Προβολή ταινίας στα Χανιά: Οι στάχτες της Άντζελα (1999), του Άλαν Πάρκερ

Δελτίο τύπου

 Ο πολιτιστικός σύλλογος “ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ” στα πλαίσια του αφιερώματος στο Ιρλανδικό σινεμά που φέρει τον τίτλο: “Ανιχνεύοντας την ταυτότητα του Νέου Ιρλανδικού Κινηματογράφου”  θα προβάλλει την Κυριακή, 26 Νοεμβρίου 2017
στη φιλόξενη αίθουσα ορόφου του Τ.Ε.Ε. Δυτικής Κρήτης (Νεάρχου 23,
είσοδος από Γιαμπουδάκη) στις 20.00μ.μ. την ταινία του Άλαν Πάρκερ “Οι στάχτες της Άντζελα”, παραγωγής του 2006.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Την ταινία θα προλογήσει η εκπαιδευτικός Μαρία Μαθιουδάκη.

Σενάριο: Frank McCourt, Laura Jones,
Σκηνοθεσία:  Alan Parker,
Πρωταγωνιστούν:
Emily Watson, Robert Carlyle, Joe Breen,
Δραματική ταινία. Διάρκεια: 145΄.
Υπόθεση: Η ταινία ξετυλίγει μέσα από τα μάτια του πιτσιρικά Frankie, μια ατέλειωτη σειρά σκληρών στερήσεων δοσμένη με πικρό χιούμορ. Η προκατάληψη ενάντια στον Malachy, τον βόρειο-Ιρλανδό προτεστάντη αλκοολικό πατέρα του Frankie, κάνει την αναζήτηση δουλειάς πολύ δύσκολη. Μα κι όταν βρίσκει μεροκάματο, ξοδεύει τα χρήματα στο ποτό… μέχρι και την πενιχρή επιταγή που έλαβαν για το καινούριο μωρό.

Λίγα ακόμα λόγια για την ταινία: Οι
στάχτες της Άντζελα/Angela’
s ashes –  (1999):

Με αφετηρία την best seller ομώνυμη αυτοβιογραφία του Ιρλανδού μετανάστη Frank McCourt
(19 Αυγούστου 1930-19 Ιουλίου 2009)
, οι  «Στάχτες της Άντζελα», η ταινία του Alan Parker (1999) παρακολουθεί τον νεαρό Frankie και την οικογένειά του καθώς προσπαθούν να ξεφύγουν από την ενδημική φτώχεια του προπολεμικού Limerick. Η ταινία αρχίζει το 1935 με την οικογένεια στο Μπρούκλιν. Ύστερα από το θάνατο μιας από τις αδελφές του Frankie,  βρέφους ακόμη, επιστρέφουν στην Ιρλανδία, για να βρουν μια  κατάσταση ακόμα χειρότερη.
Στο βιβλίο, ο πατέρας του Frankie, αφού είχε υπηρετήσει στον IRA, έφυγε για την Αμερική, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την Angela Sheehan από το καθολικό και ‘επαρχιώτικο’ Limerick της Ιρλανδίας.  Η Angela γεννάει το ένα παιδί μετά το άλλο. Το ένα πέθανε βρέφος ακόμη, άλλα δύο δίδυμα πέθαναν από πνευμονία. Οι συγγενείς κανονίζουν την επιστροφή της οικογένειας στην Ιρλανδία. Τα στοιχειωμένα απομνημονεύματα του Frank McCourt κέρδισαν το Pulitzer.

Η ταινία εξιστορεί σκηνές από την παιδική ηλικία του συγγραφέα αρχικά στην Νέα Υόρκη και ύστερα το Limerick στην Ιρλανδία. Ο McCourt εικονογραφεί μια βάναυση και οδυνηρή εικόνα των παιδικών χρόνων του, όταν το φαγητό σπάνιζε στο τραπέζι, και οι μπότες και τα παλτά ήταν πολυτέλεια.

Με μια μελωδική ιρλανδική φωνή που καλύπτει με ένα συχνά ευγενές αλλά και πικρό χιούμορ το άφατο, ο συντάκτης θυμάται το δύστροπο αλλά αξιαγάπητο πατέρα του, που έπινε μονίμως τα λίγα
χρήματα που είχε η οικογένεια. Εξιστορεί την απώλεια των αδελφών του από την ασθένεια και την πείνα, μιλά για την υπερήφανη μητέρα του,  που αναγκάζεται να ζητιανεύει, περιγράφει τη δυσωδία των λυμάτων έξω από τη είσοδο του σπιτιού. Καθώς ο McCourt φτάνει στην εφηβεία, ανακαλύπτει την ντροπή της φτώχειας μαζί με τη μαγεία του Shakespeare, το μυστήριο του φύλου και το φλερτ
με το θάνατο, αλλά και την πανίσχυρη ιρλανδική καθολική εκκλησία που δεν συγχωρεί. Πρόκειται για μια δυνατή και συνάμα σπαρακτική ωδή στην ανθεκτικότητα και την αποφασιστικότητα της νιότης.

Λίγα λόγια για το βιβλίο του Φρανκ Μακ Κόρτ:

Οι Στάχτες της ‘Αντζελα, που κάθε σελίδα τους είναι ποτισμένη από το εκπληκτικό χιούμορ και τη συμπόνια του Μακ Κορτ, είναι ένα εξαίσιο βιβλίο, που φέρει όλα τα γνωρίσματα του κλασικού. Είναι βαθιά συγκινητικό, γιατί η σπαρακτική ιστορία του είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Κανείς δεν έχει γράψει όπως αυτός για τη φτώχεια και την παιδική ηλικία. Το ότι ο Φρανκ Μακ Κορτ τελικά επέζησε για να διηγηθεί την ιστορία του είναι εκπληκτικό. ‘Ομως, το ότι μέσα από τέτοια αθλιότητα και δυστυχία κατάφερε να φτιάξει ένα τόσο αψεγάδιαστο αριστούργημα είναι πραγματικό θαύμα.

Το βιβλίο περιλαμβάνει την εξιστόρηση των αναμνήσεων του Φρανκ Μακ Κορτ, που γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της εποχής της Μεγάλης Κρίσης από γονείς που είχαν πρόσφατα μεταναστεύσει από την Ιρλανδία και μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές του Λίμερικ της Ιρλανδίας. Η μητέρα του Φρανκ, η ‘Αντζελα, δεν είχε χρήματα να θρέψει τα παιδιά της, μια που ο πατέρας του Φρανκ, ο Μάλαχι, σπάνια είχε δουλειά και, όταν έβρισκε, ξόδευε το μισθό του στο ποτό. Φορώντας κουρελόπανα αντί για πάνες, εκλιπαρώντας αργότερα για ένα χοιρινό κεφάλι για το χριστουγενιάτικο τραπέζι και μαζεύοντας κάρβουνο από το δρόμο για να κρατήσει αναμμένη τη φωτιά στο τζάκι του σπιτιού του, ο Φρανκ αντέχει τη φτώχεια, την αδιαφορία και τη σκληρότητα των συγγενών και των γειτόνων, καταφέρνει να
επιβιώσει για να διηγηθεί τελικά την ιστορία του με ευγλωττία, ζωντάνια και μια αξιοσημείωτη αίσθηση συγχώρεσης. 

Angela’s Ashes (trailer)

 
 Ο βρετανός σκηνοθέτης μιλάει για την καινούργια ταινία του,
η οποία βασίζεται στο βραβευμένο με Πούλιτζερ το 1997 βιβλίο «Οι στάχτες της
Αντζελα» του Φρανκ Μακ Κορτ. Η ταινία παρουσιάζει σε ασπρόμαυρο φόντο το
Δουβλίνο μιας άλλης εποχής
Αλαν Πάρκερ
κινηματογράφος
«Όταν φέρνω στο μυαλό μου τα παιδικά μου χρόνια, ακόμη αναρωτιέμαι πώς κατάφερα να επιβιώσω… Ηταν μίζερα τα παιδικά μου χρόνια. Το ότι μεγάλωνα στην Ιρλανδία, και μάλιστα ως καθολικός, τα έκανε απλώς ακόμη πιο μίζερα». Με αυτά τα λόγια αρχίζει να γράφει για την παιδική του ηλικία ο
συγγραφέας Φρανκ Μακ Κορτ στο βιβλίο του «Οι στάχτες της Αντζελα», για το οποίο πήρε το βραβείο Πούλιτζερ το 1997. Τον ίδιο τίτλο έδωσε ο σκηνοθέτης Αλαν Πάρκερ και στην ταινία που γύρισε με βάση την αυτοβιογραφία του Μακ Κορτ.
Πρωταγωνιστές η Εμιλι Γουότσον («Δαμάζοντας τα κύματα»), η οποία υποδύεται την Αντζελα, τη γεμάτη θάρρος και αντοχή μητέρα του Φρανκ, και ο Ρόμπερτ Καρλάιλ, στον ρόλο του αλκοολικού πατέρα που εγκαταλείπει το σπίτι του, αδύναμος να «σηκώσει» τα οικογενειακά βάρη. Τρεις ηθοποιοί ερμηνεύουν τον ρόλο του Φρανκ.
Παρακολουθούμε τον Φρανκ στην παιδική του ηλικία, όταν η οικογένειά του επιστρέφει στην Ιρλανδία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αργότερα έφηβο στο «μίζερο» Λίμερικ και, τέλος, νέο, ζώντας με το όνειρο να επιστρέψει στην Αμερική. Ο Φρανκ Μακ Κορτ κατάφερε ωστόσο να γυρίσει στην Αμερική, όπου ζει ακόμη. Ο Αλαν Πάρκερ τον συνάντησε όταν ολοκλήρωσε το σενάριο και του έδωσε, όπως λέει, «τις σελίδες με τις σκηνές με μεγάλη αγωνία, όπως όταν δίνουν οι μαθητές το γραπτό τους στον δάσκαλο».
­ Να υποθέσουμε ότι του άρεσε;
«Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Το διάβασε και του άρεσε. Υπήρχε μάλιστα και η σκέψη να μας συνοδέψει ως το Λίμερικ, όπου θα κάναμε τα γυρίσματα. Τελικά μας είπε ότι δεν θα αισθανόταν άνετα και ότι ίσως επηρέαζε και το συνεργείο η παρουσία του. Μάλλον κάτι περισσότερο από εμάς ήξερε. Οι… Φρανκ της ταινίας θα επηρεάζονταν περισσότερο παίζοντας μπροστά
στον πραγματικό Φρανκ. Είδε όμως την ταινία και ευτυχώς του άρεσε».
­
Στην ταινία υπάρχει η φωνή του
αφηγητή…

«Είναι απαραίτητη για να διατηρηθούν η αθωότητα και το χιούμορ που βγαίνουν από την ανάγνωση του βιβλίου αλλά και για να συμπυκνώσει την πλοκή. Η ταινία βασίστηκε κυρίως στο βιβλίο, “διευρύναμε” μόνο κάποιους χαρακτήρες. Ολα είναι σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Φρανκ. Η μόνη “προδοσία” μας αφορά το Αγαλμα της Ελευθερίας, το οποίο στο βιβλίο υπάρχει μόνο στην αρχή ενώ στην ταινία υπάρχει και στο τέλος ­ ξέρετε, ως σύμβολο, ως φυλακτό που υπενθυμίζει στον Φρανκ τα δύσκολα χρόνια που πέρασε».

­ Στο Λίμερικ το βιβλίο έγινε αντικείμενο σκληρής κριτικής.
Κάποιοι μάλιστα καταλόγισαν στον συγγραφέα ανακρίβειες και λάθη σχετικά με τη ζωή στην πόλη τη δεκαετία του ’30, όπου κυλάει η αφήγηση.
«Ξέρετε, πολύς κόσμος από εκείνα τα χρόνια δεν θέλει να θυμάται ότι υπήρχαν δρόμοι χωρίς φως και νερό, ενώ δεκάδες οικογένειες έκαναν αγώνα για την επιβίωσή τους, στριμωγμένες γύρω από το μοναδικό αποχωρητήριο της περιοχής. Το βιβλίο αναμοχλεύει μνήμες και οι μνήμες πληγώνουν, προδίδουν… Σημειωτέον μάλιστα ότι οι Ιρλανδοί είναι πολύ υπερήφανοι άνθρωποι, σπάνια θα ακούσεις να κριτικάρουν τη χώρα τους.
Η ταινία βασίστηκε κυρίως στις φωτογραφίες εποχής αλλά και στις εναλλαγές του άσπρου-μαύρου μέσα από τις οποίες δίνεται και η “μίζερη” ζωή του ήρωα, μια πραγματικότητα που προσπάθησα να δώσω “σβήνοντας” τα χρώματα από την ταινία. Να φανταστείτε, το πιο έντονο χρώμα στην οθόνη θα είναι το κόκκινο παλτό της Αντζελα».
­
Πώς σας υποδέχθηκε αλήθεια η πόλη;

«Φιλόξενα, θα έλεγα, καθώς το βιβλίο όπως και το βραβείο είχαν φέρει ήδη αρκετούς τουρίστες. Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται από όλο τον κόσμο, ιδίως από την Ιαπωνία, για να δουν τον τόπο όπου έζησε ο Φρανκ, τον δρόμο όπου έπαιζε, το σχολείο του, το σπίτι του, ακόμη και την παμπ όπου ο
πατέρας του μεθούσε. Υπάρχει μάλιστα και ένα site στο Internet όπου παρουσιάζονται τα μέρη από τα γυρίσματα της ταινίας. Μόνο η Καθολική Εκκλησία έφερε κάποιες αντιρρήσεις».

 

­ Δηλαδή;
«Απλώς οι σύγχρονες καθολικές εκκλησίες δεν
συμπεριφέρονται με τη χριστιανική γενναιοδωρία, θα έλεγα… Το βιβλίο είναι αρκετά καυστικό όσον αφορά αυτό το ζήτημα. Και τελικά δεν μας άφησαν να κάνουμε γυρίσματα στους χώρους γύρω από την εκκλησία του Λίμερικ. Απαγορεύτηκε μάλιστα από τον ίδιο τον επίσκοπο του Δουβλίνου».
­
Ποιο από τα στοιχεία του βιβλίου σάς εντυπωσίασε περισσότερο;
«Η Αντζελα, βέβαια, που είναι καταπληκτική. Μια γυναίκα που έζησε τόσο πόνο, τον μεγαλύτερο που μπορεί να ζήσει μια μάνα ­ εννοώ τον θάνατο του παιδιού της ­, αλλά και την εγκατάλειψη αργότερα από τον άντρα της, ενώ δεν έχασε ποτέ το κουράγιο και την αισιοδοξία της, τη διάθεσή της για ζωή. Μπορεί σήμερα να μη μας προκαλεί καμία εντύπωση, αλλά για σκεφθείτε τη θέση αυτής της γυναίκας στην καθολική κοινωνία τόσες δεκαετίες πριν. Ενδιαφέρουσα είναι ακόμη η σχέση των παιδιών με τον πατέρα τους, τα οποία δεν παύουν να εκδηλώνουν την αγάπη τους γι’ αυτόν παρά το ότι τα εγκατέλειψε».

 

­ Ο Φρανκ Μακ Κορτ έχει ξαναδεί τον πατέρα του;
«Μου διηγήθηκε σχετικά με αυτό ότι πήγε ο πατέρας του Malachy και τον βρήκε στη Νέα Υόρκη, αλλά η συνάντηση ήταν μια… καταστροφή. Ο πατέρας του Φρανκ είχε παρουσιαστεί επίσης και σε μια τηλεοπτική εκπομπή, στη βρετανική τηλεόραση, όπου ο δημοσιογράφος τον είχε ρωτήσει αν θα
ήθελε να πει κάτι στον γιο του και εκείνος είχε απαντήσει: “Πείτε του ότι τον αγαπώ”. Αλλά, όπως και στο βιβλίο, έτσι και στις δικές μας συζητήσεις ο Φρανκ μιλούσε με αγάπη και τρυφερότητα για τον πατέρα του».
Στο βιβλίο τον πατέρα του Φρανκ τον αντιμετωπίζουν με καχυποψία, εκτός των άλλων, επειδή είναι από τη Βόρεια Ιρλανδία.
«Η οικογένεια της Αντζελα δεν τον αποδέχθηκε ποτέ γιατί είχε διαφορετική προφορά και βέβαια του καταλόγιζαν και επαρχιώτικη νοοτροπία. Ηταν ένα είδος ρατσισμού. Σήμερα η Ιρλανδία είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, τέτοια θέματα έχουν εκλείψει, πολύ δε περισσότερο ανάμεσα στους νέους,
που δεν κάνουν πια τέτοιες διακρίσεις».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *