Είμαι καλά (1949), του Μενέλαου Λουντέμη

1Είμαι καλά (1949), του Μενέλαου Λουντέμη 1

του Δημήτρη Δαμασκηνού,
εκπαιδευτικού Δ.Ε.-ιστορικού

«Τι να γίνει… Εδώ που φτάσαμε μόνο το καλό είναι απίθανο» 2

Το κολαστήριο της Μακρονήσου ιδρύθηκε στις 3 του Απρίλη του 1947 3, με σκοπό τη συγκέντρωση των κομμουνιστών, αριστερών και προοδευτικών νέων για την αναμόρφωσή τους σε «εθνικόφρονες» πολίτες και πειθήνια όργανα του καθεστώτος. Παράλληλα, η Μακρόνησος θα λειτουργούσε και ως χώρος συγκέντρωσης των πολιτικών κρατουμένων, ιδιαίτερα των πιο επικίνδυνων για το καθεστώς, με πρώτη προτεραιότητα αυτούς που κρατούνταν σε φυλακές οι οποίες βρίσκονταν κοντά στις εμπόλεμες περιοχές. Το εν λόγω στρατόπεδο φτιάχτηκε με τη βοήθεια και καθ’ υπόδειξη του «συμμαχικού» παράγοντα, δηλαδή των Αμερικανών και των Βρετανών 4.

Η Μακρόνησος άνοιξε τις πύλες της στις 26 Μάη 1947, όταν άρχισαν να μεταφέρονται εκεί, από άλλες στρατιωτικές μονάδες, οι πρώτοι «επικίνδυνοι» στρατιώτες. Σιγά-σιγά δημιουργήθηκαν τρία Ειδικά Τάγματα Οπλιτών 5, ενώ οι ύποπτοι για το καθεστώς έφεδροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί σχημάτισαν ξεχωριστό τάγμα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν εκεί και οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ), όπου κρατούνταν οι υπόδικοι στρατοδικείων, οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ καθώς και οι αξιωματικοί που έλαβαν μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής. Από τον Ιούλη του 1948 άρχισαν να μεταφέρονται στη Μακρόνησο και πολιτικοί εξόριστοι που κρατούνταν στα νησιά του Αιγαίου.

2Το πολιτικό σύρμα όπως ήτανε στην αρχή (Σκίτσο του Γιώργου Φαρσακίδη, 1949) 6.

Βαθμηδόν η Μακρόνησος έγινε το υπ’ αριθμόν 1 κέντρο μέσα από το οποίο η κυβέρνηση των Αθηνών με την επίνευση 7 των Άγγλων και των Αμερικάνων «συμμάχων» της επιχειρούσε με πρωτοφανή βασανιστήρια να σπάσει το ηθικό των δεσμωτών αγωνιστών, να τους επιβάλει να αποκηρύξουν το ΕΑΜ–ΕΛΑΣ, τις άλλες οργανώσεις της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και φυσικά το ΚΚΕ, να τους μετατρέψει, εφόσον ήταν δυνατόν, σε πειθήνια όργανά του ή να τους εξοντώσει ηθικά και σωματικά.

3

Εστάλησαν εκεί έφηβοι, ανήλικα παιδιά ακόμα και κάτω των 10 ετών, τρόφιμοι αναμορφωτηρίων όπως αυτού της Κηφισιάς. Λίγο αργότερα το νησί έγινε τόπος συγκέντρωσης και για τις εξόριστες γυναίκες.

Στις 25 Ιούνη 1947, από τις στήλες του «Ριζοσπάστη», δημοσιεύεται μια επιστολή φαντάρων της Μακρονήσου οι οποίοι περιέγραφαν πώς μεταφέρθηκαν στο κάτεργο, τα μαρτύριά που υπέστησαν εκεί, το καθεστώς τρομοκρατίας που επικρατούσε. Στο δημοσίευμα συμπεριλαμβανόταν επίσης το κείμενο της δήλωσης μετανοίας, που το καθεστώς ζητούσε να υπογράψουν οι εξόριστοι στρατευμένοι:

«Αγαπητέ Ριζοσπάστη,

Σου γράφουμε από το απαίσιο στρατόπεδο του Μακρονησιού–Λαυρίου («Β’ Τάγμα Σκαπανέων» το ονομάζουν οι δήμιοί μας για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου). Στο στρατόπεδο αυτό μας μετέφεραν για να μας ξεκάνουν. Μακριά από τον κόσμο, ανενόχλητοι και μεθοδικά βάλθηκαν να μας εξοντώσουν.

Ξεκινήσαμε για τον καταραμένο αυτό τόπο από το Πόρτο–Ράφτη τα ξημερώματα της 26 Μαΐου κατά λόχους. Τρεις μέρες χρειάσθηκαν για να μεταφερθούμε, 1.500 δημοκρατικοί φαντάροι, σαν πρόβατα επί σφαγήν, στο απαίσιο στρατόπεδο του Μακρονησιού. Πριν μας μεταφέρουν έψαχναν φαίνεται να βρουν τον τόπο που σίγουρα προορίζουν για τάφο μας. Και δεν άργησαν. Πρόκειται για ένα άνυδρο νησί που ούτε κατσίκια δε φιλοξενεί. Είναι ολόγυμνο. Ίχνος δένδρου δεν υπάρχει. Μερικά σκίνα 9 αποτελούν το μόνο διάκοσμό του.

Μόλις πατήσαμε το πόδι μας ζαλισμένοι, νηστικοί και διψασμένοι, το πρώτο πράγμα που αντικρίσαμε ήταν μια ατέλειωτη σειρά από τάφους και μνήματα Τούρκων και Βουλγάρων αιχμαλώτων του πολέμου 1912-13. Από την πρώτη μέρα άρχισε το μαρτύριό μας. Μας βάζουν να γκρεμίζουμε αυτούς τους τάφους. Ολημερίς πνιγμένοι στον ιδρώτα και τη σκόνη, κατάκοποι, πεινασμένοι και τρισάθλιοι με το μαστίγιο πάνω από τα κεφάλια μας, δίχως νερό σκάβουμε. Τα μνήματα και οι τάφοι γκρεμίζονται από τις σκαπάνες μας που ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά για να ξεχώνουν πολλές φορές και τα κόκαλα. Ατέλειωτες φάλαγγες σχηματίζουμε καθώς πηγαινοερχόμαστε κουβαλώντας πέτρα και χαλίκι. Τα σώματά μας γέρνουν από την κούραση μα δεν τολμούμε να αφήσουμε τις σκαπάνες, γιατί βαρύς πέφτει πάνω μας ο βούρδουλας των αλφαμιτών (Αστυνομία Μονάδος).

Οι μέρες μας μία – μία έτσι δραματικές, απαίσιες κυλούν. Και όσο βλέπουν ότι δε λυγάμε, τόσο λυσσούν. Έχουν όμως διδαχθεί πάρα πολλά οι μαθητές του Χίτλερ.

Και αφού είδαν και απόειδαν, άλλαξαν τακτική. Βάζουν τώρα μπροστά από τη φάλαγγα Χίτες με τα κλαρίνα και τα βιολιά μερικών συναδέλφων που τάχουν φέρει μαζί τους και ξεκινάμε για το σκάψιμο «εν χορδαίς και οργάνοις». Έως ότου φτάσουμε στο καθημερινό μαρτύριο βιολιά και κλαρίνα χτυπούν ακατάπαυστα κι εκνευριστικά. Πίσω σχηματίζεται μια αληθινή νεκρική πομπή. Τα κορμιά λυγίζουν από το βάρος που φέρνουν στις πλάτες. Η πείνα έχει αρχίσει να θερίζει τα αδειανά στομάχια μας. Τα πόδια σούρνονται στο χώμα. Μα τα κεφάλια στέκουν ψηλά για να συμβολίζουν τις αδούλωτες ψυχές των ζωντανών σκελετών και να θυμίζουν στους δήμιους ότι τίποτα δεν είναι ικανό να μας γονατίσει.

4Κουβαλάμε πέτρα για τη σκηνή μας (Αϊ-Γιώργης 1949) 10

Το συσσίτιο είναι απαίσιο (μια κουταλιά νερό με 2- 3 όσπρια μέσα). Και αν τολμήσεις να μιλήσεις, αμέσως ο λοχαγός σε στέλνει στο «σιδηρωτήριο» (θάλαμος βασανιστηρίων της Αστυνομίας Μονάδος). Και όταν πας εκεί φεύγεις άρρωστος, ανίκανος να σταθείς στα πόδια σου για 2 βδομάδες. Αν πεις για το νερό… κουβαλιέται μέσα σε δοχεία βενζίνης και πετρελαίου από το Λαύριο. Πολλές φορές δεν τολμάς όχι να το δοκιμάσεις, αλλά ούτε και να το μυρίσεις.

Στις 11 Ιουνίου η σάλπιγγα χτύπησε συγκέντρωση τάγματος. Πάλι πέτρα σκεφτήκαμε όλοι μας. Αυτή τη φορά όμως γελασθήκαμε. Δε μας ήθελαν για πέτρα. Μας μίλησαν με το καλό. Μας είπαν ότι είμαστε καλοί και πειθαρχικοί στρατιώτες και όχι απείθαρχοι όπως αυτοί της Κρήτης. Ύστερα ο υπασπιστής του τάγματος μας διάβασε τη διαταγή του διοικητή. Άρχιζε αυτή από τον αναρχοκομμουνισμό και κατέληγε ούτε λίγο, ούτε πολύ, με τρόπο εύσχημο στην παρότρυνση για υπογραφή δηλώσεων ‘παντός εντίμου Έλληνος πατριώτου’… Την άλλη μέρα οι διοικητές των λόχων καλούσαν ένα–ένα φαντάρο χωριστά και τον επίεζαν με όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα να υπογράψει την εξής δήλωση:

‘Ο κάτωθι υπογεγραμμένος… κλάσεως… εκ… και διαμένων εις… δηλώ υπευθύνως και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως και χωρίς να ασκηθή βία τα κάτωθι:
Ουδέποτε υπήρξα κομμουνιστής και ουδεμίαν σχέσιν έχω με το συνωμοτικόν ΚΚΕ. Προσεχώρησα εις το ΕΑΜ με σκοπόν να απελευθερώσω την πατρίδα μου από τους κατακτητάς… Μετ’ ολίγον καιρόν αντελήφθην ότι όπισθεν του ΕΑΜ ήτο το ΚΚΕ το οποίο ήτο η πηγή πάσης ενεργείας και πράξεως του ΕΑΜ.5

Επειδή είμαι γνήσιο Ελληνόπουλο καταδικάζω και αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας όλας τας αναρχοβουλγαροκομμουνιστικάς οργανώσεις: ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΑ, αίτινες αποτελούν τα εγκληματικά σλαυόβουλα και αντεθνικά συγκροτήματα, σκοπός των οποίων είναι η κατασκόπευσις παντός ό,τι αφορά το κράτος και ιδία τον στρατόν και η υποδούλωσις της φυλής μας εις τους προαιώνιους εχθρούς μας Βουλγάρους–Σέρβους και γενικώς σλαύους οίτινες πάντοτε ατίμως και υπούλως είτε διά της πανσλαυιστικής ιδέας, προσπαθούν να αποσπάσουν εδάφη άτινα είναι ποτισμένα με ιδρώτα και αίμα των προγόνων μας. Τίθεμαι πολέμιος των άνω σλαβοδούλων και ανθελληνικών συγκροτημάτων μέχρι της τελικής εξαλείψεως των.
Η παρούσα μου επιθυμώ να δημοσιευθή εις τον τύπον και αναγνωσθή εις την εκκλησίαν της ενορίας μου.
Β. Σ. Γ. 802 τη…
Ο Δηλών…..».

Ας το μάθη ο ελληνικός λαός, ο κόσμος ολόκληρος πως ποτέ τα 1500 στρατευμένα παιδιά του λαού δε θα υπογράψουν μια τέτοια δήλωση. Είμαστε δημοκράτες και πιστεύουμε ακράδαντα στη Δημοκρατία. Έχουμε κλεισμένη μέσα μας την Ελλάδα και το Λαό της. Είμαστε διατεθειμένοι να γεμίσουμε τους τάφους και τα μνήματα, που τώρα σκάβουμε, με τα δικά μας κορμιά, βέβαιοι πως κάποτε, πολύ σύντομα ο ελληνικός λαός θα στήσει εκεί ανδριάντες ηρωισμού και παλικαριάς.

Εμείς οι 1.500 δεσμώτες του ‘Β’ τάγματος Σκαπανέων’ από το ξερόνησο Μακρονήσι, με μια φωνή βροντοφωνάζουμε: Δεν υπογράφουμε την εξευτελιστική δήλωση που μας ζητάνε. Αυτή είναι η τελευταία μας λέξη. Δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο» 11.

Η Μακρόνησος μέσα από χαρακτικά και σχέδια του Γιώργου Φαρσακίδη.

Οι μαρτυρίες στο βίντεο περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ “Μακρόνησος” του Ηλία Γιαννακάκη και της Eύης Καραμπάτσου.

Αυτή την περήφανη και αδούλωτη φωνή των εξορίστων, την αδιάλλακτη άρνηση τους να υποταχθούν συμβιβαζόμενοι με το μισαλλόδοξο μετεμφυλιακό κράτος συμμερίζεται κι ο Μενέλαος Λουντέμης που σ’ ένα μεταγενέστερο ποίημά του γράφει χαρακτηριστικά:

Βαριά προσβολή

Με χτύπησαν στη ράχη
με ρόπαλο βαριά
και σφυχτικά μαστίγια
με σιδερένιες γροθιές.
Μα εγώ δεν βόγκηξα.
Με χτύπησαν κατάμουτρα
με πέτρες και με κοντακιές
και με σιδερένιες γροθιές.
Και δεν έβγαλα άχνα.
Μα μια μέρα
με χτύπησαν
-γλυκά και προστατευτικά-
στη ράχη…
Και τότε σήκωσα άγρια φωνή! 12

 

Το… «αναμορφωτικό έργο» της Μακρονήσου, που σύμφωνα με τον Μπαϊρακτάρη ήθελε «να συνδυάζει την στοργή της μητέρας με την αυστηρότητα του πατέρα», επαινέθηκε από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, υπουργό Στρατιωτικών το 1949 και τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, υπουργό Παιδείας τότε και αργότερα πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο πρώτος είχε δηλώσει: «Θεωρώ καθήκον μου να εξάρω την εμπνευσμένη πρωτοβουλία του προκατόχου μου υπουργού κ. Στράτου και του τότε Αρχηγού Επιτελείου αντιστράτηγου Γεώργιου Βεντήρη, οι οποίοι εις πείσμα όλων των συκοφαντών και αντιδράσεων οργάνωσαν το υπέροχον αυτό σχολείον εθνικής μετάνοιας και αναβαπτίσεως των ασώτων υιών της Ελλάδος, ως και την διοικητική και εκπαιδευτική ικανότητα του αντισυνταγματάρχη κ Μπαϊρακτάρη και των αμέσων βοηθών του.

Το έργον της Μακρονήσου αναγνωριζόμενον διεθνώς ως παράδειγμα και πρότυπον άξιον μιμήσεως εις όλας τας ελευθέρας χώρας του κόσμου αποτελεί τίτλο τιμής δι’ όσους οι οποίοι συνέβαλαν και συμβάλλουν εις την πραγματοποίηση του». Ενώ ο δεύτερος θεωρούσε ότι: «Το έργο που συντελείται εκεί, όσον και αν έχει επαινεθή, δεν νομίζουμε ότι έχει κατανοηθεί εις όλην του την έκταση και δεν νομίζουμε ότι έχει βοηθηθεί όσον θα έπρεπε δια να αποδώσει περισσότερον από όσα αποδίδει. Χρειάζεται και υλική βοήθεια, χρειάζεται και βοήθεια ηθική, ιδία από μέρους της πνευματικής ηγεσίας του τόπου. Η Μακρόνησος είναι προ παντός ένα μεγάλο εκπαιδευτήριο και γυρεύει να στηριχθεί εις τον ορθόν λόγον. Ζητεί μίαν πνοήν ανθρωπιάς στοργής και φιλίας, τας οποίας καλούνται να δώσουν όσοι ορμεφύτως τας αισθάνονται δια τα παραστρατημένα παιδιά της Ελλάδος».

7Φάλαγγα στην κορυφή: Σχέδιο με σινική μελάνη του Γ. Φαρσακίδη, 1949. 14

Η Μακρόνησος δεν ήταν, επομένως, ένας ακόμη τόπος εξορίας. Η σκληρότητα των βασανιστηρίων που έλαβαν χώρα εκεί κάνει φανερό ότι επρόκειτο για ένα τόπο μαρτυρίου που είχε σχεδιαστεί, ώστε να λειτουργήσει ως οργανωμένο σύστημα εξόντωσης. Με πρόσχημα την «αναμόρφωση» των κρατουμένων, ασκούνταν σωματική και ψυχολογική βία, ώστε να καμφθεί η συνείδηση και το φρόνημά τους με σκοπό να αποκηρύξουν με γραπτές «δηλώσεις μετανοίας» τα φρονήματά, τις ιδέες ή τα ιδανικά τους. Ακολουθούσαν επιστολές που θα έπρεπε να συντάξει ο «ανανήψας», οι οποίες απευθύνονταν στο δάσκαλο του χωριού του, τον παπά ή τον κοινοτάρχη με το ίδιο περιεχόμενο, αλλά και ομιλίες προς τους υπόλοιπους φαντάρους με τις οποίες θα διατράνωνε την πίστη του στα ιδανικά της πατρίδας και θα πιστοποιούσε την μεταμέλειά του όπως και την αποκήρυξη του «εαμοσλαυισμού» κ.λ.π. Όλα τα παραπάνω είχαν φυσικά ως στόχο την πλήρη καταρράκωση 15 του «μεταμεληθέντος», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στη συνέχεια θα του δινόταν όπλο και θα τον έστελναν στο μέτωπο της εμφύλιας σύρραξης, κατά του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ).

8Μακελειό στη Χαράδρα: Οι αλφαμίτες του 9ου Λόχου, με Διοικητή τον μετέπειτα χουντικό πραξικοπηματία Δημήτριο Ιωαννίδη, οδηγούσαν τους κρατουμένους προς τη Χαράδρα, μια τοποθεσία στο εσωτερικό της Μακρονήσου. Λίγο πριν φτάσουν εκεί, ξεχώριζαν τους μισούς. Στην αρχή βασάνιζαν την πρώτη ομάδα κρατουμένων, ενώ οι υπόλοιποι περίμεναν τη σειρά τους. Η μέθοδος αυτή λειτουργούσε ως ψυχολογική πίεση για να καμφθεί το ηθικό των ανδρών.(Χαρακτικό του Γ. Φαρσακίδη από σχέδιο του 1949) 16.

Οι μέθοδοι βασανιστηρίων ήταν πολλές και ανάλογες με τον βαθμό αριστερής… πάθησης των εξόριστων, όπως είχε κατηγοριοποιήσει τους κρατούμενους ο Μπαϊρακτάρης: βιασμοί, εγκλεισμός, το άσκοπο βασανιστήριο του κουβαλήματος της πέτρας, η ψυχολογική τρομοκρατία, οι εικονικές εκτελέσεις, ο καθαρισμός του νησιού από τις γόπες, η ταπείνωση του κουρέματος με την ψιλή, δίψα, πείνα και άθλιο φαγητό, το «αεροπλανάκι», όπου υποχρεωνόταν να κάτσει κανείς ατέλειωτες ώρες στο ένα πόδι και με τα χέρια στην έκταση, το λιντσάρισμα ήταν κάποια από τα περισσότερο γνωστά βασανιστήρια που μπόρεσαν να δημιουργήσουν οι ανθρωποφύλακες της Μακρονήσου.
9Μεριάστε να διαβώ…: Πολλοί δεν άντεξαν τα διαρκή σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια, τα καψόνια και γενικότερα τις διάφορες μεθόδους «αναμόρφωσης». Κάποιοι εκδήλωναν παραληρηματικές κρίσεις και σπασμούς ή ξυπνούσαν ουρλιάζοντας τις νύχτες. Όσους παρουσίαζαν βαρύτερα συμπτώματα τους έβαζαν σε συγκεκριμένες σκηνές που τις ονόμαζαν «τρελάδικα». Ο εικονιζόμενος κρατούμενος, στις νυχτερινές κρίσεις του, έτρεχε έξω από το «τρελάδικο», φωνάζοντας «μεριάστε να διαβώ», και ριχνόταν στα σύρματα ή στα μυτερά βράχια. Αν δεν τον προλάβαιναν εγκαίρως, έπεφτε στη θάλασσα. Κάποιοι, εκτός από τις κρίσεις, πέρασαν και μεγάλα διαστήματα πλήρους αλαλίας, όπως οι Αντώνης Μπριλλάκης, Γιάννης Χοτζέας κ.ά. Οι περισσότεροι συνήλθαν, κάποιοι όμως δεν κατάφεραν ποτέ να ξεπεράσουν τα τραύματα του βασανισμού (Σκίτσο με μολύβι του Γ. Φαρσακίδη, 1950) 17.

Σ’ αυτό το κολαστήριο της Μακρονήσου στέλνουν τον Γενάρη του 1949 οι αρχές τον Μενέλαο Λουντέμη μετά την Ικαρία. Φτάνει λιπόσαρκος 18, αδύναμος, έτοιμος να καταρρεύσει σωματικά. Διατηρεί, όμως, στο ακέραιο την πνευματική του υγεία και παρατηρεί με προσοχή τις αντιδράσεις και την ψυχολογία των συγκρατουμένων του –απλών στελεχών και ηγετών, εργατών και διανοουμένων, ανθρώπων του καθημερινού μόχθου και εργαζομένων του γραφείου.

Γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης στον πρόλογο του τόμου με άπαντα τα ποιητικά του Λουντέμη, που εξέδωσαν τα Ελληνικά Γράμματα το 1999:
«Με συγκίνηση χαράζω αυτές τις γραμμές… Μνήμη Μενέλαου Λουντέμη…. Θυμάμαι τότε που τον πρωτοαντίκρισα ζωντανό μπροστά μου. Γιατί σαν συγγραφέα και ποιητή τον είχα ήδη μέσα στην καρδιά μου.

Θα ’ταν Γενάρης του 1949. Μακρόνησος, Τέταρτο Τάγμα πολιτικών κρατούμενων. Ζούσαμε περιορισμένοι μέσα στους περίφημους κλωβούς Α, Β, Γ, Δ, σε σκηνές εκτεθειμένες στον ανελέητο βοριά και το αλάτι της θάλασσας. Οι πιο πολλοί ήμασταν νέοι –είκοσι και κάτι. Κάποιο απομεσήμερο μπήκε κάποιος στη σκηνή μας.
-Φέρνουν τον Λουντέμη, μας είπε.
-Και που είναι τώρα;
-Στο λιμανάκι του Αη-Γιώργη, σε λίγο ξεκινάνε.
Πώς να βγούμε από το σύρμα; Μόνο όταν υπήρχε αγγαρεία μας επιτρέπανε την έξοδο. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, πήγα στην αποθήκη και πήρα δύο άδεια μπιτόνια. Ο φρουρός με ρωτά «Ήρθε φορτίο;» «Ναι», του είπα και προχώρησα. Με άφησε.
Βάδιζα στο στενό μονοπάτι πλάι στη θάλασσα και συλλογιζόμουν τι είναι τούτο που με τραβάει σαν μαγνήτης. Μενέλαος Λουντέμης… Δεν ήταν μόνο ο συγγραφέας. Ήταν πιο πολύ το σύμβολο. .. Τόσοι λιγοστοί εξάλλου οι επώνυμοι στους τόπους της δοκιμασίας… Η καρδιά μου φούσκωνε από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη…
10Μακρόνησος 1950: Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά: Ο ηθοποιός Γ. Γιολδάσης, ο λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης, ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης, ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος, ο λογοτέχνης Νίκος Παπαπερικλής, ο Γιάννης Ιμβριώτης και ο ηθοποιός Κώστας Ματσακάς.

Πλησιάζοντας το μικρό όρμο είδα τη μικρή ομάδα με τους κρατούμενους και τη φρουρά να έχει ήδη ξεκινήσει. Στάθηκα πάνω σ’ ένα βράχο πλάι στο μονοπάτι και περίμενα.
-Ποιος είναι ο Λουντέμης; Ρώτησα τον πρώτο κρατούμενο καθώς περνούσε μπροστά μου. Κι εκείνος, μ’ ένα κίνημα της κεφαλής μου τον έδειξε. Ένας μικροσκοπικός άνθρωπος προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο απότομο μονοπάτι. Αγκομαχούσε και κούτσαινε και από πίσω τον έσπρωχνε ο χωροφύλακας για να τα καταφέρει.

Τα μάτια μου θάμπωσαν, έτσι που η κίνηση του Λουντέμη διαλύθηκε μέσα στην όρασή μου, αποσπάσθηκε από την ύλη κι έγινε μια μαύρη διάφανη πεταλούδα που σπάραζε καθώς της έμπηγαν την καρφίτσα. Κουνούσε σπαστικά τα φτερά της μετρώντας την αγωνία της.
Δεν είδα τον Λουντέμη να περνά από μπροστά μου, ούτε τον συνάντησα στο στρατόπεδο. Η συνάντηση και η γνωριμία μας έγινε πολύ αργότερα στο Βουκουρέστι, στα χρόνια της Δικτατορίας. Τον έβλεπα ζωντανό, ζωηρό, γελαστό μπροστά μου. Κι όμως τίποτα δεν μπορούσε να σβήσει την πρώτη εικόνα, εκείνη της μαύρης πεταλούδας που αγκομαχούσε και σπάραζε στο ανηφορικό μονοπάτι στη Μακρόνησο.
Και τώρα σκέφτομαι πόσο σωστή ήταν εκείνη η φευγαλέα εικόνα. Μια ευγενική ψυχή που όσο πιο σημαντικά δώρα μας χάριζε, τόσο πιο βαθιά έπεφτε στην παγίδα που ως φαίνεται είναι η μοίρα των προικισμένων, των «διαφορετικών».
Ένας τέτοιος «διαφορετικός» υπήρξε ο Μενέλαος Λουντέμης για μας… Μέσα στις σκηνές της Μακρονήσου, εκεί που σταυρώνανε τα φωτεινά ελληνικά νιάτα, μονάχα ένας ήλιος θα μπορούσε να μας θαμπώσει. Ένας τέτοιος ήλιος ήρθε τότε, μέσα στο συννεφιασμένο Γενάρη του 1949 και καθώς τον αντίκρισα, τα μάτια μου υγρανθήκανε από ευγνωμοσύνη. Για πάντα.

Αθήνα, 29.3.99
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ» 19

11Πολιτικοί κρατούμενοι του ΣΦΑ, Κρίκος Δημ. Καμούτσης Δημήτριος (εκτελέσθηκε το 1949), Δαλαβάνγκας Αλέξανδρος, Βότσης Νίκος, Σαφακάς Ιωάννης, Γιουσουρουμ Πέτρος, Ραφαήλ , Μαναρούλας (Μουσείο Μακρονήσου).

Ο Μενέλαος Λουντέμης δεν υπέγραψε ποτέ δήλωση μετανοίας κουβαλώντας τον σταυρό του μαρτυρίου του μέχρι τέλους. Ζώντας στο κολαστήριο της Μακρονήσου και βιώνοντας στο πετσί του τα βασανιστήρια, τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις έπειτα από χρόνια, αυτοεξόριστος ήδη στη Ρουμανία, θα καταθέσει τον αγώνα και τις εμπειρίες του στο αυτοβιογραφικό μυθιστορήμα Οι Ήρωες κοιμούνται ανήσυχα (Σαρκοφάγοι ΙΙ) 20, ιδιαίτερα όμως στο συγκλονιστικό Οδός Αβύσσου, αριθμός Ο 21.

Στη Μακρόνησο γράφει και αρκετά ποιήματα. Ακόμα κι σ’ αυτό το τοπίο του θανάτου, το συναίσθημα, η ανθρωπιά δεν τον εγκαταλείπουν ούτε στιγμή για τους συντρόφους του που αγωνίζονται και πεθαίνουν στο άνθος της τιμής τους σαν τον Πολυζώη Γαλάνη:
[…] Ήταν ένας άγιος λουσμένος στην πίστη.
Τώρα το γέλιο του το σφράγισε ο χάρος.
Βγάλτε όλοι τα καπέλα σας.
Ο πολυζώης ξανάρχεται –
εν “δόξη φοβερά” 22.

Ιδιαίτερα τρυφερός γίνεται, ωστόσο, όταν σκέφτεται την κόρη του, τη Μυρτώ, που είναι μαζί με την εξόριστη μητέρα της στο Τρίκερι:

Καλημέρα

Καλημέρα…
Καλημέρα τριανταφυλλάκι που κάπου θα μοσχοβολάς…
Καλημέρα νερό, που κάπου θα τρέχεις
Καλημέρα δάσος, που κάπου θα τραγουδάς
Καλημέρα… Καλημέρα.
Τζιτζίκια, πεταλούδες, πουλιά… Καλημέρα.

Ένας πρωινός παρακαλεστής σας στέλνει τα μάτια του.
Σ’ ένα κατάμονο νησί -μια θαλασσινή κούνια-
είναι, ένα στοματάκι που σας αποζητά.
Είναι δυο μικρά χεράκια, κρεμασμένα,
Είναι μια αγκαλίτσα δίχως κούκλα.

Ω τριανταφυλλάκι, και δάσος, και νερό…
Ο πατέρας δεν έχει παρά σίδερα.
Δεν έχει παρά βότσαλα… κι αγκάθια.
Ω τριανταφυλλάκι, και δάσος, και νερό.
Κυλίστε το παραμύθι σας…

Κυλίστε το κατά το Τρίκερι. Κυλίστε το…
και φλυαρήστε γύρω στο κλουβί της
που μένει σιωπηλό. Κι κείνη θα γελάσει.
Θα χτυπήσει τα χεράκια της και θα γελάσει…
Γιατί δεν είναι ούτε πέντε χρονών… 23

Ανάμεσά τους ξεχωρίζει βέβαια το «Είμαι καλά». Αφορμή της έμπνευσής του είναι οι απαγορεύσεις της λογοκρισίας από τη διοίκηση του στρατοπέδου, αφού σ’ αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου οι διαταγές σχετικά με την αλληλογραφία επέβαλαν να γράφονται μόνον «ολίγαι λέξεις υπό την έννοιαν ότι ο αποστολεύς υγιαίνει». Ο Φώτης Σιούμπουρας, μάλιστα, στο βιβλίο του «Ο δικός μας Μενέλαος Λουντέμης», υποστηρίζει γι’ αυτό το ποίημα πως «ο συγγραφέας, λοιπόν, σε μία έκρηξη καρδιάς και ψυχής κάθησε κι έγραψε στην Μακρόνησο επιστολή προς τη Μάνα. Δεν την έστειλε στη μάνα του, μα στη μητέρα του συνεξόριστου Μάνου Κατράκη, την οποία αποκαλούσε ηρωίδα και λάτρευε 24:

12Κάρτα με τις γνωστές λίγες λέξεις που επέβαλε η λογοκρισία στην αλληλογραφία των κρατουμένων.
Έχει σταλεί από τον κρατούμενο Αντ. Παπαδόπουλο στη δ/δα Ελπίδα Γαβριηλίδου, στην οποία της γράφει επί λέξει: «Είμαι πολύ καλά Ελπίδα» (Μουσείο Μακρονήσου)

Είμαι καλά

“Η αλληλογραφία θα διενεργείται
εφ’ απλού δελταρίου επί του οποίου
θ’ αναγράφωνται ολίγια λέξεις υπό την
έννοιαν ότι ο αποστολεύς υγιαίνη”
Η ΔΙΑΤΑΓΗ

Είμαι καλά, Μητερούλα … αυγή μου…
Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά.
Κάθομαι κάτω απ’ τον ίσκιο της λύπης μου,
κι αφήνω την πένα μου να κλάψει… Μάνα…
Τρεμούλα των χεριών…
Χρόνια που ξεφεύγεται απ’ την μπόλια… 25
Στεναγμέ που μετράς τον μισεμό μου …
Είμαι καλά.

«Πρώτον, Σεβαστή μου …»
«Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω …» Και δεν ρωτώ τίποτα.

Εδώ δεν ρωτούν. Όλοι «Είναι καλά …»
Κι ας ανεμίζονται οι κρεμάλες πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα.
Είμαι καλά.

«Πρώτον, Μητερούλα … Υγείαν έχω»
Και το στήθος μού φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό.
Κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα στα πλευρά μου.
«Πρώτον, Μητερούλα …» Μα συγχώρα με και σήμερα.
Συγχώρα με και σήμερα που δεν θα μάθεις την αλήθεια.

Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει.
Δεν περνά τη θάλασσα.
Η αλήθεια, Μανούλα, είναι βόλι. Και δεν θα την πω.
«Είμαι καλά».

Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα. Μα ξέρω …
Πως έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου.
Μα συχώρα με. Συχώρα με, Μητέρα.
Για τα χίλια μονότονα «Είμαι καλά»
Τα χίλια μονότονα ψέματά μου.

Πήρα ξανά για να σου γράψω.
Έχω την κάρτα μου στα γόνατα.
Και τη χαϊδεύω σαν περίλυπο πουλί!
Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
το μικρό, πικρό του, μάθημα:
«Είμαι καλά».

Ξέρω, αχ, Μητερούλα …
Ξέρω πως σου στέλνω κάθε μέρα
την ταχτική δόση της πίκρας μου. Ξέρω
πως τη χαϊδεύεις τούτη την ψευτιά μου …
Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς. Ξέρω.
Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από ’δω …
«Είμαι καλά».

Μπορείς, ακριβή μου, να τη διαβάσεις και δίχως φως.
Δεν είναι καν ανάγκη να τη διαβάσεις.
Φτάνει μόνο να ’ρθει, να ακουστεί στην εξώπορτα …
η φωνή του ταχυδρόμου.
Τότε, Μανούλα, μπορεί και να μην είμαι καλά.
Μα εσύ να πιστέψεις τη γραφή μου
«Είμαι καλά».

Είμαι καλά … Αφού μπορώ και σέρνω το μολύβι.
Είμαι καλά … Αφού μπορώ και το ψελλίζω.
Είμαι καλά … Αφού αραδιάζω στο χαρτί,
«Είμαι καλά».

Αχ, να μπορούσα να ’χα έναν ουρανό
γεμάτο από ψεύτικα τέτοια πουλιά.
Και να τα ’χυνα στο διάστημα …
Για να ’ρχονται – κι όταν εγώ δεν θ’ ανασαίνω.
Να ’ρχονται και να ραμφίζουν το τζάμι του σπιτιού μας.
(Αυτό που κοιτάζει κατά τη θάλασσα)
Και να κελαηδούμε. Να κελαηδούνε σμήνη τις ψευτιές:
«Είμαι καλά».

Μανούλα εσύ… Εσύ που διαβάζεις με τα δάχτυλα.
Εσύ πού μιλάς τη γλώσσα των χεριών…
Ακούμπησε τα χείλη σου στο χαρτί
Έτσι όπως έβρισκες, σαν ήμουν παιδί, τον πυρετό μου…
Και διάβασε πάνω στ’ άγραφο χαρτί
Και διάβασε ολόισια απ’ την καρδιά μου:
Μάνα… Αχ… Μάνα, Μάνα…
Το κορμί που κανάκεψαν 26 τα χέρια σου
έλιωσε σήμερα κάτω απ’ το λιθάρι.
Η φωνή που νανούριζε τον ύπνο σου
βέλαξε 27 κατ’ απ’ το μαχαίρι.
Μα εσύ γέλα, ακριβή μου. Γέλα …
Πες πως ξύπνησες απ’ όνειρο κακό.
Και γέλα να τα διώξεις.
Γέλα, κι εγώ … ησύχασε, Μανούλα.
«Είμαι καλά»
Σήμερα μου χύσανε το φως μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Χτες κόψανε τα νύχια μου.
Τρόμοι μου πήραν τα φρένα μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Αύριο θα με σταυρώσουν.
Είμαι καλά. Είμαι καλά. Είμαι καλά…

Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι’ αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο 28.
Πάνω σ’ αυτόν τον ανεμόδαρτο γκρεμνό.
Σ’ αυτό το τρελό νεκροταφείο
πως όλοι οι νεκρού του
ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ 29

Στη Μακρόνησο οι Έλληνες πολιτικοί εξόριστοι άκουσαν τη φωνή του, το μήνυμα αλληλεγγύης που μεταδόθηκε ραδιοφωνικά:

13“Φίλοι κι αδέλφια της ψυχής μου. Εσείς που πέσατε στις φυλακές και στα νησιά της κόλασης, που σας κρατάν αλυσωμένους μες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατί πολεμάτε για την ανεξαρτησία, το ψωμί και τη λευτεριά του ελληνικού λαού, δεχθείτε την αγάπη και τον θαυμασμό μου.
Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας έχουν τους ίδιους εχθρούς: τον αγγλο-αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τους ντόπιους λακέδες του 30. Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, φιλιωμένοι ο ένας με τον άλλο, με τη βοήθεια των φιλειρηνικών λαών όλου του κόσμου, θα τσακίσουν στο τέλος αυτούς τους εχθρούς τους. Αυτό το πιστεύω. Ο δικός σας ένδοξος αγώνας είναι μια απ’ τις πιο λαμπρές αποδείξεις, ότι θα νικήσει η υπόθεση της ειρήνης, του ψωμιού και της λευτεριάς.
Σας σφίγγω όλους μ’ αγάπη στην αγκαλιά μου”.
(Ναζίμ Χικμέτ, 10/08/1951 Βερολίνο) 31

Ο Μενέλαος Λουντέμης γράφει ακόμα ένα ποίημα στην Μακρόνησο για τον σύντροφό του, τούρκο κομμουνιστή ποιητή και δημοκράτη Ναζίμ Χικμέτ.

Στον Ναζίμ Χικμέτ

Ναζίμ Χικμέτ, αρκαντάς 32. Συγκάτοικε της κόλασης.
Σ’ άκουσα που βόγκηξες εψές για την Ελλάδα.
Ήταν νύχτα ώρα πικρή. Κι ο βόγκος ακούμπησε στο στήθος μας.
Ήταν η ώρα που δέναμε τις πληγές μας.
Κι ανασηκώσαμε τον επίδεσμο για να σ’ ακούσουμε.
Να σ’ ακούσουμε –απ’ το μικρό μπουντρούμι 33 της Σταμπούλ 34
Να βογκάς μες σ’ όλα τα μπουντρούμια του κόσμου.

Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω.
Τώρα που μου στένεψαν τον κόσμο.
Τώρα που γεύτηκα της αλυσίδας τη σκουριά.
Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω:
Πως στο δεξί βραχιόλι της χειροπέδας μου
αισθάνομαι το χέρι το δικό σου.
Ναζίμ, ομοθάνατε αδελφέ μου.
Μας έφτασε απρόσμενα το γράμμα σου εδώ χτες βράδυ.
Σαν ένα πουλί που έφυγε απ’ το κλουβί του.
Σαν ένα χέρι που ανέβηκε από τα κύματα.
Το διαβάσαμε, ριγώντας συλλαβιστά,
κάτω απ’ το γιαταγάνι 35 του μισοφέγγαρου.
Και πήραμε τον όρκο:
Να σου κεντήσουμε στο ρούχο
τη στάμπα του Μακρονησιώτη.
Και να σε κράξουμε επίτιμο μάρτυρα και συντοπίτη μας.

Η φυλακή μας είναι ξέσκεπη εδώ, Ναζίμ.
Γκρεμότοπος που τον ζώνει ολοτρόγυρα η πίσσα.
Και πάνω του σαλεύουμε ολόρθοι σκελετοί.
Πώς ήρθε και μας βρήκε το χαρτί σου;
Εδώ δεν άραξε άλλο τίποτε, ποτές –
παρά μονάχα οι δήμιοι κι οι βοριάδες.
Πώς βρήκε τη στράτα το χαρτί σου;

Αυτό που γίνηκε στον τόπο μου, αρκαντάς,
δεν εματάγινε ποτές, αλλού, στη σφαίρα,
κι ουδέ μιλιέται, ουδέ γροικιέται 36. Μοναχά
τούτο σου λέω, Ναζίμ: Τα μωρά,
τα μωρά που δεν έκλαψαν ποτέ γι’ άλλον κανένα
παρά για τον ίδιο τους τον εαυτό.
Τα μωρά έβαλαν από τις κούνιες τους το μοιρολόι,
για τα μεγάλα πάθη των γονιών τους.
Τούτο μονάχα σου λέω, αρκαντάς. Και θα ‘θελα να ξεφωνίσω.
Μα το κερί μου γέρνει στο σαμντάνι 37 το κεφάλι του,
και κλαίει για τον εαυτό του.

Τώρα καληνύχτα, Ναζίμ. Κι αύριο που θα φέξει,
Κι εγώ θα ξεντυθώ τα σίδερα,
θα ‘ρθω να σε βρω.
Θα πάρω το βαπόρι της γραμμής.
και θα ‘ρθω στη Σταμπούλ να σ’ ανταμώσω.
Και συ, θα δεις απ’ το κατάστρωμα το μαντήλι μου
και θ’ ανέβεις να με καλωσορίσεις.
Και τότε, θα πιαστούμε αδελφικά
και θα σεργιανίσουμε 38 στα χώματα που γεννήθηκα.

Κι αν έχεις μάνα. Αν έχεις μάνα, αρκαντάς,
θα σκύψω να της φιλήσω το χέρι,
που ‘φερε στη ζωή τον αδελφό που μου ‘λειπε.
Κι αν έχεις αδελφό,
θα του ζητήσω να μου δανείσει τ’ όνομά του.
Κι αν έχεις γιο.
θα βάλω στη χούφτα του το χέρι της κόρης μου.

Κι αν δεν έχεις τίποτα …
αν δεν έχεις τίποτα, αρκαντάς, τίποτα.
Τότες θα σου δείξω τα Τουρκάκια.
που ιδρώνουν στο μουράγιο
Μ’ έναν ίδρο συγγενικό.
Τις μητέρες που ανεβαίνουν λυπημένες τον ανήφορο.
Τα παιδάκια που ξυλιάζουν έξω απ’ τις βιτρίνες.
Θα σου δείξω τις χιλιάδες μητέρες, αδελφούς –
κι’ αδελφές μας.

Και θα δώσουμε μαζί τον όρκο της Ακοίμητης Οργής:
Πως δεν θα γελάσουμε ποτές, αν δεν γελάσουνε μαζί μας.
Πως δεν θα τραγουδήσουμε ποτές,
αν δεν τελειώσουνε τα δάκρυα του κόσμου.

Μα τώρα, συχώρα με, αρκαντάς. Σιμώνει ο σκοπός.
Και το κερί μου πέθανε στην πέτρα του. Ψηλά η ζωή!
Σε χαιρετώ με την ιαχή 39 της Μακρόνησος.

Ο αδελφός σου
Μενέλαος Λουντέμης 40.

14Πολιτικοί κρατούμενοι του ΣΦΑ, Κρίκος Δημήτριος Σαφακάς Γιάννης, Ρολάνδος Μανισάλης Παναγιώτης (Μουσείο Μακρονήσου).

Δείτε ακόμα:

Πανελλήνια Ένωση Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου (ΠΕΚΑΜ)
Μουσείο Μακρονήσου: Ιστορικά εκθέματα που αξίζει να τα επισκεφθούμε

Σημειώσεις-Παραπομπές

1. Το κείμενο αποτελεί την αναπτυγμένη μορφή άρθρου στο αφιέρωμα για τον Μενέλαο Λουντέμη που δημοσίευσα το 2012 στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα με τον γενικό τίτλο: “Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας” (Βλ.Δαμασκηνός Δημήτρης, Είμαι καλά (1949) (Λογοτεχνικό αφιέρωμα στονΜενέλαο Λουντέμη), εφημερίδα Χανιώτικα Νέα, ένθετο Διαδρομές, Σάββατο, 14Απριλίου 2012).

2. Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1974.

3. Η ημερήσια διαταγή του διοικητή του Στρατοπέδου Συνταγματάρχη Πυροβολικού Γ. Μπαϊρακτάρη στις 3 του Απρίλη του 1949 ανάμεσα στ’ άλλα έλεγε: «Η σημερινή ημέρα είνε η δευτέρα επέτειος της Ιδρύσεως της Δ)σεως ΓΕΣ)ΒΧΙ. Σαν σήμερα (03/0.4/47) ο τότε Αρχηγός ΓΕΣ και Γενικός Επιθεωρητής του Στρατού Στρατηγός κ. Βεντήρης με εκάλεσε και μου έδωσε την εξής επί λέξει Διαταγήν: «θά μου συγκρότησης μίαν Διεύθυνσιν του ΓΕΣ η οποία θα ασχοληθή με τα εξής θέματα: α) Συγκέντρωσις και οργάνωσις Ταγμάτων Σκαπανέων, διάθεσις των ανδρών αυτών εις διαφόρους επωφελείς απασχολήσεις και προσπάθεια επαναφοράς αυτών εις τους σκοπούς της Φιλτάτης Πατρίδος. β) Συνεννόησις μετά των αρμοδίων πολιτικών αρχών επί της σκοπιμότητος αποσυμφορήσεως των πολιτικών φυλακών, ιδία των ζωνών επιχειρήσεων» Δεν είχα ακόμη αρχίσει την προεργασία όταν, δύο ημέρας, με εκάλεσε o τότε Υπουργός των Στρατιωτικών κ. Γ. Στράτος και μου είπε τα εξής: «Ελάβατε μίαν διαταγήν από τον Στρατηγόν κ. Βεντήρην. Πάνω σ’ αυτό αποδίδω εξαιρετικήν σημασίαν». «Ο,τι μου ζητήσετε θα το έχετε» Το τι έγινε μέσα στο βραχύ διάστημα της διετίας, που διέρρευσε δεν είνε εύκολον να συνοψισθή μέσα σε λίγες γραμμές. Βέβαιον είνε ότι η Μακρόνησος υπερέβη τας προσδοκίας και ελπίδας ακόμη εκείνων που την οραματίσθηκαν…»… (βλ. «Σκαπανεύς Μακρονήσου», τεύχος Μαΐου 1949, σελ. 28).

4. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που ενώ έχουν περάσει από τότε πάνω από 60 χρόνια, το ουσιώδες αρχειακό υλικό που συνόδευε τη ζωή του στρατοπέδου παραμένει μυστικό επτασφράγιστο. (Για το ζήτημα των αρχείων του στρατού αναφορικά με τη Μακρόνησο βλ.: Γ. Πετρόπουλου: Η Σκανδαλώδης λογοκρισία των στρατιωτικών αρχείων, στο συλλογικό έργο: Μακρόνησος – Ιστορικός τόπος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος Α’, Αθήνα 2002, σελ. 677–684).

5. Α’ ΕΤΟ, Β’ ΕΤΟ και Γ’ ΕΤΟ.

6. Γιώργου Φαρσακίδη, Μακρόνησος. Α.Ε.Τ.Ο.-Ε.Σ.Α.Ι. 1949-1950, σχέδια και κείμενα Γιώργου Φαρσακίδη, επιμέλεια-διόρθωση: Ν. Καρτσάς-Μ. Βλαχοπούλου, καλλιτεχνική επιμέλεια: Γιώργος Φαρσακίδης, εκδόσεις Σκυτάλη, 4η έκδοση, σελ. 26. (ΕΣΑΙ = σημαίνει Ειδικό Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Ιδιωτών).

7. επίνευση η: (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επινεύω· κίνηση του κεφαλιού που δηλώνει συμφωνία, συγκατάθεση, επιδοκιμασία (πρβ. κατάνευση).
8.

9. σκίνος ο & σχίνος ο: (βοτ.) το σκίνο. [λόγ. < αρχ. σχοῖνος (ορθογρ. κατά το σχῖνος ἡ “μαστιχόδεντρο”)].

10. Γιώργου Φαρσακίδη, Μακρόνησος. Α.Ε.Τ.Ο.-Ε.Σ.Α.Ι. 1949-1950, ο.π., σελ. 71. Πλούσιο αρχειακό υλικό υπάρχει και στο ντοκιμαντέρ για την Μακρόνησο των Hλία Γιαννακάκη και Eύη Kαραμπάτσου (Βλ. Άντα Δαλιάκα, Μακρόνησος, Ξυπνούν οι μνήμες των βασανιστηρίων, εφημερίδα, Το Έθνος, Δευτέρα 09/04/2012).

11. Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], Στρατόπεδο Μακρονήσου. 1500 φαντάροι καταγγέλλουν. Αδάμαστοι δημοκρατικοί μπροστά στα μαρτύρια, εφημερίδα Ριζοσπάστης, Τετάρτη 25 Ιουνίου 1947, σελ. 3. Αναφέρεται και στο άρθρο του Γιώργου Πετρόπουλου, Μακρόνησος, 60 χρόνια από τη μεγάλη σφαγή, εφημερίδα Ριζοσπάστης, ένθετη έκδοση “7 μέρες μαζί”, Κυριακή 23 Μάρτη 2008.

12. Μενέλαος Λουντέμης, Τα ποιητικά του, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.

13.

14. Βλ. Γιώργου Φαρσακίδη, Μακρόνησος. Α.Ε.Τ.Ο.-Ε.Σ.Α.Ι. 1949-1950, ο.π., σελ. 46.

15. καταρράκωση η: η ενέργεια του καταρρακώνω, εξευτελισμός ή ψυχική εξουθένωση· κουρέλιασμα: Στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως συντελέστηκε η ~ του ανθρώπου / της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Mε διάφορες επεμβάσεις επιχειρήθηκε η ~ του κύρους της δικαιοσύνης. ~ του ηθικού.

16. Βλ. Γιώργου Φαρσακίδη, Μακρόνησος. Α.Ε.Τ.Ο.-Ε.Σ.Α.Ι. 1949-1950, ο.π., σελ. 21.

17. Βλ. Γιώργου Φαρσακίδη, Μακρόνησος. Α.Ε.Τ.Ο.-Ε.Σ.Α.Ι. 1949-1950, ο.π., σελ. 79.

18. λιπόσαρκος -η -ο: που του λείπει κρέας, αδύνατος· ισχνός: Λιπόσαρκο σώμα / πρόσωπο. [λόγ. < αρχ. λιπόσαρκος].

19. Μενέλαος Λουντέμης, Τα ποιητικά του, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.

20. Μενέλαος Λουντέμης, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα (Σαρκοφάγοι ΙΙ), εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1974.

21. Μενέλαος Λουντέμης, Οδός Αβύσσου αριθμός 0, εκδόσεις Βιβλιοεκδοτική, Αθήνα, 1962. Επανεκδόθηκε το 1995 από τις εκδόσεις Δωρικός, το 2008 από τον ΔΟΛ σε επιμέλεια Γιώργου Τσακνιά και το 2009 στην Αθήνα από τα Ελληνικά Γράμματα σε επιμέλεια της Βάσως Τζόκα.

22. Βλ. Μενέλαος Λουντέμης, το ποίημα Ο Πολυζώης πέθανε στην ποιητική συλλογή Κραυγή στα πέρατα, εκδόσεις Δωρικός, 4η έκδοση, Αθήνα 1977, σελ. 91-92.

23. Μενέλαος Λουντέμης, Κραυγή στα πέρατα, εκδόσεις Δωρικός, 4η έκδοση, Αθήνα 1977, σελ. 79.

24. Βλ. Φώτης Σιούμπουρας, Ο δικός μας Μενέλαος Λουντέμης, εκδόσεις Δωρικός.

25. μπόλια η: (λαϊκότρ.) 1. (εδώ) το μαντίλι που φορούν οι γυναίκες στο κεφάλι: Άσπρη / χρωματιστή ~. Mεταξωτή ~.

26. κανακεύω: 1) Ανατρέφω με αγάπη και χάδια, με πολλές περιποιήσεις: παιδιά κανακεμένα (Σκλάβ. 29). 2) Περιποιούμαι, καλοπιάνω: και ως μητέρες τα παιδιά ούτως τους κανακεύουν (Κορων., Μπούας 52).

27. βελάζω: (εδώ) βρυχιέμαι, μουγγρίζω: το λιοντάρι τ’ άγριον στα δάση όταν βελάζει.

28. επιτύμβιος, -α, -ο: (αρχαιολογία) που έχει σχέση με τύμβο, δηλαδή στον τεχνητό λόφο που σχηματίζεται πάνω από τάφο νεκρού. Ο επιτύμβιος αναφέρεται σ’ αυτόν ή τοποθετούταν πάνω σ’ αυτόν [ < αρχαία ελληνική επιτύμβιος < επί + τύμβος].

29. Μενέλαος Λουντέμης, Κραυγή στα πέρατα, εκδόσεις Δωρικός, 4η έκδοση, Αθήνα 1977, σελ. 96-99.

30. λακές ο: 1. ένστολος υπηρέτης των ευγενών. 2. (μτφ.) αυτός που με δουλοπρέπεια υπηρετεί τα συμφέροντα τρίτων: Οι ντόπιοι λακέδες του ιμπεριαλισμού. [γαλλ. laquais -ς].

31. Ηρακλής Κακαβάνης, Η πρόσληψη του Χικμέτ στην Ελλάδα, περιοδικό Θέματα Παιδείας, τεύχος 53-56, σελ. 302.
32. αρκαντάς: τουρκική λέξη (απ’ το τούρκικο kardash): αδελφός, αδελφάκι. Λέγεται και σήμερα στη Μακεδονία μεταξύ φίλων που αποκαλούν ο ένας τον άλλον καρντάση/ καρντασάκι.

33. μπουντρούμι το: 1. (παρωχ.) το υπόγειο. 2. (μειωτ.) α. χαρακτηρισμός για κάθε κλειστό χώρο, στενό και σκοτεινό, συνήθ. υπόγειο: Φτωχή οικογένεια που ζει σ΄ ένα ~. β. για κρατητήριο ή για φυλακή: Tα μπουντρούμια της δικτατορίας. Για την αντιστασιακή του δράση πιάστηκε και κλείστηκε στα μπουντρούμια της Γκεστάπο.

34. Σταμπούλ ή Ισταμπούλ η: (τούρκ.) Κωνσταντινούπολη.

35. γιαταγάνι το: πλατύ και καμπυλωτό σπαθί που το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Άραβες και οι Tούρκοι. [τουρκ. yatağan -ι· γιαταγάν(ι) -α].

36. γροικιέμαι: (εδώ) ακούγεται, γίνεται αντιληπτό.

37. σαμντάνι το: (παρωχημένο) κηροπήγιο.

38. σεργιανίζω & σεργιανάω: (οικ.) κάνω σεργιάνι, βγαίνω βόλτα. || γυρίζω στους δρόμους χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.

39. ιαχή η: δυνατή κραυγή, ιδίως πολεμική· (πρβ. αλαλαγμός): Πολεμική ~. Iαχές θριάμβου.

40. Μενέλαος Λουντέμης, Κραυγή στα πέρατα, εκδόσεις Δωρικός, 4η έκδοση, Αθήνα 1977, σελ. 100-103.

Μία απάντηση στο “Είμαι καλά (1949), του Μενέλαου Λουντέμη”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *