Μάνος Ελευθερίου: Με βόμβες πέφτουν οι κυβερνήσεις…

Όχι, δεν βοηθάνε τα τραγούδια να σηκωθεί ο γονατισμένος λαός. Όχι. Τα τραγούδια σε βοηθάνε να κάνεις βήμα. Βήμα, εννοώ, στρατιωτικό. Τίποτε άλλο. Όπως όταν τραγουδάνε ένα στρατιωτικό τραγούδι οι στρατιώτες, και πηγαίνουν σε μια παρέλαση, ή σε μια μάχη, ή κάπου, σε μια πορεία, αυτό μονάχα βοηθάει.
Τίποτε άλλο. Για να αλλάξει μια κυβέρνηση; Ή για να αλλάξει κάτι στον κόσμο; Αποκλείεται. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Με βόμβες πέφτουν οι κυβερνήσεις… Με ξεσήκωμα όλου του λαού… Δεν είδατε ο άλλος της Ουκρανίας; Έφυγε, τον διώξανε, και βγήκε πάλι αυτός εχτές και είπε: Εγώ είμαι ο νόμιμος!” Ο ποιητής και συγγραφέας Μάνος Ελευθερίου, μιλά στηνΚρυσταλία Πατούλη, με αφορμή τα σημερινά γενέθλιά του, και τη νέα εκδοση που κυκλοφόρησε με όλους τούς στίχους των τραγουδιών του.

Κρ.Π.: Έχετε γενέθλια σήμερα…

Μ. Ελ.: Ε, τά ‘χω κι αυτά…

Κρ.Π.: … χρόνια σας πολλά! Ότι επιθυμείτε, και ότι καλύτερο εύχομαι…

Μ. Ελ.: …κι ο Θεός να βάλει το χέρι του! Οι παλιοί αναρχικοί λέγανε: Επικαλούμεθα το Θεό διότι μπορεί να υπάρχει και να την …πατήσουμε! Ήταν ένα ωραίο εύρημα.

Κρ.Π.: Σκέφτηκα να μιλήσω μαζί σας σήμερα που έχετε γενέθλια και έχω στα χέρια μου το βιβλίο σας «Τα λόγια και τα χρόνια», που στις σελίδες του είναι καταγεγραμμένο το στιχουργικό έργο όλης της ζωής σας, και έχετε γράψει και έναν πρόλογο εφ’ όλης της ύλης…

Μ.Ελ.: Ορισμένα πράγματα που ήθελα να πω, βέβαια, τα έκρυψα, γιατί ήταν… όχι επικίνδυνα, αλλά δυσάρεστα. Του κόσμου του αρέσει να του λένε πικάντικα πράγματα, αλλά δεν με ενδιαφέρουν αυτά.

Βέβαια κουράστηκα πάρα πολύ γι’ αυτά τα τραγούδια. Δεν είχα σκοπό να τα βγάλω σε βιβλίο, ο εκδότης επέμενε, κι ο εκδότης ήθελε, εδώ και 10 χρόνια. Το σημαντικό είναι ότι ο Σπύρος Κουρκουνάκης είχε μαζέψει τα τραγούδια μέχρι το 1995, και ο Δημήτρης Παπακώστας ο οποίος έκανε την επιμέλεια. Αν δεν ήταν αυτός, το βιβλίο δεν θα είχε βγει. Διότι είχε εκατοντάδες –κυριολεκτώ- ερωτήσεις να μου κάνει, για κάθε τραγούδι…

Κρ.Π.: Αναφέρετε πως «Τα τελευταία χρόνια, το ελληνικό τραγούδι συντηρείται με τα σωληνάκια»…

Μ.Ελ.: Τα νέα παιδιά που θέλουν σήμερα να κυκλοφορήσουν ένα CD, με δικά τους έξοδα βρίσκουν ένα στούντιο, πληρώνουν τους μουσικούς, κάνουν ένα σιντάκι, και το δίνουν στα ελάχιστα βιβλιοπωλεία που πουλάνε σιντί, διότι δεν υπάρχουν και δισκοπωλεία –αυτό είναι το τρελό!

Κρ.Π.: Επίσης υπογραμμίζετε ότι «παρ’ όλο που σήμερα ειδικά θα χρειάζονταν και μερικά «πολιτικά» τραγούδια, για να ξεσηκώσουν περισσότερο το κοινό (καθώς δεν υπάρχει από πάνω η τρομερή μαύρη χειρ ενός αόρατου κράτους και το κυνηγητό της αστυνομίας εναντίον όλων εκείνων που τολμούσαν να τα τραγουδήσουν), εντούτοις τη θέση τους παίρνουν ακόμη μια φορά τα αθάνατα ερωτικά τραγούδια. Καλά ή άσχημα, σοροπιασμένα ή όχι, μπορούν άνετα να συντηρούν ένα γονατισμένο λαό, καθώς είναι από τις ελάχιστες ανάσες της βασανισμένης ζωής»

Μ.Ελ.: Ο έρωτας φαίνεται είναι πιο σημαντικός από το φαγητό! Αλλά δεν ξέρω αν στις συναυλίες που κάνουν αυτά τα νέα παιδιά, λένε πολιτικά τραγούδια. Δεν το βλέπω. Δεν νομίζω. Αλλά είναι ο καιρός κατάλληλος για πολιτικά τραγούδια.

Το πολιτικό τραγούδι όμως έχει το εξής: είναι πολύ πιο δύσκολο να γράψεις πολιτικό τραγούδι, από το να γράψεις ένα ερωτικό. Διότι πρέπει να είναι πιο σημαντικό! Να είναι γερό! Δεν είναι ανάγκη να φωνάζεις, ούτε να καταγγέλλεις κατά κάποιον τρόπο. Αυτά τα κάνουν στις αφίσες, και τα κάνουν και οι πολιτικοί.

Για ένα τραγούδι που υπάρχει και περίπτωση να ζήσει πολλά χρόνια, πρέπει να είσαι πάρα πολύ σοβαρός, να είσαι σπουδαίος τεχνήτης! Πιθανότατα τα νέα παιδιά να μην έχουν ακόμη τα κότσια –όπως λέμε- για να κάνουν πολιτικό τραγούδι. Εκεί το αποδίδω.

Κρ.Π.: Μήπως ευθύνονται και τα προηγούμενα χρόνια της έντονης απολιτικοποίησης;

Μ.Ελ.: Τα νέα παιδιά υποτίθεται ότι είναι πολιτικοποιημένα. Υποτίθεται. Αλλά ξέρω ‘γώ; Δεν έχω μιλήσει με πολλούς νέους συνθέτες. Αλλά τους βλέπω έτσι, λίγο χαμένους, λίγο στο δε βαριέσαι, κοιτάζουν να κάνουν μια καριερίτσα εκεί πέρα, εκ των ενόντων…

Υπάρχουν βεβαίως και παιδιά που αγωνίζονται τρομακτικά, γιατί έρχονται εδώ πέρα κατά καιρούς νέα παιδιά, αλλά δεν ξέρουν και τι ζητάνε όλα αυτά τα παιδιά…

Κρ.Π.: Το τραγούδι γενικά, πόσο μπορεί να βοηθήσει έναν λαό που «είναι γονατισμένος» να …σηκωθεί;

Μ.Ελ.: Όχι, δεν βοηθάνε τα τραγούδια να σηκωθεί ο γονατισμένος λαός. Όχι. Τα τραγούδια σε βοηθάνε να κάνεις βήμα. Βήμα, εννοώ, στρατιωτικό. Τίποτε άλλο. Όπως όταν τραγουδάνε ένα στρατιωτικό τραγούδι οι στρατιώτες, και πηγαίνουν σε μια παρέλαση, ή σε μια μάχη, ή κάπου, σε μια πορεία, αυτό μονάχα βοηθάει.

Τίποτε άλλο. Για να αλλάξει μια κυβέρνηση; Ή για να αλλάξει κάτι στον κόσμο; Αποκλείεται. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Με «βόμβες» πέφτουν οι κυβερνήσεις. Με ξεσήκωμα όλου του λαού… Δεν είδατε ο άλλος της Ουκρανίας; Έφυγε, τον διώξανε, και βγήκε πάλι αυτός εχτές και είπε: Εγώ είμαι ο νόμιμος!

Κρ.Π.: Δεν χρειάζεται όμως κάποιος να βγει να εκφράσει με λόγια το κοινό αίσθημα για την πολιτική κατάσταση που ζούμε; Σαν αυτό που λέμε μερικές φορές: «αυτό ακριβώς αισθανόμουν αλλά δεν έβρισκα τις λέξεις να το πω, και ήρθε αυτός ο ποιητής και με δύο λόγια είπε αυτό που ένιωθα»!

Μ.Ελ.: Αυτές είναι μετρημένες στα δάχτυλα οι περιπτώσεις. Υπάρχουν άνθρωποι ευαίσθητοι, που νιώθουν ορισμένα λόγια, που γράφουν, ή που νιώθουνε ορισμένα λόγια και τα κάνουνε δικά τους. Με το δίκιο τους. Όπως και ‘γω έχω κάνει δικά μου πράγματα άλλα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι μετρημένοι όμως. Δεν σώζουν την κατάσταση.

Κρ.Π.: Αναφέρετε επίσης ότι «κανείς δεν ξέρει τι ανταπόκριση θα είχε σήμερα αν άρχιζε κάποιος, όχι απαραίτητα κουλτουριάρης, τη συναυλία του με τον ύμνο της Διεθνούς ή το «Στ’ άρματα, στ’ άρματα! Βέβαια, υπάρχει η πάντα επίκαιρη Ρωμιοσύνη, των Θεοδωράκη – Ρίτσου, όμως αυτή την κρύβουν οι καλλιτέχνες μας, φαίνεται, για τις πρώτες μέρες της επανάστασης», προφανώς κάνοντας χιούμορ;

Μ.Ελ.: Δεν πρόκειται να γίνει επανάσταση βέβαια… Υποτίθεται ότι θα γίνει κάτι! Υποτίθεται. Τώρα, στις μέρες της επαναστάσεως, θα έχουμε  κι άλλα τραγούδια να βάλουμε. Υπάρχουν μερικά τραγούδια. Θα διαχωριστούν κιόλας οι συνθέτες εκεί μέσα, το δικό σου το  τραγούδι, το δικό μου, θα γίνει ένας τζερτζελές, το γέλιο του αιώνα, γιατί ο κόσμος χάνεται, αλλά αυτοί θα κοιτάζουνε…

Μην ξεχνάτε ότι και οι περισσότεροι συνθέτες, βγαίνανε με ένα κόμμα, για να έχουν ένα σίγουρο αγοραστικό κοινό. Τι να κάνουνε κι αυτοί; Έπρεπε κάτι να κάνουνε. Ξέρω ένα δυο, χαμένους, που βγαίνανε με το κομμουνιστικό κόμμα, και είχανε σίγουρους 10 χιλιάδες αγοραστές.

Αυτοί που δεν ιδρώνει το αυτί τους, είναι οι της Νέας Δημοκρατίας, οι συνθέτες και οι τραγουδιστές. Δεν τους βοήθησε το κόμμα, δεν μπορεί να τους βοηθήσει. Διότι οι νεοδημοκράτες δεν αγοράζουν τούς νεοδημοκράτες συνθέτες. Αυτό είναι το μυστήριο.

Το ΠΑΣΟΚ το κάνει. Και ιδίως του ΚΚΕ, βεβαίως, αγοράζουν όλοι μαζί. Αλλά οι νεοδημοκράτες, οι καημένοι, δεν…  Ούτε τα βιβλία των νεοδημοκρατών συγγραφέων αγοράζουν. Αντιθέτως οι αριστεροί, αγοράζουν και τα βιβλία των αριστερών συγγραφέων, και τα σιντί των αριστερών συνθετών.

Κρ.Π.: Από τα τραγούδια που έχετε γράψει, ποιό νομίζετε ότι είναι πιθανά το πιο επίκαιρο σήμερα;

Μ.Ελ.: «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα…» μάλλον, του Μαρκόπουλου. Αυτό κυκλοφόρησε το 1974, αλλά ήδη τραγουδιόταν από την περίοδο της δικτατορίας με τον Ξυλούρη. Το 1972 το έπαιζε σε μία μπουάτ στην Πλάκα ο Γιάννης Μαρκόπουλος.

Κρ.Π.: Και γιατί νιώθετε ότι είναι επίκαιρο;

Μ.Ελ.: Μέσα έχει στίχους, που αναφέρονται και σε σημερινά γεγονότα. Είναι κατεξοχήν πολιτικό τραγούδι.

Κρ.Π.: Σήμερα ένα κίνημα κυρίως από τους νέους, θα μπορούσε να αλλάξει κάτι… Θα είχατε πιθανά κάτι να τους πείτε γι’ αυτό;

Μ.Ελ.: Ο καθένας να ακολουθήσει εκείνο που θέλει. Ό,τι θέλεις να το κάνεις, να το κάνεις όμως καλά. Αυτό με ενδιαφέρει εμένα. Αλλά το να δώσω συμβουλή είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο. Γιατί ο καθένας έχει στο κεφάλι του κάτι, κι αυτό προσπαθεί να κάνει. Αν το κάνει όσο το δυνατόν πιο καλά, αυτό είναι το ζητούμενο.

Κρ.Π.: Τι είναι για εσάς η ελληνική μουσική και το τραγούδι;

Μ.Ελ.: Είναι ένα κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό.

Έχουνε δώσει σπουδαία πράγματα και δεν μπορούν να καταργηθούν όλα αυτά που έχουν δώσει, από τους ανώνυμους μουσικούς και στιχουργούς, μέχρι τους σπουδαίους: Τον Τσιτσάνη, τον Γκάτσο, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, τον Βαμβακάρη… Όλα αυτά που δώσανε δεν πήγανε χαμένα.Και ούτε θα πάνε χαμένα. Ούτε ο Χατζηδάκις θα χαθεί ποτέ, ούτε ο Θεοδωράκης…

Δηλαδή κανένα κόμμα δεν μπορεί να καταργήσει ούτε τον Μάνο Χατζηδάκη, ούτε τον Μίκη Θεοδωράκη, ούτε κανέναν εν πάση περιπτώσει. Μένω σε δύο μεγάλης σημασίας ανθρώπους. Ο ένας έχει φύγει, αλλά επειδή είμαι της ίδιας γενιάς γι’ αυτό τον λέω. Και ο Μίκης είναι 90 χρονών. Ζει την αθανασία του πια! Δεν μπορεί κανείς να τον καταργήσει. Μπορεί να απαγορευτεί, για παράδειγμα, να τραγουδιέται. Αλλά δεν μπορεί τίποτα να τον καταργήσει, σα να μην υπήρξε τόσο σπουδαίος!

Κρ.Π.: Πόσο σημαντικά είναι τα παιδικά χρόνια, πιστεύετε, ως πηγή δημιουργικότητας;

Μ.Ελ.: Είναι σημαντικά όπως το βλέπω. Μέχρι τα 6,7,8 χρόνια. Αυτά είναι και τα πιο βασικά χρόνια ενός ανθρώπου.

Μάνος ΕλευθερίουΤα λόγια και τα χρόνια (1963-2013) Τα τραγούδια, εκδόσεις Μεταίχμιο (2013), 523 σελ.

«Πριν από χρόνια, ο φίλος και συνθέτης Σπύρος Κουρκουνάκης είχε την καλοσύνη να απομαγνητοφωνήσει από τους δίσκους 33 στροφών της συλλογής μου και στη συνέχεια να δακτυλογραφήσει και να ταξινομήσει όσα τραγούδια μου κυκλοφόρησαν από το 1963 ως το 1995.

Δουλειά αγάπης, βέβαια, αλλά εξοντωτική, και σ’ εκείνον οφείλω την πρώτη μαγιά γι’ αυτή τη συγκεντρωτική έκδοση των στίχων μου. Τον ευχαριστώ «εκ μέσης καρδίας», όπως έλεγαν οι παλαιοί.

Τα τραγούδια παρουσιάζονται εδώ με την χρονολογική σειρά που κυκλοφόρησαν. Η χρονολογία σημειώνεται πριν από το όνομα του συνθέτη κάθε τραγουδιού. Ακόμη πιο πριν, οι χρονολογίες μέσα σε παρένθεση, όπου υπάρχουν, δηλώνουν το χρόνο γραφής κάθε τραγουδιού και είναι όσες κράτησα. Δεν ξέρω ποιον μπορεί να ενδιαφέρει μια τέτοια επισήμανση και αν ικανοποιεί κάποια ανάγκη πέρα από τη δική μου περιέργεια να βλέπω πόσος καιρός χρειάστηκε για να μελοποιηθεί κάποιο τραγούδι.

Ειδικά γι’ αυτή τη λεπτομέρεια, θέλω να διευκρινίσω ότι καμιά φορά οι συνθέτες κρατούν πολύ καιρό στο συρτάρι τους, και πέντε και δέκα χρόνια, στίχους που τους έδωσες για μελοποίηση. Τότε τους επισκέφθηκε η έμπνευση. Μπορεί όμως και να σε ειδοποιήσουν μετά από χρόνια ότι οι στίχοι που τους έδωσες δεν τους ενδιαφέρουν, για διάφορους λόγους, και είσ’ ελεύθερος να τους δώσεις σε άλλο συνθέτη.

Αξέχαστη θα μου μείνει η περίπτωση ενός συνθέτη ο οποίος μου τηλεφώνησε κάποτε ευγενέστατα και μου είπε ότι οι στίχοι που του είχα δώσει πριν από… είκοσι πέντε (25) χρόνια δεν τον εμπνέουν και μπορώ να τους δώσω αλλού. Τους στίχους ούτε τους θυμόμουν. Πρέπει να ήταν άθλιοι και τους είχα πετάξει. Αλλά ο ευλογημένος – μετά από 25 χρόνια!

Σκαλίζοντας τα κιτάπια μου γι’ αυτή την έκδοση, είδα ότι εδώ και χρόνια έχω δώσει σε συνθέτες πολλά τραγούδια για μελοποίηση. Μερικά μπορεί να κυκλοφόρησαν κιόλας και να μην το πήρα είδηση. Όλα γίνονται. Αν κυκλοφορήσουν όμως αργότερα, μετά την εποχή τους, θα τ’ ακούσει ένας άλλος κόσμος, με άλλα ενδιαφέρονται και προτιμήσεις. Ο καιρός περνάει γρήγορα, ανελέητα, όλα στον κόσμο έρχονται τα πάνω κάτω, οι αλλαγές στα πάντα είναι τέτοιες, ώστε η εναλλαγή των γενεών γίνεται πια κάθε δέκα χρόνια.

Είναι τουλάχιστον αστείο να νομίζουν ορισμένοι (και δυστυχώς είναι πολλοί, πρόσωπα που σέρνουν την ανίατη αρρώστια της αθανασίας) ότι όσα έγραψαν σήμερα ή χτες μπορούν θαυμάσια να ενδιαφέρουν και τις επόμενες γενιές. Όμως αυτά γίνονται μόνο με τα μεγάλα έργα της ανθρωπότητας. Και τέτοιο κουσούρι δεν το είχαν ούτε οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί ούτε ο Σαίξπηρ.

Πρέπει να δηλωθεί ακόμη ότι απ’ αυτή την έκδοση απορρίφθηκαν (από εμένα, βέβαια) οι στίχοι 30 τουλάχιστον τραγουδιών. Ήταν αδύνατο να σταθούν οπουδήποτε. Το γιατί τα μελοποίησαν οι συνθέτες και γιατί τα ερμήνευσαν οι τραγουδιστές, είναι άλλη ιστορία. Πάντως τους ευχαριστώ θερμά.

Αλλά τόσα πρέπει να είναι και τα τραγούδια που παραμένουν «εν υπνώσει», όπως λένε για ορισμένα μέλη τους οι τέκτονες. Έχουν κυκλοφορήσει, βέβαια, αλλά είναι αδύνατο να τα’ ανακαλύψω, αφού ούτε αντίγραφο των στίχων κράτησα ούτε δίσκο απέκτησα. Το χειρότερο: δεν τα άκουσα ποτέ. Το τρισχειρότερο: δε θυμάμαι ποιοι συνθέτες τα μελοποίησαν και ποιοι τραγουδιστές τα ερμήνευσαν. Θα τα έχουν ξεχάσει, ευτυχώς, κι εκείνοι. Όλα αυτά, τη δεκαετία του 1970. Μακρινά πράγματα.

(Κάποτε που ζήτησα από μια δισκογραφική εταιρεία να με βοηθήσει σε κάτι, με πληροφόρησαν ότι τα CD αυτών των τραγουδιών τα είχαν δώσει για πολτοποίηση γιατί δεν πουλούσαν. Δεν κράτησαν για το αρχείο τους ούτε ένα δείγμα. Δεν είχαν καν αρχείο, για τίποτα και για κανέναν. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ κάποιοι άνθρωποι που έγραψαν τραγούδια και κάποιοι που τα τραγούδησαν.)

Απ’ την άλλη, σκέπτομαι ότι αργότερα ίσως κάποιος αιθεροβάμων αποπειραθεί να συμπληρώσει αυτή την έκδοση, για να είναι πλήρης η τράπουλα και για «να δούμε ολοκληρωμένο το πρόσωπο του στιχουργού». Χαμένος κόπος, νομίζω. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να ενδιαφέρεται για τέτοιες αποκαταστάσεις. Και δε χάθηκε ο κόσμος αν δεν βρεθούν τα τραγούδια. Είτε επιτυχημένα είτε αποτυχημένα, θα συνεχίσουν να ταξιδεύουν στα μεγάλα πελάγη, μαζί με τα άλλα, τα γνωστά και τα άγνωστα, δίπλα στα υπόλοιπα φανερά ή κρυφά της ζωής μας.

Όσο ετοίμαζα προς έκδοση αυτούς τους στίχους, χωρίς να το θέλω, άρχισα να διορθώνω μερικά πράγματα που μου ξέφυγαν στην πρώτη τους μορφή, η οποία ήδη κυκλοφορεί. Μάταιος κόπος. Τα τραγούδια έχουν πάρει το δρόμο τους. Τα’ άφησα όπως ήταν. Μερικά τετράστιχα μπορεί να φανούν αφασικά –δυστυχώς, έτσι κυκλοφόρησαν. Ας τα διορθώσει όποιος θέλει, κι αν τα τραγουδήσει, ας τα λέει με τις δικές του αλλαγές. Υπάρχουν βέβαια και σφήνες ηθελημένα «αφασικές». Εκεί έχω κρύψει, φαίνεται, ορισμένα μυστικά, που όμως τώρα ούτ’ εμένα μου λένε τίποτα.

Πρέπει όμως να παραδεχτώ κι ότι δεν μπορείς να τα λες και να τα γράφεις όλα με λεπτομέρειες. Πρέπει ν’ αφήνεις κι ένα παράθυρο για να συμπληρώσει ο ακροατής όσα θέλει, εφόσον έχει κι αυτός κάποιο ταλέντο. Και στη λογοτεχνία, αναγνώστες με ταλέντο. Ανθρώπους που μπορούν να σε βοηθήσουν με μια χρήσιμη παρατήρηση.

Θα μπορούσα να παραπέμψω σε πολλές εικόνες και περιστατικά που με κατοίκησαν, που ζω μαζί τους επί χρόνια και τα πέρασα στα τραγούδια μου. Αν τα εξηγούσα, θα βάραιναν το πράγμα –με εσώψυχα, με κρυμμένα πράγματα, δήθεν μυστικά κι ακατανόητα. Όσο κι αν ορισμένα τραγούδια είναι πράγματι σουρεαλιστικά, δεν είναι παρά πιστή αντιγραφή της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, και ειδικά της δικής μου περιπέτειας σ’ αυτό το χώρο και σ’ αυτό τον τόπο.

Το κακό σ’ αυτή την περιπέτεια είναι ότι υπέκυψα συνειδητά στην τρομοκρατία της ομοιοκαταληξίας (για να είμαι πιο απλός, πιο προσιτός;). Μέγα λάθος. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω όλα τα’ αποθέματα της αντοχής και την όποια επιρροή μου για να πείσω τους συνθέτες ν’ αλλάξουν κάτι. Δεν το τόλμησα. Και ίσως είν’ αργά. Άλλωστε τώρα πια γράφουμε τραγούδια μόνο για την ψυχή μας –και, επιτέλους, όπως τα θελουμε.

Κάμποσοι συνθέτες της γενεάς μου, από διαίσθηση κι αμηχανία μπροστά στα αδιέξοδά τους, και φυσικά από την ώθηση του σπουδαίου ταλέντου τους, προκειμένου ν’ αλλάξουν δρόμους και ορίζοντες, αφού περπατούσαν επί χρόνια στο ίδιο μονοπάτι, πρότειναν και τόλμησαν να φυσήξουν στο έργο τους άλλον αέρα. Ακριβώς τον αέρα που και σήμερα χρειάζεται το νέο ελληνικό τραγούδι.

Εκείνοι μπορεί να ζουν τώρα από τη σύνταξή τους, αφού ολόκληρη η γενεά μετά τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη είναι πλέον στο περιθώριο, το έργο της όμως ξεπέρασε σε ποιότητα όλη τη γλυκανάλατη μεταπολεμική ιστορία. Ό,τι έγινε το αποδίδω στη διαίσθησή τους, κι οπωσδήποτε στις επιτακτικές φωνές που έρχονταν «απέξω». Οι «έξω» στάθηκαν δάσκαλοι και οδηγοί. Και το μεγάλο ταλέντο των δικών μας πάντα τους δίδασκε τι έπρεπε να κρατήσουν και πώς ν’ αξιοποιήσουν μέσα στον ελληνικό χώρο αυτή την επιρροή.

Οι νέοι τραγουδοποιοί έχουν πάρει το μήνυμα των ουρανών και άρχισαν τη δική τους μεγάλη πορεία. Είναι η αρχή ενός μέλλοντος που δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει. Εξαφανίζονται πια το παγωμένο κουπλέ και το ρεφρέν, κι εμφανίζεται κάτι εντελώς καινούργιο. Μακάρι να συνεχιστεί.

Κανένας ζωγράφος δε ζωγραφίζει πια αρνάκια και βοσκοπούλες με τον τρόπο του Θωμόπουλου, κανένας ηθοποιός δεν παίζει όπως οι ηθοποιοί του 1960. Μόνον ορισμένοι αγιογράφοι έμειναν προσκολλημένοι σε μια δήθεν βυζαντινή εποχή (σε ποιον αιώνα άραγε της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας;). Με τους πολύ νεότερους συνθέτες που συνεργάστηκα, από το 2000 και μετά, φαίνεται αυτή η ιδιαιτερότητα. Ήταν κάτι που το ζητούσα από πάντα, αλλά κι εδώ με κυνηγάει η ομοιοκαταληξία.

Τα τελευταία χρόνια, το ελληνικό τραγούδι συντηρείται με τα σωληνάκιαΔε φταίνε οι δημιουργοί. Φταίνε προπάντων όλοι εκείνοι που προστάτευαν κάποτε και βοηθούσαν την πορεία του. Είναι όσοι πρωτοστάτησαν επί δεκάδες χρόνια στην ανάδειξη και την προώθηση της ελληνικής μουσικής, παρουσιάζοντας κάθε νέα εργασία παλαιού ή νέου συνθέτη, φιλοξενώντας συνεντεύξεις τους κι αποκαθιστώντας, επιτέλους, τη «σκοτεινή» (τι λέξη!) γενιά των ρεμπέτηδων και των λαϊκών συνθετών, στιχουργών και τραγουδιστών, αποδίδοντας έτσι έστω κι αργοπορημένα τις τιμές και τα παράσημα που άξιζαν και σβήνοντας τους λεκέδες της ζωής τους.

Ήρθε λοιπόν ένας καιρός που αυτοί οι ίδιοι με την συνδρομή τους υπογράψανε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου τού ελληνικού τραγουδιού. (Και για να μιλήσουμε με τους ψυχρούς κι ανελέητους αριθμούς: ανάμεσα στα άλλα που μας δυναστεύουν, είναι ντροπή κι εξευτελισμός να πουλάς ένα CD με 12 τραγούδια σου σε 76.000 αντίτυπα και να εισπράττεις σήμερα ως πνευματικά δικαιώματα 328 ευρώ!)

Δεν ήταν πάντα ρόδινες οι συνεργασίες μου με τους συνθέτες. Είχαν κι αυτοί τα φεγγάρια τους, όπως όλοι μας. Παρατήρησα όμως ότι όσο σπουδαιότερος είναι κάποιος, τόσο περισσότερο τον βασανίζουν οι ιδιαιτερότητές του. Φυσικά, η μπάλα παίρνει κι εσένα, το συνεγάτη του, και τους δικούς του ανθρώπους. Φαίνεται ότι μόλις γεννηθούν, κάποιο αόρατο χέρι τούς κάνει μια ένεση και τους αναγκάζει ν’ ακολουθήσουν αργότερα αυτή την οδυνηρή περιπέτεια που λέγεται ελληνικό τραγούδι.

Το οποίο, βέβαια, εκδικείται τη θεία δωρεά που έχουν και τους δίνει συνεχώς ταπαράσημα της ανασφάλειας, του άγχους, της αναγκαστικής συνεργασίας ακόμα και με άσχετους ή ελεεινούς ή γραφικούς ανθρώπους. Πρέπει να έχει κανείς δαιμονική διαίσθηση, για να τον βοηθήσει να ξεφύγει λίγο πριν τον ρίξουν στον γκρεμό. Και μόλις περάσει η κρίση, πάντα υπάρχει η δυνατότητα για καινούργιες κατακτήσεις.

Στα χρόνια που ήμουν στα κέφια μου με το τραγούδι, είχα τη φαεινή ιδέα να καταγράφω όλα όσα μου συνέβαιναν, και τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα.

Όσο απίστευτα κι αν φαίνονται σήμερα που τα ξαναδιαβάζω, εντούτοις ήταν όλα αληθινά. Από τη μια, αδιανόητες ανοησίες ή κακογουστιές. Κι από δίπλα, συγκινητικά περιστατικά που σε γονατίζουν με την ομορφιά και τη μεγαλοσύνη ορισμένων καλλιτεχνών.

Σήμερα μένουν στον αέρα οι εντελώς νέοι τραγουδοποιοί, στιχουργοί κι ερμηνευτές. Με δικά τους έξοδα πλέον κυκλοφορούν ένα CD και το δίνουν στα βιβλιοπωλεία να το πουλήσουν (αφού μετά τις δισκογραφικές εταιρείες έκλεισαν και τα δισκοπωλεία), μήπως και εισπράξουν κάποτε κάτι ελάχιστο.

Οι περισσότεροι, αν δεν έχουν μια δεύτερη δουλειά, ζουν από τη σύνταξη των γονιών τους. Τα καλοκαίρια όμως έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μερικές συναυλίες στην επαρχία και να νομίζουν ότι εισπράττουν, αφού και οι μαγαζάτορες νομίζουν ότι τους πληρώνουν. Το σπουδαίο είναι πως η νεολαία τούς αποθεώνει.

Παράλληλα γίνονται και συναυλίες με τα εναπομείναντα μεγάλα ονόματα και είδωλα της νύχτας. Τραγουδούν τα παλιά τους τραγούδια, εκείνα που τιμήθηκαν κάποτε από χιλιάδες αγοραστές με χρυσούς και πλατινένιους δίσκους. Και παρ’ όλο που σήμερα ειδικά θα χρειάζονταν και μερικά «πολιτικά» τραγούδιαγια να ξεσηκώσουν περισσότερο το κοινό (καθώς δεν υπάρχει από πάνω η τρομερή μαύρη χειρ ενός αόρατου κράτους και το κυνηγητό της αστυνομίας εναντίον όλων εκείνων που τολμούσαν να τα τραγουδήσουν), εντούτοις τη θέση τους παίρνουν ακόμη μια φορά τα αθάνατα ερωτικά τραγούδια. Καλά ή άσχημα, σοροπιασμένα ή όχι, μπορούν άνετα να συντηρούν ένα γονατισμένο λαό, καθώς είναι από τις ελάχιστες ανάσες της βασανισμένης ζωής.

Μου φαίνεται μάλλον παρατραβηγμένο αυτό που θα πω, αλλά κανείς δεν ξέρει τι ανταπόκριση θα είχε σήμερα αν άρχιζε κάποιος, όχι απαραίτητα κουλτουριάρης, τη συναυλία του με τον ύμνο της Διεθνούς ή το «Στ’ άρματα, στ’ άρματα! Βέβαια, υπάρχει η πάντα επίκαιρη Ρωμιοσύνη, των Θεοδωράκη – Ρίτσου, όμως αυτή την κρύβουν οι καλλιτέχνες μας, φαίνεται, για τις πρώτες μέρες της επανάστασης.

Τελειώνοντας: Το μεγάλο ευχαριστώ ανήκει πρώτα πρώτα σε όλους ανεξαιρέτως τους συνθέτες, που είχαν την τέχνη να δώσουν φτερά σ’ αυτούς τους στίχους μου, και φυσικά στους ερμηνευτές, πολλοί από τους οποίους έδωσαν και την ψυχή τους.

Ιδιαιτέρως θέλω να ευχαριστήσω το λαμπρό φίλο μου Χρήστο Λεοντή, ο οποίος, νέος κι εκείνος τότε, το 1963, μελοποίησε το πρώτο μου τραγούδι, τους «Ρημαγμένους κήπους». Νομίζω πως ήταν και το πρώτο δικό του που κυκλοφόρησε. Ένα τραγούδι για το οποίο πήραμε και προκαταβολή, τότε, 500 δραχμές ο καθένας!»

(Πρόλογος του Μάνου Ελευθερίου, στο βιβλίο του Τα λόγια και τα χρόνια (1963-2013) Τα τραγούδια, εκδόσεις Μεταίχμιο (2013), 523 σελ.).

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα
και τους καημούς που σκέπασε καπνός
η ξενιτιά τα βρήκε αδελφωμένα.
Κι οι ξαφνικές χαρές που ήρθαν για μένα
ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός
κι οι λογισμοί που μπόρεσα για σένα.

Και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια
με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια,
εκεί που πρώτα ήσουνα παντού
και τώρα μες στο κρύο και στα χιόνια.

Η μοίρα κι ο καιρός το `χαν ορίσει
Παρασκευή το βράδυ στις εννιά
η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει.
Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει
αυτός που δεν εγνώρισε γενιά
και του λαού την πόρτα να χτυπήσει.

Δεν ήτανε ρολόι σταματημένο
σε ρημαγμένο κι άδειο σπιτικό
οι δρόμοι που με πήραν και προσμένω.
Τα λόγια που δεν ξέρω σου τα δένω
με τους ανθρώπους που είδαν φονικό
και το `χουν στ’ όνομά τους κεντημένο.

Αυτός που σπέρνει δάκρυα και τρόμο
θερίζει την αυγή θανατικό.
Μαύρα πουλιά τού δείχνουνε το δρόμο
κι έχει κρυφή πληγή κοντά στον ώμο,
σημάδι μυστικό απ’ το κακό,
πως ξέφυγε απ’ ανθρώπους κι από νόμο.

Τη δόξα των ανθρώπων δε γυρίζω
στης πέτρας την παλιά τη συλλογή.
Κι άλλο απ’ το μαύρο χόρτο δε γνωρίζω
παρά μονάχα σκέφτομαι κι ελπίζω
ποια λόγια θα περάσουν την πληγή
και τι θα ξεχαστεί μ’ αυτά που χτίζω.

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου (1968-1971) 1974.Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος

Διαβάστε επίσης στο tvxs.gr:
«Ποιός τη ζωή μου, ποιός την κυνηγά;», Μάνος Ελευθερίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *