Δελτίο τύπου
στη φιλόξενη αίθουσα ορόφου του Τ.Ε.Ε. Δυτικής Κρήτης (Νεάρχου 23,
είσοδος από Γιαμπουδάκη) στις 20.00μ.μ. την ταινία του Άλαν Πάρκερ “Οι στάχτες της Άντζελα”, παραγωγής του 2006.
Την ταινία θα προλογήσει η εκπαιδευτικός Μαρία Μαθιουδάκη.
Emily Watson, Robert Carlyle, Joe Breen,
Λίγα ακόμα λόγια για την ταινία: Οι
στάχτες της Άντζελα/Angela’s ashes – (1999):
(19 Αυγούστου 1930-19 Ιουλίου 2009), οι «Στάχτες της Άντζελα», η ταινία του Alan Parker (1999) παρακολουθεί τον νεαρό Frankie και την οικογένειά του καθώς προσπαθούν να ξεφύγουν από την ενδημική φτώχεια του προπολεμικού Limerick. Η ταινία αρχίζει το 1935 με την οικογένεια στο Μπρούκλιν. Ύστερα από το θάνατο μιας από τις αδελφές του Frankie, βρέφους ακόμη, επιστρέφουν στην Ιρλανδία, για να βρουν μια κατάσταση ακόμα χειρότερη.
Η ταινία εξιστορεί σκηνές από την παιδική ηλικία του συγγραφέα αρχικά στην Νέα Υόρκη και ύστερα το Limerick στην Ιρλανδία. Ο McCourt εικονογραφεί μια βάναυση και οδυνηρή εικόνα των παιδικών χρόνων του, όταν το φαγητό σπάνιζε στο τραπέζι, και οι μπότες και τα παλτά ήταν πολυτέλεια.
Με μια μελωδική ιρλανδική φωνή που καλύπτει με ένα συχνά ευγενές αλλά και πικρό χιούμορ το άφατο, ο συντάκτης θυμάται το δύστροπο αλλά αξιαγάπητο πατέρα του, που έπινε μονίμως τα λίγα
χρήματα που είχε η οικογένεια. Εξιστορεί την απώλεια των αδελφών του από την ασθένεια και την πείνα, μιλά για την υπερήφανη μητέρα του, που αναγκάζεται να ζητιανεύει, περιγράφει τη δυσωδία των λυμάτων έξω από τη είσοδο του σπιτιού. Καθώς ο McCourt φτάνει στην εφηβεία, ανακαλύπτει την ντροπή της φτώχειας μαζί με τη μαγεία του Shakespeare, το μυστήριο του φύλου και το φλερτ
με το θάνατο, αλλά και την πανίσχυρη ιρλανδική καθολική εκκλησία που δεν συγχωρεί. Πρόκειται για μια δυνατή και συνάμα σπαρακτική ωδή στην ανθεκτικότητα και την αποφασιστικότητα της νιότης.
Λίγα λόγια για το βιβλίο του Φρανκ Μακ Κόρτ:
Κανείς δεν έχει γράψει όπως αυτός για τη φτώχεια και την παιδική ηλικία. Το ότι ο Φρανκ Μακ Κορτ τελικά επέζησε για να διηγηθεί την ιστορία του είναι εκπληκτικό. ‘Ομως, το ότι μέσα από τέτοια αθλιότητα και δυστυχία κατάφερε να φτιάξει ένα τόσο αψεγάδιαστο αριστούργημα είναι πραγματικό θαύμα.
Το βιβλίο περιλαμβάνει την εξιστόρηση των αναμνήσεων του Φρανκ Μακ Κορτ, που γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της εποχής της Μεγάλης Κρίσης από γονείς που είχαν πρόσφατα μεταναστεύσει από την Ιρλανδία και μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές του Λίμερικ της Ιρλανδίας. Η μητέρα του Φρανκ, η ‘Αντζελα, δεν είχε χρήματα να θρέψει τα παιδιά της, μια που ο πατέρας του Φρανκ, ο Μάλαχι, σπάνια είχε δουλειά και, όταν έβρισκε, ξόδευε το μισθό του στο ποτό. Φορώντας κουρελόπανα αντί για πάνες, εκλιπαρώντας αργότερα για ένα χοιρινό κεφάλι για το χριστουγενιάτικο τραπέζι και μαζεύοντας κάρβουνο από το δρόμο για να κρατήσει αναμμένη τη φωτιά στο τζάκι του σπιτιού του, ο Φρανκ αντέχει τη φτώχεια, την αδιαφορία και τη σκληρότητα των συγγενών και των γειτόνων, καταφέρνει να
επιβιώσει για να διηγηθεί τελικά την ιστορία του με ευγλωττία, ζωντάνια και μια αξιοσημείωτη αίσθηση συγχώρεσης.
Angela’s Ashes (trailer)
η οποία βασίζεται στο βραβευμένο με Πούλιτζερ το 1997 βιβλίο «Οι στάχτες της
Αντζελα» του Φρανκ Μακ Κορτ. Η ταινία παρουσιάζει σε ασπρόμαυρο φόντο το
Δουβλίνο μιας άλλης εποχής
συγγραφέας Φρανκ Μακ Κορτ στο βιβλίο του «Οι στάχτες της Αντζελα», για το οποίο πήρε το βραβείο Πούλιτζερ το 1997. Τον ίδιο τίτλο έδωσε ο σκηνοθέτης Αλαν Πάρκερ και στην ταινία που γύρισε με βάση την αυτοβιογραφία του Μακ Κορτ.
Πρωταγωνιστές η Εμιλι Γουότσον («Δαμάζοντας τα κύματα»), η οποία υποδύεται την Αντζελα, τη γεμάτη θάρρος και αντοχή μητέρα του Φρανκ, και ο Ρόμπερτ Καρλάιλ, στον ρόλο του αλκοολικού πατέρα που εγκαταλείπει το σπίτι του, αδύναμος να «σηκώσει» τα οικογενειακά βάρη. Τρεις ηθοποιοί ερμηνεύουν τον ρόλο του Φρανκ.
στον πραγματικό Φρανκ. Είδε όμως την ταινία και ευτυχώς του άρεσε».
αφηγητή…
«Είναι απαραίτητη για να διατηρηθούν η αθωότητα και το χιούμορ που βγαίνουν από την ανάγνωση του βιβλίου αλλά και για να συμπυκνώσει την πλοκή. Η ταινία βασίστηκε κυρίως στο βιβλίο, “διευρύναμε” μόνο κάποιους χαρακτήρες. Ολα είναι σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Φρανκ. Η μόνη “προδοσία” μας αφορά το Αγαλμα της Ελευθερίας, το οποίο στο βιβλίο υπάρχει μόνο στην αρχή ενώ στην ταινία υπάρχει και στο τέλος ξέρετε, ως σύμβολο, ως φυλακτό που υπενθυμίζει στον Φρανκ τα δύσκολα χρόνια που πέρασε».
Κάποιοι μάλιστα καταλόγισαν στον συγγραφέα ανακρίβειες και λάθη σχετικά με τη ζωή στην πόλη τη δεκαετία του ’30, όπου κυλάει η αφήγηση.
«Φιλόξενα, θα έλεγα, καθώς το βιβλίο όπως και το βραβείο είχαν φέρει ήδη αρκετούς τουρίστες. Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται από όλο τον κόσμο, ιδίως από την Ιαπωνία, για να δουν τον τόπο όπου έζησε ο Φρανκ, τον δρόμο όπου έπαιζε, το σχολείο του, το σπίτι του, ακόμη και την παμπ όπου ο
πατέρας του μεθούσε. Υπάρχει μάλιστα και ένα site στο Internet όπου παρουσιάζονται τα μέρη από τα γυρίσματα της ταινίας. Μόνο η Καθολική Εκκλησία έφερε κάποιες αντιρρήσεις».
συμπεριφέρονται με τη χριστιανική γενναιοδωρία, θα έλεγα… Το βιβλίο είναι αρκετά καυστικό όσον αφορά αυτό το ζήτημα. Και τελικά δεν μας άφησαν να κάνουμε γυρίσματα στους χώρους γύρω από την εκκλησία του Λίμερικ. Απαγορεύτηκε μάλιστα από τον ίδιο τον επίσκοπο του Δουβλίνου».
ήθελε να πει κάτι στον γιο του και εκείνος είχε απαντήσει: “Πείτε του ότι τον αγαπώ”. Αλλά, όπως και στο βιβλίο, έτσι και στις δικές μας συζητήσεις ο Φρανκ μιλούσε με αγάπη και τρυφερότητα για τον πατέρα του».
που δεν κάνουν πια τέτοιες διακρίσεις».
Αφήστε μια απάντηση