Με αφορμή τη δήλωση της Judith Butler για τις αμερικανικές εκλογές
Πηγή: Αγγελική Σηφάκη – “Unfollow”
Στους ακαδημαϊκούς κύκλους, και όχι μόνο, γίνεται όλο και πιο έντονη η εξής τάση: να μιλάει κάποιος/κάποια που, επειδή προέρχεται από μια μειονοτική ή στιγματισμένη κοινωνικά ομάδα ή επειδή τάσσεται υπέρ ενός θεωρητικού ρεύματος που, σε σύγκριση με την κυρίαρχη κριτική θεωρία, θεωρείται περιθωριοποιημένο, πιστεύει ότι εκπροσωπεί όλη τη μειονοτική ή στιγματισμένη αυτή ομάδα. Σε αυτήν την τάση, απομονώνεται και προβάλλεται ένα κοινωνικό χαρακτηριστικό (π.χ. το φύλο, η σεξουαλικότητα κτλ.), αποσιωπούνται όλα τα υπόλοιπα (συνήθως η φυλή και η κοινωνική τάξη) και έτσι η μειονοτική ομάδα παρουσιάζεται ως ενιαίο σύνολο, χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις και διαφορές. Αυτή η τάση, δυστυχώς, έχει αρχίσει να χαρακτηρίζει (πάλι) και τον Δυτικό, λευκό φεμινισμό. Η σκέψη αυτή μου ήρθε σήμερα στο μυαλό με αφορμή τη δήλωση της Judith Butler για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών.
Εκτός αυτού, το κείμενο περιέχει, πρώτον, αντιφάσεις: για παράδειγμα, από τη μία, δηλώνει ότι η ομάδα στην οποία ανήκει ίσως να ήταν εδώ και καιρό θωρακισμένη πίσω από μια αλήθεια μη προσβάσιμη στους πολλούς αλλά, από την άλλη, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια ποιοι εικάζει ότι είναι οι ψηφοφόροι του Τραμπ. Τους ψηφοφόρους αυτούς τους κατηγορεί ότι ψήφισαν τον Τραμπ για να μην χάσουν τα λευκά προνόμιά τους, προνόμια τα οποία, όμως, δεν αναγνωρίζει για τον εαυτό της, αν και έχει παραδεχτεί ότι είχε την πολυτέλεια να είναι θωρακισμένη πίσω από τη δική της αλήθεια. Δεύτερον, το κείμενο περιέχει αυθαίρετους συμψηφισμούς: για παράδειγμα, ο αριστερός τρόπος σκέψης εξισώνεται με τον φιλελεύθερο και ο δεξιός λαϊκισμός με τον αριστερό. Τρίτον, φλερτάρει έντονα με ουσιοκρατικές απόψεις: για παράδειγμα, και τα δύο μέρη της διαμάχης, ψηφοφόροι και μη ψηφοφόροι Τραμπ, αποτυπώνονται ως ένα ενιαίο σύνολο, χωρίς εσωτερικές διαφορές. Τέταρτον, για να στηρίξει το επιχείρημά της, αποκρύπτει σημαντικά στοιχεία που είναι γνωστά σε όλους/όλες μας. Αυτή η αποσιώπηση μετατρέπει το κείμενο από πολιτική δήλωση σε αρνητική κριτική: για παράδειγμα, διερωτάται γιατί κατηγορείται η υποψήφια του Δημοκρατικού κόμματος για τον όλεθρο που έχει επιφέρει ο νεοφιλελευθερισμός, λες και η Κλίντον δεν έχει στηρίξει αυτές τις πολιτικές που οδήγησαν σε αυτόν τον όλεθρο. Πέμπτο, υιοθετεί ένα πολύ παράδοξο και άστοχο ρητορικό τέχνασμα: από τη μία, αναρωτιέται αν θα πρέπει να οργανωθεί ένα κίνημα αντίστασης και, άρα, αναγνωρίζει τη δυνατότητα εμπρόθετης δράσης (agency) των υποκειμένων, αλλά, από την άλλη, αυτή τη δράση σπεύδει σε όλο το κείμενο να την υπονομεύσει όταν αυτοί που την διαθέτουν δεν συμφωνούν με τις απόψεις της ομάδας στην οποία η ίδια ανήκει. Τελευταίο, μία από τις πιο σημαντικές φιλοσόφους της σύγχρονης θεωρίας για την υποκειμενικότητα, μετά το σημερινό αποτέλεσμα, βρίσκεται να αναρωτιέται αν οι απόψεις μας για «την ανθρώπινη φύση» ήταν απλοϊκές. Αλήθεια, όταν διατυπώνονταν οι θεωρίες για την υποκειμενικότητα, ποια ακριβώς ήταν τα νοερά υποκείμενα για τη διαμόρφωση αυτών των θεωριών;
Επιπλέον, γιατί οι λέξεις «ελίτ», «φεμινισμός» και «κινήματα» συνυπάρχουν στην ίδια πρόταση, λες και ανήκουν στην ίδια νοηματική κατηγορία; Στο όνομα ποιου φεμινισμού μιλάει; Γιατί μιλάει για έναν και μοναδικό φεμινισμό, λες και όλες ανήκουμε στο ίδιο ρεύμα, διεκδικούμε τα ίδια δικαιώματα και απολαμβάνουμε τα ίδια προνόμια; Και, αλήθεια, είναι η Κλίντον αυτή που εκπροσωπεί αυτόν τον ένα φεμινισμό για τον οποίο η ίδια μιλάει;
Δεν διαφωνώ με την Butler στο θέμα του φύλου. Το γεγονός ότι μια γυναίκα διεκδικεί αυτή τη θέση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και ξυπνά τα πιο μισογυνίστικα αντανακλαστικά. Ταυτόχρονα, όμως, η Κλίντον ανήκει και σε συγκεκριμένη τάξη και υπηρετεί συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Δεν διαφωνώ ούτε στην αναφορά της στο θέμα του ρατσισμού. Όμως, πριν τον Ομπάμα, έχουν υπάρξει χιλιάδες μαύρα θύματα. Αυτό, όμως, που μου προκαλεί μεγάλη εντύπωση είναι πώς είναι δυνατόν μια ηγετική φυσιογνωμία που έχει ταυτιστεί τόσο με τη διανόηση όσο και με τον ακτιβισμό να μην δηλώνει απλά αδυναμία ερμηνείας της παρούσας κατάστασης -κάτι που θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένο- αλλά θέτει ένα υπαρξιακό-οντολογικό ερώτημα, αποσιωπώντας, ωστόσο, την ίδια στιγμή τόσο τη δική της θέση (positionality) εντός της παρούσας κατάστασης όσο και την ευθύνη (accountability) που αυτή η θέση συνεπάγεται. Κι έτσι, λοιπόν, τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι οφείλουμε να αναλογιστούμε τον λαϊκισμό και τον μισογυνισμό είναι ήδη -και πάντοτε- πολύ αργά. Άλλωστε για κάποιες γυναίκες, αυτές που έχουν τον κάθε ψηφοφόρο του Τραμπ συνάδελφο, γείτονα, προϊστάμενο κτλ., όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν θεωρητικά ερωτήματα αλλά καθημερινό τρόπο ζωής. Και είναι αυτές οι γυναίκες που, όσο η Butler διερωτάται, γνωρίζουν πολύ καλά πότε και από ποιους απειλούνται.
Αφήστε μια απάντηση