«Για τον άνθρωπο που πήρε πάνω του τις ευθύνες»

«Ο Αλί είπε: Οταν έφτυσες στο πρόσωπό μου εξοργίστηκα και γι’ αυτό δεν υπήρχε ουσιαστικός λόγος να πολεμήσω μαζί σου. Αυτό μ’ εμπόδισε να σε σκοτώσω.

…Εάν το ήμισυ της δουλειάς που κάνω και που θα έκανα ήταν για τον Θεό, το άλλο ήμισυ θα ήταν από την πίεση της οργής μου, δεν αρμόζει όμως ο συνεταιρισμός στα έργα του Θεού.

Ο Αλί με το σπαθί της πραότητάς του, έσωσε τόσα κεφάλια από το κοφτερό σπαθί, έσωσε τόσο κόσμο.

Το σπαθί της πραότητας είναι πιο κοφτερό από το ατσαλένιο σπαθί, αποκτά υπεροχή ανώτερη και από εκατοντάδες στρατούς…»

Τζελαλεντίν Ρουμί, Μεσνεβί

Τα δικαιώματα ενός κρατουμένου σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνονται σεβαστά. Ομως δεν είναι αυτό το θέμα μας.

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας δεν είναι ένας οποιοσδήποτε κρατούμενος, δεν είναι απλά ένας χαμένος στρατιώτης της επανάστασης –έτσι τον αποκάλεσε κάποτε μια γαλλική εφημερίδα– που δεν έμαθε ποτέ ή δεν θέλησε να παραδεχθεί ότι ο πόλεμος τελείωσε.

Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Κουφοντίνα ξεχωριστά από την ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς, της δικής μας, η οποία ενώ κρατούσε τον κόσμο στα χέρια της, ενώ ήρθε στα πράγματα μέσα σε μια μοναδικά ευνοϊκή ιστορική συγκυρία για τη χώρα, την οδήγησε σε λίγες δεκαετίες στην καταστροφή. Δεν πρόκειται για μια υπόθεση δικαιωμάτων ούτε για εμάς ούτε για τη Δικαιοσύνη, τα πολιτικά κόμματα ή τον «ξένο παράγοντα».

Κανένας από εμάς που τον συναντήσαμε στις μαθητικές οργανώσεις της εποχής της Μεταπολίτευσης, δεν θυμόταν τον έφηβο τότε Κουφοντίνα να οργίζεται.

Επιβαλλόταν μέσα από μια παράξενη ηρεμία, μια εξώκοσμη πραότητα, εκείνη του ανθρώπου που είναι σίγουρος ότι δεν θα άφηνε τον εαυτό του να πειράξει ούτε κουνούπι αν υποψιαζόταν το παραμικρό δικό του προσωπικό κίνητρο.

Σύντροφοι, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα και τα μέσα είναι ο σκοπός μας, έλεγε τότε, λίγο πριν η βαθιά αίσθηση δικαιοσύνης και η εντιμότητα που τον ξεχώριζαν, τον οδηγήσουν στην κριτική των όπλων.

Και είναι ακριβώς η τραγικότητα αυτής της αντίφασης που τον κάνουν τόσο σημαντικό σήμερα και για τους φίλους του και για τους εχθρούς του.

Αρκετοί άλλοι επίσης πήγαν κόντρα στο ρεύμα και ανάμεσά τους μερικοί είχαν την ευφυΐα να βλέπουν ότι το τέλος ερχόταν.

Οχι απλώς το τέλος των κινημάτων της δεκαετίας του 1960, κάτι που γινόταν σαφές όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1970 (και μάλιστα με αυτό το τέλος κάποιοι εξηγούν τα ένοπλα κινήματα που ξεπήδησαν σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες).

Μέσα στο νέο τοπίο –νεοφιλελεύθερη τομή, πολιτισμικός φιλελευθερισμός– η γλώσσα που κάποτε έδενε και έκανε λαό τα υπόγεια της κοινωνίας μαζί με τη μεγάλη μάζα των εργατικών τάξεων και τους πιο ευαίσθητους διανοούμενους, είχε πάψει να ομιλείται˙ το 1989 ερχόταν.

Οι άνθρωποι της Αριστεράς εν τω μεταξύ, ανέβαιναν κοινωνικά – τα ευρωπαϊκά κονδύλια έτρεχαν στις φλέβες της ελληνικής κοινωνίας και τη δηλητηρίαζαν, μάραιναν, σάπιζαν τη σάρκα της.

Με τη νέα της σύμβαση η Αριστερά όπως έχασε τις άκρες της με τα υπόγεια της κοινωνίας έχασε και τη γλώσσα της και την αντικατέστησε με μια ψευδή συνείδηση, μια ιδεολογία, με έναν πληθωρισμό, ευτελισμό, αναφορών στην εργατική τάξη, την επανάσταση, την ταξικότητα, τον διεθνισμό κ.τ.λ. Αυτό το ιδίωμα δεν ταίριαζε στον Κουφοντίνα.

Και σε άλλους δεν ταίριαζε, ήταν όμως η ακεραιότητα και η συνέπεια του Κουφοντίνα που ώθησε τις απαντήσεις που έδωσε σ’ αυτή την απορία της γλώσσας στη σφαίρα του τραγικού: έκανε γλώσσα την ίδια του την ατομική ύπαρξη, πρώτα στην παρανομία και προπάντων μετά, στη δίκη και τη φυλακή. Και πέτυχε.

Στην περίπτωσή του κανένας, φίλος ή εχθρός, δεν μπορεί να πει ότι όλοι ίδιοι είναι.

Ζητάμε να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα του Κουφοντίνα, ιδιαίτερα αυτά που διευκολύνουν την επαφή του με την κοινωνία γιατί είναι ένας άνθρωπος σημαντικός για τον λαό μας.

Σήμερα με κατεστραμμένη τη χώρα, η καταδίκη του υποσημειώνει τη λογοδοσία που εκκρεμεί για μια ολόκληρη γενιά, λογοδοσία για τις δυνατότητες που δεν πραγματοποιήθηκαν, τις ελπίδες που διαψεύστηκαν, τους δρόμους που εγκαταλείφθηκαν.

Ο Κουφοντίνας απέτυχε να αποτρέψει την καταστροφή και βρίσκεται στη φυλακή για πράξεις των οποίων ανέλαβε την ευθύνη.

Και εμείς μήπως δεν αποτύχαμε; Και αυτοί που προκάλεσαν την καταστροφή; Και όσοι συνήργησαν με την ανοχή τους; Και σ’ έναν τέτοιο απολογισμό για την πορεία που οδήγησε τη χώρα στην απώλεια, ο Κουφοντίνας, όχι ελεύθερος, όχι από τη δικαστική έδρα αλλά μέσα από τη φυλακή σαν αυτός που πήρε πάνω του πολύ περισσότερα απ’ όσα έκανε, εν τέλει τις ενοχές μιας ολόκληρης κοινωνίας, τι θα είναιΚατηγορούμενος ή κατήγορος;

Συντάκτης:
Γιώργος Λιέρος, συγγραφέας, δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Χαλανδρίου – “Εφημερίδα των Συντακτών”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *