Από τον Σουρή στον Βαμβακάρη

image002Παραθέτουμε ‘άλλο ένα κεφάλαιο από το καταπληκτικό βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη «Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα. Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω». Τα δυο περασμένα που δημοσιεύσαμε βρίσκονται εδώ και εδώ.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΟΥΡΗ ΣΤΟΝ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ

Πολλοί επίδοξοι μελετητές, επιπόλαια σκεπτόμενοι, πιστεύουν ότι οι λαϊκοί συνθέτες είναι άνθρωποι του κοινωνικού περιθωρίου, άρα δεν ενδιαφέρονται για την πολιτική. Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική και τους διαψεύδει. Οι λαϊκοί συνθέτες είναι επαγγελματίες του τραγουδιού με επαγγελματικές ταυτότητες και σωματεία και άνθρωποι με οικογενειακές και κοινωνικές υποχρεώσεις. Οι πολιτικές καταστάσεις και εξελίξεις επηρεάζουν άμεσα τη ζωή τους κι έτσι έχουν ενδιαφέρον για την πολιτική, όπως και όλοι οι άλλοι Έλληνες.

Ο δημοσιογράφος και ποιητής Γεώργιος Σουρής από το 1880 είχε εντοπίσει και περιγράφει τον τύπο του Ρωμιού που ρουφά αχόρταγα τις ειδήσεις και την αρθρογραφία των εφημερίδων και πολιτικολογεί στα καφενεία, πιστεύοντας ότι είναι ο καταλληλότερος να λύσει τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της χώρας:

«Ο ΡΩΜΙΟΣ

Στον καφενέ απέξω, σαν μπέης ξαπλωμένος τον ήλιου τις αχτίνες αχόρταγα ρουφώ και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.
Σε μια καρέκλα το ’να ποδάρι μου τεντώνω το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί αφήνω το καπέλο και αρχινώ με τόνο τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.
Ψυχή μου, τι λιακάδα, τι ουρανός, τι φύσις!
Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους και όποιους άλλους θέλω και στρίβω το μουστάκι μ ’ αγέρωχο πολύ
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω τον ίδιον εαυτό μου και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω το νου στο Διάκο και εις τον Καραΐσκο, κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ, τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Τη φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω, απάνω στο τραπέζι το γρόθο μου χτυπώ…
Εχύθη ο καφές μου τα ρούχα μου λερώνω κι όσες βλασφημίες ξέρω αρχίζω να τις πω.
Στον καφετζή ξεσπάω, φωτιά κι εκείνος παίρνει αμέσως άνω κάτω τον κάνω τον μπουφέ τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει και τέλος δεν πληρώνω δεκάρα στον καφέ.

(Σουρής, 1996, σελ. 100)

Την ίδια χρονιά, σε άλλο σατιρικό ποίημά του, ο Σουρής ισχυρίζεται ότι ακόμα κι ο παράδεισος είναι δυσάρεστος στο Ρωμιό, επειδή εκεί δε συζητούν καθόλου πολιτικά. Έτσι, παρακαλάει το θεό να τον στείλει στην κόλαση, για να μπορεί να ακούει πολιτικές συζητήσεις και να συμμετέχει σ’ αυτές:

«Ο ΡΩΜΙΟΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

«Θεούλη μου, τι σου ’λθε να μ ’ αγιάσεις;
Νομίζεις πως θα μ ’ έμελλε καθόλου αν ήθελες και μένα να κολάσεις και μ ’ έστελνες παρέα του διαβόλου;
Μ’ αρέσει ο παράδεισος, αλήθεια, χωρίς δουλειά σκοτώνω τον καιρό, διαβάζω συναξάρια, παραμύθια κι ακούω και τραγούδια θεϊκά, μα έλα που δεν έχετε συνήθεια να λέτε κι ένα δυο πολιτικά.
Συ κυβερνάς για πάντα με γαλήνη και ώρα απ’ τον θρόνο σου δεν πέφτεις.

«Ας ήτο δυνατόν θεός να γίνει και άλλος σαν εσένα, λίγο ψεύτης, να μοιρασθεί των ουρανών τ’ ασκέρι, να πάνε και με κείνον οι μισοί, να έρχεται αυτός, να πέφτεις συ, να γίνεται λιγάκι νταραβέρι…
Μα όλα εδώ είναι τακτικά, ο ουρανός θεό εσένα ξέρει και δεν μιλούν ποτέ πολιτικά.
Εδώ που μ ’ ησυχία όλοι ζούνε για μένα είναι κόλασις μεγάλη.
Πολιτικά τ ’ αυτιά μου ας ακούνε κι αν είμαι και στην κόλαση, χαλάλι!

«Αν είχες εις τον νου να με κολάσεις και μ ’ έφερες κοντά σου για ποινή, να, κόλασις για με αληθινή…
Μα φθάνει πια, θεέ μου, μη με σκάσεις και διώξε με, στο λέω παστρικά, γιατί αλλιώς στιγμή δεν θα συχάσεις και μόνος θα μιλώ πολιτικά.

(Σουρής, 1996, σελ. 108)

Ο Σουρής δεν είχε άδικο όταν έβλεπε το Νεοέλληνα σαν ένα τύπο με ζωηρό και καθημερινό ενδιαφέρον για την πολιτική, ένα ενδιαφέρον που έφτανε στα όρια της μανίας. Η Ελλάδα έχει ένα παρελθόν τριών χιλιετηρίδων στη δημιουργία και τη χρήση πολιτικών εννοιών και πολιτικής ορολογίας. Λέξεις που σήμερα βρίσκονται σε παγκόσμια χρήση, όπως «δημοκρατία», «τυραννία», «αριστοκρατία», έχουν ελληνική προέλευση και φυσικά εκφράζουν τις αντίστοιχες πολιτικές έννοιες. Στην Ελλάδα από την αρχαιότητα είχαν δοκιμαστεί και εναλλαχτεί τα διάφορα πολιτικά συστήματα και οι διάφορες μορφές εξουσιών. Η εξουσία του ενός (μοναρχία), η εξουσία των ολίγων (ολιγαρχική αριστοκρατία), η εξουσία των πολλών (δημοκρατία), οι εκλογές με άμεση “ψηφοφορία, οι γενικές συνελεύσεις του λαού για διατύπωση πολιτικών απόψεων (εκκλησία του δήμου) και άλλα πολλά…

Η πολιτική παράδοση χιλιετηρίδων ήταν φυσικό να δημιουργήσει για τους Νεοέλληνες, μια μεγάλη πολιτική κουλτούρα και να τους προικίσει με μια σημαντική κληρονομιά πολιτικών όρων και εννοιών. Η έννοια της δημοκρατίας που βρισκόταν και βρίσκεται πάντα σε καθημερινή χρήση, δίνει στο Ρωμιό την εντύπωση ότι έχει το δικαίωμα να κρίνει τους πάντες και τα πάντα χωρίς να υφίσταται τιμωρία. Συνεπώς η τάση για πολιτικολογία, που δεν τη βρίσκεις σε πολλά άλλα έθνη, οφείλεται σ’ αυτή την πολιτική κληρονομιά κι αντίληψη.

Εξάλλου, ο θεσμός των καφενείων που είναι πάντα εφοδιασμένα με εφημερίδες πολιτικής ειδησεογραφίας, βοηθά την πολιτική συζήτηση. Γνωστοί και άγνωστοι άνθρωποι συναντιούνται στα καφενεία, περνούν αρκετές ώρες της ημέρας εκεί, και για να βρεθεί κοινό έδαφος επικοινωνίας, πρέπει να συζητούν θέματα γνωστά σε όλους: θέματα πολιτικής, κοινωνικής, καλλιτεχνικής, ακόμα και αθλητικής επικαιρότητας.

Ειδικότερα στην Ελλάδα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, η πόλωση μεταξύ βενιζελικών και βασιλοφρόνων ήταν τόσο μεγάλη και οδηγούσε σε τόσο πολλές και κρίσιμες πολιτικές και πολεμικές περιπέτειες, ώστε έβαζε φωτιά στα πολιτικά ενδιαφέροντα όλων των Νεοελλήνων και φυσικά τροφοδοτούσε τις πολιτικές συζητήσεις στα καφενεία και στους δημόσιους χώρους. Ο Ρωμιός του Σουρή που κριτικάρει τους πάντες και τα πάντα, τους Έλληνες και ξένους εξουσιαστές, που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς πολιτικές συζητήσεις, ήταν μια καθημερινή και γενικευμένη πραγματικότητα.

Οι λαϊκοί συνθέτες δεν αποτελούσαν εξαίρεση μέσα στο σώμα των Νεοελλήνων με πολιτικά ενδιαφέροντα. Αντίθετα, σαν άνθρωποι που πολλές φορές φιλοδοξούσαν να καθοδηγούν την κοινή γνώμη μέσα από τα τραγούδια τους, αλλά και να εμπλουτίζουν τη θεματολογία τους με όλα τα θέματα που ενδιέφεραν το κοινό τους, είχαν δυο λόγους παραπάνω να ενημερώνονται και να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά πράγματα.

Στη συνέχεια θα αναφέρω κάποια παραδείγματα λαϊκών συνθετών που έδειξαν έμπρακτο ή δεδηλωμένο ενδιαφέρον για την πολιτική. Ο Μάρκος Βαμβακάρης κι ο Ιάκωβος Μοντανάρης ήταν βασιλόφρονες, τουλάχιστο σε κάποια φάση της ζωής τους κι έγραψαν από ένα τραγούδι ο καθένας για την επιστροφή της βασιλείας και του Γεωργίου Β’, στα 1935. Υμνητικό τραγούδι για τον Γεώργιο Β’ έγραψε κι ο Παναγιώτης Τούντας, χωρίς να μπορεί να υποστηριχτεί ότι ήταν βασιλόφρονας, αφού λίγους μήνες αργότερα έγραψε και υμνητικό τραγούδι για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με αφορμή το θάνατό του.

Ο Γιάννης Δραγάτσης ή Ογδοντάκης κι ο Μανόλης Χρυσαφάκης ήταν δεδηλωμένοι βενιζελικοί κι αυτό το απόδειξαν έμπρακτα, όταν στα 1916 φύγαν από τη Σμύρνη και πήγαν στη Θεσσαλονίκη για να συμμετάσχουν ενεργά στο βενιζελικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Κι άλλοι Μικρασιάτες συνθέτες ήταν βενιζελικοί και συνθέσανε ύμνους για τον Κρητικό πολιτικό και ιδρυτή του Κόμματος των Φιλελευθέρων.

Αρκετοί άλλοι συνθέτες και τραγουδιστές ανήκανε στο χώρο της Αριστεράς. Ο Βαγγέλης Σωφρονίου, ο Νίκος Μάθεσης, ο Μπαγιαντέρας, ο Δερβενιώτης και άλλοι ήταν οπαδοί και ψηφοφόροι του ΚΚΕ. Μάλιστα ο πρώτος ήτανε γνωστός και με το παρατσούκλι Βαγγελάκης ο κομμουνιστής. Ο τελευταίος υπέστη διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες για το λόγο αυτό. Ο Γενίτσαρης, ο Μαρίνος Γαβριήλ, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Καλδάρας, ο Μπακάλης, ο Σπύρος Καλφόπουλος, ο Κούλης Σκαρπέλης, ο Ορφέας Κρεούζης, ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, η Λιλή η Θεσσαλονικιά, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Κώστας Παπαδόπουλος και πολλοί άλλοι ανήκαν στον ευρύτερο χώρο της Αριστερός και αρκετοί από αυτούς υπέστησαν διώξεις για πολιτικούς λόγους.

Όλα αυτά δεν τα λέμε για να βρούμε ποιος ήτανε σωστός και ποιος λανθασμένος στην πολιτική του τοποθέτηση, αλλά για να δείξουμε το ζωηρό ενδιαφέρον που είχαν οι λαϊκοί τραγουδοποιοί για την πολιτική. Εξάλλου, σε αρκετές περιπτώσεις, στη διάρκεια της ζωής ενός από αυτούς τους καλλιτέχνες μπορούσε να σημειωθεί και μια πολιτική μετατόπιση, όπως θα δούμε παρακάτω στη χαρακτηριστική περίπτωση του Μάρκου Βαμβακάρη. Οι πολιτικές πεποιθήσεις του κάθε λαϊκού καλλιτέχνη είναι σεβαστές, αλλά έτσι κι αλλιώς δείχνουν το ενδιαφέρον του για τα κοινά πράγματα.

Ειδικότερα, ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν ξέφευγε από τα βασικά χαρακτηριστικά του «Ρωμιού», όπως τον περιγράφει ο Σουρής. Πράγματι ήταν τακτικός θαμώνας του καφενείου, καταβρόχθιζε ανελλιπώς τις εφημερίδες, και κυρίως την πολίτικη ειδησεογραφία και αρθρογραφία, παθιαζόταν, συζητούσε και εξέθετε τα πολιτικά του επιχειρήματα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν και θαυμαστής του Σουρή, είχε τα ποιήματα του στο σπίτι και κάτω από την επίδρασή τους έγραψε κι αυτός τις πολιτικές του σάτιρες.

Εξαιτίας των Βαλκανικών Πολέμων ο Βαμβακάρης στερήθηκε πολλά πράγματα. Την αγάπη του πατέρα του που επιστρατεύτηκε, τη φροντίδα της μάνας του, που αναγκάστηκε να δουλέψει εργάτρια για να ζήσει την οικογένειά της, την ανεμελιά της παιδικής ηλικίας, αφού κι αυτός υποχρεώθηκε να γίνει ανήλικος εργάτης. Στερήθηκε επίσης το σχολείο που το αγαπούσε και τη δυνατότητα να αποκτήσει ακαδημαϊκή μόρφωση. Ο πατέρας του παρέμεινε επίστρατος και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι το 1917.

Για όλα αυτά, ενδόμυχα ή φανερά, θεωρούσε υπεύθυνο τον Βενιζέλο, που είχε την πρωτοβουλία να μπει η Ελλάδα στους Βαλκανικούς και στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ’ αυτόν απέδιδε την ευθύνη και για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τον αντιπαθούσε τόσο πολύ, που τον καταριέται «κακό χρόνο να ’χει», ακόμα κι όταν ο Βενιζέλος ήταν μακαρίτης από πολλά χρόνια και συνεπώς δεν μπορούσε να του τύχει τίποτα χειρότερο. Η αντίθεσή του προς τον Βενιζέλο τον κάνει να υποστηρίζει την αντίθετη παράταξη: εκείνην του Κωνσταντίνου του Α και του Γεωργίου του Β’. Κι όταν πανηγυρίζει για το 1912 «που πήραμε τη νίκη», δηλαδή για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, προφανώς την αποδίδει στο διάδοχο Κωνσταντίνο, που πολλές λαϊκές ζωγραφιές τον δείχνανε να μπαίνει στην πόλη αυτή σαν ελευθερωτής, καβάλα στο περήφανο άλογό του.

Έτσι, όταν πέθανε ξαφνικά ο Βενιζέλος στο Παρίσι, την άνοιξη του 1936, ο Βαμβακάρης έδειξε εκδικητικά και χαιρέκακα συναισθήματα με τους παρακάτω σαρκαστικούς στίχους:

«Επέθανε ο Κονδύλης μας, πάει κι ο Βενιζέλος, την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα ’φερνε το τέλος.
Όσοι γίνουν πρωθυπουργοί, όλοι τους θα πεθάνουν, τους κυνηγάει ο λαός για τα καλά που κάνουν
.

Φαίνεται, λοιπόν, πως το τραγούδι αυτό γράφτηκε όχι από αναρχική διάθεση απέναντι στην κάθε εξουσία, όπως νομίζει ο Παναγιώτης Κουνάδης, αλλά από αντιπάθεια προς το συγκεκριμένο πολιτικό, καθώς επίσης και προς τον Γεώργιο Κονδύλη, που αναδείχτηκε κι αυτός μέσα από τη βενιζελική παράταξη. Εκφράζει επίσης την απαξίωση προς τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, που είχαν εξευτελιστεί από διάφορους πρωθυπουργούς και κομματικούς ηγέτες – μια απαξίωση που ευνοούσε την επερχόμενη βασιλο-μεταξική δικτατορία.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν ήταν αναρχικός, όπως υποστηρίζει ο Κουνάδης (Κουνάδης, 2005, σελ. 299-304). Ο ύμνος του προς το βασιλιά Γεώργιο Β’, με τίτλο «Μας ήρθες, βασιλιά», δείχνει την υποστήριξή του προς τον ανώτατο άρχοντα του κράτους και το θεσμό της βασιλείας. Αυτό κάθε άλλο παρά αναρχική διάθεση δηλώνει. Αντίθετα, δείχνει σεβασμό προς την εξουσία.

Σε άλλο του τραγούδι με τίτλο «Ήθελα να ’μουν ισχυρός» ο Μάρκος δείχνει το θαυμασμό του για ανώτατους άρχοντες διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών: της Γερμανίας, την Ιταλίας, της Τουρκίας, της Σοβιετικής Ένωσης. Ούτε κι αυτό δείχνει αμφισβήτηση της κρατικής εξουσίας εκ μέρους του.

Στην Αυτοβιογραφία του, όταν μιλά για τους παλιανθρώπους και τους «κλεφταράδες» που κατακλέβανε κι εκμεταλλεύονταν τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, ο Βαμβακάρης εκδηλώνει τη λύπη του επειδή οι κρατικές αρχές δεν προλαβαίνανε να κυνηγήσουνε αυτούς τους απατεώνες (Βαμβακάρης, 1978, σελ. 95). Μήπως αυτό δηλώνει αμφισβήτηση της κρατικής εξουσίας; Όχι, βέβαια.

Για υποστήριξη της θεωρίας του περί αναρχικού Βαμβακάρη, ο Κουνάδης επικαλείται κι ένα τραγούδι του συνθέτη που αμφισβητεί την αξία του χρήματος (Κουνάδης, 2005, σελ. 303). Παραθέτω τους στίχους του τραγουδιού:

«ΟΣΟΙ ΕΧΟΥΝΕ ΠΟΛΛΑ ΛΕΦΤΑ
Όσοι έχουνε πολλά λεφτά, να ’ξέρα τι τα κάνουν, άραγε σαν πεθάνουνε, βρ ’ αμάν, αμάν, μαζί τους θα τα πάρουν;
Εγώ ψιλή στην τσέπη μου ποτές δεν αποτάζω κι όλα τα ντέρτια μου περνούν, βρ ’ αμάν, αμάν, μόνο σαν μαστουριάζω.
Αφού στον άλλονε ντουνιά λεφτά δεν θα περνάνε, τα ’χουν και τα θυμιάζουνε, βρ ’ αμάν, αμάν, δεν ξέρουν να τα φάνε.

Είναι κι αρκετά άλλα τραγούδια του Βαμβακάρη που δείχνουν την απαξίωσή του προς ένα κοινωνικό σύστημα που στηρίζεται στο χρήμα και στον πλούτο. Ο συνθέτης διαμαρτύρεται για μια κοινωνία που κυβερνιέται από το συμφέρον, δηλαδή από την πλουτοκρατία, κι όπου η ανθρωπιά και τα συναισθήματα θυσιάζονται στο βωμό του συμφέροντος. Ταυτόχρονα όμως εύχεται να έχει γεμάτη τσέπη και γεμάτο πορτοφόλι για να μπορεί να επιβιώσει μέσα σε αυτά τα δεδομένα:

«Όταν δεν έχει η τσέπη σου, κανείς δεν σε κοιτάζει
ο άνθρωπος στα χρόνια μας με χρήμα σε ζυγιάζει.
Τσέπη μου, γεμάτη να ’σαι και κανέναν μη φοβάσαι.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης ξέρει ότι η κοινωνία χωρίζεται σε πλούσιους και φτωχούς, δείχνει μάλιστα τη συμπάθειά του προς τη φτωχολογιά, απ’ την οποία προέρχεται και ο ίδιος, όταν λέει πως «το Λαϊκό Τραγούδι πήρε φωτιά απ’ αυτούς τους φουκαράδες που δούλευαν εργάτες στο λιμάνι». Φαίνεται επίσης και σε πολλούς άλλους στίχους του, όπως για παράδειγμα:

«Κι εγώ φτωχός γεννήθηκα, τον κόσμο έχω γυρίσει,
μέσα απ’ τα φύλλα της καρδιάς κι εγώ ’χω μαρτυρήσει.

Ωστόσο, πουθενά, ούτε στην Αυτοβιογραφία του ούτε στα τραγούδια του δεν πρότεινε την πάλη των τάξεων ή την κατάργηση του οικονομικού συστήματος. Αντίθετα, εκδηλώνει την επιθυμία του να πλουτίσει με τη βοήθεια του μπουζουκιού και του καλλιτεχνικού ταλέντου του:
«Αν μ ’ αξιώσει ο θεός λεφτά και αποκτήσω, θα κτίσω ένα μέγαρο τους πλούσιους να ελκύσω.

Το μπουζούκι, εκτός του ότι αποτελούσε το μεγάλο του μεράκι και πάθος, το έβλεπε και σαν ένα όργανο μέσω του οποίου θα μπορούσε να ευημερήσει κι έτσι να δικαιώσει τον εαυτό του απέναντι στα μάτια των γονιών του και της οικογένειάς του.« «Στο μπουζούκι εθριάμβευα. Όπου επήγαινα εμαζεύονταν και με ακούγανε. Και όλα με μια ελπίδα ότι θα ιδώ με το μπουζούκι μου μέρες καλύτερες.»

Όταν ο πατέρας του στενοχωριόταν επειδή του λέγανε πως ο γιος του έγινε αλήτης, ο Μάρκος του μιλούσε με αγάπη και σεβασμό και του έλεγε:« «Πατέρα μου, μη στεναχωρείσαι. Εγώ πάλι θα σάξω, πάλι θα γίνω όπως ήμουνα και θα ’ρθει η ώρα και η μέρα που θα ’χω δύο – τρία εκατοστάρικα κάτω από το προσκέφαλό μου, μεροκάματο κάθε μέρα. Και δε θα δουλεύω, θα κάθομαι με το μπουζούκι.» (Βαμβακάρης, 1978, σελ. 141-142).

Την επιδίωξή του να δει καλύτερες μέρες και να πραγματοποιήσει τις επιδιώξεις του μέσω του μπουζουκιού τη στήριζε στο όνειρο να έχει μια πλούσια πελατεία. Έτσι λοιπόν, γύρω στα 1950, ενθουσιαζόταν από την προσέλευση πλουσίων (προφανώς νεόπλουτων) στα κέντρα όπου έπαιζε και τραγουδούσε:

«Ξεκινούν από το Κολωνάκι για να κατεβούν στις Τζιτζιφιές, λίγο για ν’ ακούσουν μπουζουκάκι με τις πιο γλυκύτερες πενιές.
«Βλέπεις κούρσες της πολυτελείας, έμορφες κυρίες, ξακουστές, κύριοι της αριστοκρατίας, νόστιμες κοπέλες ζηλευτές.

Συμπερασματικά η στάση του Βαμβακάρη απέναντι στους πλούσιους χαρακτηριζόταν από ανάμικτα ή αντιφατικά συναισθήματα. Άλλοτε απορούσε μαζί τους (τι θα κάνουν τα πολλά λεφτά), άλλοτε τους ανεχόταν, αναμένοντας ότι θα αποτελέσουν μέρος της πελατείας του, κι άλλοτε ακόμα τους θαύμαζε για την… αξιοσύνη τους και την ικανότητά τους να πλουτίσουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο θαυμασμός του για τον Ωνάση (Βαμβακάρης, 1978, σελ. 95). Συνεπώς κάθε άλλο παρά ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι η στάση του έναντι των πλουσίων είναι αποτέλεσμα των δήθεν αναρχικών του ιδεών.

Η εμπιστοσύνη του Βαμβακάρη απέναντι στο ελληνικό κράτος εκδηλώθηκε και κατά τη διάρκεια του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου στην Αλβανία. Ο ίδιος, μέσα στις φλέβες του, εκτός από το ελληνικό αίμα των Βαμβακάρηδων, είχε και ιταλικό αίμα των Προβελέγγιων. Παρόλ’ αυτά συντάχθηκε αμέσως με την πολεμική προσπάθεια της Ελλάδας εναντίον των Ιταλών. Έτσι τραγούδησε περίπου μισή ντουζίνα τραγούδια υπέρ των ελληνικών όπλων, τραγούδια των συνθετών Σπύρου Περιστέρη, Απόστολου Χατζηχρήστου, Σπύρου Ολλανδέζου, αλλά και δικά του. Συνήθως τα τραγουδούσε σε ντουέτο μαζί με τον Απόστολο Χατζηχρήστο. Καταγράφω τους στίχους ενός από τα τραγούδια που συνέθεσε σχετικά:

«ΓΕΙΑ ΣΑΣ, ΦΑΝΤΑΡΑΚΙΑ ΜΑΣ
Γεια σας, φανταράκια μας, πέρα στην Αλβανία, που πολεμάτε με καρδιά, με μπέσα και μ ’ ανδρεία.
Κι εσύ, βρε πυροβολικό, που σαν θεριό μουγκρίζεις, το θάνατο στους Ιταλούς καθημερνώς σκορπίζεις.
Τους έχεις κόψει τα φτερά, τους έκανες σμπαράλια, τον Ντούτσε τον ξεφτίλισες, τον έχεις κάνει χάλια.
Τσιάνο, γι ’ αυτό που έκανες γοργά θα μετανιώσεις, σαν θα σε πιάσει ο εύζωνας, όλα θα τα πληρώσεις.

Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, αλλά και στις κατοπινές δεκαετίες, οι Φραγκοσυριανοί είχαν κατηγορηθεί ότι δεν είχαν έντονο εθνικό φρόνημα κι ότι δε συντάσσονταν ολόψυχα με τους εθνικούς αγώνες. Ωστόσο, η ζωή και το έργο του Μάρκου Βαμβακάρη, η ολόψυχη καλλιτεχνική στράτευσή του εναντίον των Ιταλών εισβολέων, δείχνει υψηλό εθνικό φρόνημα, αποενοχοποιεί τους Φραγκοσυριανούς από τις κατηγορίες, και τους εντάσσει χωρίς αμφισβήτηση στον κορμό του ελληνικού έθνους.

Ο Βαμβακάρης αυτό το ζωηρό εθνικό του συναίσθημα το απέκτησε με τα μαθήματα του σχολείου, τη μεγάλη αγάπη του για την ελληνική ιστορία και τις αχόρταγες αναγνώσεις περιοδικών και εφημερίδων, όσον αφορά ιστορικά και πολιτικά θέματα. Τα τραγούδια του, που αναβιώνουν την αρχαία Ελλάδα, καθώς κι εκείνα που υποστηρίζουν τον αγώνα των Ελλήνων στην Αλβανία, δείχνουν ότι η εθνική ταυτότητα δεν καθορίζεται από το αίμα και τη ράτσα, αλλά από την κοινή ιστορική συνείδηση και από την επιθυμία κάποιου να ανήκει στο συγκεκριμένο έθνος.

Όσον αφορά τις πολιτικές πεποιθήσεις του Μάρκου Βαμβακάρη, κατά καιρούς σημειωνόταν μια μετακίνηση: κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού σε βασιλικούς και βενιζελικούς (1915 -1936), ο συνθέτης ήταν φιλοβασιλικός. Στη διάρκεια της Κατοχής ενθουσιασμένος από την Εθνική Αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, φαίνεται ότι μετακινήθηκε αριστερότερα. Τότε συνέθεσε, σύμφωνα με προσωπική του μαρτυρία, τα τραγούδια «Στην Κοκκινιά την κόκκινη» (που ακόμα δεν βρέθηκε) και το «Χαϊδάρι». Τα τραγούδια αυτά δε δισκογραφήθηκαν, αλλά οι στίχοι του δευτέρου τραγουδιού δημοσιεύτηκαν σε περιοδικό (Ελληνικό Τραγούδι, τεύχ. 24, Γενάρης 1947, σελ. 11).

«ΧΑΪΔΑΡΙ
(λαϊκό)
Τρέξε, μανούλα, όσο μπορείς, τρέξε για να με σώσεις κι απ’ το Χαϊδάρι, μάνα μου, να μ ’ απελευθερώσεις.
Γιατί ’μαι μελλοθάνανατος και καταδικασμένος δεκαεφτάχρονο παιδί, σε σίδερα δεμένος.
Απ’ την οδό του Σέκερη με πάνε στο Χαϊδάρι κι ώρα την ώρα καρτερώ το χάρο να με πάρει.

«Να δεις του χάρου το σπαθί, μανούλα, πώς θα φέρνει και τη ζωή του καθενός, μάνα, πώς θα την παίρνει.
Kαι σαν με δεις, μάνα, νεκρό, να πεις στις άλλες μάνες γιατί πονέσανε κι αυτές με πίκρες πιο μεγάλες
πως είδα κάμποσα παιδιά στα σίδερα δεμένα με την κατάδικη στολή, αδικοσκοτωμένα.

Στα χρόνια πριν από τη Δικτατορία του 1967, ο Βαμβακάρης δήλωνε ότι καλύτερο κοινωνικό σύστημα είναι ο σοσιαλισμός, και αποδοκίμαζε τις ενέργειες του βασιλιά Κωνσταντίνου Β’, γιατί, όπως έλεγε, δεν είχε την αξία που είχε ο παππούς του Κωνσταντίνος Α’ και ο θείος του Γεώργιος Βλ

Αυτές ήταν οι αντιλήψεις του Φραγκοσυριανού συνθέτη. Σε καμιά περίπτωση δε δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός του αναρχικού. Ούτε ποτέ ο ίδιος είχε δηλώσει οποιαδήποτε συμπάθεια για τη φιλοσοφία ή την πρακτική του αναρχισμού. Κι όπως μου δήλωσε τελευταία ο Δομένικος Βαμβακάρης: «Ο Μάρκος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε βασιλόφρονας ούτε αναρχικός. Ήταν ένας απλός άνθρωπος που είχε την ευαισθησία και το ταλέντο να καταγράφει την καθημερινή ζωή και να κάνει τραγούδια.»

Ακριβώς τις ίδιες σκέψεις, με την ίδια διατύπωση είχα κάνει κι εγώ λίγο νωρίτερα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *