Η εκπαίδευση ως αγορά (1)

Υποχρηματοδότηση με πολιτικά κίνητρα

γράφουν οι:
Παύλος Αντωνόπουλος
Ακρίτας Καλούσης
Γιώργος Κρεασίδης,
Ντίνα Ρέππα
Κώστας Τουλγαρίδης

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εφαρμόζοντας το πρώτο Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο, επιχειρεί μια διαρκή επίθεση με στόχο την απαξίωση, την υποβάθμιση και εντέλει τη διάλυση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας. Εκρηκτική θα είναι η κατάσταση σε σχολεία και πανεπιστήμια με τη νέα χρονιά. Η ψήφιση του νόμου – εκτρώματος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση προμηνύει σεισμικές δονήσεις πολλών ρίχτερ. Ταυτόχρονα, το πρώτο κουδούνι θα βρει τα σχολεία με χιλιάδες κενά μια και φέτος είχαμε τους λιγότερους διορισμούς μεταπολεμικά (546 έναντι 2.500 πέρσι). Με δεδομένο ότι συνταξιοδοτούνται 11.500 εκπαιδευτικοί, ο αριθμός προσλήψεων αναπληρωτών (16.220 από Γ.Κ.Π. και 4.500 μέσω Ε.Σ.Π.Α.) καθώς και οι συμπράξεις μεταξύ Μ.Κ.Ο. και «Καλλικρατικών» δήμων για πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού καταδεικνύει την πρόθεση της κυβέρνησης για επέκταση και εδραίωση των ελαστικών σχέσεων εργασίας στο χώρο της εκπαίδευσης με συνθήκες γαλέρας.

Παράλληλα, ήρθε η ώρα της αλήθειας για τις περσινές συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολείων. Δημιουργούνται τεράστια κενά εκπαιδευτικών, πολλές χιλιάδες χαμένες διδακτικές ώρες, σχολεία με περισσότερους μαθητές ανά τμήμα και με τους μαθητές στην επαρχία να διανύουν μεγάλες αποστάσεις. Ακόμη και τα βιβλία δεν θα είναι στα χέρια των μαθητών στην αρχή της σχολικής χρονιάς αφού μόλις πριν λίγες μέρες έγινε η απευθείας ανάθεση εκτύπωσης (10 εκ. ευρώ) με αδιαφανείς διαδικασίες. Ταυτόχρονα, η υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης (2,7% του ΑΕΠ) οδηγεί το «νέο» σχολείο της αγοράς να ανοίξει τις πύλες του σε κάθε επίδοξο χορηγό και ιδιωτικοποιεί τη δημόσια εκπαίδευση. Απαραίτητος για τη λειτουργία του σχολείου αυτού, είναι ο διευθυντής – μάνατζερ με το νέο αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας των σχολικών μονάδων, κάτι που έγινε φανερό και από τις διαδικασίες επιλογής τους. Την ίδια στιγμή, οι περικοπές που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο (μείωση 150 ευρώ το μήνα καθαρά), με τις περικοπές από το νέο μισθολόγιο – σφαγείο να ακολουθούν, η αναδρομική ισχύ τους και ο κεφαλικός φόρος από την εφορία μέσα στο Σεπτέμβρη είναι η υφαρπαγή ενός μισθού μέχρι τα Χριστούγεννα. Αν η παραπάνω κατάσταση στην εκπαίδευση είναι βόμβα έτοιμη να εκραγεί, είναι σαφές ότι μπορεί να την απασφαλίσει η οργή και ο θυμός που δημιουργεί η νέα οικονομική αφαίμαξη των εκπαιδευτικών.

Tα τελευταία χρόνια μόνιμα επαναλαμβάνεται από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ η ανάγκη για μια «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» για να ξεπεραστεί η κρίση στην παιδεία. Αυτό που ονομάζουν «κρίση» δεν είναι παρά οι αναντιστοιχίες της εκπαίδευσης με τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου. Το πλαίσιο αυτής της αναπροσαρμογής περιγράφει η ΕΕ για λογαριασμό του κεφαλαίου συνολικά στην Ευρώπη σε μια σειρά από διακηρύξεις και ντοκουμέντα, με πιο καθοριστικό αυτό της Μπολόνια.
Φυσικά από τις διακηρύξεις μέχρι την πράξη υπάρχει απόσταση, είτε λόγω του αστάθμητου παράγοντα της σημερινής κρίσης είτε λόγω των αγώνων του κινήματος της παιδείας. Έτσι μετά από κάθε νόμο για την παιδεία η συζήτηση ξεκινά από την αρχή και η προηγούμενη «μεταρρυθμιστική τομή» περνάει στην ιστορία μαζί με τους τσαλακωμένους υπουργούς Παιδείας.

Στη σημερινή συγκυρία, η ανάγκη αλλαγών είναι για το κεφάλαιο επιτακτική, καθώς επιχειρεί τη λεγόμενη «επανίδρυση του καπιταλισμού» προσπαθώντας να αντέξει ή και να ξεπεράσει την κρίση με μια βουτιά στη βαρβαρότητα.

Κρίσιμη πλευρά αυτής της πολιτικής είναι η αποχώρηση του κράτους από την παροχή των κοινωνικών υπηρεσιών, η κατάργηση της έννοιας του δημόσιου αγαθού. Το κόστος της εκπαίδευσης και της δημόσιας υγείας, για παράδειγμα, δεν αντιμετωπίζονται πια ως ανελαστικές δαπάνες. Θεωρούνται δαπάνες που μπορούν να καταργηθούν, για να εξοικονομηθούν πόροι για τις νέες προτεραιότητες, όπως η σωτηρία των τραπεζών, οι εξοπλισμοί ή η διόγκωση των μηχανισμών καταστολής.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο η εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ως μια μεγάλη αγορά. Στις αρχές του 20ού αιώνα ένα 6% από το ακαθάριστο προϊόν στις χώρες του ΟΟΣΑ πήγαινε στην εκπαίδευση. Το 80% από αυτό ήταν δαπάνες της κρατικής χρηματοδότησης του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτά τα ποσά αντιμετωπίστηκαν ως διαφυγόντα κέρδη για τη διεθνή βιομηχανία εκπαίδευσης που έχει έναν τεράστιο και διευρυνόμενο τζίρο.

Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται η ριζική περικοπή δαπανών, από τα λειτουργικά έξοδα μέχρι το κόστος των προσλήψεων. Ακολουθεί η ιδιωτικοποίηση πλευρών της λειτουργίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως η καθαριότητα ή το σχολικό βιβλίο και το πανεπιστημιακό σύγγραμμα, οι υποδομές και ο εξοπλισμός συνολικά. Παραπέρα ενισχύεται η απευθείας λειτουργία φορέων ιδιωτικής παιδείας όλων των βαθμίδων, γι’ αυτό και ο νόμος Διαμαντοπούλου προβλέπει τη συμμετοχή κολεγίων στην παροχή των πιστωτικών μονάδων που θα συνθέτουν τα πιστοποιητικά τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προσπερνώντας έτσι τη συνταγματική απαγόρευση των ιδιωτικών ΑΕΙ. Μια ακόμη διάσταση της ιδιωτικοποίησης είναι η άμεση εμπορευματοποίηση της έρευνας και η λειτουργία των ΑΕΙ με τρόπο που να εξυπηρετεί τις ανάγκες του κεφαλαίου, δίνοντας έτσι μια εναλλακτική λύση στο τεράστιο κόστος της λειτουργίας ενός πανεπιστημίου.

Η λειτουργία με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια και η προβολή της δήθεν ανάγκης τα εκπαιδευτικά ιδρύματα να είναι οικονομικά βιώσιμα, «να βγάζουν τα λεφτά τους», καλύπτουν τη μετακύλιση του κόστους άμεσα στην κοινωνία. Είναι παράλογο να περιμένει κανείς άμεση οικονομική απόδοση από την εκπαίδευση. Το κέρδος δεν είναι παρά το μορφωτικό επίπεδο και ό,τι θετικό συνεπάγεται αυτό για την κοινωνία. Η γενικευμένη εμπορευματοποίηση οδηγεί σε μια πραγματικότητα όπου μπορεί τα σχολεία να παραμένουν κρατική υπηρεσία, η παιδεία όμως χάνει το δημόσιο χαρακτήρα της ως κοινωνικού αγαθού που παρέχεται δωρεάν.

Όσο για το αν παραμένει εκπαίδευση, αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Η εκπαίδευση της «επανίδρυσης του καπιταλισμού» έχει στρατηγικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου μοντέλου εργαζόμενου της εποχής των Μνημονίων. Η τεχνολογική εξέλιξη έχει οδηγήσει σε σημείο ώστε ο μηχανικός εξοπλισμός να ενσωματώνει ικανότητες που μόνο ο άνθρωπος εμφάνιζε στην παραγωγή, για παράδειγμα στο μηχανολογικό ή αρχιτεκτονικό σχέδιο ή ακόμη και στην υλοποίησή του, μέσα από τις προοπτικές που ανοίγει η πειραματική σήμερα τρισδιάστατη εκτύπωση. Παράλληλα όμως χρειάζονται ικανότητες χειρισμού, για τις οποίες αρκεί η διαχείριση πληροφοριών με περιορισμένο ορίζοντα και περιορισμένη αντίστοιχα διάρκεια ζωής. Είναι η διαφορά ανάμεσα στον προγραμματιστή και στο χειριστή ενός πακέτου λογισμικού. Από αυτόν απαιτούνται κατάρτιση χειρισμού υπολογιστή, πληροφορίες για το συγκεκριμένο πρόγραμμα, αλλά και η ικανότητα να τις ανανεώσει όταν θα έρθει η ώρα αναβάθμισης του προγράμματος. Όχι όμως και ολοκληρωμένες γνώσεις πληροφορικής.
Επίσης υπάρχει στροφή στις ελαστικές σχέσεις εργασίας είτε πρόκειται για τον προγραμματιστή είτε για τον ταμία στο σουπερμάρκετ. Το κεφάλαιο φιλοδοξεί να γλιτώσει από τον πληρωμένο νεκρό χρόνο του οχτάωρου, τις γνώσεις μιας γενικής παιδείας που δεν αφορούν άμεσα τη μία ή την άλλη δεξιότητα που απαιτεί η συγκεκριμένη δουλειά, και, πάνω απ’ όλα, ζητά την εμπέδωση μιας νέας εργασιακής ηθικής. Αυτής που θέλει εργαζόμενους να δουλεύουν εντατικά, με κατάρτιση μιας χρήσης, για δουλειές μιας χρήσης, χωρίς δεσμεύσεις του εργοδότη, χωρίς δικαιώματα και χωρίς τυπικά προσόντα που ενισχύουν την αυτοπεποίθηση και τη διεκδίκηση.

Σε αυτό το πλαίσιο το βάρος στην εκπαίδευση πέφτει σε συγκεκριμένες δεξιότητες (γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, ξένες γλώσσες και κυρίως αγγλικά και πληροφορική) που διδάσκονται πλέον από την Α΄ Δημοτικού.

Αντί της γνώσης, στο επίκεντρο μπαίνει η πληροφορία και η διαχείρισή της. Αυτό εξυπηρετούν τα βιβλία με την πληθωρική ύλη ασύνδετων μεταξύ τους πληροφοριών και η διδακτική μεθοδολογία των εξετάσεων και των τεστ. Ολοκληρώνεται στο «νέο Λύκειο» με το «πρότζεκτ», την ερευνητική εργασία. Εκεί, αντίθετα με την έρευνα και την πρωτοβουλία του μαθητή που πρεσβεύει η επιστημονική θεωρία, το βάρος πέφτει στην παρουσίαση και διαχείριση του υλικού. Αυτό καθώς πρέπει να υλοποιηθεί στον περιορισμένο χρόνο του τετραμήνου και με περιορισμένη βοήθεια από έναν καθηγητή που επιβλέπει μεγάλο αριθμό μαθητών, είναι πολύ πιθανό να είναι ετοιματζίδικο από το διαδίκτυο, βοηθήματα της αγοράς κ.ο.κ.

Την εξοικείωση με τη σκληρή εργασία φέρνουν το πολύωρο πρόγραμμα και οι εντατικοί ρυθμοί. Αυτοί διαμορφώνονται με επιλογές που ξεκινούν από τα 7ωρα της Α΄ Δημοτικού στα 800 πιλοτικά ολοήμερα μέχρι τον εξεταστικό μαραθώνιο του «νέου λυκείου». Ενισχυτικά λειτουργεί και η αλλαγή που θέλει το «Τεχνολογικό Λύκειο» να δίνει βάρος στη μαθητεία παρά στο μάθημα, δηλαδή στη νεανική εργασία με όρους… παραγιού.

Η επιλογή στα πανεπιστήμια και τη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση για αντικατάσταση του πτυχίου από πιστοποιήσεις ατομικών και διαφοροποιημένων προγραμμάτων σπουδών και κατάρτισης, διασφαλίζει στο κεφάλαιο εργαζόμενους χωρίς μια ενιαία μορφωτική βάση και τα αντίστοιχα ενιαία εργασιακά δικαιώματα, την υπονόμευση δηλαδή της δυνατότητας διεκδίκησης συλλογικής σύμβασης εργασίας και συνδικαλιστικής ενοποίησης.

Κεντρική θέση σε αυτό το μοντέλο έχει ο αυταρχισμός που ουσιαστικά μεταφέρει το μοντέλο διοίκησης των επιχειρήσεων στην εκπαίδευση. Διευθυντικό δικαίωμα, ποινές, κατάργηση των εκλεγμένων οργάνων και άκριτη αποδοχή των εντολών, δημιουργούν ένα πλαίσιο χειραγώγησης και προετοιμασίας για την καπιταλιστική παραγωγή. Αποτελούν παράλληλα εγγύηση οπισθοδρόμησης, καθώς μάθηση και έρευνα χωρίς ελευθερία γνώμης και κριτικής δεν μπορεί να υπάρξει με δημιουργικό τρόπο.

Βέβαια αν έτσι το κεφάλαιο προσανατολίζει την εκπαίδευση σε αυτό που έχει ανάγκη, ένα εργατικό δυναμικό ευέλικτο, φτηνό και υποταγμένο, δεν σημαίνει ότι γλιτώνει από τις αντιφάσεις. Η γενικευμένη στροφή από τη γνώση στις πληροφορίες δημιουργεί την ιδιομορφία μιας υψηλής εξειδίκευσης αμάθειας, που διασφαλίζει πολλά στο επίπεδο του κόστους και της κοινωνικής συνείδησης, αλλά δεν συνιστά πλεονέκτημα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι συνειρμοί που γεννά το γεγονός ότι η Κίνα τείνει να περάσει σε επιστημονικές ανακοινώσεις τις ΗΠΑ δεν παραπέμπουν σε μια υπερδύναμη με ακλόνητη θέση.

Ακόμα χειρότερα η ριζική περικοπή των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση οδηγεί πάντα το χέρι των γονιών βαθύτερα στην τσέπη που έτσι κι αλλιώς αδειάζει εύκολα και γεμίζει δυσκολότερα. Έτσι λ.χ. οι συγχωνεύσεις σχολείων σε πολλές περιοχές δημιουργούν ανάγκες για μετακίνηση μαθητών, η οποία καθώς περνά στους χρεοκοπημένους δήμους, προσθέτει ένα ακόμη κοινωνικό πρόβλημα. Η μεγάλη μείωση των διορισμών αφήνει άδεια από προσωπικό τα ολοήμερα και σε αδιέξοδο τους εργαζόμενους γονείς. Για να ακολουθήσουν οι μαζικές προσλήψεις αναπληρωτών και ωρομισθίων με όρους ακόμα πιο «ελαστικούς», ενώ στο προσκήνιο ήρθε και με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ η αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών για να συμπληρωθούν τα κενά.

(συνεχίζεται)

 

Πηγή: ΠΡΙΝ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *