «σπάσει» αυτό το στήριγμα. Στο μεταξύ υπάρχουν άπειρα παραδείγματα αυτής της επιχειρηματολογίας, καθένα από τα οποία έχει την αξίωση να είναι εντελώς καινούριο, πρωτότυπο, μάλιστα ακόμη και δημιουργικό.

Η στρατηγική της εργατικής τάξης απαιτεί πλήρη ανάλυση

Κατ΄ αρχή σχετικά μ΄ αυτό τον καταλογισμό: Ήδη στη «Γερμανική Ιδεολογία», που γράφηκε από τους Μαρξ και Ένγκελς, μπορεί κανείς να διαβάσει: «Η τάξη που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής, διαθέτει ταυτόχρονα τα μέσα της πνευματικής παραγωγής, έτσι ώστε, μιλώντας γενικά, οι ιδέες αυτών που δεν έχουν τα μέσα της πνευματικής παραγωγής υποτάσσονται σ΄ αυτά» [7]. Εδώ παρουσιάζεται και προσεγγίζεται ακριβώς η αστική ηγεμονία γενικά, ως κανόνας, και επομένως η εξαίρεση της διάσπασής της, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ριζικές αλλαγές. Ο κανόνας συνάγεται από την οικονομία, από τις υλικές συνθήκες ζωής, από τη βάση. Αλλά και η εξαίρεση –και αυτό αποτελεί κόκκινο νήμα που διαπερνά τα μεταγενέστερα έργα των Μαρξ και Ένγκελς- [ανάγεται] από τις αντικειμενικές συνθήκες της βάσης, η οποία ποτέ δεν αντανακλάται άμεσα, απευθείας στο εποικοδόμημα˙ από τις συγκρούσεις, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν αίρονται από μόνες τους, αλλά πρέπει να λάβουν χώρα στο εποικοδόμημα, στους ταξικούς αγώνες, στη πάλη των ιδεών, φθάνοντας μέχρι την αποφασιστική στιγμή.

Οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν θεωρούσαν ως ανώτατη επιταγή της επιστημονικότητας, την επιδίωξη για μια όσο το δυνατό πολύπλευρη σύλληψη της πραγματικότητας, των αντιφάσεών της –αυτού που συνεχίζει να οδηγεί, που ωθεί παραπέρα. Ιδιαίτερα ήταν πεπεισμένοι, ότι μια στοχευμένη στρατηγική της εργατικής τάξης απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη όλα τα σημαντικά στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται η ισχύς του κράτους, όχι μόνο σε ό,τι αφορά το χαρακτήρα του, σαν οργανωμένη βία, αλλά και στις ιδέες, στο «ιδεολογικό εποικοδόμημα», στους θεσμούς του.

Ηγεμονία θωρακισμένη με εξαναγκασμό

Ο Γκράμσι δεν ήταν θεωρητικός της οικονομίας. Δεν καταπιάστηκε καθόλου με τη διερεύνηση των αλλαγών των οικονομικών νόμων κίνησης και των επιπτώσεών τους στο εποικοδόμημα. Αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ενέργειάς του στην ανάλυση, ιδιαίτερα των «ιδεολογικών μηχανισμών» και των λειτουργιών, για παράδειγμα, των διανοουμένων, κάτι που αναμφίβολα είχε και τις καλύτερες προϋποθέσεις. Η ιστορία των ιδεών επίσης, σε τελική ανάλυση, σφραγίζεται από τις υλικές συνθήκες ζωής, καθορίζεται στις τάσεις της. Όμως και αυτή ακολουθεί τους δικούς της νόμους. Για παράδειγμα, ότι κάθε φορά αντιπαρατίθεται κανείς με τις τωρινές ή τις ακόμη κυρίαρχες ιδέες, όχι μόνο με τον αντίπαλο. Ακόμη και μέσα στις ιδίες γραμμές. Και στην εποχή του Γκράμσι επικρατούσε ακόμη –σε αντίθεση με τον Λένιν- η οικονομίστικη σκέψη. Αυτό υποθέτει ότι κάθε αλλαγή στο εποικοδόμημα μπορεί να συναχθεί ακριβώς από τις μετατοπίσεις στη βάση˙ μια κατάφωρη υποτίμηση του ενεργητικού ρόλου του «υποκειμενικού παράγοντα», της δράσης των ανθρώπων, των κομμάτων, των οργανώσεων. Από δω προκύπτει κάποια μη ισορροπία, μια υπερβολή στις διατυπώσεις του Γκράμσι. Έτσι, όπως ο ίδιος ήθελε συνειδητά να μετατοπίσει το βάρος –και ασφαλώς είχε δίκιο-, έτσι είναι και σήμερα ορθό και αναγκαίο να κατανοηθούν οι θέσεις του με βάση τις συνθήκες γέννησής τους, να συγκριθούν με τις σημερινές, ώστε να αποτραπεί η παράβλεψη άλλων πλευρών της πραγματικότητας. Αναφορικά με τα ερωτήματά μας για τη σχέση του Γκράμσι με το λενινισμό, με την προβληματική κράτος-ηγεμονία, πρέπει οπωσδήποτε να σημειωθεί: Χαρακτηριστικό και σ΄ αυτόν είναι η ενότητα των πιο σημαντικών στοιχείων: Κυρίως εκεί όπου συμπύκνωσε τις αντιλήψεις του σε τύπους: Κράτος = Δικτατορία + Ηγεμονία, δηλαδή, «ηγεμονία θωρακισμένη με εξαναγκασμό» [8].

Και εδώ, όλοι οι εφευρέτες [ιδεών], οι κήρυκες ή αυτοί που αναζητούν «τρίτους δρόμους», έχουν εντελώς διαφορετικές θέσεις. Όλοι τους «σπάζουν» αυτή την ενότητα, λάμπουν διά της μονομέρειάς τους, αφήνουν να ισχύει αυτό ή το άλλο σημαντικό στοιχείο, συχνά ταυτόχρονα πολλά μαζί, κανένα από αυτά ή [υποστηρίζουν] ότι αυτά ίσχυαν μόνο για ένα «εδώ και πολύ καιρό χαμένο παρελθόν». Σχετικά με τα παραπάνω αναφέρουμε τρία παραδείγματα από το αυστριακό εργατικό κίνημα, με πολύ διαφορετικές σημασίες, διαφορετικές θέσεις, από διαφορετικές εποχές. Ο ματωμένος Φλεβάρης του 1934 κατέστησε αδύνατο να παρουσιαστεί το γεγονός, ότι σε τελική ανάλυση το κράτος είναι οργανωμένη βία και όχι «αποκύημα κομμουνιστικού δογματισμού». Όταν ο Όττο Μπάουερ, εμβρόντητος από τα αποτελέσματα της δικής του πολιτικής, προσπάθησε να αναπτύξει μια νέα στρατηγική, διέρρηξε, ως συνήθως, αυτή τη φορά όμως με ένα νέο τρόπο, αυτή την ενότητα: με τη διάσπαση της Ιστορίας σε «δυό εντελώς διαφορετικές φάσεις»: Την «περίοδο άνθισης της δημοκρατίας», όπου οι αστικές ιδέες «μετατράπηκαν αυτονόητα σε κυρίαρχες ιδέες σε τέτοιο βαθμό, που η κυρίαρχη τάξη δεν χρειάζεται καθόλου τη στέρηση δικαιωμάτων των άλλων τάξεων» [9], την αστική θεωρία για το κράτος.

Ο φαύλος κύκλος του προμαρξιστικού διαφωτισμού

Ανοιχτά παραμένουν όλα, για την περίπτωση που την ανατροπή του φασισμού δεν την ακολουθεί ο σοσιαλισμός, αλλά απλά η αστικοδημοκρατική παλινόρθωση. Η διαίρεση της Ιστορίας από τον Μπάουερ, αποδείχτηκε μέσω της Ιστορίας ως ένα καθαρό κατασκεύασμα. Σε μια σειρά χώρες συνέβη αυτό που «ιστορικά» ήδη το είχε θεωρήσει αδύνατο, αυτό που έπρεπε να αποτραπεί –προς το συμφέρον της πάλης για το σοσιαλισμό- αν μη τι άλλο, απαιτούσε μια κατάλληλη προς την πραγματικότητα στρατηγική: την «αστικοδημοκρατική» παλινόρθωση.

Ακόμη ένα πρόσφατο παράδειγμα: Σχετικά με το εμπειρικό γεγονός, ότι και μια απόλυτη πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος δεν μπορεί να προσεγγίσει το σοσιαλισμό ούτε κατά ένα βήμα, οι Μίχαελ Χόιπελ, Μάνφρεντ Μάτσκα και Πέτερ Πελίνσκα, παρατηρούν σ΄ ένα άρθρο τους με τίτλο «Ξεπερασμένος αυστρομαρξισμός;» [10]: «Το σύνολο του νομικού συστήματος, το συνολικό φορολογικό σύστημα που βρίσκεται στη διάθεση μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης, ιστορικά και δομικά είναι αποτυπωμένο από την αστική ηγεμονία και λειτουργεί καλύτερα στο δικό της πνεύμα: Επομένως μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο περιορισμένα αλλάζοντας την κοινωνία». Και εδώ ο μονόπλευρος τρόπος θεώρησης βγάζει μάτι. Αποτυπώνεται πραγματικά μόνο ο αστικός χαρακτήρας του κρατικού φορολογικού συστήματος ή σε πρώτη γραμμή αποτυπώνεται μόνο από την κυριαρχία των αστικών ιδεών; Ποιο ρόλο παίζει εδώ ο αστικός χαρακτήρας της οικονομίας; Σταματά να επιδρά ο «φυσικός μηχανισμός εξαναγκασμού» του κράτους ή ακόμη υφίσταται και χρησιμοποιείται με δραματικό τρόπο και εκεί που σε μεγάλο βαθμό δεν είναι ορατός; Από τον προμαρξιστικό διαφωτισμό είναι γνωστός ο φαύλος κύκλος: Οι ιδέες καθορίζονται από το περιβάλλον. Και τι είναι αυτό που καθορίζει το περιβάλλον; Οι ιδέες! Χρησιμοποιώντας αυτά τα μέσα, αν εξαιρέσει κανείς τα ζητήματα-κλειδιά από αντιπαραθέσεις με αντιμαρξιστικές θέσεις, -ανεξάρτητα απ΄ το αν θέλει κανείς ή όχι- συνιστάται, ότι είναι αρκετό να αλλάξουν οι ιδέες για να μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία του σοσιαλισμού ο φορολογικός μηχανισμός του αστικού κράτους αλλαγής της κοινωνίας.

Ένα τρίτο παράδειγμα: Ακόμη και με τη θεωρητική «ανύψωση» του Χανς Φίσερ περί «διπλής στρατηγικής διοίκησης και μετασχηματισμού» της καπιταλιστικής κοινωνίας, ο Γκράμσι στραπατσάρεται. Φυσικά, με ένα αλλοιωμένο απόσπασμα από δεύτερο ή τρίτο χέρι. Η πρώτη θεωρητική ανακάλυψη του Φίσερ διατυπωμένη κατηγορηματικά: «Κρατικοί μηχανισμοί καταπίεσης υπάρχουν μόνο στις πρωτόγονες άγονες ολοκληρωτικές κοινωνίες» [11]. Η θεωρία του Γκράμσι παίρνει στον Φίσερ την ακόλουθη θλιβερή μορφή: «Αυτή η πάλη για την πνευματική και ηθική ηγεμονία στην κοινωνία είναι ο πυρήνας του πολιτικού ανταγωνισμού των ημερών μας. Όποιος τον κερδίσει θα διαμορφώσει τις επόμενες δεκαετίες την Ευρώπη, και η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να κατευθύνει τη στρατηγική της με βάση αυτό το γεγονός» [12].

Ο «τρίτος δρόμος» ζει από τη μονομέρεια

Με τον Γκράμσι αυτό έχει να κάνει μέχρι του σημείου που αυτό αποτελεί μια ριζική παραποίηση, ακόμη και άρνηση της βασικής σκέψης του: Η ηγεμονία της σοσιαλιστικής συνείδησης μπορεί να επιτευχθεί μόνο στην πάλη ενάντια στο κεφάλαιο σε όλα τα επίπεδα, σε όλες τις μορφές εμφάνισης: Η «ηγεμονία», όπως την αντιλαμβάνεται ο Φίσερ, είναι η «συναίνεση των κοινωνικών εταίρων» την οποία κηρύσσει το κεφάλαιο απαραίτητη, ακόμη και κοινωνική, όταν η σοσιαλδημοκρατία φροντίζει διαρκώς για συμβιβασμούς. Πολύ λογικά ο Φίσερ συμπεραίνει: «Όσο μεγαλύτερη είναι η συναίνεση, τόσο λιγότερο μπορεί να θέσει ριζικά υπό αμφισβήτηση τις υπάρχουσες σχέσεις» [13]. Σ΄ αυτή τη «λογική» ταιριάζει ο τολμηρός του στόχος: «Μπορεί να γίνει προσπάθεια πραγματοποίησης εκείνων των αλλαγών στην κοινωνική τάξη πραγμάτων μας, οι οποίες θα εξαλείψουν τις παραμορφωτικές και απάνθρωπες τάσεις τους ή τουλάχιστον να τις μειώσουν…,» [14]. Ήδη, από τον καπιταλισμό προέκυψε η απλή διοίκηση, συνδυασμένη με τον ευσεβή πόθο ότι ο καπιταλισμός πρέπει να ξεσυνηθίσει τελικά από τις θανατηφόρες αντιφάσεις του, για να μπορεί να διατηρηθεί. Η αδυναμία αυτής της προσπάθειας, το γεγονός ότι και η διαχείριση του καπιταλισμού σε περιόδους κρίσης μετατρέπεται σε «έλλειμμα διαχείρισης», σε επιβάρυνση του εργαζόμενου πληθυσμού προς το συμφέρον του κεφαλαίου –τεκμηριώνουν επαρκώς, γιατί κάτι τέτοιο δεν έχει οδηγήσει ποτέ σε μια «σοσιαλιστική ηγεμονία», αλλά πολύ συχνά οδήγησε στην απώλεια σοσιαλδημοκρατικών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών.

Δεν σκεφτόμαστε στο ελάχιστο μια πολιτική ισοτιμία τόσο διαφορετικών θέσεων. Θεωρητικά χαρακτηριστικό, ωστόσο, είναι –και αυτό θέλουμε να το δείξουμε με παραδείγματα από την Αυστρία: Όλα τα σχέδια περί «τρίτων δρόμων» ζουν από τη μονομέρεια, από την αγνόηση, από το ότι δεν –θέλει-να-παραδεχτεί-κάποιος τα αντικειμενικά δεδομένα και τις αντιφάσεις, από τα/τις οποία/ες θέλει να κατασκευάσει μια «ανώτερη θεωρία» ή ακόμη και μια «υψηλότερη ηθική». Σε ό,τι αφορά το πλέγμα ζητημάτων κράτος-ηγεμονία, οι αμέτρητες παραλλαγές μπορούν να συρρικνωθούν σε μερικά βασικά μοντέλα: Η κυριαρχία σε περιόδους κρίσης φέρεται να ασκείται, να διατηρείται, από τη φυσική βία. Σε περιόδους ηρεμίας φροντίζει για αυτό αποκλειστικά η ηγεμονία. Ακριβώς, αυτή η αποκλειστικότητα, αυτό το είτε-είτε αγνοεί την πολυμορφία της πραγματικότητας, την αντικειμενική διαλεκτική ανάμεσα σ΄ αυτούς τους παράγοντες, η οποία αποδεικνύεται καθημερινά εκ νέου. Φυσικά απ΄ τη σκοπιά της τακτικής είναι πολύ σημαντικό να καθοριστεί ακριβώς, τι είναι αυτό που υπερτερεί: ο εξαναγκασμός ή η ηγεμονία˙ πως αναμειγνύονται, πως αλληλοσυμπληρώνονται και –στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί- πως θα αναμιχθούν. Στρατηγικά είναι μοιρολατρικό, να θεωρεί κανείς δυνατό μόνο το ένα ή το άλλο. Ούτε καν το αιματηρό φασιστικό καθεστώς, το οποίο στηρίζεται άβολα πάνω στις ξιφολόγχες, θα παραιτηθεί από τις προσπάθειες να ντύνεται με μερικά «ηγεμονικά» στοιχεία. Ακόμη και η πιο ειρηνική καπιταλιστική κυριαρχία –σ΄ αυτόν τον αιώνα- δεν παραιτήθηκε ποτέ από τη διάθεση ενός μηχανισμού καταπίεσης.

Ηγεμονία δεν σημαίνει αφαίρεση της εξουσίας του αντιπάλου

Ακόμη περισσότερο: Αυτοί οι μηχανισμοί και τα όργανα –για παράδειγμα η αστυνομία και τα δικαστήρια- αποτελούν και στις «πιο κανονικές» περιόδους απαραίτητο στοιχείο για την εξασφάλιση της λειτουργίας της ηγεμονίας. Οι μηχανισμοί όμως αυτοί –για να θυμηθούμε τον Γκράμσι- υπάρχουν ως υποστήριξη πίσω από τους «ιδιωτικούς θεσμούς». Επειδή όμως καμιά ηγεμονία δεν είναι ποτέ ολοκληρωτική, απόλυτη, επιδιώκεται «εντελώς νόμιμα» να πειθαρχήσουν, να εκφοβιστούν εκείνες οι ομάδες, οι οποίες δεν συμφωνούν ούτε ενεργητικά ούτε παθητικά [15]. Εκεί όπου υποχωρεί πάντα η αστική ηγεμονία, εξαπλώνεται η πολιτική απάθεια, υπάρχει απειλή κυβερνητικής ανικανότητας, αυξάνονται διαρκώς οι τάσεις για απο-δημοκρατικοποίηση, η θωράκιση γίνεται ορατή από τα κενά ηγεμονίας.

Ο Γκράμσι κατέγραψε και αυτή τη νομοτέλεια, σε άμεση σχέση με τη θεωρία του περί ηγεμονίας: «Αν το ιδεολογικό μπλοκ τείνει σε αποσύνθεση, τότε στη θέση του αυθόρμητου μπορεί να εμφανιστεί ο εξαναγκασμός με όλο και λιγότερο μασκαρεμένες και  έμμεσες μορφές, μέχρι τελικά να προκύψουν πραγματικές επιθέσεις και πραξικοπήματα» [16]. Η τραγωδία του σοσιαλιστικού κινήματος στη Χιλή υπήρξε ένα αιματηρό μάθημα. Κάθε μέρα εμφανίζονται νέα παραδείγματα: Εδώ δεν «άλλαξε ουσιαστικά» τίποτα. Από το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία, τις προσπάθειες πραξικοπήματος στην Ισπανία και την Ελλάδα, την αλυσίδα των καθεστώτων των βασανιστηρίων και των δημίων στη Λατινική Αμερική μέχρι εκείνο της Ιταλίας, όπου οι μηχανισμοί καταπίεσης υποτίθεται έχουν χάσει σχεδόν τη σημασία τους, όπου όμως οι χριστιανοδημοκράτες, οι σοσιαλδημοκράτες, μάλιστα ακόμη και οι σοσιαλιστές υπουργοί είχαν κάνει πρόσφατα σε μια μυστική στοά σχέδια για δεξιό πραξικόπημα με ανώτατους αξιωματικούς του στρατού.

Τα γεγονότα αυτά, εμπειρίες που πληρώθηκαν ακριβά, λήφθηκαν υπόψη στο Πρόγραμμα του ΚΚ Αυστρίας: «Κάθε ανατροπή, ανεξάρτητα απ΄ το αν είναι αντιμονοπωλιακή ή σοσιαλιστική –προϋποθέτει ότι η εργατική τάξη, καθοδηγούμενη από ένα ισχυρό, επαναστατικό κόμμα θα γίνει πολιτικά, ιδεολογικά, ηθικά, καθοδηγητική δύναμη μέσα στο λαό. Διαφορετικά ειπωμένο: να κατακτήσει την ηγεμονία. Αυτή είναι προϋπόθεση κάθε ανατροπής. Η κατάκτηση όμως της ηγεμονίας δεν ισοδυναμεί ακόμη με την πολιτική και οικονομική αφαίρεση της εξουσίας από τον αντίπαλο. Όσο διάστημα το κεφάλαιο διαθέτει θέσεις ισχύος στο κράτος, στην οικονομία και στα μέσα ενημέρωσης, θα επιδιώκει με τη βοήθειά τους να σπέρνει διχόνοια στο λαό, να προκαλεί σύγχυση, να διαφθείρει, να χτυπά την αλληλεγγύη, να εκφοβίζει –και αν είναι δυνατό- να τρομοκρατεί για να αποκρούσει την εργατική τάξη».

Η μέθοδος του Γκράμσι και οι σημερινές συνθήκες

Πρόκειται για την όσο το δυνατό πιο ουσιαστική σύλληψη όλων των λειτουργιών του κράτους, των στηριγμάτων της κυριαρχίας του κεφαλαίου –στην οικονομία, στους μηχανισμούς, στις οργανώσεις, ανεξάρτητα απ΄ το αν πρόκειται για το κράτος με τη στενή έννοια ή το πολιτικό σύστημα, στην ιδιωτική ή τη δημόσια ζωή.

Κυρίως, το κράτος του κρατικομονοπωλιακού συστήματος –απ΄ αυτή την άποψη ιδιαίτερα γόνιμο- γεννά διαρκώς νέες λειτουργίες. Η οδόντωση ανάμεσα σ΄ αυτό και σε τμήματα του πολιτικού συστήματος σβήνει εν μέρει τα όρια. Και όχι τελευταία, επειδή η τάση που σημειώθηκε από τον Γκράμσι, έχει επιταχυνθεί αρκετά, δηλαδή, ότι η αυθόρμητη «αυτο-αναπτυσσόμενη» αναπαραγωγή της κυριαρχίας των ιδεών των κυριάρχων, καθίσταται όλο και λιγότερο επαρκής, [γι΄ αυτό] πρέπει να υποβοηθά όλο και περισσότερο η «επέκταση του κράτους». Μάλιστα η πληθώρα «εναλλακτικών» κινημάτων διαφόρων ειδών μαρτυρεί τη φθορά, κυρίως εκείνων των τμημάτων του πολιτικού συστήματος, για τη μείωση της δύναμής του να διαμορφώνει συναίνεση, τα οποία (τμήματα του πολιτικού συστήματος) είναι στενά συνδεδεμένα με το κράτος, με το σύστημα. Επειδή ο κόσμος συνέχισε να γυρίζει, επειδή εδώ υπάρχει μια πληθώρα νέων φαινομένων, πρέπει να τεθεί το ερώτημα, εάν τα εργαλεία που ανέπτυξε ο Γκράμσι στην εποχή του είναι σήμερα χρήσιμα: Ο μεθοδολογικός –όχι οργανικός- διαχωρισμός του «ολοκληρωμένου κράτους» (με την ευρεία έννοια) σε «πολιτική κοινωνία» αφενός (κράτος με τη στενή έννοια: ανώτατα διοικητικά στελέχη, στρατός, Δικαιοσύνη, αστυνομία κτλ) και «κοινωνία των ιδιωτών» (società civile) αφετέρου (εκκλησίες, σύλλογοι/σύνδεσμοι, κόμματα, συνδικάτα, σχολεία κτλ).

Η προβληματική μιας τέτοιας μεθοδολογικής διχοτομίας γίνεται ολοφάνερη σε μια αξιόλογη εργασία της Άνεγκρετ Κράμερ, «Η ερμηνεία του μαρξισμού από τον Γκράμσι» [17]. Η συγγραφέας ομολογεί συνειδητά ότι υπερασπίζεται τον Γκράμσι κόντρα στην κατηγορία που του αποδίδεται περί «υποκειμενικού ιδεαλισμού» και «βολονταρισμού»: Αναγνωρίζει τη σημασία του κρατικού μηχανισμού για τη διατήρηση του συστήματος. Ωστόσο, ταυτόχρονα αναφέρει: «Η πραγματική βάση εξουσίας της αστικής τάξης είναι, πολύ περισσότερο, η κοινωνία των ιδιωτών με τους ηγεμονικούς θεσμούς της» [18]. Μάλιστα, η «κοινωνία των ιδιωτών», στον Γκράμσι αποτελεί «το πιο χαμηλό επίπεδο του εποικοδομήματος», βρίσκεται μεταξύ «κράτους και οικονομικής δομής». Αν ήταν όντως η «πραγματική βάση εξουσίας», τότε θα έπρεπε από δω να βγει το συμπέρασμα: Αν αυτή κατακτηθεί, τότε έχει κανείς την πραγματική εξουσία –τόσο πάνω στο κράτος όσο και στην οικονομία.

Σε καμιά περίπτωση δεν καταλογίζουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Διαπιστώνουμε μόνο: Εκεί, όπου πάντα –ανεξάρτητα απ΄ το αν αυτό αποτελεί μόνο ζήτημα μεθοδολογίας- χωρίζει κανείς την «κοινωνία των ιδιωτών» από τις υλικές συνθήκες ζωής, από τις αστικές συνθήκες ιδιοκτησίας και κυκλοφορίας, και έχει χάσει για μια στιγμή αυτή τη σημασία της από τα μάτια του, τότε μπορεί να βοηθήσει άθελά του στο σχηματισμό ιδεαλιστικών κατασκευών, ακόμη κι αν ήθελε να τις καταπολεμήσει. Ένας άπειρος αριθμός ιδεαλιστικών σχεδίων και ουτοπιών έχει ως προϋπόθεση ότι [μπορεί] κανείς –στη φαντασία του- να αποσπάσει το εποικοδόμημα από το έδαφος, από τη βάση, πάνω στην οποία αυτό εγείρεται. Αυτό περιλαμβάνει υποσχέσεις για μια «προοδευτική αποκέντρωση και διαχωρισμό εξουσίας» στο εποικοδόμημα –με ταυτόχρονα προοδευτική συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στη βάση, του σχηματισμού κολοσσών του κεφαλαίου, που μπόρεσαν να περπατήσουν με βαριά βήματα για δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Δεν πρέπει να ξεχνιέται το όνειρο, ότι πάνω στη βάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού μπορεί να εγερθεί το μεγαλειώδες οικοδόμημα μιας ποιοτικά «εντελώς νέας δημοκρατίας».

Διάκριση μεταξύ τσακίσματος και ανάληψης

Η αναντίρρητα αυξανόμενη περιπλοκότητα της κοινωνικής πραγματικότητας δίνει στην απάντηση των ερωτημάτων, τα οποία έθεσε ο Λένιν από την άποψη της ηγεμονίας και του κράτους, όλο και μεγαλύτερη σημασία: Ποιοι μηχανισμοί, θεσμοί, όργανα –ανεξάρτητα απ΄ το αν είναι κρατικοί, μισοκρατικοί, ή «ιδιωτικοί»- μπορούν να κερδηθούν, να μεταβάλλουν τις λειτουργίες τους, δηλαδή, δεν πρέπει να καταστραφούν; Ποιοι πρέπει να τσακιστούν; Για τη μονομέρεια τα πράγματα είναι φυσικά πολύ εύκολα. Η αναρχική, η ριζοσπαστική, απαιτεί: Όλα πρέπει να εξαφανιστούν, όχι μόνο αυτό το κράτος, αλλά κάθε κράτος, και επίσης οι παλιές «υποδουλωτικές» παραγωγικές δυνάμεις. Και η αναθεωρητική, η οποία υποστηρίζει: Όλα μπορούν να αναληφθούν˙ ωστόσο δεν υπάρχει τίποτα, που δεν θα μπορούσε σταδιακά να μετατραπεί κάποτε στο αντίθετό του.

Μια από τις πιο προχωρημένες αιτιολογήσεις σχετικά μ΄ αυτό, προέρχεται από τον Νίκο Πουλαντζά, ο οποίος παρατίθεται συχνά στις συζητήσεις που γίνονται για τον Γκράμσι. Ο Πουλαντζάς αφενός μέμφεται τον Γκράμσι ότι κάποιες φορές έχει την τάση να παραμελεί την σημασία των μηχανισμών καταστολής σε σχέση με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Υπογραμμίζει τον κίνδυνο, ο οποίος μπορεί να προέλθει από αυτό το μηχανισμό καταπίεσης, μάλιστα κάνει λόγο για τωρινό «αυταρχικό εξουσιαστικό κράτος». Ταυτόχρονα όμως ισχυρίζεται, ότι η έννοια του τσακίσματος του κρατικού μηχανισμού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, διότι –στο βαθμό που αυτός διαπιστώνει- οι Μαρξ και Λένιν με την έννοια αυτή εννοούσαν το τσάκισμα των οργάνων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, την αποκλειστική αντικατάστασή τους από την άμεση δημοκρατία! [19].

Ίσως στον Πουλαντζά δεν ήταν γνωστό ότι ο Λένιν, ήδη λίγο πριν τον Κόκκινο Οκτώβρη, έκανε λόγο για δυνατότητα μιας «συνδυασμένης μορφής κράτους» με Συντακτική Συνέλευση και σοβιέτ. Θα έπρεπε επίσης να είναι γνωστό, ότι τη διάκριση μεταξύ τσακίσματος και ανάληψης τη ζητούσε ο ίδιος ο Λένιν, επειδή το τσάκισμα το συσχέτιζε με εκείνους τους θεσμούς, οι οποίοι είναι αδιόρθωτα αντιδραστικοί, δεν μπορούν με τίποτα να διαχωριστούν από την αστική τάξη, δεν μπορούν να τεθούν κάτω από τον λαϊκό έλεγχο.

Οι προσπάθειες του Γκράμσι για το κόμμα

Πως στέκεται ο Γκράμσι απέναντι σ΄ αυτή την προβληματική; «Είναι αναγκαίο οι εργαζόμενοι να πάρουν την εξουσία. Αλλά δεν θα μπορέσουν ποτέ να το κατορθώσουν, όσο διάστημα φαντάζονται ότι θα κατακτήσουν τα όργανα του αστικού κράτους και ότι θα είναι σε θέση να τα ασκήσουν» [20]. Αυτό εξηγεί γιατί στον Γκράμσι δεν μπορούν να βρεθούν πουθενά εγγυήσεις για τη συνέχιση της ύπαρξης αυτών ή εκείνων των θεσμών. Τη δημοκρατική λαϊκή αντιπροσώπευση τη θεωρούσε απαραίτητη. Η απονομή μιας «απόλυτης αξίας» σε αυτό ή σε κείνο τον θεσμό, ανεξάρτητα απ΄ την κοινωνική του λειτουργία, είναι χαρακτηριστική για την αστική σκέψη. Σε κάθε κείμενο του Γκράμσι που αφορά στις συμμαχίες αισθάνεται κανείς την ανεπιφύλακτη συμφωνία του για ισότητα, την ανάγκη αμοιβαίου σεβασμού. Δεν πρόκειται όμως να βρει ούτε το παραμικρό ίχνος «πλουραλισμού», που θα μπορούσε να δικαιολογήσει παραχωρήσεις ουσιαστικά για λόγους τακτικής.

Επειδή η διάκριση ανάμεσα στους διάφορους κρατικούς, μισοκρατικούς, ιδιωτικούς μηχανισμούς, όργανα και θεσμούς, αναφορικά με τη λειτουργία, την επιρροή στην ταξική πάλη, γίνεται όλο και πιο σημαντική, επειδή μια οργανική σύμπλεξη μεταξύ του κράτους με τη στενή έννοια και τμημάτων του πολιτικού συστήματος, τα οποία τοποθετεί στην αρχή, τα θεωρεί χρήσιμα, εξελισσόμενα, μου φαίνεται ότι ένας μεθοδολογικός διαχωρισμός σήμερα δρα ίσως περισσότερο ανασταλτικά παρά προωθητικά για την αναγκαία συγκεκριμένη ανάλυση για καθένα από αυτά τα στοιχεία.

Το άρθρο αυτό περιορίζεται –όπως διαπιστώθηκε στην αρχή- μόνο στο ζήτημα που αφορά στη συνεισφορά του Γκράμσι στη θεωρία για την επανάσταση, στη σχέση του με το λενινισμό. Έχουμε δείξει ότι ο Γκράμσι στη θεωρία για την ηγεμονία, το κράτος, αναφορικά με την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου, έκανε άμεσα αναφορές στον Λένιν, ότι τα σημεία επαφής εδώ είναι ιδιαίτερα ισχυρά. Το να θέλει κανείς να παρουσιάσει τον Γκράμσι σαν ένα «δημιουργό μιας αντιλενινιστικής στρατηγικής» σημαίνει ότι παραγνωρίζει ή παραποιεί εντελώς τη ζωή και τη δράση του. «Η ίδρυση και στη συνέχεια η καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος», αναφέρει ο Τολιάτι, «είναι οι πιο αποφασιστικές πράξεις της πολιτικής του δραστηριότητας και της ζωής του. Όλες οι ιστορικές, πολιτικές και φιλοσοφικές του αναλύσεις καταλήγουν στη διδασκαλία για το κόμμα…, το οποίο καθοδηγεί την πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας και κάνει χρήση της πολιτικής εξουσίας για να οργανώσει μια νέα κοινωνία» [21]. Το ιδιαίτερο επίτευγμα του Γκράμσι ήταν, ήδη σε μια περίοδο που πολλοί επαναστάτες σκέφτονταν ένα γρήγορο, σχετικά σύντομο δρόμο προς το στόχο, οι δυσκολίες, η αναγκαιότητα της «προσέγγισης στην επανάσταση», που ο Λένιν είχε χαρακτηρίσει ως το κεντρικό καθήκον των κομμουνιστών, τις κατανόησε, και από αυτή την άποψη ανέλυσε την Ιστορία, τη δομή και τον πολιτισμό της χώρας του.

Το ότι εδώ δεν εξέτασε λεπτομερώς τη δυνατότητα μιας επαναστατικής-δημοκρατικής φάσης στο δρόμο για το σοσιαλισμό, την οποία υποδείκνυε ο Λένιν το 1917, δεν μειώνει την αξία του. Η δυνατότητα αυτή ενσωματώθηκε σήμερα στη στρατηγική της συντριπτικής πλειοψηφίας των κομμουνιστικών κομμάτων –ως εθνικοδημοκρατική, ως αντιφασιστική, ως αντιμονοπωλιακή ανατροπή, ανάλογα με τις συνθήκες.

Είναι εσφαλμένο να καταπιάνεται κανείς σήμερα με θεωρητικές γενικεύσεις, για παράδειγμα, την εφεύρεση ενός «γκραμσιανισμού», παραβλέποντας ή υποτιμώντας τις ανιχνεύσιμες συνάφειες, οι οποίες συνέδεαν τη σκέψη και τις πράξεις του Γκράμσι με τα πραγματικά κινήματα, με την Κομμουνιστική Διεθνή. Απέναντι σε προσπάθειες να αποσπάσει κανείς τον Γκράμσι από αυτές τις συνάφειες, είναι χρήσιμη η υπόδειξη που έκανε ο Τολιάτι το 1958: «Η επιστημονική γνώση, στην οποία μας οδηγεί το έργο του Γκράμσι, δεν είναι επομένως αυτή μιας επιστήμης, με τη βοήθεια της οποίας μπορεί κανείς να παρακάμψει τα καθήκοντα της άμεσης πάλης, με το να παραιτείται από αυτά, να τα αναβάλει ή να τα κοιτάζει αφ΄ υψηλού» [22].

Σημείωση: Ο Ernst Wimmer (1924-1991) υπήρξε ηγετικό στέλεχος του ΚΚ Αυστρίας και μέλος της συντακτικής επιτροπής του θεωρητικού του περιοδικού «Weg und Ziel» («Δρόμος και Στόχος»). Το περιοδικό σταμάτησε να εκδίδεται το 2002 (ΠΓ).

Πηγή: Weg und Ziel, 1981 (το παρόν κείμενο αναδημοσιεύθηκε επίσης στο Portal του Γερμανικού ΚΚ στις 18/06/2014).

Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας

______________

Σημειώσεις

[1] Palmiro Togliatti: Der Leninismus im Denken und Handeln von Antonio Gramsci. Στο: Hans Heinz Holz/Hans Jörg Sandkühler (εκδ.), Betr.: Gramsci, Philosophie und revolutionäre Politik in Italien, Köln 1980, σ. 71

[2] W. I. Lenin: Karl Marx. Στο: Lenin, Werke, τόμ. 21, Berlin 1960, σ.64

[3] A. Gramsci: Zur Politik, Geschichte und Kultur, Frankfurt am Main 1980, σ. 150

[4] A. Gramsci: Die süditalienische Frage, Berlin 1955, σ. 8

[5] ό.π.

[6] A. Gramsci: Zur Politik, Geschichte und Kultur, σ. 345

[7] Karl Marx/Friedrich Engels: Die deutsche Ideologie. Στο: Marx/Engels, Werke, τόμ. 3, Berlin 1958, σ.46

[8] A. Gramsci: Zur Politik, Geschichte und Kultur, σ. 343

[9] Otto Bauer: Zwischen zwei Weltkriegen? Bratislava 1936, σ. 112σ.

[10] Michael Häupel/Manfred Matzka/Peter Pelinka: Überholter Austromarxismus? Στο: Zukunft, Sozialistische Zeitschrift für Politik, Wirtschaft und Kultur, Wien 1980, April

[11] Heinz Fischer: Positionen und Perspektiven, Wien 1977, σ. 33

[12] ό.π., σ. 34

[13] ό.π., σ. 35

[14] ό.π., σ. 184

[15] A. Gramsci: Opere, τόμ. 3, Turin 1966, σ. 9

[16] A. Gramsci: Zur Politik, Geschichte und Kultur, σ. 297

[17] Annegret Kramer: Gramscis Interpretation des Marxismus. Στο: Betr.: Gramsci, ό.π.

[18] ό.π., σ. 176

[19] Nikos Poulantzas: Annäherung an den Sozialismus, West-Berlin 1980, σ. 55,57,74

[20] A. Gramsci: Zur Politik, Geschichte und Kultur, σ. 95

[21] P. Togliatti: Der Leninismus im Denken und Handeln von A. Gramsci, σ. 88

[22] ό.π., σ. 74

Αναρτήθηκε από Παναγιώτης Γαβάνας στις 10:38 μ.μ.

Μία απάντηση στο “Ο Γκράμσι και η επανάσταση”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *