Στις 2 Νοεμβρίου 1917 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη διατύπωση της «Διακήρυξης Μπάλφουρ». Ένα ντοκουμέντο, το οποίο παρμένο μαζί με αυτό της «Συμφωνίας Σάικς-Πικό» -που έχουμε ήδη δημοσιεύσει-, αποτελούν ουσιαστικά και την αρχή του νήματος που οδηγεί στην ίδρυση του ισραηλινού κράτους, στο σιωνιστικό τσαλαπάτημα των δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού, καθώς και σε μια σειρά συγκρούσεων στον πολύπαθο χώρο της Εγγύς Ανατολής. Στο κείμενο που ακολουθεί αναλύονται τα γεγονότα που έλαβαν χώρα εκείνη την χρονική περίοδο (ΠΓ).
του Knut Mellenthin
Κατά το τέταρτο έτος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 9 Νοεμβρίου 1917, δημοσιεύτηκε μια επιστολή που έφερε την ημερομηνία 2 Νοεμβρίου, με την οποία η βρετανική κυβέρνηση υποσχόταν την υποστήριξή της για τη δημιουργία μιας εβραϊκής «εθνικής πατρίδας» στην Παλαιστίνη. Όταν η Κοινωνία των Εθνών –ο πρόδρομος του ΟΗΕ- επικύρωσε το 1922 τη βρετανική Εντολή σχετικά με την Παλαιστίνη, ενσωμάτωσε κατά λέξη τις τοποθετήσεις που περιέχονταν στην επιστολή στο προοίμιο της Εντολής εκπροσώπευσης. Έτσι, η εβραϊκή παρουσία στην Παλαιστίνη απέκτησε για πρώτη φορά ένα εγγυημένο status διεθνούς δικαίου. Το ντοκουμέντο, που νομικά καθεαυτό ήταν ασήμαντο, επειδή η Αγγλία την περίοδο εκείνη δεν όριζε την εν λόγω περιοχή, έγινε γνωστό με την ονομασία «Διακήρυξη Μπάλφουρ».
Δυό επιστολές
Η Δήλωση είχε την ακόλουθη διατύπωση:
«Αξιότιμε Λόρδε Ρότσιλντ,
με μεγάλη μου χαρά, Σας ανακοινώνω στο όνομα της Αυτού Μεγαλειότητας, την ακόλουθη Δήλωση συμπάθειας με τις εβραϊκές-σιωνιστικές επιδιώξεις˙ η Δήλωση αυτή υποβλήθηκε στο υπουργικό συμβούλιο και εγκρίθηκε από αυτό: “Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας εξετάζει με εύνοια τη δημιουργία μιας εθνικής πατρίδας για τον εβραϊκό λαό στην Παλαιστίνη. Θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να προωθήσει την επίτευξη αυτού του στόχου. Εδώ είναι σαφές ότι δεν θα πρέπει να συμβεί τίποτα που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα αστικά και θρησκευτικά δικαιώματα των υφιστάμενων μη-εβραϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη ή ό,τι θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα δικαιώματα και το πολιτικό status των Εβραίων σε άλλες χώρες.” Θα Σας ήμουν ευγνώμων αν διαβιβάζατε αυτή τη Δήλωση στη Διεθνή Σιωνιστική Ομοσπονδία. Ο αφοσιωμένος Σας Άρθουρ Μπάλφουρ.» |
Αυτός που υπέγραψε ήταν ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ. Ως πρωθυπουργός από το 1902 έως το 1904 συζητούσε με τους τότε σιωνιστές, στους οποίους ηγούνταν ο Τέοντορ Χερτσλ, σχετικά με την ίδρυση μιας εβραϊκής αποικίας σε βρετανικό έδαφος. Την εποχή εκείνη επρόκειτο για μια περιοχή στην Ανατολική Αφρική (που ονομαζόταν Ουγκάντα, κάτι που μολαταύτα δεν ταυτίζεται ακριβώς με το σημερινό κράτος) ή την Αίγυπτο στη συνοριακή περιοχή της Παλαιστίνης. Στον Μπάλφουρ του άρεσε να αποκαλεί τον εαυτό του σιωνιστή, κάτι που, όμως, ήταν συναισθηματικά υπερβολικό.
Η έγκριση της Διακήρυξης από την Υπουργική Επιτροπή για Πολεμικές Υποθέσεις έγινε στις 31 Οκτωβρίου 1917, μετά από μια επανειλημμένα αποτυχημένη απόφαση τον Σεπτέμβριο και τις αρχές Οκτωβρίου. Αυτό οφειλόταν, μεταξύ άλλων, και, κυρίως, στις αντιρρήσεις του υφυπουργού [υπεύθυνου] για την Ινδία, Έντουιν Μοντάγκου. Ο γιος μιας εβραϊκής οικογένειας φοβόταν ότι η ανακήρυξη μιας «πατρίδας για τον εβραϊκό λαό» στην Εγγύς Ανατολή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το νομικό status των Εβραίων στη Μ. Βρετανία και σε άλλες χώρες.
Η Διακήρυξη Μπάλφουρ απευθυνόταν στη «Σιωνιστική Ομοσπονδία», επομένως, όχι στην Παγκόσμια Σιωνιστική Οργάνωση –η οποία είχε διασπαστεί de facto και δεν ήταν ικανή για διαπραγματεύσεις-, αλλά στη βρετανική Ομοσπονδία. Άμεσος αποδέκτης ήταν όμως ο Λάιονελ Ουόλτερ Ρότσιλντ, ο επικεφαλής του κλάδου της μεγάλης εβραϊκής οικογένειας των τραπεζιτών στο Λονδίνο. Αυτός, δεν θα πρέπει να συγχέεται με έναν παλιότερο υποστηρικτή του σιωνισμού, τον Έντμοντ ντε Ρότσιλντ, από τον γαλλικό οικογενειακό κλάδο, του οποίου η οικονομική υποστήριξη είχε κρατήσει στη ζωή, από τις αρχές της δεκαετίας του 1880, ένα μεγάλο μέρος των πρώτων εβραϊκών «αποικιών» στη Παλαιστίνη.
Γιατί ο υπουργός Εξωτερικών απευθύνθηκε με τη Δήλωση, που περιέχονταν στην επιστολή του, προς τον Λόρδο Ρότσιλντ; Αυτός, συμμετείχε ουσιαστικά στις συζητήσεις και στις διαπραγματεύσεις, που τελικά οδήγησαν στη Διακήρυξη. Εδώ, ωστόσο, είχε σεβαστεί και τόνιζε πάντα το ρόλο του Προέδρου της Βρετανικής Σιωνιστικής Ομοσπονδίας, Χαΐμ Βάιτσμαν –του μετέπειτα πρώτου Προέδρου του Ισραήλ. Πίσω από την απεύθυνση της Διακήρυξης προς τον Λόρδο Ρότσιλντ, ήταν πιθανώς η επιθυμία των δυό πλευρών να δοθεί δημοσίως μεγάλη αξία στο σιωνιστικό σχέδιο μέσω της σύνδεσης με το όνομα της διεθνούς φήμης εβραϊκής καπιταλιστικής οικογένειας και, συνεπώς, να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στη Διακήρυξη.
Τυπικά, η επιστολή του Μπάλφουρ προς τον Λόρδο Ρότσιλντ στις 2 Νοεμβρίου, ήταν μια αντίδραση σε μια επιστολή, την οποία είχε απευθύνει αυτός στις 18 Ιουλίου 1917 προς τον υπουργό Εξωτερικών σε συμφωνία με τον Βάιτσμαν:
«Αξιότιμε κύριε Μπάλφουρ,
επιτέλους είμαι σε θέση να Σας στείλω τη διατύπωση για την οποία με παρακαλέσατε. Αν η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητάς Σας μου έστελνε ένα μήνυμα αντίστοιχο με αυτή τη διατύπωση, (…) θα διαβίβαζα το μήνυμα περαιτέρω προς τη Σιωνιστική Ομοσπονδία και θα την γνωστοποιούσα σε μια συνέλευση η οποία θα συγκαλούνταν για αυτό το σκοπό.» |
Το σχέδιο του Ρότσιλντ είχε την ακόλουθη διατύπωση:
«1. Η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητάς Σας, αποδέχεται την αρχή ότι η Παλαιστίνη πρέπει να αποκατασταθεί ως εθνική πατρίδα του εβραϊκού λαού.
2. Η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητάς Σας θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξασφάλιση αυτού του στόχου και θα συζητήσει τις απαραίτητες μεθόδους και μέσα με την Σιωνιστική Οργάνωση.» |
Αποκλίσεις και συμφωνίες
Μεταξύ του σχεδίου που αποστάλθηκε από τον Ρότσιλντ στις 18 Ιουλίου και της τελικής διατύπωσης, βρίσκονταν μήνες έντονης συζήτησης με πολλούς συμμετέχοντες διαφόρων τομέων, όπου προέκυψαν πολλά σχέδια. Μια σύγκριση των δυό κειμένων δείχνει που βρισκόταν η «ουσία»:
- Το σχέδιο του Ρότσιλντ έκανε λόγο για Παλαιστίνη ως πατρίδα, η Διακήρυξη Μπάλφουρ στην ουσία μόνο για μια πατρίδα στην Παλαιστίνη. Στην πρώτη περίπτωση εννοούνταν η χώρα συνολικά, στη δεύτερη μόνο ένα ακαθόριστο τμήμα, ή επίσης μόνο μια μερική κυριαρχία.
Σε καμιά χρονική στιγμή στο προτσές γένεσης της Δήλωσης, δεν προσδιοριζόταν τι ακριβώς έπρεπε να κατανοηθεί με την έννοια Παλαιστίνη. Η ονομασία αυτή τότε ήταν γενικά συνήθης για την περιοχή, η οποία την εποχή εκείνη ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν αντιστοιχούσε, όμως, σε καμιά από τις υπάρχουσες διοικητικές ενότητες με καθορισμένα σύνορα. Η Παλαιστίνη, περίπου 1500 χρόνια πριν, στα τέλη της ρωμαϊκής εποχής, δεν ήταν παρά η ονομασία μιας επαρχίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η χρησιμοποιηθείσα σε όλα τα σχέδια έννοια «National home» («Εθνική πατρίδα») προέρχεται κυριολεκτικά από τον προγραμματικό στόχο των σιωνιστών, όπως είχε αυτός αποφασιστεί στο πρώτο διεθνές συνέδριό τους στη Βασιλεία [Ελβετία] το 1897. Η ονομασία αυτή αφήνει σκόπιμα ανοιχτό το δικανικό status τής προς δημιουργία δομής. Στα απομνημονεύματά τους οι περισσότεροι βρετανοί συμμετέχοντες παραδέχονταν, ότι κατά τη διατύπωση της Διακήρυξης Μπάλφουρ, υπήρχε προοπτικά η σκέψη για ένα κράτος –αλλά μόνο αφότου οι Εβραίοι είχαν μετατραπεί σε πλειοψηφία στη χώρα μέσω της αυξημένης μετανάστευσης.
- Στο σχέδιο του Ρότσιλντ υπήρχε [η έννοια] «thenationalhome», στην τελική διατύπωση, όμως, είχε μετριαστεί σε «anational home». Έτσι, στόχος ήταν να αποφευχθεί η αξίωση ή η ερμηνεία, ότι η Παλαιστίνη έπρεπε να γίνει η αποκλειστική πατρίδα όλων των Εβραίων του κόσμου.
- Η επιθυμητή βρετανική υπόσχεση που υπήρχε στο σχέδιο του Ρότσιλντ, να συζητηθούν με τους σιωνιστές οι μέθοδοι και τα μέσα για τη δημιουργία της «εβραϊκής πατρίδας», δεν συμπεριλήφθηκε στην τελική διατύπωση της Διακήρυξης. Αυτό έδωσε αργότερα στη βρετανική κυβέρνηση την ελευθερία, τη δεκαετία του 1920 και, κυρίως, τη δεκαετία του 1930, να αποστασιοποιηθεί κάπως από το σχέδιο.
- Η προστεθείσα επισήμανση στην τελική διατύπωση της Διακήρυξης, ότι τα δικαιώματα και το πολιτικόstatusτων Εβραίων σε όλες τις χώρες δεν πρέπει να παρεμποδιστούν, αντανακλά τις αντιρρήσεις των εβραϊκών μελών του βρετανικού κυβερνητικού μηχανισμού.
- Οι Άραβες, κάτοικοι της Παλαιστίνης –την εποχή εκείνη αποτελούσαν τουλάχιστον μια πλειοψηφία περίπου 85%, ενώ οι Εβραίοι ανέρχονταν μεταξύ 8% και 9%- δεν αναφέρονταν καν στη Διακήρυξη Μπάλφουρ, αλλά εξαφανίστηκαν πίσω από τον όρο«non-Jewishcommunities». Και γινόταν λόγος μόνο για αστικά και θρησκευτικά, όχι όμως και για εθνικά δικαιώματα αυτής της ομάδας –όλα αυτά αντιστοιχούσαν στην τότε κοινή αντίληψη της βρετανικής και της σιωνιστικής πλευράς.
Η Διακήρυξη Μπάλφουρ ήταν αποτέλεσμα συστηματικών, στρατηγικά μελετημένων και επίμονα προωθημένων προσπαθειών, οι οποίες έγιναν από ξεχωριστούς εκπροσώπους του σιωνισμού, σε στενή συνεργασία με αξιωματούχους της βρετανικής κυβέρνησης, ιδιαίτερα στο υπουργείο Εξωτερικών, ήδη επί σχεδόν είκοσι χρόνια. Η Διακήρυξη Μπάλφουρ δε θα ήταν δυνατή χωρίς ένα καλά συνδεδεμένο δίκτυο προσωπικών διασυνδέσεων. Η επίτευξη της Διακήρυξης αντανακλάται επίσης στην κοινωνική άνοδο των εβραίων πολιτών στη Μ. Βρετανία κατά τη διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, ότι ακόμη και ο ιδρυτής του οργανωμένου σιωνισμού, Τέοντορ Χερτσλ –πέθανε τον Ιούλιο του 1904- έβλεπε στο στρατηγικό προσανατολισμό προς τη Μ. Βρετανία το κλειδί για την επιτυχία του σιωνιστικού σχεδίου. Από το 1902 περίπου, το βρετανικό κράτος βρισκόταν στο επίκεντρο των εθνοκρατικών προσπαθειών των σιωνιστών. Το ότι η πραγματοποίηση των στόχων τους θα επιτύγχανε μάλλον στο πλαίσιο ενός διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πιθανώς κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου πολέμου, αυτό αποτελούσε ήδη από καιρό αντικείμενο στρατηγικών σκέψεων. Από την αρχή του πολέμου στις 28 Ιουλίου 1914, το αργότερο, όμως, από την είσοδο στον πόλεμο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις 14 Νοεμβρίου 1914, οι σιωνιστές που ζούσαν στην Αγγλία προσπαθούσαν να ωθήσουν την κυβέρνηση να προβεί σε μια δεσμευτική δήλωση. Οι προσπάθειες, όμως, αυτές, επιταχύνθηκαν αφότου ο Ντείβιντ Λόιντ Τζορτζ –ένας με επιρροή πολιτικός του Φιλελεύθερου Κόμματος και από το 1926 Πρόεδρός του- έγινε πρωθυπουργός στις 6 Δεκεμβρίου 1916.
Βρετανικές αξιώσεις
Φυσικά, η βρετανική κυβέρνηση με τη Διακήρυξη Μπάλφουρ είχε επίσης τις δικές της προθέσεις. Εδώ, οι βασικοί στόχοι συμβάδιζαν με τις εκτιμήσεις τακτικής, οι οποίες προέκυπταν από την πορεία του Παγκοσμίου Πολέμου. Στις πρώτες περιλαμβάνεται η ήδη από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα διαρκώς συζητηθείσα θέση, ότι μια εβραϊκά επικρατούσα αποικία στην γεωστρατηγικά εξαιρετικά σημαντική τοποθεσία της Παλαιστίνης, θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα για την αυτοκρατορική πολιτική της Μ. Βρετανίας.
Επιπλέον, η βρετανική κυβέρνηση προσδοκούσε ότι μια δημόσια δήλωση υπέρ της «εβραϊκής πατρίδας» θα έχει μεγάλη προπαγανδιστική επίδραση στους Εβραίους σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στη Ρωσία, στις ΗΠΑ, καθώς και στην άλλη πλευρά του μετώπου, στην Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία. Αυτή τουλάχιστον ήταν η αιτιολογία με την οποία παρουσιάστηκε το σιωνιστικό σχέδιο, ότι αυτό υπηρετεί τα βρετανικά σχέδια.
Η Παγκόσμια Σιωνιστική Οργάνωση είχε συμφωνήσει πριν από τον πόλεμο, σε περίπτωση μιας στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, να παραμείνει ουδέτερη. Η πράξη έδειξε ότι αυτό, πρώτο, δεν μπορούσε να παραμείνει [έτσι], επειδή –εκτός από τη Ρωσία- πολλοί Εβραίοι έσπευσαν με κάποιο ενθουσιασμό στις σημαίες των πατρίδων τους. Δεύτερο, η ουδετερότητα, όμως, δεν θα έφερνε πιθανώς το σιωνισμό ούτε ένα βήμα πιο κοντά στο στόχο του.
Όταν ξεκίνησε ο Α’ παγκόσμιος Πόλεμος, το πολιτικό Κέντρο της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης βρισκόταν στο Βερολίνο, ενώ οι πιο σημαντικοί χρηματοπιστωτικοί θεσμοί ήταν εγκατεστημένοι στο Λονδίνο. Γι’ αυτό ο Χαΐμ Βάιτσμαν κατά τη διάρκεια του πολέμου τάχθηκε υπέρ του σχηματισμού μιας προσωρινής ηγεσίας στις (αρχικά ακόμη ουδέτερες) ΗΠΑ. Ο συμβιβασμός ήταν τελικά να σχηματιστεί ένα παράρτημα του Κέντρου στην επίσης ουδέτερη Κοπεγχάγη. Επιπλέον, δυό μέλη από τα έξι της ρωσικής καθοδήγησης στάλθηκαν για να δράσουν από εκεί.
Η ηγεσία της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης διασπάστηκε έτσι de facto. Οι σιωνιστές στη Μ. Βρετανία ενήργησαν αυτόνομα και αντίθετα με το Κέντρο στο Βερολίνο, αξιοποιώντας για αυτό τη βρετανική πολεμική πολιτική και, μ’ αυτή την έννοια, προωθήθηκαν επιθετικά ανάμεσα στους Εβραίους άλλων χωρών. Μια απόφαση που λήφθηκε το Μάρτιο του 1916 από το Κέντρο στο Βερολίνο, να μην υπάρξει συμμετοχή σε καμιά από τις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση, η οποία βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, περιφρονήθηκε από τους εκπροσώπους του Λονδίνου. Δεδομένου ότι η Αγγλία αυτό το χρονικό διάστημα είχε ήδη κηρύξει τον πόλεμο στην Κωνσταντινούπολη, η απόφαση απευθυνόταν κυρίως και ήταν ιδιαίτερα εμφανής, ενάντια στις διαπραγματεύσεις των σιωνιστών του Λονδίνου [που διεξάγονταν] με τη βρετανική κυβέρνηση.
Η Μ. Βρετανία είχε συνάψει συμμαχία με τη Ρωσία. Αυτό δημιούργησε μεγάλα προβλήματα. Οι εβραίοι κάτοικοι της τσαρικής αυτοκρατορίας, που επί αιώνες υπήρξαν θύματα καταπίεσης, πογκρόμ και οικονομικών δυσχερειών, στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν ενδιαφέρονταν για την υπεράσπιση της πατρίδας «τους». Αυτό δεν αφορούσε σε καμιά περίπτωση μόνο την ίδια τη Ρωσία. Στις ΗΠΑ πάνω από το 80% του εβραϊκού πληθυσμού ήταν νέοι μετανάστες, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει κατά τις δεκαετίες από το 1880 από την ανατολική Ευρώπη, κυρίως από τη ρωσική σφαίρα επιρροής. Στην Αγγλία τουλάχιστον, αυτό το ποσοστό ανέρχονταν στο 50%. Σ’ αυτό προστίθεται ότι στη μειοψηφία των εγκατεστημένων στις ΗΠΑ Εβραίων, πολλοί, ή μάλιστα οι περισσότεροι, είχαν γερμανικές ρίζες και, για το λόγο αυτό, δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα πρόθυμοι για πόλεμο.
Η δημόσια ομολογία υπέρ του σιωνιστικού σχεδίου θεωρήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση ως δόλωμα, με το οποίο θα μπορούσαν οι ανατολικοευρωπαίοι ή, οι από την ανατολική Ευρώπη καταγόμενοι Εβραίοι, να κερδηθούν για τον πόλεμο. Σχετικά μ’ αυτό υπήρχαν στο Λονδίνο υπερβολικές αντιλήψεις περί οικονομικής και δημογραφικής επιρροής των Εβραίων στις ΗΠΑ καθώς και για τη σπουδαιότητά τους στο επαναστατικό προτσές της Ρωσίας. Οι απόψεις αυτές, που ουσιαστικά ανταποκρίνονταν στα αντισημιτικά κλισέ, επιβεβαιώνονταν και ενισχύονταν από τους σιωνιστές εκπροσώπους στο Λονδίνο.
Δυό ταρακουνήματα
Σ’ αυτό το πλαίσιο, το 1917 έφερε δυό σημαντικά γεγονότα. Πρώτο, οι ΗΠΑ κήρυξαν στις 6 Απριλίου 1917 τον πόλεμο στη Γερμανία. Δεύτερο, στη Ρωσία βρισκόταν σε εξέλιξη από το Μάρτιο του 1917 ένα επαναστατικό προτσές, το οποίο απειλούσε να οδηγήσει στην απόσυρση ενός σημαντικού συμμάχου.
Φυσικά, η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο ήταν για τη βρετανική κυβέρνηση ιδιαίτερα επιθυμητή. Ωστόσο, σύμφωνα με προβλέψεις θα περνούσαν ακόμη πολλοί μήνες μέχρι να μπορέσει αυτός να γίνει αισθητός στα μέτωπα στη Γαλλία. Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ αριθμούσαν μόνο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες, ήταν ανεπαρκώς εκπαιδευμένοι˙ δεν υπήρχε υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Προς το τέλος του πολέμου, το Νοέμβριο του 1918, είχαν «κινητοποιηθεί» περίπου τέσσερα εκατομμύρια Αμερικανοί. Ωστόσο, η αρχή αυτής της εξέλιξης ήταν επίπονη. Μόνο στις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου του 1917 έφτασαν οι πρώτες μονάδες πεζικού των ΗΠΑ στη Γαλλία, δεν μπορούσαν όμως ακόμη να χρησιμοποιηθούν εξαιτίας της ελλιπούς εκπαίδευσής τους. Στις 2 Νοεμβρίου 1917 πέθαναν οι δυό πρώτοι αμερικανοί στρατιώτες κατά τη διάρκεια μιας γερμανικής επίθεσης, κατά πάσα πιθανότητα τυχαία. Η πρώτη πραγματική πολεμική χρησιμοποίηση των στρατευμάτων των ΗΠΑ έγινε κατά τη διάρκεια της «Μάχης του Καμπραί» (20 Νοεμβρίου έως 7 Δεκεμβρίου 1917): Τρία πρωτοπόρα συντάγματα που δεν προορίζονταν για το σκοπό αυτό, «ρίχτηκαν στο μέτωπο» για να ξαλαφρώσουν τον πιεσμένο βρετανικό στρατό.
Στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της βρετανικής κυβέρνησης και των σιωνιστών σχετικά με το κείμενο της Διακήρυξης, έγινε, επομένως, δυνατό, παρά την τυπική είσοδο στον πόλεμο που συνέβη τον Απρίλιο του 1917, να εξακολουθεί η ύπαρξη επιχειρηματολογίας, ότι μπορεί κανείς έτσι να επιταχύνει την πραγματική συμμετοχή τους. Επιπλέον, διήρκεσε μέχρι και τις 11 Δεκεμβρίου 1917, έως ότου να κηρύξουν επίσημα τον πόλεμο και οι ΗΠΑ στην Αυστροουγγαρία. Και δεν υπήρξε καμιά επιθυμητή από το Λονδίνο κήρυξη πολέμου από τις ΗΠΑ κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Βουλγαρίας και άλλων συμμάχων της Γερμανίας.
Στη Ρωσία, με τη Φεβρουαριανή Επανάσταση –σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο στις 6 Μαρτίου 1917- καταργήθηκε το αυταρχικό καθεστώς των τσάρων. Κύρια κινητήρια δύναμη της επανάστασης ήταν η αυξανόμενη αντίσταση των λαϊκών μαζών, κυρίως των αγροτών και της αριθμητικά αδύναμης ακόμη εργατικής τάξης, ενάντια στον πόλεμο και τις οικονομικές του συνέπειες. Ωστόσο, η πολιτική των αστικών κυβερνήσεων, που σχηματίστηκαν μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση, στόχευε να συνεχίσει τον πόλεμο επ’ αόριστον κάτω από νέα συνθήματα – όπως για παράδειγμα, «Ειρήνη χωρίς προσάρτηση και εισφορές». Μια αξιοσημείωτη σύμπτωση σ’ αυτό το πλαίσιο: Η Διακήρυξη Μπάλφουρ δημοσιεύτηκε την ίδια ημέρα, στις 9 Νοεμβρίου 1917, κατά την οποία έφταναν οι πρώτες ειδήσεις στις εφημερίδες σχετικά με την εξέγερση των μπολσεβίκων στο Πέτρογκραντ. Στη Ρωσία, επομένως, η Δήλωση δεν μπορούσε να έχει καμιά επίδραση. Το αν αυτό ήταν ουσιαστικά διαφορετικό στις ΗΠΑ, είναι αμφίβολο.
Οθωμανικά φιλέτα
Η Διακήρυξη Μπάλφουρ, όμως, απ’ τη βρετανική σκοπιά, επεδίωκε έναν ακόμη επιπρόσθετο σκοπό: Να εξασφαλιστεί διά της παράκαμψης, που ακουγόταν αλτρουιστικά, σχετικά με τη φροντίδα των Εβραίων, ο έλεγχος πάνω στην επίσης τόσο σημαντική όσο και επίμαχη περιοχή. Από το 1840 περίπου, η Μ. Βρετανία παρακολουθούσε με μεγάλη δυσπιστία τις γαλλικές προσπάθειες να εδραιωθεί στην Εγγύς Ανατολή (Συρία, Λίβανος). Με το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ (1869), που στην αρχή περνούσε πάνω από το 80% των αγγλικών πλοίων, και την κατοχή της Αιγύπτου από τα στρατεύματα του Λονδίνου (1882), η αντίθεση οξύνθηκε περισσότερο. Ένα αποτέλεσμα ήταν, ότι η βρετανική κυβέρνηση στην περίοδο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του status quo στην Εγγύς Ανατολή και τη σταθεροποίηση της οθωμανικής επικυριαρχίας.
Με την είσοδο, όμως, στον πόλεμο της Κωνσταντινούπολης, ήταν σαφές, ότι –σε περίπτωση νίκης της Αγγλίας και των συμμάχων της- θα πήγαινε στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για το σκοπό αυτό ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1915 γαλλο-βρετανικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες τον Ιανουάριο του 1916 επέφεραν μια ώριμη προς υπογραφή Συμφωνία, η οποία τελικά επικυρώθηκε τον Μάιο του 1916. Η Συμφωνία αυτή είναι γνωστή με την ονομασία «Σάικς-Πικό»[1]. Μεταξύ άλλων, η νότια Μεσοποταμία (σημερινό Ιράκ) θα πήγαινε στη Μ. Βρετανία, ενώ η Γαλλία θα αποκτούσε τις παράκτιες περιοχές του Λιβάνου και της Συρίας. Θα ιδρυόταν ένα ασαφώς καθοριζόμενο «ανεξάρτητο» αραβικό κράτος, το οποίο, όμως, θα διαμελιζόταν επίσης σε μια βρετανική και σε μια γαλλική «σφαίρα επιρροής». Για το έδαφος της Παλαιστίνης συμφωνήθηκε: Μια λωρίδα στο βορρά με τα λιμάνια Άκρα και Χάιφα θα ‘πρεπε να τεθεί υπό βρετανικό έλεγχο. Το υπόλοιπο θα «διεθνοποιούνταν», κάτι που την εποχή εκείνη γινόταν αντιληπτό ανεπίσημα ως γαλλο-βρετανική συγκυριαρχία.
Η Διακήρυξη Μπάλφουρ, σε σχέση με μια βρετανική Εντολή για την Παλαιστίνη, ήταν, επομένως, ένα κομψό μέσο για να υπονομευτεί σ’ αυτό το σημείο η Συμφωνία Σάικς-Πικό. Η Μ. Βρετανία μπορούσε να ακολουθήσει αυτό το δρόμο, επειδή στο τέλος του πολέμου κρατούσε υπό στρατιωτική κατοχή την Παλαιστίνη. Το αποφασιστικό πρώτο ρήγμα από το μέχρι τότε εκπληκτικά ανθεκτικό οθωμανικό μέτωπο στην Παλαιστίνη, συνέβη στις 31 Οκτωβρίου 1917 –την ίδια ημέρα κατά την οποία η Υπουργική Επιτροπή για τις Πολεμικές Υποθέσεις ενέκρινε την Διακήρυξη Μπάλφουρ.
______
Παραπομπές
[1] Σχετικά με τη «Συμφωνία Σάικς-Πικό», βλ. επίσης:
1. Η Συμφωνία Σάικς-Πικό (Ντοκουμέντο)
2. Διαίρει και βασίλευε: Η Συμφωνία Σάικς – Πικό (1916)
Πηγή: junge Welt, 02.11.2017
Μετάφραση: Παναγιώτης Γαβάνας
Αφήστε μια απάντηση