Ο «Ρήγας» ήρθε ως συνέπεια της Νεολαίας Λαμπράκη

image002
image004Της Μαργαρίτας Γιάραλη – “Εφημερίδα των Συντακτών”

Η ιδεολογία και το όραμα υπήρχαν τότε. Δεν είχαν χτυπηθεί από την επικράτηση του σκληρού νεοφιλελευθερισμού, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτό που υπήρχε τότε ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος, έντονος αντικομουνισμός, η ιδεολογία του ελεύθερου κόσμου και της ελεύθερης αγοράς.

Στην Ελλάδα υπήρχε μια κοινωνία όπου μετά την τετράχρονη δικτατορία του Μεταξά, το 1940 με το «ΟΧΙ», ο λαός πήρε στα χέρια του τη ζωή του, αποφάσισε να πολεμήσει να μην μπουν στη χώρα μας οι Ιταλοί φασίστες. Το γεγονός αυτό υποστασιοποίησε την πολιτική διάσταση μιας κοινωνίας που βρισκόταν κάτω από τη μεταξική δικτατορία.

Για να πάμε ακόμα πιο πίσω, αρκεί να θυμηθούμε τη φτώχεια και την κατάσταση του εργατικού κινήματος τις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Δεν είναι τυχαίο πως το 60% των κρατούμενων γυναικών στη δικτατορία του 1967 ήταν Πόντιες και πρόσφυγες. Ολα αυτά μας καθόρισαν σαν νέους, αρχές του ’60.

Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 οι άνθρωποι δεν είχαν μέσα στα σπίτια αυτή τη σιωπή που επικρατεί σήμερα, όπου ο καθένας κοιτάζει μια τηλεόραση. Μιλούσαν, συζητούσαν, ανέλυαν. Και αυτά λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφύλιου, όπου δεν υπήρχε οικογένεια που να μην είχε νεκρούς, είτε στον πόλεμο είτε στην κατοχή είτε στον Εμφύλιο.

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας, όμως, και την κούραση που συνεπάγεται για ολόκληρες οικογένειες ο Εμφύλιος, η μετεμφυλιακή κατάσταση, με την αστυνομοκρατία της Δεξιάς, το ότι δεν μπορούσες να πας πουθενά (ούτε στο Πανεπιστήμιο) χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων… Μιλάμε για μια φρικτά κακοποιημένη κοινωνία επί, ουσιαστικά, έναν αιώνα. Και λέμε τώρα ότι κουραστήκαμε από πέντε χρόνια μνημόνια. Αυτό που σκεφτόμουν τότε ήταν μήπως αυτή η τάση, να κρατήσουμε απόσταση από αυτήν την ευθύνη και αυτήν την κοινωνία, ενείχε τον κίνδυνο να αποκοπούμε από την πρωτοπορία και να κάνουμε λανθασμένες πολιτικές επιλογές, που να μη συμβαδίζουν και να μην μπορούν να τραβήξουν αυτή την κοινωνία προς τα εμπρός. Το συζητούσαμε αυτό στον «Ρήγα» ως ένα σοβαρό κίνδυνο: δεν έπρεπε να αποκοπούμε από το κοινωνικό μας στρώμα, από την κοινωνική μας υπόσταση.

Για τη μαζικότητα του νεολαιίστικου κινήματος από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι το 1966-1967, πρέπει να πούμε ότι ουσιαστικά η νεολαία ήταν η πρωτοπορία των τεράστιων διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων, το έβλεπε όλο ως πολιτικό ζήτημα.
Πού μάθαμε την Ιστορία; Την Ιστορία δεν τη μάθαμε ως μάθημα. Εμείς που μεγαλώναμε τις δεκαετίες του’50 και του ’60, την ξέραμε απ’ έξω κι ανακατωτά από τους γονείς μας. Στα βιβλία, ο Β’ Παγκόσμιος ήταν μία σελίδα μόνο.

Δεν «μάθαμε» Ιστορία – ζούσαμε τα βιώματα των οικογενειών μας

Ξέρεις πώς έμαθα να διαβάζω; Τότε δεν ήταν εύκολο να παίρνεις την «Αυγή». Μαζεύονταν άτομα στο σπίτι, κι εγώ στη Γ’ Δημοτικού τότε, διάβαζα για τη δίκη του Γλέζου, που είχε 3-4 σελίδες στην «Αυγή», όταν ο Γλέζος δικαζόταν για κατασκοπία. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ήμασταν παιδιά του κοινωνικού αγώνα- δεν υπήρξε κάτι άλλο. Στις διαδηλώσεις για το Κυπριακό, για τα φοιτητικά θέματα, για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας το 1965, μιλάμε για εκατομμύρια κόσμο στον δρόμο επί μήνες. Θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν στο Δημοτικό, και βγήκαμε το 1956 με όλο το σχολείο στη διαδήλωση για τον αγώνα των Κυπρίων. Κάποια παιδιά κρατούσαν πλακάτ που έγραφαν «Ενωση», ενώ εγώ και ακόμα ένα-δυο παιδιά, είχαμε ετοιμάσει χαρτόνια από το σπίτι που έγραφαν «Αυτοδιάθεση». Και ήμασταν μαθητές Δημοτικού! Και αυτό, στην καρδιά ενός αστυνομοκρατούμενου κράτους.

Το παρελθόν τότε (δεκαετίες ’50-60) είχε πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι στο παρόν. Είχαμε επηρεαστεί πολύ από τους γονείς μας, που είχαν ζήσει τρομαχτικά γεγονότα. Πέραν του γεγονότος πως είχαν ζήσει την προσφυγιά και ξέρανε τι είχε γίνει στην Τουρκία μέχρι το ’20 που ήρθαν στην Ελλάδα… Τα ήξεραν πολύ καλά αυτά οι γονείς μας. Δεν είναι τυχαίο πως έπρεπε να πεθάνει αυτή η γενιά για να βγούνε όλα αυτά τα βιβλία που παραχαράσσουν την Ιστορία και θέλουν να την παρουσιάσουν διαστρεβλωμένη.

image006

Εσείς οι νεότεροι σήμερα είναι αδύνατον να καταλάβετε και να νιώσετε τι σημαίνει αστυνομικό κράτος. Και αυτό, γιατί είναι αδύνατον εμείς να μπορέσουμε να περιγράφουμε την ατμόσφαιρα αυτή. Μιλάμε σήμερα για το πώς τα κανάλια προσπαθούν τα χρόνια του Μνημονίου γα φτιάξουν το καθεστώς του φόβου. Αλλά τα κανάλια απευθύνονται σε άλλους ανθρώπους από τους τότε: απευθύνονται στους Έλληνες που έχουν γίνει καταναλωτές, που πορεύονται με αλήθειες και αξίες που δεν έχουν σχέση με το τι υπήρχε μέσα στην ελληνική οικογένεια το ’50 και το ’60. Τότε, δεν υπήρχαν εκλογές που να μην υπάρχει τουλάχιστον ένας νεκρός. Ενας νεκρός επειδή μοίραζε προκηρύξεις! Παντού αστυνομοκρατία. Σε κάθε σου βήμα, λόγο, πράξη. Πώς να καταλάβετε τι σημαίνει οι άνθρωποι που έδιωξαν τους Γερμανούς να είναι ή εξορίες ή σκοτωμένοι ή κατά εκατοντάδες πολιτικοί πρόσφυγες σε υποχρεωτική εξορία στις Λαϊκές Δημοκρατίες.

Και να χεις και τον χωροφύλακα συνέχεια από πίσω σου και να σε καλεί, κάθε τρεις και λίγο, «διά υπόθεσίν σου», στην Ασφάλεια. Και να ξέρεις πως για οτιδήποτε κάνεις ή θέλεις να κάνεις, θα πρέπει να έχεις χαρτί κοινωνικών φρονημάτων. Αυτό το κλίμα είμαστε σε αδυναμία να το περιγράφουμε. Και νομίζω πως αυτό το κλίμα μόνο μέσω της τέχνης μπορεί ένας νέος, που ενδιαφέρεται όμως, να το καταλάβει. Είτε μέσω της ζωγραφικής – και θυμάμαι με πολύ σεβασμό, το ’64, την ομάδα των εικαστικών, Κατζουράκης και άλλοι, που είχαν στόχο ακριβώς το να θίξουν αυτές τις αλήθειες. Ή μέσω της υψηλής λογοτεχνίας – Τσέχοφ, Τσβάιχ, Αλεξάνδρου… Δυστυχώς, μόνο μέσω της τέχνης μπορεί να μεταγγιστεί αυτή η ατμόσφαιρα.

Πάντως, αυτό το κλίμα, γεννημένο από το ιστορικό πλαίσιο που περιέγραψα, υπήρχε διάχυτο στην ατμόσφαιρα και ο καθένας μας το προσελάμβανε ανάλογα με τον χαρακτήρα του – άλλοι πιο βαθιά, άλλοι πιο επιφανειακά.

Ο λαός και η δικτατορία

Στην αρχή, μόλις έγινε δικτατορία, η κοινωνία αισθάνθηκε ένα σοκ, ένιωσε πως ο Εμφύλιος δεν έχει τελειώσει, γιατί τον Εμφύλιο ακολούθησε το αστυνομικό κράτος της Δεξιάς. Οι εκτελέσεις σταμάτησαν το 1954, δηλαδή μόλις 14 χρόνια πριν από το 1967. Μέχρι το 1966 είχαμε πολιτικούς κρατούμενους, είχαμε εξόριστους ακόμη… Μιλάμε σήμερα για την επταετία της χούντας, αλλά έχουν μεσολαβήσει σχεδόν 50 χρόνια. Δεν είναι βέβαια και τόσο μακριά. Είναι οι ραγδαίες αλλαγές που βαθαίνουν τον ιστορικό χρόνο.

Ενα από τα κύρια σημεία του αντιδικτατορικού αγώνα, για να μην πω το πρώτο και κυριότερο, ήταν η κατάργηση των έκτακτων νόμων που είχαν προέλθει από τον Εμφύλιο. Εμείς δικαστήκαμε με τον 509 (που έθετε εκτός νόμου την κομμουνιστική, δραστηριότητα), τον 375 (περί κατασκοπίας) κ.ά. Θεωρούμασταν κατάσκοποι, έχοντας εκτελέσει κομμουνιστική ανταρσία. Και δεν βάζω καν τους 80 χιλιάδες και άνω, που ήταν τα άτομα πέραν των συνόρων, στις ανατολικές χώρες, ως πολιτικοί πρόσφυγες.

Πρέπει να φανταστούμε μια κοινωνία όπου πέρα από την πολιτική ανωμαλία (δολοφονία Λαμπράκη, δολοφονία Πέτρουλα, αποστασίες, ο ρόλος του Παλατιού κ.λπ.) κάθε οικογένεια έφερε το άγος ότι είχε άτομα είτε σκοτωμένα είτε φυλακισμένα είτε στην εξορία, ακόμα και οι δεξιές οικογένειες κάποιο συγγενή θα είχαν. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε και τις οικογένειες με τα μισά τους μέλη να είναι διωκόμενοι αριστεροί και τα άλλα μισά μέλη να είναι δεξιοί.

Με τον κόσμο υπήρχε μια δυσκολία: πού θα μείνεις, πώς θα περάσεις. Ποιος θα δεχτεί να σε φιλοξενήσει, ποιος θα σου δώσει δυο δραχμές να φας. Εχω μείνει χειμώνα σε γιαπιά. Περισσότερο το εισέπραξα σαν έναν κίνδυνο, εκλαμβάνοντας όλο αυτό σαν μια πράξη φόβου από την κοινωνία και τον κόσμο. Αυτό ήταν χειρότερο από το κρύο στα γιαπιά.

Η Νεολαία Λαμπράκη και ο «Ρήγας»

Φοίτησα από το 1966 στη Γεωπονική Σχολή. Η Πόπη Τζεμπελίκου ήταν από πριν εκεί. Τη βρήκα ήδη στη Σχολή και γίναμε συντρόφισσες. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γίνεται η ίδρυση της Νεολαίας Λαμπράκη, πάλι από αίμα από μια δολοφονία. Ο «Ρήγας Φεραίος» ήρθε ως συνέχεια όλων αυτών. Και η Νεολαία Λαμπράκη έδωσε αξίες, πρωτοβουλίες, ευθύνη και αυτονομία στη νεολαία.

Υπήρχε ένα καταπληκτικό κλίμα στη Νεολαία Λαμπράκη. Πράγματα που ίσως σήμερα φαίνονται κοινότοπα, όπως ανεξαρτησία, πρωτοβουλία, ευθύνη, τότε δεν ήταν δεδομένα. Αυτά προήλθαν από ανθρώπους που υποστασιοποίησαν, μέσα σε δύσκολες συνθήκες, τις αριστερές συλλογικότητες και παρακαταθήκες. Βοήθησε ότι ακόμα και οι γονείς μας, οι οικογένειές μας, έκριναν τα λάθη της Αριστερός όλα τα προηγούμενα χρόνια, λάθη όπως η αποχή του 1946, το σύνθημα «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας» και αποφάσεις που αφορούσαν τα λαϊκά στρώματα.

Ολα αυτά τα συζητούσαμε κι εμείς, ως νεότερη γενιά, και στη Νεολαία Λαμπράκη και στο Πανεπιστήμιο, αλλά και αργότερα, κατά τη δικτατορία – ίσως τότε κάπως λιγότερο, γιατί ήταν πλέον άλλα τα κύρια ζητήματα.

Στον «Ρήγα» υπήρχαν διαφωνίες, αλλά οι αποφάσεις λαμβάνονταν ομόφωνα. Ολο το 1968 πέρασε στην προσπάθεια μαζικοποίησης του αγώνα, κάτι στο οποίο πιστεύαμε βαθιά. Εξάλλου, από μια τέτοια μαζική οργάνωση προερχόμασταν, τη Νεολαία Λαμπράκη. Στον «Ρήγα» υπήρχαν κομμουνιστές, αλλά όχι μόνο. Το νεολαιίστικο κίνημα αρχές της δικτατορίας επί της ουσίας βασίστηκε στο μαζικό, λαϊκό ΕΑΜ, στη μαζική λαϊκή ΕΠΟΝ… Ηταν κάτι που δεν είχε τη σφιχτή κομματική οργάνωση των μπολσεβίκων. Ηταν έντονα παρούσες οι διαφορές ανάμεσα στο 1917 και στο 1960. Η Εβδομάδα της Μαρξιστικής Σκέψης που έγινε το 1966, στην οποία οι πανεπιστημιακές παρατάξεις της Αριστερός και η Νεολαία Λαμπράκη είχαν πολύ μεγάλη συμμετοχή, είναι από τα στοιχεία που στην πορεία συγκροτήθηκαν σε αυτό που λέμε ευρωκομμουνιστικό ρεύμα.

Το σύνθημα «Ρήγας Φεραίος ο κάθε σέξι νέος» το φωνάζαμε με τον Κωσταράκο στα αμφιθέατρα, στις πρώτες φοιτητικές εκλογές… Ηταν επαναστατικό για την εποχή, καθώς είχαν ήδη ξεκινήσει να υπάρχουν τα «πουριτανικά» της Αριστερός, τα οποία θέλαμε να υπερβούμε.

Τι ήταν οι «ΡΗΓΑΔΕΣ»

Τι παιδιά ήταν στον «Ρήγα»; Ηταν κυρίως παιδιά από φτωχές και μεσαίες οικογένειες. Εγώ δεν ήξερα κανέναν που οι γονείς του να μην ήταν στο ΕΑΜ και να μην είχαν υποστεί τις διώξεις της Αριστερός. Βέβαια μιλάω για τους πρώτους «Ρηγάδες» που έφτιαξαν την οργάνωση και μας πιάσανε σχετικά γρήγορα. Γιατί μετά, όταν μαζικοποιήθηκε το φοιτητικό κίνημα, στον «Ρήγα» μπήκαν και παιδιά από δεξιές οικογένειες – κάποιοι ήταν και πλούσιοι. Εννοώ πως, πολιτικά και ταξικά, συμμετείχαν αργότερα περισσότερα στρώματα.
Οι νέοι, μετά τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, ήταν επηρεασμένοι και από το παγκόσμιο κίνημα νεολαίας που ανθούσε τα χρόνια εκείνα. Τα κινήματα του εξωτερικού, της Ιταλίας, της Γαλλίας του Μάη του ’68 ή τα νεολαιίστικα κινήματα στη Γερμανία ή στα πανεπιστήμια στην Αμερική.

Πώς τα μαθαίναμε όλα αυτά; Στην Ελλάδα, τα πάντα ανήκαν στη χούντα. Τι να μάθεις; Αρκεί να θυμηθεί κανείς την κουβέντα που έκανε ο Νίκος Μαστοράκης, που πλέον τον έχουν αποδεχτεί οι πάντες, παρά τον ρόλο που έπαιξε επί δικτατορίας, και τον θεωρούν πρωτοπόρο και επιτυχημένο (στο τέλος θα μας τον πουν και δημοκράτη). Θυμάμαι πως είχε φέρει ο Μαστοράκης στην εκπομπή του έναν τραγουδιστή Ιταλό και δεν τον άφηνε να μιλήσει για το Γούντστοκ. Το θυμάμαι πολύ συγκεκριμένα, γιατί το είχαμε δει τότε, μέσα στη φυλακή φυσικά, σε μια τηλεόραση που την είχε στείλει ο Αρχιεπίσκοπος και τη μετέφεραν ανά μέρα από πτέρυγα σε πτέρυγα. Τέτοια λογοκρισία είχε η χούντα. Γι’ αυτό όλοι μας ακούγαμε ξένα ραδιόφωνα’: τον μακαρίτη τον Μπακογιάννη στην DW, τη Δεμίρη από τον σταθμό του Παρισιού, BBC, Μόσχα, Τίρανα…

Νιώθαμε αλληλέγγυοι με τους νέους του εξωτερικού, καθώς τα αιτήματα ουσιαστικά ήταν κοινά: ελευθερία, ειρήνη, δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα και τέλος πάντων όλοι ήμασταν εναντίον του αυταρχισμού και της ιεραρχίας. Της άκαμπτης ιεραρχίας. Γι’ αυτά πολέμησαν και οι γονείς μας, γι’ αυτά πολεμούσαμε κι εμείς. Το παρελθόν των γονιών μας έγινε δικό μας αίτημα.

image008

Το πέρασμα στην παρανομία

Βγήκα στην παρανομία τον Ιανουάριο του 1968. Με πιάσανε στη Σχολή (τότε δεν υπήρχε Σχολή χωρίς ασφαλίτες και χαφιέδες) και με πήγαν στην Ασφάλεια για τα περαιτέρω. Με έπιασαν γιατί κάποιος με κατέδωσε… εδώ ολόκληρη γερμανική Κατοχή στηρίχτηκε στους κουκουλοφόρους καταδότες.

Το Σπουδαστικό της Ασφάλειας δεν ήταν εφεύρημα της δικτατορίας, υπήρχε από παλιότερα, από τη δεκαετία του 1950, όταν το φοιτητικό κίνημα μαζικοποιήθηκε και άρχισε να αριστερίζει. Οι διαδηλώσεις για το 15% για την Παιδεία και το 1-1-4, όπως και οι πορείες ειρήνης, όλο το ειρηνιστικό κίνημα, γίνονταν με συμμετοχή χιλιάδων ατόμων, τα όποια παρακολουθούνταν.

Στο Σπουδαστικό ήταν οι γνωστοί ασφαλίτες: Καραπαναγιώτης. Καλύβας, Μάλλιος και διάφοροι άλλοι. Επειδή εμένα δεν με είχαν συλλάβει παλαιότερα, έκανα την ανήξερη. Ελεγα ότι είμαι μια απλή φοιτήτρια, για ποιο λόγο να υπογράψω δήλωση, είμαι απλά μέλος της ΕΦΕΕ.
Με κατέβασαν σε ένα κελί και στις 11 το βράδυ με ανέβασαν πάλι στο Σπουδαστικό της Ασφάλειας και μου ζήτησαν να δίνω το «παρών» καθημερινά στις 11 π.μ. Καθώς, όμως, είχα τις υποχρεώσεις μου στον «Ρήγα» δεν μπορούσα να το κάνω αυτό. Οπότε, συνέχισα το βιολί μου πως ως επιμελής φοιτήτρια αυτό δεν γίνεται να το κάνω, πως έχουμε υποχρεωτικά μαθήματα στη Σχολή, πως δεν μπορώ να χάνω τα μαθήματα και να καθυστερήσω τις σπουδές μου, τι θα πω στους γονείς μου και άλλα τέτοια παρόμοια. Θέατρο κανονικό έπαιζα.

Μετά από αυτά, μου είπαν να δίνω το «παρών» τρεις φορές την εβδομάδα, στις 3 μ.μ. «Ούτε αυτό γίνεται, το απόγευμα έχω εργαστήρια» τους απάντησα, και πράγματι έτσι ήταν στη Γεωπονική Σχολή. Οπότε καταλήξαμε να παρουσιάζομαι τρεις φορές την εβδομάδα, το μεσημέρι, ανάμεσα στα μαθήματα και τα εργαστήρια. Φυσικά, κανένα «παρών» δεν έδωσα στην Ασφάλεια. Εφυγα και την άλλη μέρα βγήκα στην παρανομία.

Μας έδιναν κάποια λεφτά στην παρανομία – το κόμμα δηλαδή. Σπίτι μας φυσικά δεν πηγαίναμε. Με τη διάσπαση του ΚΚΕ, κόπηκαν όλα. Οταν είχαμε ένα αυγό και ψωμί να φάμε, ήταν παράδεισος. Υπήρχαν μέρες που δεν τρώγαμε τίποτα. Φίλοι και γνωστοί ήταν υπό παρακολούθηση. Για να πάμε σε ένα ραντεβού περπατούσαμε S ώρες υποχρεωτικά, για να βεβαιωθούμε ότι δεν μας ακολουθούν. Και μετά τις μεγάλες συλλήψεις του ’68, εκείνα δεις κατάσταση.

Θυμάμαι είχα φτάσει στα όριά μου και αποφάσισα να πάω να δω μια συμμαθήτριά μου από το Γυμνάσιο στα Γιάννενα! Η οικογένειά της ήταν υπεράνω υποψίας. Περπατάω 6 ώρες και μετά παίρνω ένα ταξί και ξαναπερπατάω μία ώρα και φτάνω πλατεία Αμερικής. Ξαναπερπατάω, φτάνω τέλος πάντων, και χτυπάω και χτυπάω και δεν ήταν κανείς εκεί. Τώρα; Μου είχε μείνει μία δραχμή.

Γυρίζω λοιπόν πίσω και κάθομαι στο σπίτι που με φιλοξενούσαν και είχα μόνο μία φρατζόλα ψωμί, μία κονσέρβα αρακά και ένα κομμάτι τυρί. Τη μέρα δεν έπρεπε να τραβήξεις ούτε καζανάκι, γιατί το σπίτι θεωρούνταν άδειο και δεν έπρεπε να καταλάβουν ότι κάποιος είναι εκεί. Είχε θυρωρό η πολυκατοικία. Βγήκα ξανά μετά από μέρες. Πρέπει να διάβασα τότε 30, 40 βιβλία. Εμεινα 15 μέρες με αυτά τα τρόφιμα: μία φρατζόλα ψωμί, μία κονσέρβα αρακά και ένα κομμάτι τυρί. Ούτε σήμερα δεν το πιστεύω πώς έζησα. Και με τη μία δραχμή πήγα και τηλεφώνησα και πέτυχα μία συμφοιτήτριά μου και πήγα -άντε πάλι 4 με 5 ώρες περπάτημα- και μόλις με είδαν έπαθαν την πλάκα της ζωής τους έτσι όπως είχα καταντήσει… Αλλά ούτε πεινούσα [γελάει] ούτε τίποτα. Είχαν γίνει οι πρώτες μεγάλες συλλήψεις τον Απρίλιο του ’68 και η κατάσταση ήταν άσχημη… Αυτά που λες. Δεν είχαμε ούτε μία δραχμή.

Η σύλληψη

Ο «Ρήγας Φεραίος» ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1967, είχαμε διασύνδεση με το ΠΑΜ (Πατριωτικό Αντι-δικτατορικό Μέτωπο) και αμέσως πήραμε προκηρύξεις του ΠΑΜ, κολλούσαμε στους τοίχους τις ανακοινώσεις και στη συνέχεια, αφού υπήρχαν στελέχη της Νεολαίας Λαμπράκη που είχαν διαφύγει και δεν είχαν συλληφθεί, ούτε ήταν στην εξορία, ήταν δηλαδή ήδη παράνομοι, καταφέραμε να δραστηριοποιηθούμε.

Με συνέλαβαν 11 μήνες μετά, στις ι6 Νοεμβρίου του 1968. Αν θυμάμαι καλά, με φιλοξενούσε μια Αγγλίδα, γνωστή του αδελφού μου. Δεν βρέθηκε Ελληνας να με φιλοξενήσει· κανένας. Η κοπέλα αυτή ήταν υπότροφος εδώ και έκανε το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο για τον Διαφωτισμό στην Ελλάδα. Τραγική ειρωνεία, δεν είναι; Είμαστε φίλες όλα αυτά τα χρόνια, έχει σπίτι στην Κρήτη και έχει εγκατασταθεί εκεί.

Το καλοκαίρι του 1968 πηγαίναμε στη Σαλαμίνα, σε κάποιες άλλες φίλες της, Αγγλίδες επίσης. Μας έπιασαν στο Πέραμα, λίγο πριν μπούμε στο καράβι. Μας παρακολουθούσαν, γιατί ο αρραβωνιαστικός της κοπέλας που μας φιλοξενούσε λάμβανε κάποια μηνύματα από Αγγλους πανεπιστημιακούς προς τη Δημοκρατική Αμυνα. Είχαν κάνει το χτύπημα στη Δημοκρατική Αμυνα πριν από μερικούς μήνες, οπότε παρακολουθούσαν την κοπέλα που μας φιλοξενούσε και τον αρραβωνιαστικό της. Ετσι μας έπιασαν, εμένα, την Πόπη και τη φίλη μου την Αγγλίδα.

Από την Ασφάλεια φύγαμε στις 8 Ιανουάριου του 1969, από τις 16 Νοεμβρίου του 1968. Σχεδόν δύο μήνες… Περάσαμε κατά τα γνωστά.

Στην Ασφάλεια

image010Κάθε άνθρωπος έχει τη δύναμη μέσα του: Και αυτή η δύναμη έβγαινε μια χαρά προς τα έξω τότε… Μετά από περίπου 20 μέρες κράτησης στην Ασφάλεια, μετά από βασανιστήρια, με ανεβάζουν πάνω, με αδειάζουν σε μια καρέκλα σαν σακί με πατάτες και είναι ο περιβόητος Κραβαρίτης ο οποίος προσπαθεί να με καταρρακώσει, δείχνοντάς μου ότι είμαστε ανήμποροι. Και μου λέει με ειρωνικό χαμόγελο (μαζί του χασκογελάγανε και οι άλλοι γελοίοι μέσα στην αίθουσα): «Με στρακαστρούκες, ρε Μαργαρίτα, θα μας ρίχνατε;». Πώς μου ‘ρχεται κι εμένα και του απαντάω: «Με ένα “φου”, ρε, θα σας ρίχναμε». Και τον βλέπω να κάνει πίσω. Πώς να σ’ το πω τώρα: και να με σκοτώνανε εκείνη τη στιγμή, δεν θα καταλάβαινα τίποτα!… Ο τιποτένιος, δεν το περίμενε. Μήπως εγώ το περίμενα να αντιδράσω έτσι; Και με ρωτάς πού βρίσκαμε τη δύναμη; Ε, να που τη βρίσκαμε… Αν μου λέγανε ποια είναι η στιγμή που με κανέναν άλλο τρόπο δεν θα ήθελες να μην έχεις ζήσει στη ζωή σου, θα ήταν αυτή. Είναι το ισχυρότερο ταυτοτικό στοιχείο που νιώθω… Και δεν απάντησαν τίποτα.

Το ξύλο το έριχναν για συγκεκριμένους λόγους. Για να μπορέσουν να αποσπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες από σένα. Για να πούμε ποιους άλλους βλέπαμε, πού μένουνε, ποιοι είναι οι σύντροφοί μας, τέτοια πράγματα. Να δώσουμε άλλο ένα παράνομο σπίτι.

Μια φορά με κατέβασαν στο κελί από την ταράτσα της Ασφάλειας, μετά από φριχτά βασανιστήρια, με πόνους, πρησμένα πόδια και όλα αυτά. Πρέπει να ξέρεις ότι τα σκληρά βασανιστήρια γίνονταν στην ταράτσα με μια μοτοσυκλέτα σε λειτουργία, ώστε ο ήχος της μηχανής της να καλύπτει τους ήχους των βασανιστηρίων και τις κραυγές των κρατούμενων. Βέβαια, από τις γύρω πολυκατοικίες τα ακούγανε όλα αυτά, δεν ήταν δυνατόν να καλυφθούν τα πάντα. Ηξερα ότι μετά από βασανιστήρια δεν πρέπει να βγάλεις τα παπούτσια σου, γιατί ο πόνος θα ήταν αφόρητος. Θα έσκαγαν τα πόδια σου. Ξάπλωσα, λοιπόν, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι εύκολο να μεγαλώσει το οίδημα, έβαλα τα πόδια λίγο ψηλά και κοιμήθηκα αμέσως. Ούτε πόνο καταλάβαινα ούτε τίποτα. Επρεπε να κοιμηθώ, για να πάρω δυνάμεις για το επόμενο στάδιο, για το επόμενο ξύλο… Το ήξερα από τον πατέρα μου αυτό, από τις διηγήσεις του για τα βασανιστήρια επί Μεταξά: «Πρέπει να κοιμάσαι στο ενδιάμεσο για να πάρεις δυνάμεις» έλεγε.

Δεν ξέρω μετά από πόσες ώρες ανοίγει η πόρτα του κελιού, την οποία φυσικά εγώ δεν άκουσα. Και μπαίνει μέσα ο Καλύβας, ο οποίος αρχίζει να με κλοτσάει, ενώ εγώ ήμουν κοιμισμένη κάτω. Ξυπνάω, τον κοιτάζω, γυρίζει στον αστυφύλακα βάρδιας, ο οποίος επειδή με είχε δει για ώρες ακίνητη, είχε φοβηθεί μήπως είχα πάθει κάτι και τους ειδοποίησε να κατέβουν να ελέγξουν, και του λέει: «Κοιμάται, ρε το κτήνος. Κοίτα, ρε, και μάθε τι κτήνη είναι οι κομμουνιστές». Με πλάκωσε στις κλοτσιές και έφυγε.

Δύσκολα μιλάς για τα βασανιστήρια. Ούτε ρωτάγαμε τους συντρόφους. Ούτε καν χρόνια μετά. Ξέρω ότι στον Πειραιά, τότε που ήταν ο Κουκουβάς διοικητής της Ασφάλειας, τη Βαγγελιώ Τζιβάνη τη χτυπούσαν στο στήθος, αλλά, για να πω την αλήθεια, ποτέ δεν τη ρώτησα αν ήταν γυμνή ή αν ήταν ντυμένη όταν τη χτυπούσαν. Φυσικά, τα ρούχα δεν πρόσφεραν κάποια ιδιαίτερη προφύλαξη, αλλά ψυχολογικά είναι βαθύτατα διαφορετικό.

Αυτούς τους ανθρώπους -τους βασανιστές, τους ασφαλίτες- δε ν τους μίσησα. Τους λυπόμουν πραγματικά. Μπορεί κάποιες φορές να αισθανόμουν αηδία, αλλά να σου πω κάτι; Ο Κραβαρίτης ήταν από την περιοχή που ονομάζουμε Γκράβαρα, την ορεινή Ναυπακτία. Οταν πήγα εκδρομή το 1994 στην ορεινή Ναυπακτία, τότε εξοργίστηκα και σκέφτηκα: Είναι δυνατόν αυτός ο μ,.,ς να γεννήθηκε και να μεγάλωσε σ’ αυτόν τον ωραίο τόπο;

Οι δίκες, οι φυλακές

Οι πρώτες συλλήψεις είχαν αρχίσει από τον Γενάρη και κράτησαν έως τον Απρίλη του ’68. Η πρώτη δίκη του «Ρήγα» ξεκίνησε στις 25/11/68. Εμάς μας είχαν πιάσει στις 16/11/68. Και εγώ και η Πόπη Τζεμπελίκου και ο Λεύτερης Τσίλογλου ήμασταν μέσα σ’ αυτό το βούλευμα. Ημασταν κι εμείς, αλλά δεν μας πήγαν στη δίκη αυτή, την πρώτη του «Ρήγα». Πώς να μας πάνε, αφού δέκα μέρες νωρίτερα μας είχαν κάνει φάλαγγα και είχαμε φάει το ξύλο της ζωής μας; Μώλωπες είχαμε, στα πόδια μας παπούτσια δεν χωράγανε. Δεν μπορούσαν να μας πάνε στη δίκη και δεν το είπανε, κατάλαβες; Φαινόμαστε ως «μη εξευρεθέντες»! Οτι δεν ήξεραν πού ήμασταν, δηλαδή. Οτι δεν μας είχαν συλλάβει! Και μαζεύτηκαν όλοι αυτοί οι νέοι και έγινε η πρώτη δίκη.

Εμείς περάσαμε αργότερα από δύο δίκες. Η πρώτη έγινε στις 9 Μαΐου 1969, στο στρατοδικείο της Λάρισσας, για άγνωστους λόγους. Ποτέ δεν έμαθα γιατί έγινε εκεί. Σ’ αυτή τη δίκη δεν μας ρώτησαν απολύτως τίποτα. Μέχρι τότε ήμασταν στις φυλακές Αβέρωφ. Ανταλλάσσαμε μηνύματα με σπιρτόκουτα. Δεν το κάναμε για πολλή ώρα γιατί μας έπαιρναν χαμπάρι. Και επειδή υπήρχε ένα διάστημα 25 ημερών που δεν περιελάμβανε το βούλευμα που είχαν βγάλει, μας ξαναπήγαν σε δίκη, όπου ήμασταν μαζί και με τον Νικόλα Βουλέλη. Είχαμε δικηγόρο τον Κιζιρίδη, τον οποίο κατηγόρησαν ότι συκοφαντεί την επανάσταση της 2ιης Απριλίου και τον κάθισαν κι αυτόν στο σκαμνί και κάθισε ένα χρόνο στις φυλακές της Αίγινας. Για 15 μέρες αντιδικτατορικό αγώνα, μας δίκασαν 10 χρόνια φυλακή! Είχα και από τη Λάρισα ακόμα 15 χρόνια. Αρα σύνολο 25 χρόνια. Στη δε Τζεμπελίκου, που είχε δικαστεί και τον Ιανουάριο του ’69, για μία άλλη υπόθεση του ΠΑΜ, ο Λιαπής, ο περίφημος αυτός βασιλικός επίτροπος, πρότεινε την ποινή του θανάτου. Είναι η μόνη γυναίκα που είχε τέτοια καταδίκη στη χούντα. Αιτιολόγησε την ποινή αυτή: «για παραδειγματισμό». Μες στο αίμα βουτηγμένη είναι αυτή η παράταξη (της Δεξιάς).

Οι δίκες μας ήταν ένα τραγελαφικό πράγμα. Οι και καλά μάρτυρες ήταν κάτι το αστείο. Ενα θέατρο. Ούτε απολογία σε άφηναν να κάνεις ούτε τίποτα. Δεν σ’ αφήνανε να πεις κάτι στοιχειοθετημένο. Εμείς θέλαμε να πούμε ότι ήμασταν στη Νεολαία Λαμπράκη, ότι ήμασταν υπέρ της ειρήνης και της δημοκρατίας και ενάντια στο στρατιωτικό πραξικόπημα, αλλά δεν μας άφηναν. Σηκωνόταν ο Λιαπής και φώναζε: «Δεν θα μας κάνουνε εδώ μέσα κομμουνιστική προπαγάνδα». «Μα με καλέσατε να απολογηθώ», του λέγαμε. «Θα μας αφήσετε;». «Οχι, θ’ απαντήσεις: σ’ αυτό το διάστημα έκανες κάτι εναντίον της εθνικής κυβερνήσεως;». Εκεί του λέω εγώ: «Με ρωτάτε εάν πραγματοποιούσα αυτά που πιστεύω; Ναι. Κάθε στιγμή».

Το περιστατικό με την Πόπη Τζεμπελίκου το θυμάμαι σαν τώρα. Σηκώνεται -πριν από μένα-, ανοίγει το στόμα της και λέει: «Οντας μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη…» και πριν προλάβει να πει καν «της Νεολαίας Λαμπράκη», βάζει τις φωνές ο Λιαπής και λέει: «Ούσα, ούσα!». Και του λέει η Τζεμπελίκου: «Οντας, λέει ο λαός»… Αυτό ήταν. Εγινε χαμός.

Εμείς απέναντι τους δεν αισθανόμασταν κανένα φόβο. Είχαμε πλήρη συναίσθηση ότι ζούσαμε ένα θέατρο που ήθελε να λέγεται «δίκη». Ηταν τόσο γελοίοι… πώς να σ’ το πω: κάθε φορά που βλέπω έργο του Φελίνι, νομίζω ότι αυτός τους είχε διαλέξει. Ηταν ένας κι ένας. Και με εκείνες τις στρατιωτικές στολές, με τα κουμπιά, ήταν απίστευτα γελοίοι. Μόνο γελοίοι ήταν… Νομίζω ότι όλοι αυτοί -που ήταν σε υψηλές θέσεις- είχαν παράδοση μέσα στον Εμφύλιο. Ηταν κομμουνιστοφάγοι. Και είχαν ακριβώς την όψη του εγκληματία. Ετσι τους ένιωθα. Και νομίζω είχα δίκιο…

image012

Αποφυλακίστηκα (μαζί με άλλους) 21 Αυγούστου του 1973. από τις φυλακές Κορυδαλλού. Υπάρχει και κινηματογραφικό ντοκουμέντο που τράβηξε ένας Ολλανδός δημοσιογράφος, έξω από τις φυλακές Κορυδαλλού τη μέρα που δόθηκε αμνηστία και αποφυλακιστήκαμε. Το πρόβαλε μάλιστα και η Μαλβίνα Κάραλη σε μια εκπομπή του Γιάγκου Ανδρεάδη το 1982. Αξίζει πραγματικά να το δει κανείς.

Το συναίσθημα

Να σου πω την αλήθεια, αισθανόμουν ότι είχα και χρέος να μην τους φοβάμαι. Οταν το παρελθόν είναι τόσο κοντά σε αυτό που κάνεις, στο ότι δηλαδή αντιστέκεσαι σε μία αυταρχική μηχανή που έχει τεθεί σε λειτουργία πριν από χρόνια, πλησιάζεις τόσο με τους προηγούμενους που έχουν κάνει το ίδιο και έχουν δώσει τη ζωή τους, που δεν υπάρχει πεδίο για να υπάρξει φόβος. Είναι διαλυμένο αυτό το πράγμα.

Ναι, είχαμε και ενθουσιασμό και αγωνιστική διάθεση τότε… Η έκφραση που συνοδεύει πάντοτε μέσα σε ιδιαίτερες συνθήκες καταστολής που θα μπορούσαν να προκαλέσουν φόβο, αλλά δεν τον προκαλούν, είναι γιατί αυτές οι συνθήκες μορφοποιούν και υποστασιοποιούν αυτό που ο Χομπσμπάουμ χαρακτηρίζει ως «ισχυρή πεποίθηση». Αυτή την «ισχυρή πεποίθηση» τη φτιάξαμε κι εμείς -είχαμε αυτή την τύχη- μέσα σε άγριες συνθήκες καταστολής και καταφέραμε να μορφοποιήσουμε τον εσωτερικό, αγωνιστικό μας ενθουσιασμό.

Για το σήμερα

Φυσικά και υπάρχει συνέχεια αυτής της «μηχανής». Φάνηκε ξεκάθαρα στις διαδηλώσεις του 2011, με την απίστευτη αστυνομική καταστολή. Θυμάσαι τι γινόταν τότε; Τα έχουμε ξεχάσει μου φαίνεται, τι έκαναν Σαμαράς και Βενιζέλος. Τότε, το είδα αυτό το καθεστώς μη φόβου, στα πρόσωπα των ανθρώπων που έτρωγαν ξύλο και χημικά, αλλά δεν διαλύονταν. Εμεναν εκεί.

Αυτό το βλέπεις σε κάθε αγώνα λαϊκό: δεν υπάρχει λαϊκός αγώνας που να μη διαλύεται ο φόβος. Δεν φοβάσαι, είναι απλό. Γιατί δεν υπάρχει πεδίο για να υπάρξει φόβος, γιατί η ίδια η πράξη εκείνη τη στιγμή είναι υπερβάλλουσα κάθε άλλου συναισθήματος. Θυμάμαι τη μαμά μου που μου διάβαζε τους «Αθλίους» του Βίκτορος Ουγκό και φτάναμε στην επανάσταση και στον Γαβριά. Εγώ από εκείνη την ηλικία είμαι ταυτισμένη με τον Γαβριά. Μέχρι σήμερα που είμαι 69 χρόνων, Γαβριάς αισθάνομαι. Αυτό το πράγμα δεν μπορούν να το διαλύσουν όλες οι εξουσίες του κόσμου.

Παρ’ όλα αυτά, αν και σήμερα δεν διαβάζουν στα παιδιά τους «Αθλίους» και παρ’ όλους τους μηχανισμούς του lifestyle που θέλουν να διαλύσουν την εσωτερική πραγματικότητα και τον ψυχισμό του παιδιού, δεν πιστεύω ότι μπορεί να το καταφέρουν. Οι στιγμές δεν μετριούνται με πρακτική αριθμητική – όπως και η ηλικία. Ο χρόνος είναι πολυπαραγοντικός. Σήμερα έχουν προστεθεί νέα ζητήματα και καταστολές. Περίμενε κανείς το 2008 να γίνει αυτό που έγινε από τον κόσμο στους δρόμους; Ημουν μέσα τους και ούτε εγώ το περίμενα, αλλά ήξερα να το αναγνωρίσω.

Η ωραιότερη κουβέντα από τον Ενγκελς είναι ο τρόπος που μιλάει για το τυχαίο. Λέει: «Το τυχαίο είναι αυτό που ανοίγει τον δρόμο του με σιδερένια αναγκαιότητα». Σήμερα το τυχαίο το συνδέουμε με το τυχάρπαστο και ρίχνουμε ευθύνες στην Αριστερά που δεν οργανώνει αυτό το «τυχαίο» και δεν το χειραγωγεί. Ενώ το τυχαίο είναι ακριβώς η δυνατότητα της υπέρβασης και της εμφάνισης της αναγκαιότητας. Αυτό δεν το τελειώνει καμία καταστολή!

image014

Η πρώτη δίκη του «Ρήγα Φεραίου» (Νοέμβριος 1968). Διακρίνονται (από αριστερά προς τα δεξιά, κατά σειρά από μπροστά προς τα πίσω-στην παρένθεση οι καταδίκες σε χρόνια): Θανάσης Αθανασίου (ισόβια), Νίκος Γιανναδάκης (ισόβια), Νίκος Κιάος (ισόβια), Κώστας Καρυωτακης , (16 χρόνια), Παύλος Κήαυδιανός (ισόβια), Αντώνης Μαργαρίτης (14), Κωστής Ποάργος(16), Νικηφόρος Σταματάκης (5), Φρίντα Λιάππα (6 με αναστολή), Γιώργος Μποτζάκης (10), Ανδρέας Σαββάκης(14), Αριστείδης θεοδωρίδης (10), Νίκος Μαργαρίτης (5 χρόνια με αναστολή). Χωρίς να είναι παρόντες δικάστηκαν και οι: Λάγια Γιοάργου (αθώα), Μιχάλης Τηνιανάκης (2) και Βασίλης Σβαννάς (3 χρόνια με αναστολή). Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας «Αλ Χαγιάτ» του Λιβάνου, με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1968. Από τις λίγες ξένες, βέβαια, εφημερίδες που μπόρεσαν να δημοσιεύσουν φωτογραφίες από την πρώτη αυτή μεγάλη δίκη του «Ρήγα Φεραίου» στο Εκτακτο Στρατοδικείο της Αθήνας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *