Ο Τραμπ πέρασε την κόκκινη γραμμή

Το Σάρλοτσβιλ είναι μια γραφική πανεπιστημιούπολη 50.000 κατοίκων στην αμερικανική πολιτεία Βιρτζίνια. Η νεανική πόλη του Τόμας Τζέφερσον, με σημαντικό πληθυσμό μαύρων, ψηφίζει Δημοκρατικούς σε ποσοστά γύρω από το 80%. Ενα συλλαλητήριο-επίδειξη δύναμης της αμερικανικής Ακροδεξιάς σε αυτήν ακριβώς την πόλη θα ήταν νοητό μόνο ως πρόκληση από παράφρονες που επιζητούν τη σύγκρουση, το αίμα και τους «μάρτυρες». Και όμως, αυτό ακριβώς έπραξε ένα συνονθύλευμα οργανώσεων υπό την επωνυμία «Ενώστε τη Δεξιά», το προπερασμένο Σάββατο, με αφορμή την απόφαση των τοπικών αρχών να απομακρύνουν άγαλμα του στρατηγού Λι, επικεφαλής των δουλοκτητών Νοτίων στον αμερικανικό εμφύλιο.

Οι Δημοκρατικοί πολίτες που κατέβηκαν στον δρόμο για να τους αποδοκιμάσουν αντίκρισαν έναν συρφετό με αναμμένους δαυλούς της Κου Κλουξ Κλαν, σβάστικες και αντισημιτικά συνθήματα. Αρκετοί από το στρατόπεδο της κατ’ ευφημισμόν «εναλλακτικής Δεξιάς» (alt-Right) έφεραν όπλα. Eνας ομοϊδεάτης τους μετέτρεψε σε φονικό όπλο το αυτοκίνητό του, οδηγώντας το εναντίον ακτιβιστών, με αποτέλεσμα να σκοτώσει μια 32χρονη γυναίκα και να τραυματίσει μια ντουζίνα ανθρώπους.

Για οποιονδήποτε Αμερικανό πρόεδρο, η άμεση, απερίφραστη καταδίκη του ρατσισμού και του νεοναζισμού θα ήταν αυτονόητη. Oχι όμως και για τον Ντόναλντ Τραμπ. Στην πρώτη, ιδιαζόντως καθυστερημένη τοποθέτησή του, αρκέστηκε να καταδικάσει τη βία που προέρχεται «από πολλές πλευρές», προσθέτοντας, μην τυχόν και δεν το καταλάβαμε με την πρώτη, «από πολλές πλευρές». Eπρεπε να περάσουν δύο μέρες από το φονικό για να διαβάσει, επιτέλους, γραπτή δήλωση που του είχαν ετοιμάσει συνεργάτες του, με την οποία καταδίκαζε ρητά τον ρατσισμό και τους νεοναζί.

Ωστόσο, η συμμόρφωση με τους στοιχειώδεις για ενηλίκους κανόνες δημόσιας συμπεριφοράς δεν κράτησε παρά ένα εικοσιτετράωρο. Την Τρίτη, ο Ντόναλντ Τραμπ κάλεσε δημοσιογράφους στον πύργο του, στο Μανχάταν, για να εξαγγείλει έργα στον τομέα των υποδομών. Ο νέος προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, Τζον Κέλι, τον είχε πείσει να μην απαντήσει σε ερωτήσεις, για ευνόητους λόγους. Ωστόσο οι δημοσιογράφοι, που τον τσίγκλησαν για την αρχική ολιγωρία του, δεν δυσκολεύτηκαν να ξυπνήσουν το θηρίο. Σε έναν ποταμό ασυνάρτητων δηλώσεων, ο Τραμπ επέστρεψε στη λογική των ίσων αποστάσεων, δηλώνοντας ότι και οι δύο πλευρές είχαν «μέρος της ευθύνης», ότι και στα δύο στρατόπεδα υπήρχαν «πολύ κακοί άνθρωποι», αλλά και «καλοί άνθρωποι», ότι εκτός από την «alt-Right» υπάρχει και η «alt-Left», η άκρα Αριστερά, και πάει λέγοντας. Ο Τζον Κέλι αρκέστηκε να ξεροκαταπίνει, κοιτώντας τα παπούτσια του. Η εικόνα ενός ευερέθιστου εφήβου σε σώμα εβδομηντάρη, με ακράτεια λόγων και πράξεων, που ηγείται μιας πυρηνικής υπερδύναμης, είχε κάνει τον γύρο του κόσμου.

Καθολική κατακραυγή

Είναι αλήθεια ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ήδη συνηθίσει Αμερικανούς και ξένους άλλα να λέει το πρωί στον Λευκό Οίκο και άλλα το βράδυ στο Twitter. Ωστόσο αυτή τη φορά ξεπέρασε όλες τις κόκκινες γραμμές, πείθοντας ακόμη και τους πιο δύσπιστους ότι η περίπτωσή του είναι μη διαχειρίσιμη. Τα εικοσιτετράωρα που ακολούθησαν τη «μαύρη Τρίτη», η κατακραυγή εναντίον του ήταν καθολική και η απομόνωσή του απελπιστική. Διευθυντές μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων (IBM, Intel, Merck, Blackstone κ.ά.) παραιτήθηκαν από τα δύο συμβουλευτικά σώματα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να τα διαλύσει. Οι αρχηγοί του Στρατού, του Ναυτικού, της Αεροπορίας, των Πεζοναυτών και της Εθνοφυλακής καυτηρίασαν σε μέσα κοινωνικής δικαίωσης ευθέως τους νεοναζί και εμμέσως τον πρόεδρό τους. Το ίδιο έπραξαν οι Ρεπουμπλικανοί πρόεδροι της Βουλής και της Γερουσίας και σειρά άλλων προβεβλημένων στελεχών του κόμματός του. Μόνο ο πρώην αρχηγός της Κου Κλουξ Κλαν, Ντέιβιντ Ντιουκ, απέμεινε να τον συγχαρεί για την «τόλμη» του να καταγγείλει τους «αριστερούς τρομοκράτες».

Δεν αποκλείεται η περασμένη Τρίτη να αποδειχθεί σημείο μη επιστροφής για την προεδρία Τραμπ, καθώς ολοένα και περισσότεροι διερωτώνται αν είναι δυνατόν να ολοκληρώσει αυτός ο άνθρωπος έστω μία τετραετία χωρίς ανυπολόγιστο κόστος για το κόμμα, τη χώρα του και τον πλανήτη. Επί του παρόντος, επιβεβαιώνει ότι οι εμμονικοί άνθρωποι, όταν έρχονται στην εξουσία, επιτυγχάνουν αποτελέσματα διαμετρικά αντίθετα από τις προσδοκίες τους. Μετά τα γεγονότα του Σάρλοτσβιλ και τον κυκεώνα των δηλώσεων Τραμπ, τα μνημεία της Συνομοσπονδίας των Νοτίων απομακρύνονται από σειρά πόλεων χωρίς να ακουστεί κιχ. Ο πιο στενός σύμβουλός του και ιδεολογικός γκουρού της «alt-Right» Στιβ Μπάνον, που τελικά αποπέμφθηκε, λίγο πριν την έξοδό του από τον Λευκό Οίκο δίνει συνέντευξη σε ιστοσελίδα της ριζοσπαστικής… Αριστεράς, χαρακτηρίζοντας «κλόουν» και «χαμένους» τους ακροδεξιούς συνοδοιπόρους του.

Εκανε «μόδα» τον ρατσισμό

Σε κάθε περίπτωση, η αυτογελοιοποίηση –όπως και η ίδια η εκλογή– του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί σύμπτωμα μιας ευρύτερης κρίσης της αμερικανικής κοινωνίας. Ο διάσημος μπασκετμπολίστας Λεμπρόν Τζέιμς είχε δίκιο όταν επεσήμαινε ότι ο ρατσισμός ήταν πάντα παρών στις ΗΠΑ και εκείνο που έκανε ο Τραμπ ήταν να τον «ξαναφέρει στη μόδα». Παρότι η εκλογή Ομπάμα υπήρξε ασφαλώς ιστορικό ορόσημο, επί προεδρίας του πρώτου μαύρου προέδρου το φυλετικό πρόβλημα πήρε την οξύτερη μορφή του μετά τη δεκαετία του ’60, όπως έδειξαν οι αλυσιδωτές δολοφονίες μαύρων από λευκούς αστυνομικούς και το κίνημα «Black Lives Matter» που πυροδότησαν. Οι οπαδοί της «λευκής υπεροχής», που έπνεαν τα μένεα εναντίον του Ομπάμα, αισθάνθηκαν ότι έχουν τον αέρα στα πανιά τους μετά την εκλογή του Τραμπ και αποθρασύνθηκαν. Υπό αυτήν την έννοια, το Σάρλοτσβιλ δεν έπεσε από τον ουρανό.

Ενα από τα κρίσιμα ερωτήματα που τίθενται είναι τι αντίκτυπο θα έχουν στην εξωτερική πολιτική του Τραμπ τα σωρευόμενα εσωτερικά του αδιέξοδα. Εύλογος είναι ο φόβος μήπως αναζητήσει διέξοδο σε εξωτερικούς τυχοδιωκτισμούς, υπολογίζοντας ότι μια στρατιωτική περιπέτεια θα συσπείρωνε αναγκαστικά τους Αμερικανούς γύρω από τον πρόεδρό τους. Οι απειλές του για στρατιωτική επέμβαση στη Βενεζουέλα και για προληπτικό πλήγμα εναντίον της Βόρειας Κορέας ενισχύουν τις ανησυχίες. Ας μην ξεχνάμε ότι το μόνο σύντομο διάστημα όπου ο Τραμπ όχι μόνο είχε ασυλία, αλλά απέσπασε και εγκώμια από το πολιτικό και εκδοτικό κατεστημένο της χώρας του, ήταν όταν βομβάρδισε, χωρίς πειστική δικαιολογία, τη Συρία.

Πηγή: Πέτρος Παπακωνσταντίνου – “Καθημερινή”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *