Νίκος Καββαδίας. Γενέθλια μέρα για τον ποιητή, συγγραφέα, αγωνιστή

Ο ποιητής των μακρινών τόπων. Ποιητής της θάλασσας και της ζωής των ναυτικών. Έργα βιωματικά γεμάτα από την αλμύρα και την τρικυμία των ωκεανών που είχε ταξιδέψει σε όλη του τη ζωή.

Αλλοτινοί τόποι και άνθρωποι ξεχύνονται μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του, παρασύροντας τους αναγνώστες σε ένα μακρινό ταξίδι. Εξωτικές γυναίκες, στιγματισμένα μπράτσα και παράξενοι θερμαστές ζωντανεύουν στο χαρτί. Ενας ταπεινός ασυρματιστής που κατάφερε να γίνει γνωστός μετά τον θάνατό του.

Ο “Κόλλιας” όπως ήταν γνωστός στους φίλους του, αποτύπωσε στα έργα του τη θαλασσινή φύση του Έλληνα. Με ύφος γλαφυρό ζωντάνευε τους τόπους και τους ανθρώπους που γνώριζε στα ταξίδια του.Η θεματολογία του πάντα κινείται γύρω από τη θάλασσα, τη μοναδική, ίσως, αγαπημένη του. Σε κάθε του στίχο κρύβεται η μαγεία του ταξιδιού και η σκληρή ζωή που οι ναυτικοί γνωρίζουν καλά. Ωστόσο, για τον ίδιο, που είναι ιδανικός εραστής “των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων” , η θάλασσα είναι ένας μαγικός κόσμος.

Ο Νίκος Καββαδίας έλεγε ότι δεν αγάπησε ποτέ γυναίκα όπως αγάπησε τη θάλασσα. Από τα 19 του δούλευε ως ναύτης. Η θάλασσα, τα τατουάζ, “στίγματα” των ναυτικών, εμφανίζονται συχνά στα ποιήματά του. Του άρεσαν τα μακρινά ταξίδια, για αυτό και δεν μπάρκαρε ποτέ σε πλοία της γραμμής.

Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, δημοσιεύει ποιήματα του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Το 1933 εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα εκδίδοντας, με δικά του έξοδα, την πρώτη του ποιητική συλλογή, το “Μαραμπού” , ένα πουλί, κακός οιωνός για τους ναυτικούς. “Μαραμπού” είναι και το παρατσούκλι που είχε δώσει ο ίδιος στον εαυτό του. Μια ποιητική συλλογή για τους κολασμένους της θάλασσας και των λιμανιών. Μέσω του στίχου του εκφράζονται οι πρώτες εντυπώσεις και εμπειρίες της ναυτικής ζωής, αλλά και ο φόβος του θανάτου.

ΜΑΡΑΜΠΟΥ
Το χέρι τρέμει… Ο πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω.

Στη διάρκεια της κατοχής εντάσσεται στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, αν και είχε τυπώσει μόνο ένα βιβλίο, ενώ το όριο ήταν τρία. Συνεχίζει να γράφει ποιήματα, ορισμένα αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικά τα ποιήματα “Στο τάφο του ΕΠΟΝίτη” και “Αθήνα 1943” , με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός.

Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών – Ποιητών.Την ίδια περίοδο από το περιοδικό “Ελεύθερα Γράμματα” δημοσιεύονται τα ποιήματά του “Αντίσταση” και “Federico Garcia Lorca” .Το 1947,εκδίδει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του “Πούσι” . Ένα έργο εσωστρεφές που φανερώνεται και από τον τίτλο του, η πυκνή και επικίνδυνη ομίχλη. Ο λόγος του είναι λυρικότερος και κυριαρχεί μια αυστηρή μετρική.

ΠΟΥΣΙ

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.

Το 1954 εκδίδει τη “Βάρδια” , το μοναδικό μυθιστόρημα του ποιητή και ένα από τα ελάχιστα πεζά που έγραψε. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ασυρματιστής και ονομάζεται Νικόλας. Όλο το έργο διαπνέει η ψυχοσύνθεση των ναυτικών, η αδάμαστη επιθυμία για το ταξίδι σε αντίθεση με τη νοσταλγία για την πατρίδα, η απέχθεια για τη ζωή που βιώνουν, μα και το αίσθημα πως δεν μπορούν να ζήσουν διαφορετικά. Η ανάγκη να φροντίζουν κάτι, ο πόνος για τα αγαπημένα πρόσωπα που είναι μακριά, η μοναξιά αυτής της ζωής διαπερνούν όλο το βιβλίο με εντυπωσιακές εικόνες και αφηγήσεις.

Το 1957, στο Κόμπε της Ιαπωνίας, αυτοκτονεί μέσα στην καμπίνα του ο μικρότερος αδελφός του, Αργύρης, πρώτος πλοίαρχος σε φορτηγά πλοία, γεγονός που τον συγκλονίζει, βυθίζοντάς τον στη σιωπή. Θα ξαναγράψει το 1967. Μακράν το πιο αγαπημένο μου από όλο το έργο του.Καλό βράδυ.

ΉΘΕΛΑ.

”Ήθελα πάντα να ‘μενα μικρό κι αγνό παιδί,πού απ’ το ψυχρό δωμάτιό του έξω ποτέ δε βγαίνει καί πού, σκυφτό, παράξενα βιβλία φυλλομετρεί,
κι απέναντί του το κοιτούν παλιάτσοι αραδιασμένοι.
Πού έχει μιά ήρεμη καρδιά καί σά μικρού πουλιού δειλή,καί πού αλλη δέν εγνώρισε γυναίκα απ’ τή μαμά του’
πού ώρες πολλές, σε μιά γωνιά, μένει καί διόλου δέ μιλεί,καί κάποια κούκλα πού αγαπά κρατάει σφιχτά σιμά του.
Πού τά ψυχρά απογέματα, τα φθινοπωρινά,τό δρόμο έξω κοιτάζοντας απ’ τό παράθυρό του,άγνωστα μέρη σκέφτεται, ταξίδια μακρινά,
πού στά βιβλία πού διάβασεν ή πού είδε στ’ όνειρό του…
Καί μιά βραδιά χειμερινή πού όλα μέ χιόνι έχουν στρωθεί,
μές στό ψυχρό καί θλιβερό δωμάτιό του πεθαίνει κι ως Αρλεκίνος νά τόν πάρει ο Χάρος έχει έρθει κι απέναντί του τόν κοιτούν παλιάτσοι συντριμμένοι.”

Στην φώτο ο Νίκος Καββαδίας στο κατάστρωμα του “Ιωνία”, πίνακας του Γιάννη Τσαρούχη.

Της Π. Μ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *