Συνεχίζεται η πολιτική της λιτότητας, παρά τα μερίσματα!

Μια πρόσκαιρη διευκόλυνση που με κανέναν τρόπο δεν αναιρεί την πολιτική λιτότητας η οποία εξακολουθεί να εφαρμόζεται αμείωτη είναι το μέρισμα που ξεκίνησε να δίνεται παραμονές των Χριστουγέννων σε 1,5 περίπου εκ. πολίτες.

Το κοινωνικό μέρισμα, που ξεκίνησε να χορηγείται για πρώτη φορά το 2014 επί κυβέρνησης Α. Σαμαρά, προέρχεται από την υπερφορολόγηση του συνόλου των φυσικών και νομικών προσώπων κι έρχεται να γλυκάνει το χάπι των δημοσιονομικών πλεονασμάτων, που η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να εφαρμόζει μέχρι το 2060• 3,5% μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ για την υπόλοιπη χρονική περίοδο.

Η συνέχιση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής λιτότητας, παρότι στις 21 Αυγούστου έληξε το τρίτο Μνημόνιο, αποτυπώνεται σε μια πλειάδα επίσημων στοιχείων από εγχώριες και διεθνείς πηγές, που από κοινού δείχνουν ότι το κλίμα ευφορίας για χαλάρωση  της περιοριστικής πολιτικής που δημιουργεί η κυβέρνηση απέχει σημαντικά από την πραγματικότητα.

Ο δείκτης που συμπυκνώνει πιο πιστά την οικονομική ασφυξία των νοικοκυριών παραμένουν τα ανεξόφλητα χρέη προς την εφορία. Με βάση πρόσφατες ανακοινώσεις της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, τον Σεπτέμβριο του 2018 τα ληξιπρόθεσμα χρέη αυξήθηκαν κατά 1,4 δισ. ευρώ. Ακόμη κι αν αφαιρέσουμε από αυτό το σύνολο τα 900 εκ. ευρώ που δημιουργήθηκαν από 4 μόνο μεγαλοοφειλέτες, η αύξηση τον μήνα Σεπτέμβριο, όταν έπρεπε να καταβληθεί η πρώτη δόση του ΕΝΦΙΑ και η δεύτερη δόση του φόρου εισοδήματος, ανέρχεται σε 513 εκ.

Δεδομένων των αλλεπάλληλων φορολογικών υποχρεώσεων από τον Οκτώβριο και μετά, όταν θα πρέπει να καταβάλλονται οι επόμενες δόσεις προς την εφορία και τα τέλη κυκλοφορίας των οχημάτων, τα σχετικά χρέη θα αυξάνονται ιλιγγιωδώς. Μέχρι το τέλος του έτους επομένως κάλλιστα μπορούμε να εικάσουμε ότι το σύνολο των απλήρωτων φόρων που αυτή τη στιγμή ανέρχεται σε 185 δισ. ευρώ (εκ των οποίων οι καθαροί φόροι ανέρχονται σε 103 δισ. ευρώ και το υπόλοιπο ποσό αφορά προσαυξήσεις και πρόστιμα) θα υπερβεί το ΑΕΠ της χώρας, που με βάση τον κρατικό προϋπολογισμό του 2019 για το τρέχον έτος θα ανέλθει σε 185,658 δισ. ευρώ.

Χρωστάει στην εφορία ο 1 στους 2

Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει να δούμε ότι αυτό το δυσθεώρητο ποσό αναλογεί σε 4.312.395 πολίτες (όταν μόλις τον Αύγουστο όσοι είχαν χρέη στην εφορία ανέρχονταν σε 3.801.967). Σχεδόν ο 1 στους 2 επομένως οφείλει στην εφορία. Οι κίνδυνοι που εγκυμονούνται από τα χρέη στην εφορία γίνονται εμφανείς αν λάβουμε υπ όψη μας ότι από τα 4,3 εκ. πολιτών που χρωστούν, τα 1,1 εκ. είναι αντιμέτωποι με αναγκαστικά μέτρα και τα 1,8 εκ. είναι ανοιχτοί σε κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών και δεσμεύσεις προσωπικών στοιχείων.

Ανάλογη κατάσταση οικονομικής αποπνιξίας προκύπτει επίσης από την εικόνα των χρεών που έχουν συγκεντρωθεί στο Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών (ΚΕΑΟ). Με βάση τα στοιχεία της τρίτης τριμηνιαίας έκθεσης, το χρέος στα ταμεία ανέρχεται σε 34,3 δισ. ευρώ, από 33,8 δισ. που ήταν μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Η αύξηση μέσα σε τρεις μήνες (που αντιστοιχεί σε 38.648 νέους οφειλέτες) έφτασε τα 493.520.772 ευρώ, εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος (363.228.371 ευρώ) αφορά πρόσθετα τέλη και το υπόλοιπο (130.292 ευρώ) κύριες οφειλές.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η συσσώρευση χρεών από παλιότερες ρυθμίσεις. Εκτιμάται ειδικότερα ότι από τις 3 ρυθμίσεις, μόνο η 1 παραμένει ενεργή (128.370 σε 417.942) και οι άλλες 2 έχουν χαθεί. Αποδείχθηκε δηλαδή ότι οι όροι ήταν υπερβολικά δυσμενείς για να μπορέσουν να τους εφαρμόσουν οι οφειλέτες ή δεν επιτεύχθηκε η ανάκαμψη εσόδων στην οποία προσδοκούσαν, με αποτέλεσμα η πλειοψηφία να υποπέσει ξανά στην πρότερα κατάσταση. Στο κενό έπεσαν επομένως οι ρυθμίσεις.

Η άλλη όψη της υπερφορολόγησης και της συνακόλουθης αδυναμίας των φορολογουμένων να ανταποκριθούν στις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους είναι το «άδειασμα» των τραπεζικών λογαριασμών. Τον Οκτώβριο οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά 346 εκ. ευρώ (με τα 289 εκ. να αφορούν εταιρικούς λογαριασμούς και τα 56 λογαριασμούς νοικοκυριών), όταν τον Σεπτέμβριο αυξήθηκαν κατά 101 εκ.

Δραματική είναι η κατάσταση και με τα τιμολόγια της ΔΕΗ, παρά τα μέτρα ελάφρυνσης που έχουν εφαρμοστεί κατ’ επανάληψη, στοχεύοντας στα πιο φτωχά νοικοκυριά που εξακολουθούν να ζουν στο σκοτάδι ή να χρησιμοποιούν έμμεσους τρόπους για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε ηλεκτρικό. Με βάση στοιχεία που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα από τη Γενική Διεύθυνση Εμπορίας της ΔΕΗ από τα 7,1 εκ. ρολόγια, τα 2,3 εκ. έχουν οφειλές.

Το ύψος τους στο τέλος Ιουνίου ανερχόταν σε 2,429 δισ. ευρώ (ελαφρώς μειωμένο σε σχέση με το τέλος του προηγούμενου χρόνου όταν οι οφειλές ανέρχονταν σε 2,536 δισ. ευρώ). Πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά οι οφειλές των οικιακών καταναλωτών εμφανίζονται μειούμενες προϊόντος του χρόνου, όχι λόγω κάποιας επιστροφής των οφειλετών στα γκισέ της εταιρείας, αλλά λόγω της έκδοσης εντολών διακοπής ηλεκτροδότησης! Ως αποτέλεσμα, από περίπου 1 δισ. ευρώ που ήταν οι συγκεκριμένες οφειλές στις 31/12/2017, πλέον ανέρχονται σε 886 εκ. ευρώ, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει κάτι θετικό για την ενεργειακή αφθονία των νοικοκυριών.

Η αδυναμία των νοικοκυριών αλλά και των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις φορολογικές, ασφαλιστικές, ακόμη και τις υποχρεώσεις τους απέναντι στη ΔΕΗ, είναι αποτέλεσμα των απογοητευτικών εξελίξεων στην αγορά εργασίας. Η ανεργία στην Ελλάδα, παρά την μείωση που καταγράφει, τον Αύγουστο έπληττε το 18,9%  του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (ή 897.000 άτομα), καταγράφοντας πανευρωπαϊκό ρεκόρ. Για να φανούν καλύτερα οι ελληνικές …επιδόσεις, να αναφερθεί ότι ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ανεργίας είναι 8,1%…

Αύξηση ευέλικτων μορφών εργασίας

Κάπου εδώ με τη μείωση της ανεργίας σταματούν και τα καλά νέα, καθώς όλοι οι ποιοτικοί δείκτες αν κάτι υπογραμμίζουν είναι ότι στην ελληνική αγορά εργασίας εξακολουθεί να επικρατεί άγριος νεοφιλελευθερισμός. Για παράδειγμα, με βάση στοιχεία από το πληροφοριακό σύστημα Εργάνη που ανακοινώθηκαν  Παρασκευή βράδυ 16 Νοεμβρίου (έτσι ώστε να προσλάβουν όσο το δυνατό μικρότερη δημοσιότητα) η αγορά εργασίας τον Οκτώβρη κατέρρευσε, καταγράφοντας μιας από τις χειρότερες επιδόσεις της: Απώλεια περισσότερων από 120.000 θέσεων εργασίας και ταυτόχρονα έκρηξη των ευέλικτων μορφών απασχόλησης που αντιπροσωπεύουν το 62,05% των θέσεων εργασίας, όταν οι σχέσεις πλήρους απασχόλησης αντιπροσώπευαν μόνο το 37,95% του συνόλου.

Η επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα αντικατοπτρίζεται και σε πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (με τίτλο Global Wage Report 2018/2019) που αναφέρει ότι στην Ελλάδα το 2017 παρατηρήθηκε η χειρότερη επίδοση στους πραγματικούς μισθούς των εργαζομένων: μείωση κατά 3,5%, όταν ακόμη και χώρες με αγορές εργασίας – σκλαβοπάζαρα όπως η Βουλγαρία και  Ρουμανία οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 10,5% και 12,8%!

Επιδείνωση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια παρατηρείται στην Ελλάδα κι αν εξετάσουμε ως κριτήριο τον ονομαστικό μισθό, καθώς όπως φαίνεται στο συνημμένο διάγραμμα, ο ονομαστικός μισθός στην Ελλάδα το 2017 ήταν χαμηλότερος ακόμη κι από το 2015, 2014 και 2013, δηλαδή τα χρόνια της ΝΔ η οποία ομολογουμένως πάσχισε για να συντρίψει όλους τους μισθούς.

Η Ελλάδα διατηρεί τη χειρότερη επίσης επίδοση μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών κρατών καθώς όλη την προηγούμενη δεκαετία (2008-2017) η μέση μείωση των πραγματικών μισθών ήταν 3,1%. Τα …χάλια μας φαίνονται καλύτερα αν λάβουμε υπ’ όψη ότι η αμέσως χειρότερη επίδοση ανήκει στην Ιταλία κι αφορά για την ίδια πάντα χρονική περίοδο μείωση κατά 0,6%, ενώ η γενική μέση τάση ήταν αύξηση κατά 0,7%. 

Στη βάση όλων των παραπάνω (στα οποία δεν έχουμε συμπεριλάβει άλλα πολύ σημαντικά βάρη όπως είναι για παράδειγμα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις τράπεζες που βαραίνουν 200.000 δανειολήπτες) η εμφάνιση ενός επιδόματος ή των αναδρομικών στα ειδικά μισθολόγια ως όαση ελπίδας και πολύ περισσότερο  ως δείγμα άλλης πολιτικής, είναι πρόκληση…

Πηγή: Λεωνίδας Βατικιώτης – Kommon

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *