Την Τρίτη, 15 Μαΐου, εισήχθη για ψήφιση στη Βουλή, κατόπιν σχετικής επεξεργασίας από τη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής. Οι διατάξεις του αφορούν την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας σε δύο ευρωπαϊκές Οδηγίες (τις 2013/33/ΕΕ και 2014/66/ΕΕ), ενώ παράλληλα εντάχθηκαν και τροποποιήσεις του ισχύοντος νόμου 4375/2016, ο οποίος αφορά ζητήματα γύρω από τις διαδικασίες αιτημάτων διεθνούς προστασίας που κατατίθενται στην Ελλάδα.
Κι ενώ, λοιπόν, πριν λίγες μέρες, τα διάφορα παπαγαλάκια της κυβέρνησης έγραφαν, «στρογγυλεύοντάς τα», ότι το νομοσχέδιο έχει μεν τρωτά σημεία (κυρίως βάσει των καταγγελιών που είχαν ήδη δημοσιοποιηθεί από διάφορες ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στο προσφυγικό), όμως ταυτόχρονα περιλαμβάνει και προοδευτικές ρυθμίσεις προς όφελος των αιτούντων άσυλο, ήρθε η πραγματικότητα (δηλαδή το ίδιο το κείμενο του νομοσχεδίου) να τους διαψεύσει οικτρά. Συνηθισμένο το εργάκι. Αλλωστε, η δουλειά των εκάστοτε παπαγαλακίων είναι ακριβώς αυτή: να παρουσιάζουν διαστρεβλωμένα τα γεγονότα. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, το γεγονός είναι ένα: έχουμε να κάνουμε με μια ακόμα, επενδυμένη νομικά, αισχρή αντιμετώπιση του συνόλου του προσφυγικού πληθυσμού, που είτε διαμένει ήδη είτε καταφτάνει τώρα στην Ελλάδα. Αντιμετώπιση στη λογική του «επαχθούς» βάρους που θέλουν να το στείλουν… από ‘κει που ‘ρθε. Ούτε καλά σημεία, ούτε ευνοϊκότερες ή προοδευτικές ρυθμίσεις.
Οι αλλαγές, που πρόκειται να αγγίξουν βασικά ζητήματα των διαδικασιών ασύλου στην Ελλάδα, αποτελούν άλλο ένα δείγμα της σκληρής πολιτικής που ακολουθείται. Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να καταγράψουμε τις απόψεις μας σχετικά με το εν λόγω νομοσχέδιο όσο πιο απλά γίνεται, αναδεικνύοντας την ουσία. Πέραν της αυτούσιας ενσωμάτωσης των ήδη ισχυουσών ευρωπαϊκών Οδηγιών στην ελληνική νομοθεσία, το νομοσχέδιο τροποποιεί το βασικό νομοθέτημα 4375/2016 κινούμενο στη λογική της συνολικής αυστηροποίησης των διαδικασιών. Θέτει πιο ασφυκτικές προθεσμίες και αυξάνει τις προϋποθέσεις για το παραδεκτό αιτήσεων.
Τι αλλάζει πρακτικά
♦ Πρώτον, βάσει του άρθρου 47 του μέχρι πρότινος εφαρμοστέου Ν. 4375/2016, ο αιτών που είχε υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας και που, για κάποιο λόγο, δεν παραστάθηκε σε προγραμματισμένο ραντεβού του με την Υπηρεσία Ασύλου ή δήλωσε αυτοβούλως ότι παραιτείται του αιτήματος διεθνούς προστασίας του στην Ελλάδα και για τον οποίο εκδιδόταν σχετική πράξη διακοπής είχε δικαίωμα, κατά την παράγραφο 4, «με αίτησή του, εντός εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης διακοπής ή της υποβολής της παραίτησης, να ζητήσει από την αρχή που έλαβε την απόφαση, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσής του». Για να μην αφήνουμε κενά στην ανάλυσή μας οφείλουμε να πούμε από τώρα πως οι περιπτώσεις που κάποιος δεν παρίσταται σε προγραμματισμένο ραντεβού είναι πολλές και στην πλειοψηφία τους αφορούν την επιτακτική ανάγκη να βρεθεί ένα μεροκάματο.
Με το παρόν νομοσχέδιο η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής: «Στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί πράξη διακοπής ο αιτών έχει δικαίωμα με αίτησή του, εντός εννέα (9) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης διακοπής, να ζητήσει από την αρχή που έλαβε την απόφαση, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσής του, εφόσον θεμελιώνει με συγκεκριμένα στοιχεία ότι η πράξη διακοπής εκδόθηκε υπό συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του». Μπορεί άραγε ένας πρόσφυγας που θα εργαστεί για ένα μεροκάματο «μαύρα» να παρουσιάσει συγκεκριμένα στοιχεία που θα δικαιολογούν την ανάκληση της πράξης διακοπής; Οχι. Για την ακρίβεια, το μόνο που αφήνεται ως περιθώριο μ’ αυτή τη ρύθμιση είναι να έχει προκύψει για κάποιον ανάγκη νοσηλείας του και αυτό να πιστοποιείται με έγγραφα π.χ. δημόσιου νοσοκομείου. Ετσι, κινδυνεύει ένα μεγάλο κομμάτι ανθρώπων που αναγκάζεται να εργαστεί περιστασιακά για να επιβιώσει, να υποστεί διακοπή του αιτήματός του και να πρέπει να αποδείξει τα αναπόδεικτα.
♦ Δεύτερον, τροποποιείται η διάταξη του εδ. α’, της παραγράφου 2 του άρθρου 59 (Ν. 4375/2016) και πλέον, ενώ δεν υπήρχε προθεσμία για την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης στο προκαταρκτικό στάδιο, τώρα τίθεται -και μάλιστα ασφυκτική- προθεσμία πέντε ημερών, «κατά το οποίο ερευνάται εάν έχουν προκύψει ή έχουν υποβληθεί από τον αιτούντα νέα ουσιώδη στοιχεία».
♦ Τρίτον, το νομοσχέδιο προσθέτει την παράγραφο 9 στο άρθρο 59 του Ν. 4375/2016 και ορίζει πλέον ότι όποιος «α)υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση απαράδεκτη και έχει ως στόχο απλώς να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την απόφαση εκτέλεσης απομάκρυνσής του ή β) υποβάλλει δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης με την οποία η πρώτη μεταγενέστερη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ή αβάσιμη» δε θα μπορεί να παραμείνει στη χώρα και άρα (προσθέτουμε εμείς) θα απελαύνεται με συνοπτικές διαδικασίες. Διότι αν δεν μπορείς να παραμείνεις στη χώρα, τι γίνεται; Να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας…
♦ Τέταρτον, περιορίζεται η προθεσμία για την υποβολή αιτήματος προσφυγής, δηλαδή αιτήματος επανεξέτασης της υπόθεσης μετά από την πρώτη απορριπτική απόφαση. Για την ακρίβεια, δεν περιορίζεται απλά. Μειώνεται στο μισό. Ετσι, ενώ η προθεσμία που έθετε ο Ν. 4375/2016 στο άρθρο 61 ήταν 60 μέρες αν δεν υπήρχε επίδοση, τώρα η διάταξη αυτή αντικαθίσταται και πλέον, «αν η απόφαση του πρώτου βαθμού δεν επιδοθεί για οποιονδήποτε λόγο, η προθεσμία της προσφυγής είναι τριάντα (30) ημέρες…». Εικάζουμε ότι αντίστοιχη θα είναι και η μείωση στην περίπτωση της επίδοσης (από 30 μέρες σε 15), αλλά επικεντρωνόμαστε στην περίπτωση της μη επίδοσης γιατί είναι αρκετά συνηθισμένο γεγονός, ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις που δεν υπάρχει γνωστή διαμονή (πολλοί πρόσφυγες παραμένουν άστεγοι ή φιλοξενούνται σε διάφορα μέρη προσωρινά) ή στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν στοιχεία επικοινωνίας (π.χ. αλλαγή κινητού τηλεφώνου).
♦ Πέμπτον, και μιας και είναι συναφές με το προηγούμενο, είναι άξιες σχολιασμού οι μετατροπές που τίθενται σχετικά με την επίδοση απόφασης. Με το νομοσχέδιο θεσπίζεται «εναλλακτική» επίδοση επί της ουσίας, προκειμένου να ξεπεραστούν και τα εμπόδια που αναφέραμε μόλις προηγούμενα. Εχουμε λοιπόν επίδοση στο δικηγόρο, τον διοικητή του Κέντρου Υποδοχής και Ταυτοποίησης, τον προϊστάμενο της Δομής Φιλοξενίας ή ακόμα και επίδοση μέσω ανάρτησης σε ειδικό ιστότοπο, για τον οποίο ο αιτών θα έχει ειδικούς προσωπικούς κωδικούς και θα μπορεί να μπαίνει και να ενημερώνεται! Απαξ και αναρτηθεί δε στον ειδικό ιστότοπο, «η επίδοση θεωρείται ότι συντελείται μετά την πάροδο δέκα (10) ημερών από την ανάρτηση»!
Οι παραπάνω αλλαγές μπορεί να φαίνονται επουσιώδεις, όμως μόνο τέτοιες δεν είναι. Δημιουργούν ένα χειρότερο πλαίσιο διαμονής των προσφύγων και ποντάρουν στο ότι οι περισσότεροι θα βρεθούν έρμαια των νέων ρυθμίσεων και έτσι θα καταλήγουν να απελαύνονται με ακόμα πιο συνοπτικές διαδικασίες. Λύνει τα χέρια του κράτους να τους δείχνει την πόρτα της εξόδου ακόμα νωρίτερα.
Το ΣτΕ και ο γεωγραφικός περιορισμός
Εχουμε επανειλημμένα γράψει για το ΣτΕ και το ρόλο που παίζει στο πλευρό του αστικού κράτους. Δε θα επαναληφθούμε, γιατί αυτό έχει πλέον καταλήξει κοινός τόπος. Θα αναφερθούμε, όμως, με την ευκαιρία, στην απόφαση 805/2018, που δημοσιεύτηκε από το Δ’ Τμήμα του στις 17 Απριλίου. Αφορμή ήταν η αίτηση ακύρωσης της υπ’ αριθμ. 10464/31-05-2017 απόφασης της διευθύντριας της Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Περιορισμός κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία». Πρόκειται για την απόφαση που εφάρμοζε τον περιβόητο γεωγραφικό περιορισμό των προσφύγων στα νησιά.
Ο γεωγραφικός περιορισμός τέθηκε από τις ελληνικές αρχές, όπως είχε εξαγγελθεί (προφανώς όχι χωρίς τις απαραίτητες ευρωπαϊκές «ευλογίες»), με το πρόσχημα της εφαρμογής της κοινής συμφωνίας μεταξύ ΕΕ – Τουρκίας. Η συμφωνία αυτή δεν όριζε, όμως, ρητά το γεωγραφικό περιορισμό ως μέτρο εφαρμογής της. Αυτό τέθηκε από την ελληνική κυβέρνηση ως ένας τρόπος καλύτερης γι’ αυτήν διαχείρισης των προσφύγων. Καλύτερου τρόπου, δηλαδή, να τους ξαποστέλνει μια ώρα αρχύτερα.
Αντί λοιπόν το ΣτΕ να επικρίνει (ως θα όφειλε, θεωρητικά), βάσει του Συντάγματος, το παράνομο μέτρο του γεωγραφικού περιορισμού, έρχεται και… υποδεικνύει ουσιαστικά τη λύση. Τη λύση σε τί όμως; Οχι στην παρανομία αυτού του μέτρου ή των γενικότερων παράνομων μέτρων που επιβάλλει το κράτος και η διοίκηση, αλλά στο πρόβλημα των αιτήσεων ακυρώσεως και πάσης φύσεως προσφυγών κατά διοικητικών πράξεων που θεσμοθετούνται. Με λίγα λόγια, η απόφαση που εξέδωσε αναφέρεται ουσιαστικά στις πλημμέλειες που είχε η προς ακύρωση απόφαση και όχι στο παράνομο περιεχόμενό της. Αναφέρεται περισσότερο στο τι θα έπρεπε να λέει, ώστε να ευσταθεί νομικά και να μην αφήνει περιθώρια προσφυγής στην ελληνική Δικαιοσύνη, και λιγότερο στην ουσία του μέτρου καθεαυτού.
Διαβάζουμε, λοιπόν, στο σκεπτικό της απόφασης ότι ο περιορισμός αυτός δεν απαγορεύεται μεν, «πρέπει, όμως, να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της διοικητικής πράξεως με την οποία επιβλήθηκε, οι λόγοι για τους οποίους επιβλήθηκε το μέτρο, προκειμένου να μπορεί να διαπιστωθεί ότι το μέτρο αυτό ήταν απαραίτητο». Και παρακάτω ότι, «εφόσον δηλαδή δεν προκύπτουν οι σοβαροί και επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος και μεταναστευτικής πολιτικής, οι οποίοι θα ηδύναντο να δικαιολογήσουν την επιβολή του περιορισμού της κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία που εισέρχονται στην ελληνική επικράτεια μετά τις 20 Μαρτίου 2016 στα συγκεκριμένα νησιά (Λέσβος, Ρόδος, Σάμος, Κως, Λέρος, Χίος) ως απαραιτήτου, δε δύναται να ελεγχθεί από το Δικαστήριο αν η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση κείται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 περ. γγ) του ν. 4375/2016, καθόσον ελλείπει, εν προκειμένω το δικαιολογητικό έρεισμα της ένδικης ρύθμισης».
Κοινώς: πρέπει να αναφέρετε, αγαπητοί κύριοι της διοικήσεως, ότι η απόφαση επί γεωγραφικού περιορισμού λαμβάνεται προκειμένου να εξυπηρετηθούν λόγοι δημοσίου συμφέροντος και αυτό να αιτιολογείται μέσω και της κοινής συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας! Αυτό ήταν που παρέλειψε να αναφέρει η διευθύντρια της Υπηρεσίας Ασύλου στην 10464/2017 απόφασή της και αναγκαζόμαστε (εμείς, οι πολυάσχολοι δικαστές του ΣτΕ) να δεχόμαστε τέτοιες αιτήσεις ακυρώσεως.
Και για του λόγου το αληθές, αυτό και έπραξε η άξια διοίκηση. Τρεις μέρες μετά τη δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ, εκδόθηκε το ΦΕΚ Β’ 1366/20-04-2018 στο οποίο περιλαμβανόταν η «ορθή» πια απόφαση του νέου διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου. Στο κείμενό της με τίτλο «Περιορισμός κυκλοφορίας αιτούντων διεθνή προστασία» (ούτε τίτλο δεν άλλαξαν!) διαβάζουμε: «Εχοντας υπόψη: […] 7. Την αριθμ. 805/2018 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήμα Δ’) […] 10. Το γεγονός ότι στο πλαίσιο υλοποίησης της από 18-3-2016 Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας, και κατά τη μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πρακτική, αιτούντες διεθνή προστασία οι οποίοι έχουν εισέλθει στην Ελλάδα από την Τουρκία και οι οποίοι δεν παραμένουν στα νησιά του Αιγαίου δεν γίνονται δεκτοί από την Τουρκία προς επιστροφή σε περίπτωση απόρριψης της αίτησής τους. 11. Το γεγονός ότι παρίστανται σοβαροί και επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος και λόγοι εξυπηρέτησης της μεταναστευτικής πολιτικής της χώρας ιδίως για: α. την ταχεία επεξεργασία και την αποτελεσματική παρακολούθηση των αιτήσεων παροχής διεθνούς προστασίας, β. τη διαχείριση του πληθυσμού των αιτούντων διεθνή προστασία εντός της ελληνικής επικράτειας, καθώς επίσης και γ. την υλοποίηση της από 18-3-2016 Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας για τους οποίους κρίνεται απαραίτητη η επιβολή του περιοριστικού μέτρου του περιορισμού της ελευθερίας κυκλοφορίας στους αιτούντες διεθνή προστασία οι οποίοι εισέρχονται μέσω των ελληνικών νησιών στην ελληνική επικράτεια μετά τις 20-3-2016, ημερομηνία που τέθηκε σε εφαρμογή η ως άνω Κοινή Δήλωση. 12. Το γεγονός ότι ο περιορισμός της ελευθερίας κυκλοφορίας των αιτούντων στα νησιά Λέσβου, Ρόδου, Σάμου, Κω, Λέρου και Χίου δεν θίγει την αναπαλλοτρίωτη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής, ούτε αίρει την πρόσβαση σε όλα τα δικαιώματα που προβλέπει η εθνική, η ευρωπαϊκή, αλλά και η διεθνής νομοθεσία για τους αιτούντες διεθνή προστασία μέχρι την ολοκλήρωση της εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας. 13. Το γεγονός ότι το επιβαλλόμενο περιοριστικό μέτρο είναι αναλογικό, καθώς είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας και με την επιβολή του εξυπηρετείται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. […]».
Μετά από όλα αυτά που έχει υπόψη, ο διευθυντής της Υπηρεσίας Ασύλου, καταλήγει: «Στους αιτούντες διεθνή προστασία οι οποίοι εισέρχονται στην ελληνική επικράτεια μέσω των νησιών Λέσβου, Ρόδου, Σάμου, Κω, Λέρου και Χίου επιβάλλεται, για λόγους δημοσίου συμφέροντος και ιδίως για την υλοποίηση της από 18-3-2016 Κοινής Δήλωσης ΕΕ- Τουρκίας, περιορισμός κυκλοφορίας τους στα νησιά Λέσβο, Ρόδο, Σάμο, Κω, Λέρο και Χίο αντίστοιχα καθώς και για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διαχείριση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Ο ως άνω περιορισμός αναφέρεται στα δελτία αιτούντων διεθνή προστασία».
Δε νομίζουμε ότι χρειάζεται να αναφέρουμε κάτι περισσότερο. Το ΣτΕ «έκοψε» και το αστικό κράτος «έραψε». Ετσι γίνονται αυτές οι δουλειές. Οποιος εξακολουθεί να… «πέφτει από τα σύννεφα» πρέπει να δει τι πραγματικά πρεσβεύουν αυτοί οι δικαστές που κάθονται στις επιβλητικές δερμάτινες πολυθρόνες τους και αποφασίζουν. Είναι στο πλευρό των καταπιεστών ή των καταπιεσμένων;
Αφήστε μια απάντηση