Ο «Ρήγας» ξεκίνησε ως όραμα

image002Του Νικηφόρου Σταματάκη – “Εφημερίδα των Συντακτών”

Η δικτατορία με βρήκε στον στρατό. Ημουν στρατιώτης από το ’65. Μεγάλωσα στο Ηράκλειο, στην Κρήτη. Ως φαντάρο, κάθε μήνα, μου άλλαζαν μονάδα, δεν με άφηναν ήσυχο, γιατί ήμουν ήδη στα μαύρα κατάστιχα. Ημουν γραμματέας της Νεολαίας Λαμπράκη στο Ηράκλειο και μέλος της Νεολαίας της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά), του μεγαλύτερου νόμιμου κόμματος της Αριστερός, βουλευτής του οποίου ήταν και ο Γρηγόρης Λαμπράκης.. Βέβαια με το απριλιανό πραξικόπημα, η ΕΔΑ διαλύθηκε.

Από το 1961 ήμουν οργανωμένος. Δεκαέξι ετών μπήκα στην ΕΔΑ. Είχαμε τότε κάνει τη δεύτερη μαζικότερη οργάνωση, στην οποία ήμουν και εκεί γραμματέας. Ισως δεν είναι ωραίο να το λέει κανείς, αλλά είναι η αλήθεια: είχαμε ξεκινήσει 3-4 παιδιά και μέσα σε ένα χρόνο φτάσαμε τα 250 μέλη. Ηταν οι συνθήκες τέτοιες, η πραγματικότητα κυρίως προδιέθετε τον κόσμο να αγωνιστεί για ν’ αλλάξει ο τόπος μας.
Στο γραφείο της Νεολαίας ήμουν με την Ιωάννα Ποδιά, κόρη του γνωστού Ποδιά, του καπετάνιου του ΕΛΑΣ στην Κρήτη, και με τον σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή, που είναι ανιψιός του Ποδιά. Τα περισσότερα παιδιά ήταν από αστικές οικογένειες, με γνώσεις και μόρφωση.

Ανήσυχα παιδιά. Οπως ο Νίκος Γιανναδάκης και η Ρέα Γαλανάκη.
Τη Ρέα εγώ την οργάνωσα. Τότε είχαν δεσμό οι δυο τους και ο Νίκος μου παραπονιόταν: «Τα ίδια της λέω κι εγώ, γιατί δεν πείθεται από μένα;». Τα ‘λεγε αυτά, γιατί δεν τον άφησε να την οργανώσει αυτός. Και του απαντούσα πως η Ρέα το έκανε γιατί υπερασπιζόταν την ισοτιμία της σχέσης τους… Με αυτά τα παιδιά δεθήκαμε πολύ.

Το πρόταγμα

Ρώτησα τη Ρέα αν της αρέσει ο κόσμος. Μπορεί να μοιάζει καζαντζακικό, αλλά τη ρώτησα τι ήθελε να κάνει με τη ζωή της, καθώς είναι ένα δώρο που σου δίνεται μόνο μία φορά. Της έλεγα πως οι εργάτες, οι οικοδόμοι χτίζουν σπίτια, αλλά δεν έχουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους. Πως από το πρωί που ξυπνάμε μέχρι το βράδυ που κοιμόμαστε χρησιμοποιούμε προϊόντα που έχουν προέλθει από εργατικά χέρια, έναν τεράστιο υλικό πολιτισμό, κι όμως οι ίδιοι λιμοκτονούν. Μας δόθηκε το δώρο της ζωής. Γιατί να τη ζήσουμε σαν μίζερα πλάσματα, σε καθεστώς ανελευθερίας;… Αυτά της έλεγα.

Αυτό ήταν και το πρόταγμα για όλους εμάς στον πρώτο «Ρήγα», τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας: Να αλλάξει η ζωή μας. Να κάνουμε τους ανθρώπους να σκεφτούν πώς αξίζει να είναι ο κόσμος για να ζήσει ένας άνθρωπος. Οχι, όμως, ο οποιοσδήποτε. Αυτός που έχει ανθρωπιά, που δεν κάθεται ήσυχος όταν βλέπει την αδικία και την ανέχεια.

Η γενιά του πρώτου «Ρήγα»

Εμείς ήμασταν παιδιά που γεννηθήκαμε αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταξύ ’46 και ’49. Είδαμε πολλή φτώχεια και πολλή δυστυχία και το θεωρούσαμε πολύ άδικο όλο αυτό που είχε συμβεί.

Ξέρεις κάτι; Το θέμα ήταν πως είχαμε από νωρίς καταλάβει πως το νόημα της ζωής μας θα το δώσουμε εμείς οι ίδιοι, φυσικά υπήρχαν και φόβοι και αμφιβολίες και απ’ όλα. Ξέραμε πως οι επιλογές που κάναμε ήταν πολύ δύσκολες. Το ξέραμε και το λέγαμε μεταξύ μας, πως αυτό που μας περιμένει είναι φυλακές, ξύλο, βασανιστήρια και ότι έχουμε μπροστά πολλά χρόνια άσχημα, δεκαετίες πολύ δύσκολες. Και πως εμείς δεν πρόκειται να ωφεληθούμε. Αλλά αυτή ήταν η αξία της επιλογής μας. Δεν είχε καμία σχέση η στράτευση τότε η δική μας με το κλίμα μετά τη δικτατορία, που ξαφνικά οι περισσότεροι ήταν αίφνης αντιδικτατορικοί και προοδευτικοί.

Ξέραμε από μαθητές ακόμη, πριν από τη χούντα, τι συνέβαινε. Διοργανώναμε από τότε συλλαλητήρια για το Κυπριακό, για την παιδεία. Μας πιάνανε και τότε. Και τότε ξύλο έπεφτε. Πάντα λειτουργούσαμε σε παράνομες οργανώσεις, γιατί αν το μάθαιναν, σε διέγραφαν από όλα τα σχολεία της Ελλάδας.

Αλλη μια κρίσιμη διαφορά, η οποία μας προετοίμασε ώστε να δούμε ως χρέος μας τον αγώνα κατά της δικτατορίας, ήταν ότι διαμορφωθήκαμε σε ένα περιβάλλον πνευματικό, όπου κάποια πράγματα είχαν αξία. Οπως, για παράδειγμα, η υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, της λαϊκής κυριαρχίας, της αγάπης προς την πατρίδα.

Στο μανιφέστο των «Λαμπράκηδων», επί παραδείγματι, αναφέραμε πως είμαστε ένα κίνημα νεολαίας που εμπνέεται από τις πατριωτικές παραδόσεις του λαού μας, από το διαχρονικό αγωνιστικό του πνεύμα. Τον διεθνισμό τον αντιλαμβανόμασταν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι οι νέοι μετά τη μεταπολίτευση, που είχε επικρατήσει ένας κοσμοπολιτισμός. Εμείς θεωρούσαμε ότι εκπληρώναμε καλύτερα το διεθνιστικό μας χρέος αν καταφέρουμε στην Ελλάδα να χτυπήσουμε τους εχθρούς της προόδου, αν καταφέρουμε να υπερασπιστούμε την Ελλάδα περισσότερο. Φυσικά και συμπαραστεκόμασταν σε όλα τα κινήματα, στους Βιετκόνγκ κ.λπ., αλλά όχι γιατί χτυπούσαν τους Αμερικανούς, αλλά γιατί πέθαιναν για την πατρίδα τους.

Η Αριστερά τότε είχε ένα κύριο χαρακτηριστικό: ήταν βαθιά δημοκρατική. Εγώ μεγάλωσα σε οργανώσεις που συζητούσαν συνέχεια και αποφασίζαμε. Δεν έρχονταν γραμμές από «πάνω».

image004Με ρωτάτε πώς μπορούσε ένα 16χρονο παιδί, όπως εγώ τότε και άλλοι σαν κι έμενα, να τα κάνει όλα αυτά, να συζητάει για τέτοια ζητήματα. Σας απαντώ πως 17 χρόνων είχα διαβάσει τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» του Μαρξ. Τα βιβλία αυτά υπήρχαν στο σπίτι, φαντάζομαι ότι πολλοί νέοι έγιναν αριστεροί διαβάζοντας τους «Αθλίους» του Β. Ουγκό. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο ότι διαβάζαμε λογοτεχνία ή πολιτικά βιβλία. Ηταν ότι τη δυστυχία και την αδικία τη βλέπαμε γύρω μας. Ανθρώπους που δούλευαν μια ζωή και δεν μπορούσαν να θρέψουν τα παιδιά τους, να μην μπορούν να τα σπουδάσουν.

Μετά, ήταν και η παρέα μας. Ο Μιχάλης Κοπιδάκης είναι ίσως από τους καλύτερους Ελληνες φιλολόγους, μαζί με τον Χριστοδούλου. Ο Γιανναδάκης, έφορος αργότερα της Βικελαίας Βιβλιοθήκης. Ολοι ήταν στην οργάνωση. Οταν στα 16 σου διαβάζεις Μαρξ και κρατάς σημειώσεις -όλοι διαβάζαμε πολύ-, αυτό σημαίνει ότι κάνει το μυαλό σου μια επανάσταση. Οταν αρχίζεις και καταλαβαίνεις από τόσο νωρίς τις έννοιες της υπεραξίας, της εργατιάς, της εκμετάλλευσης, τότε βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά.
Δεν θέλαμε να σπουδάσουμε. Θέλαμε να γίνουμε αυτό που έλεγε ο Λένιν, «επαγγελματίες επαναστάτες», με την έννοια ότι θα ‘μασταν ολοκληρωτικά δοσμένοι στην υπόθεση της επανάστασης. Αυτή η παράδοση όλων που σπούδασαν και δεν μπόρεσαν να τελειώσουν τις σπουδές τους, από τον Μπάμπη Δρακόπουλο ως τον Κύρκο και τον Κώστα Φιλίνη, αυτή η παράδοση συνεχιζόταν και στη γενιά μας. Μετά τη δικτατορία πήραμε τα πτυχία μας.

Στον «Ρήγα»

image010Τελειώνοντας τον στρατό, βρήκα αμέσως όλα τα παιδιά που ήμασταν μαζί στην οργάνωση. Τον Δεκέμβρη του ’67 ήμουν 22 ετών. Κατέβηκα στο Ηράκλειο και συζητούσαμε τι μπορούμε να κάνουμε. Βλέπαμε ότι ο κόσμος ήταν μουδιασμένος και θέλαμε να δηλώσουμε πως δεν έχει ηττηθεί, ούτε παραιτηθεί ο ελληνικός λαός, ότι έχει ιδανικές μορφές πάλης. Και αυτό θέλαμε να το δηλώσουμε και στους χουντικούς αλλά και στον λαό.

Αρχίσαμε να σχεδιάζουμε κάποιους στόχους, μαζί με τους Θανάση Αθανασίου, Μίμη Μανωλάκο, Γιάννη Καούνη. Αναπτύχθηκε μια προβληματική μέσα στον «Ρήγα Φεραίο» για τη μορφή των δομών πάλης, για το πόσο δυναμικές θα έπρεπε να είναι.
Ο Θεοδωράκης, ο Φιλίνης και άλλοι ήρθαν σε επαφή με στελέχη της Νεολαίας Λαμπράκη, από τη Σπουδάζουσα, με τον Μίμη Μανωλάκο, τον Αθανασίου, τον Γιώργο Ζεβελάκη. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η πρώτη παράνομη αριστερή φοιτητική οργάνωση «Ρήγας Φεραίος».

Ο «Ρήγας» ξεκίνησε ως όραμα από το φθινόπωρο του ’67- Τότε αποφασίστηκε η ίδρυση της νεολαίας. Οι «Ρηγάδες», στην πλειονότητά τους, ήταν εξαρχής συνδεδεμένοι με το «Γραφείο Εσωτερικού». Γι’ αυτό και με τη διάσπαση του ’68 όλοι τοποθετηθήκαμε με το ΚΚΕ Εσωτερικού, εκτός από ελάχιστους. Και αυτό ασφαλώς μας δημιούργησε κάποιο πρόβλημα, καθώς οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια είχαμε από το εξωτερικό, από τις σοσιαλιστικές χώρες, κόπηκε μαχαίρι. Αλλά δεν ήμασταν η Νεολαία του κόμματος. Ο «Ρήγας» ήταν καθαρά αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα.

Για τη βόμβα στο Σύνταγμα

Ηταν 16 Μαρτίου του ‘68, τρεις το μεσημέρι. Ηταν ένα περίπτερο της χούντας, στημένο στο Σύνταγμα. Ηταν γεμάτο εσωτερικά με εικόνες από τα υποτιθέμενα εγκλήματα των κομμουνιστών. Είχε και διαφημιστικό υλικό για τους περαστικούς. Ηταν γεμάτο φωτογραφίες σύμφωνες με την προπαγάνδα του μετεμφυλιακού κράτους, που υποστήριζε ότι οποιοσδήποτε είχε σκοτωθεί στον Εμφύλιο ήταν θύμα κομμουνιστών, είχε «κακοποιηθεί από τους ληστοσυμμορίτες», όπως τους έλεγαν.
Μα, η χούντα είχε έρθει ως η συνέχεια των «δυνάμεων που υπερασπίστηκαν την Ελλάδα από τους ληστοσυμμορίτες». Και ήθελε να μείνουν νωπές οι πληγές που άνοιξε ο εμφύλιος πόλεμος. Αυτή ήταν η μόνη τους δύναμη… Αυτό για μας ήταν τεράστια πρόκληση: ν’ ανοίξουν στην πλατεία του Συντάγματος ένα περίπτερο εναντίον όλων όσα πιστεύαμε. Εμείς θέλαμε τη συμφιλίωση, την ειρήνη, τη δημοκρατία. Θέλαμε ν’ αφήσουμε πίσω τα ποτάμια του αίματος που μας χώρισαν και να δούμε ξανά όλοι μαζί το μέλλον μας. Αυτό δεν το ήθελε η Δεξιά.

Ακριβώς, γιατί χάρις στον Εμφύλιο μπόρεσε να συγκροτήσει ένα σύστημα εξουσίας πολύ συγκεκριμένο. Ηταν πρώτα απ’ όλα το παρασύνταγμα: ο νόμος 509, ο 375 περί κατασκοπίας. Ηταν το παρακράτος και οι παρακρατικοί μηχανισμοί, η καθοδήγηση της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία, ήταν οι διώξεις κατά των κομμουνιστών, οι νόμοι για τις διοικητικές εκτοπίσεις. Ηταν ο διαχωρισμός των στρατιωτών σε εθνικόφρονες και αριστερούς. Εμείς πιστεύαμε ότι ένα βήμα προόδου για την Ελλάδα ήταν να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω μας. Οι περισσότεροι από αυτούς στη χούντα ήταν συνεργάτες των Γερμανών, ταγματασφαλίτες ήτανε. Και στη δικτατορία εμφανίζονταν τιμητές ενός τέτοιου παρελθόντος και στέριωναν την εξουσία τους στις μεγάλες πληγές του Εμφυλίου -που πράγματι ήταν μεγάλες για όλους-κρατώντας τες ανοιχτές.

Τη βόμβα την έβαλα στις πτυχές μιας σημαίας. Προσέχαμε να μην υπάρξουν θύματα.
Τότε στον «Ρήγα» γινόταν έντονη συζήτηση σχετικά με τη μορφολογία της πάλης. Υπήρχε δηλαδή η άποψη ότι αφού η χούντα χρησιμοποίησε τα όπλα εναντίον του ελληνικού λαού, νομιμοποιούνταν και η δική μας έντονη αντίδραση. Υπήρχε όμως και η αντίθετη άποψη… Εκείνη τη μέρα, μαζί μου ήταν και ο Νίκος Γιανναδάκης. Επιασε κουβέντα στον έναν ασφαλίτη και εγώ έβαλα τη βόμβα, στις πτυχές μιας σημαίας. Θα εκρηγνυόταν σε 5-6 λεπτά… Θέλω να ελπίζω ότι κανείς δεν έπαθε τίποτα.

Η χούντα, βέβαια, αμέσως έφερε φορτηγά και μάζεψε το περίπτερο και αποσιώπησε το γεγονός. Γράφτηκε μόνο στη «Monde», την επόμενη μέρα. Υπήρχε εκτενές ρεπορτάζ. Μας το διάβαζε η Ρένα Σμυρνάκη, γυναίκα του δημοσιογράφου Κώστα Γαλανόπουλου, που δυστυχώς πέθανε πρόσφατα, τον Αύγουστο του 2015. Η Ρένα μας ενημέρωνε για τα δημοσιεύματα του εξωτερικού. Οταν πέθανε, κανείς μας δεν το έμαθε, πουθενά δεν γράφτηκε τίποτα… Κρίμα.
image012Η σύλληψη, τα βασανιστήρια

Με πιάσανε σχεδόν ένα μήνα μετά την τοποθέτηση της βόμβας. Εμένα με βρήκαν στο σπίτι όπου φτιάχναμε τις προκηρύξεις. Κάποιον συνέλαβαν, από εκεί οδηγήθηκαν στο σπίτι τους και έπιασαν τη Ρέα Γαλανάκη, μετά τον Κωστή Γιούργο και την αδερφή του Λάγια, και κάπως έφτασαν σε μας. Είχα υποψιαστεί κάποιες κινήσεις, ειδοποίησα τους πάντες, κατέστρεψα ό,τι είχα. Και προσπάθησα να κατέβω κρυφά στο Ηράκλειο, να μαζέψουμε κάποια χρήματα και να επιστρέψουμε.

Με πιάσανε ξημερώματα. Δεν είχα κοιμηθεί. Μπήκαν στο σπίτι μου. Διάβαζα το «Ο Αγών μου» του Χίτλερ. «Τι διαβάζεις;» μου λέει ο χωροφύλακας. Του εξηγώ και μου λέει: «Μπράβο, αυτό είναι καλό»… Εμείς το είχαμε εκδώσει, ως Αριστερά, με πρόλογο του Ηλιου. Για να ξέρει ο κόσμος τι ήταν αυτός ο Χίτλερ. Είδε ο ασφαλίτης τον τίτλο και χάρηκε. Σιγά μην ήξερε το βιβλίο. Σιγά μην είχε διαβάσει οποιοδήποτε βιβλίο ποτέ του.

Με πήγαν στην Μπουμπουλίνας, όπου έμεινα περίπου 40-50 μέρες. Και παρ’ όλο που δεν είχαν στοιχεία εναντίον μου, με βασάνισαν. Σε ένα περιοδικό, στην Αμερική θυμάμαι, είχαν αναφερθεί στην καταγγελία που είχα κάνει για τον βασανισμό μου. Είχα πει πως «μου έστριψαν τους όρχεις» και αυτοί έγραψαν «τους συνέθλιψαν». Και μου ζητούσαν να το πάρω πίσω. Και τους είπα: «Φέρτε να υπογράψω πως δεν το κάνατε, κι έπειτα εσείς να υπογράψετε πως μου κάνατε όλα τα άλλα βασανιστήρια». Βγάζει το όπλο ο ασφαλίτης, «θα σε σκοτώσω επί τόπου» μου λέει, «και μετά θ’ αυτοκτονήσω γιατί είσαι νέο παιδί». «Δεν αυτοκτονείς μόνο και να μείνω εγώ ζωντανός να ζήσω με τις τύψεις μου;» του απάντησα κοροϊδευτικά. Είχες κουράγια εκείνες τις στιγμές. Δεν σ’ ένοιαζε…

Είχα κάνει καταγγελία στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Αλλά αφού ήμασταν ήδη ένα χρόνο προφυλακισμένοι. Στην Ασφάλεια δεν μιλούσαμε καθόλου. Μια φορά είχε έρθει ο πατέρας μου και προσπαθώντας να με σώσει μου έλεγε: «Βρε παιδάκι μου, εμείς πολεμήσαμε εναντίον των Γερμανών, αγαπάμε την πατρίδα», και του έλεγα: «Κι εγώ αυτό κάνω. Τέτοιοι είναι κι αυτοί. Συνεργάτες των Γερμανών». Τότε ο Καραπαναγιώτης μου όρμησε, αλλά συγκρατήθηκε τελευταία στιγμή. Μόλις έφυγε ο πατέρας μου, τότε με έδειρε. Με φάλαγγα, με βούρδουλα, κλοτσιές, μπουνιές., όλα μαζί.

Ο βούρδουλας ήταν από βούνευρο – ένα τρομερά σκληρό νεύρο από βόδι. Δεν σπάει ποτέ και είναι τρομερό για τα βασανιστήρια. Σου έστριβαν τα πόδια και άρχιζαν να χτυπούν τις πατούσες. Εκανες τρομερές πληγές. Στον πάγκο σε έδεναν μαζί με τα παπούτσια (αλλιώς τα πόδια σου θα σπάγανε αμέσως) και σε χτυπούσαν μ’ έναν μακρύ, πολύ βαρύ σωλήνα. Σε πατούσαν κάτω, σε κρεμούσαν ανάποδα.
Από τον «Ρήγα» και μετά, παρέμεινα ουσιαστικά ανένταχτος αριστερός, με εξαίρεση ένα-δυο μικρά διαλείμματα, για τα οποία μετανιώνω.

Οταν μιλάει κανείς για το παρελθόν, καλό είναι να βγάζει και κάποια συμπεράσματα που να έχουν μια αξία για το σήμερα. Ούτε οι αγώνες του δημοκρατικού λαού εναντίον της χούντας δικαιώθηκαν ούτε η Αριστερά μπόρεσε να βγάλει συμπεράσματα από όλη αυτή την πορεία.
Σήμερα, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που η χώρα μας είναι διαλυμένη. Οι Ελληνες δεν μπορούν να πληρώνουν τόσους φόρους. Για να ξαναβρούμε στέρεο έδαφος πρέπει μάλλον να χρεοκοπήσουμε τελείως: σαν τον Σίσυφο, να ξαναξεκινήσουμε ν’ ανεβάζουμε τον βράχο ψηλά.

Η Αριστερά δεν κράτησε αυτό που αποτελούσε τη βασική της δύναμη: να μιλάει πάντα τη γλώσσα της αλήθειας, να μην κολακεύει τον λαό. Και παλαιότερα, βέβαια, είχε άσχημες στιγμές, αλλά σήμερα έχει τα χάλια της. Κυρίως, γιατί μεταθέτει τα προβλήματα του τόπου σε εξωγενείς παράγοντες, ενώ θα έπρεπε να μιλάει για τις μεγάλες αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν στο εσωτερικό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *