Σύντροφοι στην ζωή και στον αγώνα

image004
image002Της Ρέας Γαλανάκη – “Εφημερίδα των Συντακτών”

Είχαν μπει στον «Ρήγα» όλοι οι φίλοι και ο Νίκος. Την παραμονή που με πιάσανε είχα κάνει μόλις το πρώτο αναγνωριστικό ραντεβού. Εγώ δεν διεκδικώ τίποτα από το τότε. Δεν είχα προλάβει να κάνω κάτι, αλλά στο σπίτι «μας» γινόταν όλα. Εκεί ερχόταν ο παράνομος γραμματέας του «Ρήγα Φεραίου», Μίμης Μανωλάκος, εκεί είχαμε συναρμολογήσει αργότερα τον πολύγραφο (στο σπίτι του Κωστή Γιούργου τυπώθηκε η πρώτη προκήρυξη).

Ο Νίκος ήταν στο 2ο έτος της Νομικής Σχολής. Ηταν ένας ηγέτης εκεί μέσα. Τον Σεπτέμβρη του ’67 είχαμε γυρίσει στην Αθήνα νιόπαντροι. Μέναμε στο Παγκράτι – μόλις είχαμε παντρευτεί, είχαμε κλεφτεί.

Με τον Νίκο γνωριστήκαμε άνοιξη του’65. Είχε έρθει στον μυθικό πλέον «Κοραή», το ιδιωτικό σχολείο που παρακολουθούσα, στην τελευταία μόνο τάξη. Προηγουμένως πήγαινε στο δημόσιο Γυμνάσιο, είχε μάλιστα χάσει μία τάξη και γι’ αυτό ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος μου.

Ηταν ωραίος. Ηταν αθλητής στη σφαιροβολία. Ηταν ευγενικός και σεμνός. Το πιο σπουδαίο, ήταν ήδη ένας διανοητής με μεθοδική σκέψη, με απέραντες εξωσχολικές γνώσεις, λογοτεχνικές και φιλοσοφικές. Το πρώτο βιβλίο που μου χάρισε ήταν ο «Ευγένιος Ονέγιν» του Πούσκιν. Εγραφε ποιήματα, μου τα έδειχνε, του έδειχνα κι εγώ τα δικά μου. Ηδη είχε οργανωθεί στη Νεολαία Λαμπράκη στο Ηράκλειο, στην Κρήτη. Τα προσωπικά του διαβάσματα και οι ανησυχίες του τον έκαναν να συνδεθεί με φίλους αιώνιους, που τότε ανήκαν στη Νεολαία και αργότερα υπήρξαν συγκρατούμενοι του, όπως ο Νικηφόρος Σταματάκης, ο Κωστής και η Λόγια Γιούργου, ο Ανδρέας Σαββάκης, αλλά και ο Γιάννης Σμαραγδής.

Από τον Νίκο πρωτάκουσα εκείνο τον καιρό για την Αριστερά. Το ίδιο καλοκαίρι, πριν από τις εισαγωγικές εξετάσεις του Σεπτεμβρίου, είχε πάει ένα διάστημα στην Αθήνα και η δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα τον είχε συγκλονίσει. Το φθινόπωρο του 1965, περάσαμε αυτός στη Νομική κι εγώ στη Φιλοσοφική Αθήνας.

image006Στην Αθήνα ζούσαμε σχεδόν μαζί, με τους φίλους από το Ηράκλειο: τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Κωστή και την αδερφή του, Λάγια Γιούργου, τον Αντρέα Σαββάκη, κι άλλους μεγαλύτερους, από τον δραστήριο Σύλλογο Κρητών Φοιτητών, όπως ο Γιώργος Ζεβελάκης, οι Βερηγάκηδες κι άλλοι. Ολοι τους ανήκαν στη Νεολαία Λαμπράκη, εκτός από μένα. Την ανεξάρτητη στάση μου υποστήριζε, θυμάμαι, και ο Δήμος Μαυρομάτης, κεντρικό στέλεχος της Νεολαίας, ο φωτισμένος και αγαπημένος μέντορας όλης της αριστερής παρέας μας. Λίγους μήνες πριν από τη δικτατορία, όταν μπήκα πλέον στην οργάνωση της σχολής μου, είχα την τύχη να συνδεθώ με τη Φρίντα Λιάππα και τον Νικόλα Βουλέλη, που φυλακίστηκαν επίσης αργότερα για την ίδια υπόθεση με τον Νίκο.

Ανοιξη του ’67 έπιασαν τον Νίκο κι εμένα σ’ ένα συλλαλητήριο στο Ηράκλειο. Η Ασφάλεια Ηρακλείου κάλεσε τον πατέρα μου, πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου και γνωστό στέλεχος της βενιζελικής παράταξης -αντικομμουνιστή, όπως και οι περισσότεροι παλιοί βενιζελικοί στο Ηράκλειο-για να τον ενημερώσει ότι η κόρη του συνδεόταν με έναν «κομμουνιστή». Η αντίδραση των γονιών μου υπήρξε σκληρή, βίαιη, άδικη. Πέρασαν χρόνια για να απορροφήσω τους κραδασμούς της. Πόσω μάλλον που εκείνες τις μέρες έγινε η δικτατορία.

Ξημερώνοντας ήρθε ο Νίκος, μου το ανακοίνωσε, ξέρασε θυμάμαι στο μπάνιο, κατόπιν αρχίσαμε να καίμε διάφορα χαρτιά. Ολη νύχτα ακούγαμε συνεχείς πυροβολισμούς. Εκτοτε μέναμε μαζί. Εψαχνε, από την πρώτη κιόλας μέρα, να βρει επαφή στην Αθήνα.

image008Αγαπιόμασταν. Κλεφτήκαμε μέσα στον πολιτικό και τον οικογενειακό χαλασμό. Κλεφτήκαμε δυο φορές. Δεν είχα κλείσει τα είκοσι ένα, ο πατέρας μου δεν ήθελε να υπογράψει την άδεια γάμου, και ο φίλος του, ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος, υπέγραψε αντ’ αυτού – έτσι τουλάχιστον μάθαμε. Στεφανωθήκαμε στις 3 Ιουλίου του ’67 στον Σταυρωμένο, λίγο έξω από το Ηράκλειο, τόπο ηρωικής μάχης όσο και επιλογής του καπετάν Χαραλάμπη Γιανναδάκη, πατέρα του Νίκου και αρχηγού Εθνικής Αντίστασης επί Κατοχής. Κουμπάρος ήταν ο γιατρός Κριτσωτάκης, συντοπίτης του καπετάν Χαραλάμπη, επιλογή δική του επίσης. Κανείς δικός μου δεν ήρθε.

Ο Νίκος παρήγγειλε μόνος του κάτι έπιπλα. Αργότερα κατάλαβα την αιτία. Τα έπιπλα, φτιαγμένα σε φίλο του μαραγκό, είχαν κρύπτες, επειδή ο Νίκος δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να δουλεύει εναντίον της δικτατορίας. Συμμετείχε από νωρίς στους πυρήνες της νεολαίας του ΠΑΜ, καθώς η προσπάθεια ανασυγκρότησης της Νεολαίας Λαμπράκη συνδυάστηκε λίγο-πολύ με τη δράση τού ΠΑΜ.

Το καλοκαίρι του ’67, τύπωσε μαζί με άλλους στο Ηράκλειο την παράνομη εφημερίδα «Ελεύθερη Κρήτη». Ο Νίκος ανέλαβε την ευθύνη της έκδοσης στο στρατοδικείο. Ο Χαρίτος Παπαδομιχελάκης, αγαπημένος φίλος του Νίκου στο Ηράκλειο, συμμετείχε από τη μεριά των «Λαμπράκηδων» στην έκδοση της «Ελεύθερης Κρήτης»· βασανίστηκε πολύ και φυλακίστηκε γι’ αυτό. Γι’ αυτή την εφημερίδα, πάντως, υπήρχε ένα κρυμμένο στο διαμέρισμά μας χειρόγραφο, καθοδηγητικό σημείωμα του Στέλιου Παπαδομιχελάκη, παλαιού και εξέχοντος μέλους του ΚΚΕ στην Κρήτη, θείου του Χαρίτου, που ευτυχώς δεν βρέθηκε ποτέ από την Ασφάλεια.

Η κυριότερη, μάλλον, πολιτική πράξη του Νίκου υπήρξε, όταν γυρίσαμε το φθινόπωρο του ’67 νιόπαντροι στην Αθήνα, η συμμετοχή του στην ίδρυση του «Ρήγα Φεραίου, της πρώτης δηλαδή φοιτητικής πανελλήνιας αντιδικτατορικής οργάνωσης, καθώς και στο πρώτο Κεντρικό Συμβούλιο του «Ρήγα», όπως αυτό διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη του ’67. Πρόεδρος ήταν ο Μανώλης Συμβουλάκης (από την ΕΔΗΝ-Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία), γραμματέας ο Μίμης Μανωλάκος (από τη Νεολαία Λαμπράκη), ο δε Νίκος ήταν ο Υπεύθυνος Νέας Οργάνωσης. Μαζί με τον Συμβουλάκη, που σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα προς το τέλος του ’68, ήταν οι μόνοι Κρητικοί στο δεκατετραμελές αυτό όργανο. Η ιδρυτική διακήρυξη της παράνομης οργάνωσης εμφανίστηκε αρχές Δεκεμβρίου του ’67.
image012Υπάρχει κάτι που δεν είναι ευρέως γνωστό, αν και το ανέφερε η «Μοντ» ως ανυπόγραφη αντιστασιακή πράξη, κάνοντας υπερήφανο τον Νίκο… Νωρίς το ’68, ο Νίκος και άλλοι της παρέας, με δική τους πρωτοβουλία, κατασκεύασαν στο διαμέρισμά μας μια μικρή ωρολογιακή βόμβα και την τοποθέτησαν μέρα μεσημέρι σε φυλασσόμενο περίπτερο της χούντας με αντικομμουνιστικό περιεχόμενο, στην πλατεία Συντάγματος. Εγώ μάλιστα έδωσα για την κατασκευή της ένα ρολόι της μητέρας μου, μάρκας «Ζενίθ». Κατσαδιάστηκαν, θυμάμαι, για την πρωτοβουλία τους, που παραμένει δηλωτική άλλων πραγμάτων.

Ας πω και τούτο: ο κυριολεκτικά χειροποίητος πολύγραφος οινοπνεύματος, που χρησιμοποιήθηκε για το πρώτο τύπωμα της παράνομης εφημερίδας της οργάνωσης, του γνωστού «Θούριου», συναρμολογήθηκε και δοκιμάστηκε στο μικρό μας διαμέρισμα από ποικίλα υλικά: ένα μεγάλο κυλινδρικό κουτί κονσέρβας «Ζβαν» για τον μεγάλο κύλινδρο, γεμισμένο με γύψο και με μια μανιβέλα από μπετόβεργα (ιδέες δικές μου), έναν κανονικό μικρό κύλινδρο που μπορέσαμε να προμηθευτούμε κρυφά. Το πρώτο φύλλο τυπώθηκε στο σπίτι του Κωστή Γιούργου. Κατόπιν, ο πολύγραφος διαλύθηκε και στάλθηκε στην Κρήτη για το τύπωμα της «Ελεύθερης Κρήτης». Εχω φυλάξει το μοναδικό, νομίζω, πρώτο φύλλο του «Θούριου» στο πρωτότυπο, πολύγραφο.

image010Τούτη η εξαιρετικά συντροφική περίοδος, η γεμάτη κίνδυνο, γενναιότητα, αυταπάρνηση, φτώχεια, αλλά και αισθήματα, και συζητήσεις, και κάθε είδους ανησυχίες, δεν κράτησε πολύ. Εληξε σε ένα εξάμηνο πάνω-κάτω… Τον Απρίλιο του’68, όταν με πιάσανε και με πήγανε στην Μπουμπουλίνας (την παραμονή είχα κάνει το πρώτο προσωπικό μου παράνομο «ανιχνευτικό» ραντεβού), δεν ήξερα ότι λίγο νωρίτερα είχαν συλλάβει τον Νίκο στο τέρμα της Ιπποκράτους σε καρφωμένο ραντεβού, απειλώντας τον με ένα περίστροφο στην πλάτη. Πιάστηκαν όλοι οι φίλοι.

Φυσικά και αισθανόμουν φόβο, γιατί υπήρχαν βασανιστήρια σκληρά. Για μένα, δεν είχαν στοιχεία. Στο σπίτι δεν βρήκαν τίποτα – ο πολύγραφος είχε πάει στην Κρήτη και ευτυχώς δεν βρήκαν ούτε κάποιες προκηρύξεις ούτε κάποια σημειώματα καθοδηγητικά. Από το κελί μου, όσο έμεινα στην απομόνωση, στην περιώνυμη Πηγάδα, άκουγα τα βογκητά όσων φίλων κουβαλούσαν μετά τα βασανιστήρια. Εμένα με άγησαν μετά από καμιά δεκαριά μέρες, αλλά με παρακολουθούσαν για καιρό ασφυκτικά, μήπως ανακαλύψουν κι άλλα μέλη της οργάνωσης. Οσες μέρες κρατήθηκα τότε στην Ασφάλεια (γιατί με ξαναπιάσανε αργότερα), οι ασφαλίτες μείνανε στο διαμέρισμά μας και το «έκαναν κουτάλα», ευτυχώς όμως το χειρόγραφο σημείωμα του Παπαδομιχελάκη δεν το βρήκαν. Το κατέστρεψα, όταν σε λίγο ο Νίκος, προφυλακισμένος πια, μπόρεσε να μου πει πού ήταν για να το βρω και να το κάψω.

Εμένα με άφησαν, γιατί ήθελαν να δουν με ποιον θα βρεθώ, ποιον θα συναντήσω. Φυσικά με παρακολουθούσαν στο κάθε μου βήμα. Γι’ αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να ενταχθώ κανονικά στον «Ρήγα», αλλά πάντα έβρισκες τρόπο για ενημερώσεις· και οτιδήποτε άλλο μπορούσες να κάνεις για να βοηθήσεις. Εγώ ήμουν πλέον σύζυγος πολιτικού κρατούμενου και μπορούσα να κάνω πολύ περιορισμένα πράγματα. Δεν μπορούσα εκ των πραγμάτων να είμαι σε οργάνωση.

image014Ο Νίκος και οι άλλοι «Ρηγάδες» βασανίστηκαν άγρια στην Ασφάλεια Αθηνών για περίπου δύο μήνες. Αθανασίου, Κιάος, Γιανναδάκης και Κλαυδιανός, οι τέσσερις ταγοί, όπως τους λέγαμε, πέρασαν και ΕΣΑ. Κατήγγειλαν τα βασανιστήρια στη δίκη τους. Πήγαινα κάθε μέρα στην Ασφάλεια για τον Νίκο φαγητό, ρούχα· καμιά φορά έπαιρνα ματωμένα ρούχα να τα πλύνω. Για πέντε χρόνια πήγαινα στα επισκεπτήρια.

Παρατηρώντας πώς εξέταζαν τα τρόφιμα πριν τα δώσουν στους κρατούμενους στην Πηγάδα, σοφίστηκα έναν τρόπο κι άρχισα να του στέλνω σχεδόν καθημερινά σημειώματα. Οχι βέβαια πολιτικά, λόγια αγάπης του έγραφα. Τύλιγα επίσης πράγματα σε παλιές εφημερίδες για να μαθαίνει, έστω και μπαγιάτικα, κάποιες ειδήσεις (π.χ. τα λίγα που γράφτηκαν, όπως γράφτηκαν εδώ, για τον Μάη του’68).

Η πρώτη δίκη του «Ρήγα»

Η δίκη του στο Στρατοδικείο, επί της Ακαδημίας τότε, η πρώτη δίκη του «Ρήγα Φεραίου», ξεκίνησε στις 20 Νοεμβρίου του ’68 και κράτησε πέντε μέρες. Υπάρχουν σήμερα λευκώματα με αρκετές αναφορές στη δίκη των ηρωικών φίλων, καμιά δεκαπενταριά συνολικά εικοσάχρονων φοιτητών. Τίποτε δεν γράφτηκε στον Τύπο της απολύτως λογοκριμένης και αστυνομικοκρατούμενης εκείνης εποχής, εκτός από δυο λογάκια στα ψιλά μιας κάποιας τέταρτης σελίδας. Παράνομα διασώθηκαν αρκετά στοιχεία, κυρίως από τον Γερμανό δημοσιογράφο Εμπερχαρντ Ρόντχολζ (βλ. «Αντί», 21/4/06, τ. 867, αφιέρωμα στον Γιοχάνες Βάισερτ). Σκέφτομαι, και όχι μόνο εγώ, ότι αυτή η δίκη υπήρξε η τελευταία της εποχής του Εμφύλιου, ότι αυτή σηματοδότησε το τέλος του. Τόσο ανελέητη υπήρξε.

Ο Νίκος καθόταν στο πρώτο εδώλιο, δίπλα στον Θανάση Αθανασίου και τον Νίκο Κιάο. Κρατώ κάποιες μικρές στιγμές δικές μας, όσο κι αν απαγορευόταν να τους πλησιάσουμε μέσα στην αίθουσα, την πλημμυρισμένη από ένστολους αστυνομικούς, χαφιέδες κι ελάχιστους στενούς συγγενείς. Οταν ο Νίκος βρισκόταν πια στα τελευταία του και συζητήσαμε τότε για τα πάντα, μου υπενθύμισε συγκινημένος τη στιγμή που ο δικηγόρος του, ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος (συνηγόρησε αφιλοκερδώς), βγήκε δακρυσμένος από την αίθουσα επειδή μετά το 1952 πρώτη φορά ξαναγινόταν δίκη με του αποτρόπαιο 509 στο στρατοδικείο της Αθήνας, και ξανακούστηκε η λέξη «κομμουνιστής». Τούτο διότι στο πρώτο στρατοδικείο ο Νίκος αποδέχτηκε ευθαρσώς, και παρά τις μεγάλες οικογενειακές πιέσεις για το αντίθετο, ότι: «Ανήκω στην Αριστερά, γιατί πιστεύω ότι είναι το πιο υπεύθυνο κόμμα, κι είμαι κομμουνιστής, γιατί πιστεύω πως μόνο η εργατική δύναμη είναι αποφασιστικός παράγοντας προόδου για την ανθρωπότητα» («Το Λεύκωμα του Ρήγα Φεραίου»,Εκδ. Ρ.Φ., Αθήνα 1974)· Στο Αναθεωρητικό Στρατοδικείο, πέντε χρόνια αργότερα, εξειδίκευσε: «Δήλωσα ότι δέχομαι την κομμουνιστική ιδεολογία με την έννοια της πνευματικής αναζητήσεως και ως προσωρινό σταθμό» («Ακρόπολις», 28/7/73)·

image016Η πρώτη αυτή δίκη του «Ρήγα Φεραίου» ήταν πολύ σημαντικό γεγονός. Πέραν όλων των άλλων που έκαναν σε αυτά τα παιδιά, είναι και πως τους απέβαλαν από το πανεπιστήμιο, με συνοπτικές διαδικασίες και δεμένους με χειροπέδες μέσα στη μεγάλη αίθουσα τελετών, χωρίς να απολογηθούν. Η δίκη αυτή ήταν εξαιρετικά σκληρή. Για να καταλάβετε, ο βασιλικός επίτροπος τότε, πρότεινε θάνατο και ισόβια για προκηρύξεις! Οι στρατοδίκες μετρίασαν την πρόταση στην αμέσως κατώτερη ποινή, δηλαδή σε κάθειρξη 25 ετών για τους τρεις πρώτους, και βαρύτατες πολυετείς φυλακίσεις για τους υπόλοιπους. Θυμάμαι, και θα θυμάμαι πάντα με ενάργεια, και συγκίνηση, ότι μόλις άκουσαν τη βαριά τους καταδίκη, όρμησαν κι αγκαλιάζανε ο ένας τον άλλον οι τρεις τους (Αθανασίου, Κιάος, Γιανναδάκης) και φιλιούνταν σταυρωτά. Ελαμπαν.

…Το αναθεωρητικό Στρατοδικείο έγινε τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του’73, ενάμιση μόλις μήνα πριν από την αμνηστία του Παπαδόπουλου. Η δίκη μπήκε αυτή τη φορά στα πρωτοσέλιδα, γιατί είχαν αλλάξει άρδην οι καιροί… Ο Νίκος βγήκε από τη φυλακή του μετά τόσα χρόνια με ένα βαλιτσάκι. Ο ταξιτζής που μας οδήγησε στο σπίτι μου δεν πήρε κόμιστρο…

Η απόφαση να χωρίσουμε είχε παρθεί από κοινού ήδη από τα πρώτα χρόνια της φυλάκισης του Νίκου, απόφαση που και δυσκολίες είχε, και μια-δυο παλινδρομήσεις. Αργότερα, ο Νίκος επέστρεψε στο Ηράκλειο και άνοιξε για λίγο ένα βιβλιοπωλείο, για γίνει σε λίγο ο εμπνευσμένος διευθυντής της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης.

Οι φίλοι, οι συναγωνιστές από τη φυλακή, έχοντας τραβήξει ο καθένας τη δική του οδό, ταξίδεψαν στο Ηράκλειο και τον ετίμησαν σηκώνοντας το φέρετρό του στους ώμους τους. Υπάρχει κάτι σαν άγραφος νόμος γι’ αυτή την «αισχύλειο» τιμή- ο ίδιος ο Νίκος σήκωσε τον Κώστα Καρυωτάκη το ’77, άλλοι σηκώσαμε αργότερα τη Φρίντα Λιάππα το ’94, οι παλιοί φυλακισμένοι φίλοι ήρθανε στο Ηράκλειο και τον σηκώσανε κι εκείνον μια βροχερή, μιαν ανεμοδαρμένη μέρα, την 25η Μαρτίου του ’98, στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου.

Τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας

Μιλώ για τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τα τελευταία. Ο φόβος και ο τρόμος κυριαρχούσαν, οι πόρτες ήταν παντού κλειστές, η κοινωνική απομόνωση των αριστερών καθολική, οι περισσότεροι φίλοι και σύντροφοι στην εξορία ή στις φυλακές, οι δε υπόλοιποι δεν έπρεπε να αφεθούμε να μας ρουφήξει η μαύρη τρύπα της συντριβής.

Ας σημειωθεί ότι δεν υπήρχε η παραμικρή προετοιμασία από την προηγούμενη κατάσταση για να υποστηρίξει τις καινούργιες ανάγκες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ελάχιστοι μπόρεσαν να καταφύγουν σε κανονική παρανομία, κι αυτοί συχνά συντηρούνταν από συγγενείς τους· όσοι ήθελαν να αντισταθούν στη χούντα έπρεπε να δράσουν αναγκαστικά στο πλαίσιο της νόμιμης ζωής, όπως έκανε ο Νίκος και δεκάδες άλλοι. Γι’ αυτό και οι πρώτες οργανώσεις εξαρθρώθηκαν ταχύτατα και σκληρότατα. Οι πρώτοι Ρηγάδες γνώριζαν το πλήρες αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονταν, όμως αυτό δεν ανέκοψε τη δράση τους. Κανείς μας δεν μπορούσε τότε να φανταστεί, ούτε στο πιο τρελό του όνειρο, το μαζικό φοιτητικό κίνημα που θα γεννιόταν σε λίγα χρόνια.

Αστειεύεστε; Ο κόσμος δεν συμμετείχε καθόλου. Ειδικά, τα πρώτα χρόνια. Ισως γιατί φοβότανε. Πιστεύω πως καταλαβαίνετε πολύ καλά τι σήμαινε χούντα, αλλά στην αρχή μαζικό κίνημα δεν υπήρχε. Μόνο μετά, με το φοιτητικό κίνημα και το Πολυτεχνείο, όπου συμμετείχε πολύς κόσμος. Χωρίς, όμως, τον «Ρήγα» δεν θα ήταν αυτό δυνατό. Πάντως, ως γενική παρατήρηση, θα πω πως ελάχιστοι Ελληνες ήταν στον αντιδικτατορικό αγώνα.

Για τότε:

Αυτές τις πράξεις και αυτά τα ιστορικά συμβάντα που αφορούν και τη δική μου ζωή -άλλοι άνθρωποι, βέβαια, υπέφεραν πολύ περισσότερο και το τονίζω πάντα αυτό- εγώ τα προσκυνώ. Αυτή η φράση εξηγεί όλα όσα νιώθω… Τα προσκυνώ και τα σέβομαι και θα τα σέβομαι για πάντα, δεν χωράει συζήτηση σ’ αυτό.

Γενικά, η πρώτη περίοδος της δικτατορίας, που ήταν και τα πρώτα χρόνια δράσης του «Ρήγα Φεραίου», γενικώς ξεχνιέται, καθώς για τις νεότερες γενιές πλέον το «εναντίον» της δικτατορίας ξεκινάει με τις δράσεις στα πανεπιστήμια, λίγα χρόνια αργότερα. Και τις πρώτες δράσεις του ’67-’68, κάπως δεν ξέρουν πού να τις εντάξουν.

Για τώρα:

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι δεν είναι οι ίδιες συνθήκες τώρα με τότε: άλλο πράγμα μια στρατιωτική δικτατορία -και μάλιστα ως επιστέγασμα του εμφυλίου πολέμου- και άλλο η σημερινή εποχή που ζούμε. Καμία απολύτως σχέση δεν έχουν -και θέλω να το τονίσω αυτό- ούτε ως προς τη βία ούτε ως προς τα πολιτικά δρώμενα.

Θέλω να είμαι απολύτως σαφής: δεν συγκρίνεται το σήμερα με το τότε. Είναι λάθος και η σύγκριση και η ταύτιση. Ακόμη κι αν κάποιοι θέλουν να πιστεύουν ότι υπάρχουν κάποιες πολύ μικρές αναλογίες, ας το καταλάβουμε: δεν έχουμε χούντα, ούτε με σφαίρες! Αυτά είναι εύκολα λόγια που τα λένε οι μεταγενέστεροι, και δεν ξέρω γιατί το κάνουν. Προσπαθούν να μεγαλώσουν το πρόβλημά τους, να δώσουν ένα μείζον παράδειγμα… Πάντως, οι δύο εποχές δεν συγκρίνονται. Οπως και στη χούντα δεν είχαμε Κατοχή… Ας έχουμε μια ιστορική σκέψη, τέλος πάντων, και κρίση. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Μπορεί να βρούμε κάποιες αναλογίες, αλλά δεν επαναλαμβάνεται αυτούσια.

Αυτά τα πράγματα καθορίζουν τη ζωή μας. Σ’ αυτό δεν χωράει συζήτηση. Ατσαλώνουν τις αντιστάσεις μας, κατανοούμε πολύ καλά όλη την αλυσίδα της Ιστορίας σε σχέση με τους αγώνες των ανθρώπων· αποκτάς πολιτική συνείδηση. Και πρέπει να πω πως παρ’ όλο που ο καθένας μας από εκείνες τις πρώτες ομάδες έχει τραβήξει τον δρόμο του πλέον, εγώ τους αγαπώ πάντα και όλοι αγαπιόμαστε μεταξύ μας πάρα πολύ. Αυτά τα πράγματα δένουν τους ανθρώπους και τους δένουν διά βίου, πέρα από το τι άλλο έχει μεσολαβήσει.
Οσο για μένα, εκείνα τα χρόνια είναι βεβαίως μία πηγή που με βοηθάει στο γράψιμο, χωρίς να κάνω σοσιαλιστικό ρεαλισμό… Οι άνθρωποι που μας άρεσε από τότε το διάβασμα, η γνώση κ.λπ., το συνεχίσαμε αυτό. Και μες στη φυλακή ό,τι μπορούσε να μπει έμπαινε -από τέτοιο υλικό εννοώ. Εξάλλου, ήδη από την Κατοχή και του Εμφύλιο, στις εξορίες και στις φυλακές, όσοι ξέραν γράμματα ή γλώσσες ή επιστήμες, βοήθησαν τους υπόλοιπους.
Οσο για τον Νίκο, ήδη λανθάνει σε πρόσωπα των βιβλίων μου με τον πολύπλοκο τρόπο της λογοτεχνίας.

Για τη Φρίντα Λιάππα

image018Φρίντα, φως, φλόγα. Τρεις λέξεις φέγγουσες για την ίδια εικόνα. Ξανθά μαλλιά, κάτασπρο δέρμα, μάτια σκούρα καστανά που κυριαρχούσαν στο φέγγος. Ευφυής, καλλιεργημένη, τολμηρή, παθιασμένη. Φλεγομένη και μη καιομένη, όχι όμως βάτος, αλλά δέντρο ανθισμένο – τουλάχιστον αυτό, καθώς έφυγε πάνω στη νιότη της.

Ημασταν συμφοιτήτριες, αλλά δεν γνωριζόμασταν από την αρχή. Η Φρίντα ήταν το πρόσωπο που με οδήγησε στη Νεολαία Λαμπράκη λίγους μόνο μήνες πριν από τη δικτατορία (καθοδήγηση στη Φιλοσοφική είχαμε τότε την Αλέκα Παπαρήγα). Συνδεόταν με του Νικόλα Βουλέλη, που ήδη έβγαζε ένα καλό περιοδικό στη Σχολή, την «Αργώ».

Η τόσο γενναία Φρίντα, η τόσο ευάλωτη, ήταν από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού που αντιστάθηκαν αμέσως στη δικτατορία, και τούτο πρέπει να υπογραμμιστεί. Δεν πέρασε φυσικά πολύς καιρός και την έπιασαν. Εμεινε προφυλακισμένη στις φυλακές Αβέρωφ γι’ αρκετούς μήνες. Δικάστηκε από ένα απίστευτα σκληρό στρατοδικείο τον Νοέμβρη του 1968, στην πρώτη δίκη του «Ρήγα Φεραίου». Ο Νικόλας Βουλέλης πιάστηκε αργότερα, και δικάστηκε χωριστά.

Η Φρίντα καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλάκιση, αλλά βγήκε με αναστολή. Θυμάμαι ότι πήγα να τη βρω αμέσως στο ισόγειο διαμέρισμα της Τσιμισκή, και ότι, αγκαλιασμένες στο παλαιικό σιδερένιο διπλό κρεβάτι της κυρα-Λένης, της μητέρας της, κλαίγαμε για ώρες. Ημασταν τότε μόλις είκοσι ενός χρόνων κορίτσια. Και θέλω να προσθέσω ακόμη ότι, σαν από κάποιου άγραφο νόμο, οι σύντροφοι αυτής της δίκης μαζευτήκαμε μετά από δυόμισι δεκαετίες στο ίδιο μικρό διαμέρισμα, και σηκώσαμε εναλλάξ στα χέρια τη σορό της Φρίντας ως τον τάφο.

Οι κοριτσίστικες κουβέντες μας, τα κοινά διαβάσματά μας, οι πνευματικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις με τη Φρίντα εκείνης της εποχής, μένουν μέσα μου ακέραιες. Το ίδιο και οι έντονοι πολιτικοί μας προβληματισμοί, οι αμφισβητήσεις μας, ιδίως μετά τη διάλυση των ψευδαισθήσεων λόγω της εισβολής της Σοβιετικής Ενωσης με τανκς στην Τσεχοσλοβακία, αλλά και λόγω της διάσπασης της Αριστερός.

Ετσι ωριμάζαμε στο πέρασμα των χρόνων, ενώ η καθεμιά μας προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, τραβώντας του προσωπικό της δρόμο, σε μια ζωή που, πρέπει να το σημειώσω κι αυτό, υπήρξε πολύ πιο συντροφική, πιο ομαδική και πολύ πιο έντονη – κι όλα τούτα όχι μόνον εξαιτίας της νεότητάς μας. Στα υπέρ εκείνης περιόδου είναι, νομίζω, ότι υπήρξαμε στοχαστικοί, φιλομαθείς αλλά και θαρραλέοι, μπορεί και οριακοί καμιά φορά, ουδέποτε όμως πουριτανοί.

Η δύσκολα κερδισμένη ελευθερία, μεσούσης μάλιστα της δικτατορίας, τόσο στο επίπεδο της σκέψης όσο και της προσωπικής ζωής μας, αυτό το μείγμα βαθιάς ανάσας απ’ τη μια και πνιγμού από την άλλη, μας έδωσε -κρίνω εκ των υστέρων- ένα μεγάλο μάθημα ζωής, ουσιαστικά ένα γερό θεμέλιο για το όποιο μεταγενέστερο έργο μας, κινηματογραφικό, συγγραφικό ή άλλο. Μας έδωσε όμως και μεγάλο πείσμα: η Φρίντα πάντα επέμενε ότι πρέπει να έχεις μεγάλο πείσμα, εκτός από ταλέντο, για να κάνεις κάτι τι στην τέχνη. Και η ίδια έκανε πολλά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *