Εθνικό νόμισμα, Λαϊκή κυριαρχία, και Σοσιαλιστική προοπτική

euro43434ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑ.ΧΩ.ΜΕ 15-17 ΓΕΝΑΡΗ 2016

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΩΤΗΡΗ – iskra.gr

Εδώ και αρκετό καιρό οι τοποθετήσεις όσων ρευμάτων της Αριστεράς αναφέρονται στην κεντρικότητα της ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας και συνολικά της ρήξης με την ΕΕ, ως αφετηρία μιας πορείας ανατροπών και μετασχηματισμών, έχουν λοιδορηθεί με κάθε δυνατό τρόπο.

Όταν δεν επιστρατεύεται η κριτική περί της οικονομικής καταστροφής που αυτό συνεπάγεται, έχουμε την επαναλαμβανόμενη μέχρι μηρυκασμού κριτική ότι είναι μια τοποθέτηση εθνικιστική. Σε οριακές περιπτώσεις η τοποθέτηση υπέρ της ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας και της εξόδου από την «Ενωμένη Ευρώπη» έχει φτάσει στο σημείο να κατηγορηθεί για συμπόρευση με ακροδεξιές απόψεις.

Στην πραγματικότητα, όλα αυτά έχουν τόση σχέση με την πραγματικότητα, όση και η πολιτική της τρέχουσας κυβέρνησης με την ικανοποίηση λαϊκών συμφερόντων.

Αν σκεφτούμε ότι το πρόβλημα πάντοτε με τον εθνικισμό είναι ο τρόπος που υποτάσσει τα αυτοτελή συμφέροντα των υποτελών τάξεων, πρώτα και κύρια των δυνάμεων της εργασίας, στη στρατηγική των καπιταλιστών, μέσα από μια επίπλαστη «εθνική ενότητα», τότε πραγματικά «εθνικιστική» τοποθέτηση είναι η καταναγκαστική εμμονή στο ευρώ, δηλαδή η παραμονή της χώρας μας στο νομισματικό και θεσμικό πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που υπήρξε βασικός μηχανισμός ενίσχυσης της ταξικής θέσης του κεφαλαίου στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Ειδικά στην περίοδο του μνημονίου, δεν πληρώσαμε μόνο ένα τεράστιο κοινωνικό κόστος για την πάση θυσία παραμονή της χώρας μας στο ευρώ, αλλά και είδαμε τις δυνάμεις του κεφαλαίου να τροποποιούν ριζικά τον ταξικό συσχετισμό στην παραγωγή υπέρ τους: πλέον απολαμβάνουν των «ευεργετικών αποτελεσμάτων» της ανεργίας και της ανασφάλειας, της πλήρους παλινόρθωσης του εργοδοτικού δεσποτισμού, του μειωμένου κόστους εργασίας και της διάλυσης των εργατικών κατακτήσεων. Κατά συνέπεια σήμερα ο πραγματικός εθνικισμός της ελληνικής αστικής τάξης είναι το ευρώ. Το ευρώ είναι ο εθνικισμός του κεφαλαίου.

Και εδώ μπαίνει ένα ευρύτερο ζήτημα. Είναι η εθνική κυριαρχία ένα ζήτημα που δεν πρέπει να αφορά όσους αναφέρονται στην Αριστερά και στον σοσιαλισμό; Σημαίνει εκείνος ο στίχος από την Bandiera Rossa ότι δεν θα υπάρχουν πια σύνορα μόνο κόκκινες σημαίες την άρνηση να ασχοληθούμε με το θέμα; Νομίζω ότι με αυτό τον τρόπο θα χάναμε το ουσιώδες. Η εθνική κυριαρχία, πιο σωστά η λαϊκή κυριαρχία, παραμένει ένα μεγάλο ταξικό διακύβευμα. Είναι γεγονός ότι το εθνικό κράτος ως μορφή αναδύθηκε, μέσα σε μια πληθώρα από κρατικές και πολιτικές μορφές, από τις εμπορικές πόλεις μέχρι τις αυτοκρατορίες, ως ο αποτελεσματικότερος μηχανισμός για την άρθρωση της αστικής ηγεμονίας. Μόνο που ταυτόχρονα ήταν και το βασικότερο πεδίο στο οποίο ξεδιπλώθηκαν οι διεκδικήσεις και του εργατικού κινήματος αλλά και οι μεγάλοι δημοκρατικοί αγώνες. Ουσιαστικά, με αυτό τον τρόπο η ίδια η λαϊκή κυριαρχία έγινε ένα επίδικο του ταξικού ανταγωνισμού, εάν θα πήγαινε στην κατεύθυνση της αστικής ηγεμονίας ή έαν θα πήγαινε στην πλευρά της διεκδίκησης από μια πλατιά λαϊκή συμμαχία ενός αιτήματος συλλογικού αυτοκαθορισμού. Στην πραγματικότητα, οι νικηφόρες επαναστάσεις του 20ουαιώνα αυτή ακριβώς τη δεύτερη πλευρά ανέδειξαν. Δηλ. τι άλλο θα ήταν μια νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση, όπως και εάν την φανταστούμε, σε έναν καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό, παρά και μια τεράστιας έντασης και κλίμακας άσκηση αυθεντικής λαϊκής κυριαρχίας σε αυτό το συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο; Η ορθή προειδοποίηση ότι δεν μπορεί μεσοπρόθεσμα να επιβιώσει ο «σοσιαλισμός σε μία χώρα», δηλαδή εκτεθειμένος όχι μόνο στις πολιτικοστρατιωτικές επεμβάσεις αλλά και στην τριβή με το καπιταλιστικό περιβάλλον, δεν αναιρεί ότι ο σοσιαλισμός σε μια χώρα θα έρθει και μετά στην επόμενη, ακριβώς εξαιτίας του άνισου τρόπου με τον οποίο ξεδιπλώνεται η ταξική πάλη σε κάθε σχηματισμό.

Άλλωστε, και ο ίδιος ο προλεταριακός διεθνισμός δεν ήταν ποτέ ένα γενικόλογο αίτημα να πέσουν τα σύνορα. Αυτό που έβαζε πάντα ο προλεταριακός διεθνισμός ήταν δύο κρίσιμα στοιχεία: Πρώτον, τη λογική του αγώνα στο πλευρό του κινήματος που αγωνίζεται για τη χειραφέτηση που δεν έχει καμιά σχέση με τη λογική της εξωτερικής επέμβασης που διάλεγαν οι ιμπεριαλιστές (άλλωστε, όταν είχαμε σοσιαλιστικές «επεμβάσεις», στην πραγματικότητα σήμαινε ότι πλέον δεν υπήρχε και σοσιαλισμός, αυτό είναι το χάσμα που χωρίζει τις Διεθνείς Ταξιαρχίες από την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία). Δεύτερον, τη λογική της ταξικής ενότητας και αλληλεγγύης σε αυτόν που έρχεται σε έναν τόπο για να εργαστεί ή να βρει καταφύγιο, λογική που αναγνωρίζει την ταξική θέση ως ενοποιητικό στοιχείο πιο σημαντικό από την καταγωγή.

Σήμερα, αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι η υπονόμευση της λαϊκής κυριαρχίας ως βασική ταξική στρατηγική του κεφαλαίου. Αυτό είναι και ο πυρήνας του βαθιά ταξικού χαρακτήρα του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Παρότι είναι λάθος να πούμε ότι η ΕΕ είναι ένα υπερκράτος που καταργεί τα επιμέρους, είναι γεγονός ότι αποτελεί ένα από τα πιο προχωρημένα εγχειρήματα ως προς την απεμπόληση πλευρών της εθνικής κυριαρχίας για την ενίσχυση της ταξικής κυριαρχίας των αστικών τάξεων.

Αυτό, άλλωστε, μπορεί να εξηγήσει και το παράδοξο που εξαρχής διαπερνά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, το γεγονός δηλ. ότι οι αστικές τάξεις των περιφερειακών σχηματισμών, που αντικειμενικά βρίσκονται υπό πίεση μέσα σε ένα περιβάλλον όπου καταργούνται προστατευτικοί μηχανισμοί έναντι χωρών αυξημένης παραγωγικότητας (από τους δασμούς μέχρι το εθνικό νόμισμα), θεωρούν ότι παρ’ όλα αυτά πρέπει να εμπλακούν σε αυτή την ενοποίηση. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν το έκαναν και δεν το κάνουν απλώς και μόνο για τα ωφελήματα από την είσοδο σε μια μεγάλη αγορά ή την ευκολότερη πρόσβαση σε ροές κεφαλαίων. Το κάνουν και γιατί συνειδητοποιούν ότι αυτή η έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό κατεξοχήν μεταφέρει την πίεση στις πλάτες των εργαζομένων, απαιτεί διαρκείς θυσίες για να παραμείνει η χώρα ανταγωνιστική και νομιμοποιεί την αναίρεση κατακτήσεων. Ειδικά για την ΕΕ, αυτό πήρε και τη μορφή της διαρκούς θεσμικής απαίτησης να αναιρούνται τέτοιες κατακτήσεις, μέσα από την ανάδειξη του ευρωπαϊκού δικαίου σε υπέρτερη μορφή δικαίου. Αρκεί να αναλογιστούμε την υποχρεωτική ίδρυση ιδιωτικών τηλεπικοινωνιακών εταιριών, την διάλυση των δημόσιων παραγωγών ενέργειας, την νομιμοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, την απαγόρευση ύπαρξης εθνικών κρατικών αερομεταφορέων, την άρνηση των αναγκαίων δημόσιων μονοπωλίων, την επιβολή της συμβολαιακής γεωργίας, δηλαδή σχεδόν το σύνολο των κρίσιμων αναδιαρθρώσεων που έγιναν στην καπιταλιστική παραγωγή τα τελευταία 25 χρόνια επιδεινώνοντας τη θέση των εργαζομένων. Όλα αυτά ήρθαν μέσα από αυτό το μηχανισμό. Και βέβαια σήμερα, που έχουμε περάσει σε μια νέα φάση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, με τα ελληνικά μνημόνια στην πραγματικότητα να μην είναι η «εξαίρεση» αλλά η νέα κανονικότητα, καταλαβαίνουμε τον βίαιο χαρακτήρα που μπορεί να προσλάβει αυτή η κατάλυση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.

Άλλωστε, λίγες μέρες πριν ακούσαμε τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος να λέει ανερυθρίαστα ότι το περασμένο καλοκαίρι προετοίμαζε ένα κανονικό πραξικόπημα ενάντια στην κυρίαρχη βούληση του ελληνικού λαού, συνομιλώντας με τέως πρωθυπουργούς, τους νομικούς του συμβούλους και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το πώς θα ακυρωθεί οποιοδήποτε σχέδιο εξόδου από την ευρωζώνη. Σε οποιαδήποτε δημοκρατική χώρα θα είχε συλληφθεί ή τουλάχιστον θα είχε κληθεί για ανάκριση. Στην Ελλάδα θεωρείται πολιτειακός παράγων με πλήρη ασυλία. Γιατί αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος πλέον των κεντρικών τραπεζιτών του ευρωσυστήματος.

Στην πραγματικότητα, μέσα από την αναίρεση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βγαίνει πλήρως στο προσκήνιο ο βαθιά αντιδημοκρατικός πυρήνας του φιλελευθερισμού. Στην πραγματικότητα, ο φιλελευθερισμός αναγορεύοντας τη ανύπαρκτη ορθολογικότητα των αγορών σε βασικό μηχανισμό απόφασης, δηλ. την τυφλή ταξική ενόρμηση των καπιταλιστών, είναι δομικά εχθρικός στη δημοκρατία. Από τον φόβο των αστών του 19ου αιώνα να μην αφήσουμε την εργατική πλειοψηφία να αμφισβητήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία, μέχρι τον κυνισμό του Γιουνκέρ όταν δηλώνει ότι δεν υπάρχει δημοκρατική επιλογή ενάντια στις ευρωπαϊκές συνθήκες, ο πυρήνας είναι κοινός.

Με αυτή την έννοια σήμερα η ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας αποτελούν διεκδίκηση βαθιά ταξική. Συμπυκνώνουν ένα αίτημα αυτοκαθορισμού και μετασχηματισμού των λαϊκών τάξεων. Και εδώ είναι που πρέπει να είμαστε πολλοί προσεκτικοί. Η στρατηγική αυτή για την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας δεν έχει καμιά σχέση με στρατηγικές και τακτικές «ταξικής συνεργασίας». Για πολύ καιρό ταλανίστηκε η Αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα από την αναζήτηση της διαβόητης «εθνικής αστικής τάξης» που θα αποτελούσε τον αναγκαίο σύμμαχο σε ένα αίτημα δημοκρατίας και εθνικής ανεξαρτησίας. Το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα πλήρωσε ακριβά αυτή την αυταπάτη, όταν στο όνομα μιας συμμαχίας με μια εθνική αστική τάξη που έπαιρνε από μόνη της πρωτοβουλία να ανασυγκροτεί αντικομμουνιστικά «εθνικά σώματα» στην Κατοχή, έσπρωξε σε λανθασμένες επιλογές το μεγαλειώδες κίνημα του ΕΑΜ. Σήμερα, είναι πια σαφές ότι δεν μπορεί κανείς να έχει αυταπάτες ως προς το εάν υπάρχουν μερίδες της αστικής τάξης που θα ήταν σύμμαχες στη δική μας κατεύθυνση. Αντίθετα, αποδείχτηκε ότι η αστική τάξη ορισμένες φορές σκέπτεται στρατηγικά θεωρώντας τις πιέσεις από την ευρωζώνη αναγκαίο τίμημα της δικής της ταξικής στρατηγικής.

Το σημείο αυτό, όμως, έχει και μια ευρύτερη διάσταση που αφορά το πολιτικό περιεχόμενο οποιασδήποτε προσπάθειας ανάκτησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας και ειδικότερα της νομισματικής κυριαρχίας όπως και του αναγκαίου ελέγχου στην οικονομική πολιτική είναι μέσα προς σκοπό και όχι αυτοσκοπός. Δηλαδή, δεν μπορούμε να έχουμε την αυταπάτη ότι από μόνη της η έκδοση εθνικού νομίσματος, η υποτίμηση, η διαγραφή του χρέους και η αύξηση της δημόσιας δαπάνης και της ρευστότητας θα φέρει την οικονομική ανάπτυξη και τη δικαιοσύνη. Δεν αμφισβητώ τα άμεσα οικονομικά αποτελέσματα που θα έχουν. Όμως, ότι για χώρες όπως η Ελλάδα, που έχουν υποστεί τα διαβρωτικά αποτελέσματα της συμμετοχής επί μακρόν στον Ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, με όλα τα αποτελέσματα αποβιομηχάνισης και εσωτερικών ανισοτήτων που αυτό συνεπαγόταν, το ερώτημα του παραγωγικού μετασχηματισμού μπαίνει εξ αρχής στο παιχνίδι. Σήμερα, ουδέτερη ανάπτυξη, με την έννοια της οικονομικής μεγέθυνσης που θα επιτρέψει και αναδιανομή δεν υπάρχει. Ή μιλάμε για άλλο παραγωγικό πρότυπο με εξαρχής εγγεγραμμένη τη σοσιαλιστική προοπτική σε αυτά που κάνουμε ή τα οικονομικά οφέλη της ανάκτησης νομισματικής κυκλοφορίας θα εξαντληθούν πολύ γρήγορα. Αυτό σημαίνει σαρωτικό κύμα εθνικοποιήσεων σε όλους τους στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας και το τραπεζικό σύστημα, γενίκευση πρακτικών αυτοδιαχείρισης, εφαρμογή πρακτικών εργατικού ελέγχου και σχεδιασμού, αλλά, ταυτόχρονα, και ριζικό περιορισμό της εξωστρέφειας και της συμμετοχής στις διεθνείς ροές εμπορευμάτων και κεφαλαίων και αλλαγή καταναλωτικών πρακτικών με ιεράρχηση των πραγματικών κοινωνικών αναγκών. Μόνο αυτές οι τομές, που σε πλευρές τους μπορεί να φαντάζουν «αποανάπτυξη» (αρκεί να σκεφτούμε πόσες άχρηστες επενδύσεις απλά θα κλείσουν όπως για παράδειγμα τα ορυχεία και εργοστάσια στις Σκουριές), θα εξασφαλίσουν ότι η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας είναι το εργαλείο για τη συστράτευση μιας μεγάλης λαϊκής συμμαχίας σε μια στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού.

Γιατί είναι σαφές ότι η εθνική και λαϊκή κυριαρχία δεν είναι απλώς μια τυπική διαδικασία, ανάλογη με αυτή που περιγράφεται στα αστικά συντάγματα. Το ερώτημα είναι ποια κοινωνική συμμαχία είναι πραγματικά κυρίαρχη. Στην πραγματικότητα η πρόκληση για την Αριστερά και τις σύγχρονες εργατικές πρωτοπορίες είναι ακριβώς να συγκροτήσει το υποκείμενο αυτής της κυριαρχίας ως ένα υποκείμενο μετασχηματισμού, ως ένα νέο ιστορικό μπλοκ, δηλαδή τη συνάντηση ανάμεσα σε μια πλατιά συμμαχία υπό την ηγεμονία των δυνάμεων της εργασίας και μια νέα αφήγηση, ένα συνολικό εναλλακτικό υπόδειγμα σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, υπό την προϋπόθεση του ξεδιπλώματος μορφών συλλογικής οργάνωσης που να παραπέμπουν σε μια σύγχρονη εκδοχή δυαδικής εξουσίας και μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική.

Αυτό δίνει μια απάντηση και σε όσους εύλογα εγείρουν την αντίρρηση ότι ιστορικά το αίτημα της εθνικής κυριαρχίας και της λαϊκής κυριαρχίας, στην αστική εκδοχή του ουκ ολίγες φορές συνυπήρχε με το ρατσισμό και άλλες αντιδραστικές ιδεολογίες. Για παράδειγμα, η Γαλλία μπορεί να προσέφερε έναν ιδεότυπο ρεπουμπλικανικού κυριαρχισμού, αλλά αυτό πήγε χέρι χέρι με την αποικιοκρατία και το συνεχιζόμενο ρατσισμό. Είναι σαφές ότι η δική μας λογική για την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με τέτοιες λογικές. Αντίθετα, αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένας μετασχηματισμός και της ίδιας της έννοιας του έθνους. Πιο σωστά πρέπει να περάσουμε από τη μυθολογία του έθνους ως καταγωγής και της εθνικής συνέχειας, έννοιες ανυπόστατες και προερχόμενες από τον πυρήνα της κυρίαρχης ιδεολογίας –και γι’ αυτό είναι πάντα πρόβλημα να τις αναπαράγουν αριστεροί–στην ανάκτηση της έννοιας του λαού και του κυρίαρχου λαού, αποσυνδέοντάς την από το «συνταγματικό» ορισμό του ως του συνόλου του πολιτών και περνώντας στην έννοια του λαού ως του συνόλου όσων ζουν, εργάζονται και αγωνίζονται σε αυτό τον τόπο. Σε αυτή την οπτική είναι σαφές για παράδειγμα ότι η οικογένεια Βαρδινογιάννη ή η οικογένεια Αγγελόπουλου, δεν δικαιούνται να συγκαταλέγονται στον «ελληνικό λαό», άλλωστε ούτε τις εταιρείες τους εγκατεστημένες εδώ έχουν, προτιμώντας φορολογικούς παραδείσους, ενώ αντίθετα ο Αλβανός, ο Πακιστανός και ο Σύριος μετανάστης ή μετανάστρια δικαιούνται πολύ περισσότερο να συγκαταλέγονται στο πλαίσιο του ελληνικού λαού.

Όλα αυτά σημαίνουν για όλες και όλους μας αρκετή δουλειά. Η αναμέτρηση με τη διαμόρφωση ενός νέου ιστορικού μπλοκ για την ανάκτηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό δεν μπορεί να γίνει αντλώντας έμπνευση από «τα έτοιμα», ιδίως όταν αυτά προέρχονται από αντιμονοπωλιακές παραδόσεις του κομμουνιστικού ρεφορμισμού που συνδύαζαν θεωρητικά λανθασμένες έννοιες όπως η εξάρτηση, με αυταπάτες συνεργασίας με τμήματα της αστικής τάξης. Χρειαζόμαστε μια νέα θεωρητική σύνθεση, που να συλλαμβάνει τους μετασχηματισμούς του σύγχρονου ιμπεριαλισμού και καπιταλισμού, αλλά και μια νέα προγραμματική πρόταση, που να μαθαίνει από τις τραγικές αποτυχίες του σοσιαλιστικού «παραγωγισμού» αλλά και από τις ίδιες τις θετικές εμπειρίες εργατικού ελέγχου και αυτοδιαχείρισης από τα κινήματα.

Σε τελική ανάλυση τι άλλο είναι το αίτημα του σοσιαλισμού, παρά το αίτημα μιας ανοιχτόκαρδης πατρίδας που να χωράει πραγματικά όλο το έθνος των εργαζομένων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *