Ο Μάρκος μου λέει «γεια σου, Στέλιο» όταν φτιάχνω ένα ωραίο τραγούδι

Με αφορμή το θάνατο του συνθέτη και δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Στέλιου Βαμβακάρη σήμερα Δευτέρα 17 Ιουνίου, δημοσιεύουμε την εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη που παραχώρησε τον περασμένο Νοέμβριο, στον Αντώνη Μποσκοΐτη.

Συνέντευξη του τραγουδιστή Στέλιου Βαμβακάρη την Παρασκευή 9 Νοέμβρη 2018.

Ο Στέλιος Βαμβακάρης μίλησε τον Νοέμβριο του 2018 στον Αντώνη Μποσκοΐτη μιλάει για τον πατέρα του, τη βαριά κληρονομιά του, το γυρολόι στον Πειραιά, τον Παύλο Σιδηρόπουλο και την «Καμεράτα» των δικών του «εγχόρδων».  

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Κουτί της Πανδώρας στις 21/11/2018.

Εικόνα συνηθισμένη για όποιον επισκέπτεται τον Στέλιο Βαμβακάρη στον Κορυδαλλό, εκεί που παίζονται ακόμα «τα blues της Β’ Πειραιώς», όπως συνηθίζει να λέει: Ο ίδιος στο διαμέρισμα του, καθισμένος πάντα στον καναπέ του, ανάμεσα από τα μπουζούκια του και στοίβες βιβλίων, σημειώσεων, τετραδίων με τα στιχουργήματα του. Πολλών dvd με σινεφίλ ταινίες και cd ψυχεδελικών συγκροτημάτων των sixties: Ο Στέλιος είναι μέγας φαν του κινηματογράφου και της rock σκηνής επίσηςΟ Στέλιος είναι σαν μωρό παιδί και το λέω αυτό χωρίς ίχνος υπερβολής. Ένας καλλιτέχνης, όπως πρέπει να είναι οι καλλιτέχνεςΜοναχικός και κοινωνικός παράλληλα, αποτραβηγμένος από ανούσιες δημόσιες εμφανίσεις, δημιουργικός και αυτόφωτος. Το τηλέφωνο του – το σταθερό, διότι κινητό δεν διαθέτει – θα χτυπήσει μόνο από φίλους και συνεργάτες του, αυτοί που τον συντροφεύουν στη μουσική και κάνουν τις δικές τους «τελετές».

Ο Στέλιος είναι αστείρευτος και άμα ήταν εφικτό θα έκανε πέντε δίσκους τουλάχιστον το χρόνο. Το ευτυχές είναι ότι στην περίπτωση του δεν ισχύει αυτό που λέγεται για τα παιδιά, τα οποία παραμένουν ημιτελείς προσωπικότητες, καλυμμένα πάντα από τη σκιά των μεγάλων γονιών τους. Ίσως αυτό να οφείλεται στην άριστη σχέση που είχε με τον Μάρκο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ίσως, πάλι, στη μεγάλη τύχη που είχε να μπει νωρίς στη δισκογραφία και να τον τραγουδήσουν οι μεγαλύτεροι Έλληνες ερμηνευτές. Και κάτι ακόμα: Όσο μεγαλώνει ο Στέλιος, όσο γερνάει, μοιάζει ολοένα και περισσότερο του Μάρκου ΒαμβακάρηΤα βαθουλωμένα μάτια του και οι ραγισματιές του προσώπου του μιλάνε από μόνα τους για το μεγαλείο της ψυχής του καλλιτέχνη. Στην ακόλουθη καταγραφή της κουβέντας μας, ο «ρεμπετομπλούζμαν» Στέλιος Βαμβακάρης μοιράστηκε αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα, αποκλειστικά για το koutipandoras.gr

Στέλιο, παραμένεις ενεργός συναυλιακά και δισκογραφικά, αλλά εγώ θέλω να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας για την επερχόμενη συνεργασία σου με τον Σταύρο Ξαρχάκο. 

Μαζί με τον Σταύρο σκεπτόμαστε να δώσουμε τα αποστάγματα του τρίχορδου μπουζουκιού, τα «σκούρα» που λέμε. Εγώ τα γνώρισα μέσα από τα καραντουζένια, την παράδοση – αν θες – του μπουζουκιού. Το τρίχορδο ειδικά είναι ένα μαγικό όργανο που το παίξανε στα χέρια τους άνθρωποι μεγάλης παικτικής γκάμας. Αυτούς εγώ τους θεωρώ σοφούς και άγιους. Ο Ξαρχάκος μου έκανε την πρόταση, γιατί έχει φτιάξει και μια σχολή στη Σύρα που της έδωσε το όνομα του Μάρκου Βαμβακάρη. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που αγαπάει πολύ το μπουζούκι.

Πόσα χρόνια βαστάει η γνωριμία σας;

Πρέπει νά’ναι 35 – 40 χρόνια τώρα. Ο Σταύρος τον είχε προλάβει τον πατέρα μου, τον είχε γνωρίσει τον Μάρκο. Είχε κάνει μάλιστα κι έναν αριστουργηματικό δίσκο με ενορχηστρώσεις στα τραγούδια του, «Μάρκος ο δάσκαλος μας» λεγόταν. Υπήρχε ένα μαγαζί που λεγόταν «Μούχα» τότε, ήμουν εγώ, ο Γιάκαλος, ο Δημητράτος, ο Πολυκανδριώτης, ένας μαέστρος του Ξαρχάκου που έπαιζε πιάνο – Μιχαηλίδης ήταν τ’ όνομα του, νομίζω – και είχαμε κάνει ένα συγκρότημα παίζοντας ρεμπέτικα. Ο Ξαρχάκος με έπαιρνε, λοιπόν, σαν μπουζουξή σε συναυλίες του. Θυμάμαι που είχαμε παίξει στο «Δελφινάριο». Είχαμε και έχουμε μεγάλη αγάπη και εκτίμηση μεταξύ μας.

Γιατί πιστεύεις ότι ήρθε τώρα η πρόταση του να ξαναβρεθείτε καλλιτεχνικά;

Έχει να κάνει με το ότι έφτασα στο σημείο να σου μιλάω αυτή την ώρα για τα καραντουζένια. Ο Σταύρος, φαντάζομαι, ήξερε τι έκανα όλα αυτά τα χρόνια, όπως τον παρακολουθούσα κι εγώ. Δεν είναι πολύς καιρός που ανακάλυψα τα ιδιαίτερα κουρδίσματα στα τραγούδια όλα του Μάρκου. Θέλω να σου τα δείξω! (σ.σ. βγάζει ένα τετράδιο με σημειώσεις) Έτσι παίζεται το τρίχορδο μπουζούκι και αυτό κάνω κι εγώ σήμερα, τη δική μου «Καμεράτα των Εγχόρδων» με μπαγλαμάδες, τζουράδες και μπουζούκια. Γράφω στο στούντιο τώρα με σκοπό να βγει ένας καινούργιος δίσκος. Ένα άλλο όνειρο που έχω είναι να ενορχηστρώσει ο Σταύρος τα Κονσέρτα για Μπουζούκι που έγραψα. Του έδωσα ένα στικάκι με δικά μου κομμάτια, ανέκδοτα τραγούδια του Μάρκου σε δικούς του στίχους και δική μου μουσική.

Με τη δισκογραφία έχεις και μια ιδιαίτερη σχέση εσύ.

Στη δισκογραφία έγραφα όποτε ήθελα, αλλά πάντοτε ήθελα! Καμιά φορά τό’ριχνα και «στην τρελή», που λένε, αλλά έκανα και αυτό που πίστευα. Η δική μου κέντα ήταν να βάλω τον Νίκο Ξυλούρη να τραγουδήσει «Είναι κακούργα η ξενιτιά», τη Μπέλλου να μου πει τον «Γεροντόμαγκα», τη Μοσχολιού «Του ξενιτεμένου η μάνα» και τον Νταλάρα «Απ’ τα Μάρμαρα της Πόλης». Τον Σιδηρόπουλο, επίσης, τη «Φαντασία στην εξουσία». Γιατί, η Καίτη Γκρέυ που είπε τα πρώτα μου τραγούδια; Σπουδαία είναι αυτή! 

Μου αναφέρεις συνεργασίες απ’ τα παλιά, μα τώρα η δισκογραφία σχεδόν δεν υφίσταται.

Να σου πω ότι ενώ όλοι πληρώνουν σήμερα, εμένα με βάζουν στο στούντιο να γράψω και δεν πληρώνω εγώ. Δεν ξέρω, ίσως οφείλεται στη φύση αυτού που κάνω…Πάνε πια οι εποχές που πήγαινες στον Πατσιφά και τον Λαμπρόπουλο κι έβγαζε τη δουλειά σου. Απ’ την άλλη, καλό είναι να υπάρχει μια εταιρεία, σήμερα όμως υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να εκδοθείς και να διαφημιστείς, το internet πρώτα απ’ όλα και διάφοροι άνθρωποι στην επικοινωνία. 

Πες μου τώρα μερικούς απ’ τους ανέκδοτους στίχους του Μάρκου, ότι θυμάσαι…

Ένα πρωί στο Σύνταγμα θα πάρω τον καφέ μου/ και στην Κωνσταντινούπολη θα πιω το ναργιλέ μου. Ή κι ένα άλλο: Χαβιάρι μαύρο θά’τρωγα σαν ήμουν στη Ρωσία/ να με κρατούν τα κότσια μου απ’ την παραλυσία…Τέτοια στιχάκια έγραφε ο Μάρκος!

Και για να ξαναπάμε στον Ξαρχάκο, στο Gazarte θα παρουσιαστεί η συνεργασία σας;

Απ’ τον Ιανουάριο είπαμε να εμφανιστούμε στη σκηνή μαζί. Δεν ξέρω αν θα γίνει στο πλαίσιο αυτού που ετοιμάζει με τη Γαλάνη και τον B.D. Foxmoor, το αφιέρωμα στον Μάρκο εννοώ. Πάντως, πιστεύω ότι στα χέρια του Σταύρου, τα καραντουζένια θα πάρουν άλλη διάσταση. 

Στέλιο, είσαι ένας άνθρωπος που ποτέ δεν ζήτησε, δεν διεκδίκησε. Κάθεσαι εδώ στο διαμέρισμα σου, παίζεις και γράφεις τραγούδια. 

Νιώθω ακριβώς σαν μοναχικός καβαλάρης. Αυτό…Η πηγή μου εμένα είναι όλες οι νότες της μουσικής και τα μπε μολ. Δεν ξέρω αν είναι ένα ευτυχές γεγονός, πάντως έμαθα να κουρδίζω το μπουζούκι με τον τρόπο που θέλω, να γράφω όπως θέλω και να τραγουδάω όπως θέλω. Αυτό το πράγμα έκανε κι ο πατέρας μου. Τα είχα μέσα μου τα καραντουζένια, εν αγνοία μου, τώρα όμως ήρθε κι έδεσε η φάση. Μου λες ότι ποτέ δεν ζήτησα ή δεν διεκδίκησα. Έτσι είναι…Τη «βρίσκω» όμως γιατί έχω φίλους που έρχονται εδώ και παίζουμε και κάθε φορά γίνεται τελετή. Όπως ξέρεις καλά επίσης, δεν «εκπέμπω» μόνο στο απτάλικο και τους χαβάδες. «Εκπέμπω» και στην blues κλίμακα!

Αλήθεια είναι πως πάντρεψες πρώτος το ρεμπέτικο με το blues, τότε με τον Louisiana Red. Πες μου σε ποια ηλικία πρωτάκουσες blues;

Το blues το πρωτάκουσε κάθε άνθρωπος μεγαλωμένος στον Πειραιά. Κάθε φτωχόπαιδο, κάθε άνθρωπος του λιμανιού, των σιδηροδρόμων, των μπουρδέλων, της τσάρκας, της φούμας, του «τραβήγματος», της παρανομίας. Και ξέρεις ποιες είναι οι παρανομίες; Να κάνεις πράγματα για να δεις πως λειτουργεί η ζωή, το ένστικτο σου. Μέσα σ’ όλα, και πουστιές κάνεις, και ραδιουργίες κάνεις, και το βράδυ δεν κοιμάσαι καλά κι έτσι μετά αγιάζεις. 

Κατάλαβα. Μ’ αυτά τα βιώματα, λοιπόν, έφτασες να δίνεις συναυλίες σε όλο τον κόσμο.

Ναι, στην Αγγλία, στη Σουηδία, στη Φινλανδία, στη Νίκαια της Γαλλίας, παντού. Έχω τραβηχτεί άγρια κι εγώ. Παίξαμε έως και στο BBC που ήταν απίστευτες οι γνώσεις τους για το δικό μου νταλαβέρι, το όνομα που κουβαλάω εννοώ. Με φαντάζεσαι να παίζω μέσα σε μια Καθολική εκκλησία «Ώρες με θρέφει ο λουλάς»; Στην Αγγλία έγινε αυτό κι έπαιξα τέτοια τραγούδια, αλανιάρικα. 

Θα μπορούσες να ζήσεις μόνιμα στο εξωτερικό, Στέλιο;

Όχι, όχι, με τίποτα. Είμαι πολύ Έλληνας…Τις τσάρκες μου τις έχω κάνει έξω, αλλά αισθάνομαι ξένο σώμα σε άλλη κοινωνία. Είμαι τόσο διαποτισμένος από τον ήλιο και το φως που όποτε βγαίνω έξω, το μοιράζομαι με τους ξένους. Δίνω φως στην ομίχλη, πως το λένε…Και να σου πω κι ένα άλλο; Μ’ αρέσει που γεννήθηκα σ’ αυτή τη γειτονιά τη λαϊκή και από μικρό παιδί τα είδα όλα. Ξέρεις τι «ταινία» είναι αυτή; Τι εικόνες έχεις δει και πως σ’ έχουν επηρεάσει; Από κει γίνονται όλα.

Και όχι από τα σχολεία;

Και από τα σχολεία! Το σχολείο είναι σημαντικό, να έχεις πάει σε καλό σχολείο.

Εσύ, ας πούμε, τελείωσες ένα καλό σχολείο.

Αυτό με βοήθησε πολύ. Τελείωσα το γαλλόφωνο, του Saint Paul, όπου εκεί γνώρισα και τον Βαρθαλίτη, τον βιογράφο του Μάρκου για δεκαετίες πολλές. Δε λέω ότι στα άλλα σχολεία δεν είναι καλά, όμως οι καθηγητές εκεί αγαπούσαν πολύ αυτό που έκαναν. 

Ήσουν πάντα η ήρεμη φύση που βλέπω όποτε σε συναντάω;

Πω, πω, μεγάλη κουβέντα είπες…Πάντα, πάντα. Παναγία ήμουν, δεν πείραξα ποτέ κανέναν, δεν έβλαψα ποτέ άλλον άνθρωπο και ξέρεις γιατί; Την πουστιά την έχω νιώσει σε μένα τον ίδιο απ’ άλλους. Δηλητήριο ήταν να σε φιλάει κάποιος και να συνειδητοποιείς μετά ότι σου έδινε το φιλί του Ιούδα. Και όλο, μάλιστα, για τριάντα αργύρια…Γίνεται αυτό στη δουλειά αυτή, να σε θάβουν πίσω απ’ την πλάτη σου και μπροστά σου να λένε τα καλύτερα. Πως να μη σε πληγώνει σαν άνθρωπο; 

Αναφέρεσαι κυρίως σε ανταγωνισμούς;

Κοίταξε, τα κυβικά μου την ώρα που κάνω αυτό που κάνω νιώθω να με καθαγιάζουν. Αυτό το έβλεπαν οι άλλοι και τους κέρδιζα. Έφτασα ας πούμε στο σημείο να σκέφτομαι ότι παίζω ταξίμι στο Ηρώδειο κι αντί να το κάνω στο Ηρώδειο τό’κανα μες το σπίτι μου. 

Πραγματικά οι χώροι δεν έχουν και τόση σημασία.

Εκείνο που «γράφει» σ’ έναν καλλιτέχνη είναι η ανεπανάληπτη στιγμή του, αυτό μόνο! 

Σε «επισκέπτεται» καμιά φορά ο Μάρκος, Στέλιο; 

Ου, μπαίνει απ’ το παράθυρο! Μου λέει «Γεια σου, Στέλιο» κάθε φορά που κάνω ένα ωραίο τραγούδι. Έχουμε contact μεταξύ μας! Δεν γίνεται αλλιώς, τον Μάρκο τον κουβαλάω μέσα μου και τον «παίζω» κατά 90%. Όταν τραγουδάω δεν κάνω τον Μάρκο, είμαι ο Στέλιος, αλλά του έχω πάρει όλα αυτά τα τραχιά κόλπα που έκανε με τη φωνή του. Η Ελλάδα του Μάρκου Βαμβακάρη συνηθίζω να λέω…

Και ποιοι άλλοι ανήκουν στην Ελλάδα αυτή;

Αυτοί που ζουν μαζί μου ακόμα, όταν παίζω και βλέπω τον κόσμο να αλλάζει γύρω μου με αιτία ένα τραγούδι. Ακούς «Γεια μας» και «Γεια σου, ρε Στέλιο» ή «Γεια σου, ρε Μάρκο» από ανθρώπους που έρχονται επί τούτου ν’ ακούσουν δέκα κομμάτια και να φύγουνε. Δεν μπορώ να εξηγήσω την πέραση του είδους, γιατί δεν είναι μόνο ο Μάρκος. Είναι και ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μπαγιαντέρας, ο Μητσάκης, ο Χιώτης, ο Καπλάνης, ο Χατζηχρήστος, πολύ σπουδαίοι όλοι τους. 

Σε έχουν χαρακτηρίσει εξτρεμιστή της μουσικής. Το πιστεύεις;

Το πιστεύω, αν υποτεθεί πως ένας στίχος μου λέει «Με τους μάγκες της Εκάλης πρέπει, μάγκα, ν’ αμφιβάλλεις». Είμαι άνθρωπος γεννημένος με το λόγο εγώ, ανυπότακτος. Ξέρω πολύ καλά τη γλώσσα του περιθωρίου, έχω ακούσει απίστευτα μπινελίκια από παπάδες, να κατεβάζουν καντήλια μεταξύ τους. Της Σολομωνικής πράγματα ειν’ αυτά (γέλια). 

Πιστεύεις; Σε ένα δωμάτιο εδώ μέσα υπάρχει ένα άγαλμα μιας Παναγίας Μαντόνας με κομποσκοίνια.

Ναι, πιστεύω. Χριστιανός ήτανε και ο πατέρας μου, χριστιανή ήτανε και η μητέρα μου. Δεν προλαβαίνω να αμφισβητήσω διότι δεν ασχολούμαι κιόλας, να σου πω την αλήθεια. Δέχομαι τη θρησκεία στο πλαίσιο μιας πατροπαράδοτης παράδοσης. Μπορώ να ξεχάσω, ας πούμε, που πήγαινα πιτσιρικάς στο Κατηχητικό; Απ’ έξω απ’ το σπίτι μας ήταν η εκκλησία του Αγίου Ταξιάρχη, ακούγαμε του Χριστού τα Πάθη και κλαίγαμε. Ο καθένας φυσικά έχει δικαίωμα να λέει ότι γουστάρει, σεκανένα δε μπορείς να πεις «Μην πιστεύεις» ή «Πίστευε». Ίσως πάλι μέσω της μουσικής, του βυζαντινού μέλους, να συγκινούμαι από τη θρησκεία.

Ως άνθρωπος της πιάτσας, σε ανησυχεί το ότι εξαφανίζονται παλιά επαγγέλματα;

Τώρα με την κρίση το ζούμε πιο πολύ αυτό και φυσικά με στενοχωρεί. Τραβάει τα μαλλιά του ο κόσμος! Οι κοινωνίες αλλάζουν, οι δρόμοι αλλάζουν. Βλέπω την Πατησίων, τη Σταδίου, τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, τη Φωκίωνος Νέγρη και θυμάμαι πόσο μαγικά έμοιαζαν κάποτε όλα. Εγώ που ήμουν απ’ τον Πειραιά, έλεγα θα πάω στη «Σόνια» για καφέ κι ήταν σαν να πήγαινα στο Παρίσι. Ο κόσμος διασκέδαζε τότε, τώρα απ’ τις 8.30 είναι παντού νέκρα. Υπάρχει μια μαυρίλα που μάλλον ξεκινάει απ’ την πολιτική κι απ’ το ζαμάν φου.

Κι απ’ την άλλη, νά’χουμε και την επανεμφάνιση ακραίων ρατσιστικών φαινομένων…

Έχουνε γίνει ανατριχιαστικά εγκλήματα απ’ τους Ναζί στην Ελλάδα, τρομερά πράγματα. Αν κουβαλάς τέτοια ένστικτα και τα βγάζεις στους άλλους ανθρώπους, καλύτερα να μη σε ξέρουν και ούτε να σε μάθουν ποτέ. Δεν είναι δυνατόν σήμερα να σπας κεφάλια και να μαχαιρώνεις, τα πράγματα έχουν σοβαρέψει και στο όνομα τίνος; Πως; Από που; Της ελληνικής φυλής και ράτσας; Πως, δηλαδή, τι είναι αυτό τώρα; Η ελληνική ράτσα ας μάθουν ότι σημαίνει αγάπη, φιλία και δημοκρατία. Από δω βγήκαν η δημοκρατία, οι νόμοι του Λυκούργου, εδώ ήταν ο Σόλωνας, ο Σοφοκλής, εδώ είναι η Ακρόπολη, οι ποιητές και οι καλλιτέχνες. Ένας Αιγύπτιος ουτίστας μου είχε πει κάποτε κάτι συγκλονιστικό: «Δεν ξέρεις πόσο ευτυχισμένος άνθρωπος θα ήμουν, αν είχα γεννηθεί στην Ελλάδα». Ε, αυτή την Ελλάδα δεν θα την ξεφτιλίζουν τώρα οι νεοφασίστες.

Στέλιο, μου ανάφερες πριν τις μεγάλες συνεργασίες σου. Πλούσιος, ωστόσο, δεν έγινες ποτέ, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα εξακολουθείς να ζεις.

Ποτέ δεν έγινα πλούσιος. Ήμουν πάντα ένας άνθρωπος που δούλευα και έβγαζα το μεροκάματο μου με την αξία μου και με την κούραση μου. Με έφαγε η νύχτα…Πολλά χρόνια. Αφιέρωσα τη ζωή μου στη νύχτα με το να γράφω τραγούδια. 

Συνειδητή επιλογή ήταν.

Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Αφότου γεννήθηκα, είχα «κατηχητικό» με τον πατέρα μου. Μας νανούριζε με το μπουζούκι και κάθε τραγούδι που έφτιαχνε. Ξέρεις τι είναι να προσπαθείς να αποκοιμηθείς το βράδυ και ν’ ακούς τον πατέρα σου να σκαλίζει το «Χαράματα η ώρα τρεις» και να παίζει τα «Ματόκλαδα σου λάμπουν»;

Στοργικός πατέρας ο Μάρκος, λοιπόν.

Μα γι’ αυτό έγραφε και έτσι! Τον Μάρκο δεν θα τον έλεγες αγράμματο, επειδή δεν πήγε σχολείο, αφού είχε καμιά πενηνταριά κλειδιά για ν’ ανοίγει μ’ αυτά τις πόρτες της ψυχής του. Άνοιγε μία πόρτα κι έλεγε «Όσοι γινούν πρωθυπουργοί όλοι τους θα πεθάνουν/ τους κυνηγάει ο λαός απ’ τα καλά που κάνουν», μέτραγε τα πάντα αυτός ο άνθρωπος. Ευαίσθητος, έπαιρνε ερεθίσματα από παντού. Πέρασε και τραγωδίες, μην ξεχνάς, του πεθάνανε παιδιά…Ξέρεις τι είναι νά’σαι σαράντα χρονών και να σου πεθάνει το παιδί δύο ετών; Τράβηξε χοντρά καζίκια…

Πως συνέβη αυτό;

Θα είχα άλλα δύο αδέρφια τώρα. Πεθάνανε σε μικρή ηλικία αφού δεν υπήρχαν τότε οι πενικιλίνες. Αν είσαι γονιός και περάσεις τη λούμπα να κηδέψεις το παιδί σου, ξέρεις τι γίνεσαι μέσα σου; Αεροπλάνο γίνεσαι! Για σκέψου μετά νά’χει γίνει φόνος μες την οικογένεια του και να «καθαρίζει» ο Μάρκος. Μιλάω για τον αδερφό του που ήταν μεγάλος τσαμπουκάς. Σκέψου ακόμη τι τράβηξε με τις γυναίκες του, με τη μαγκιά στο λιμάνι, τις φούμες του και την αλανιαροσύνη, όταν μικρό παιδί δούλευε στο κάρβουνο. Εκεί νά’βλεπες τι «ταρίφες» ανθρώπους γνώρισε! Νά’σαι πιτσιρικάς μες τους τεκέδες με τους κλέφτες, τους νταβάδες και τους αμαξάδες. Εκεί μέσα άμα έμπαινες, δε χρειαζόσουν πανεπιστήμιο, τό’πιασες; Απ’ όλους αυτούς κάτι έπαιρνε, αφού αγαπούσε όλες τις ψυχές, ανθρώπων και ζώων.

Σωστά, η σχέση του Μάρκου με τα ζώα είναι γνωστή σε όσους διαβάζουν ακόμη για τα έργα και τις ημέρες του.

Καταρχάς κάτι που δεν ξέρουν πολλοί είναι ότι ο Μάρκος είχε μια γάτα που την έλεγαν Τόσκα! Τη θυμάμαι καλά αυτή τη γάτα, μεγάλη και κόκκινη! Αναγνώριζε τον πατέρα μου από 500 μέτρα. Εκείνος της έφερνε πάντα ψάρια, την τάιζε, κι η Τόσκα έκανε κωλοτούμπες απ’ τη χαρά της. Ένα πράγμα απερίγραπτο! Με το που καθόταν ο Μάρκος, πάντα πήγαινε και καθόταν στον ώμο του, σαν να ήτανε πουλί. Δε μιλάμε για αγάπη, μιλάμε για κανονικό δέσιμο με μια γάτα. Σκοτώθηκε η καημένη η Τόσκα, την πάτησε αυτοκίνητο κάποια στιγμή. Τα μάτια του Μάρκου είχαν πρηστεί από το κλάμα…Εκτός από τη γάτα, όμως, είχε μεγάλο κέφι με τα πουλιά και έπαιρνε συνέχεια κανάρια, γαλιάντρες και μάινες. Τα φρόντιζε ο ίδιος, αλλά κι εμείς όταν έλειπε, η μάνα μου, ο Δομένικος κι εγώ. Θυμάμαι ότι είχε παρτίδες με ανθρώπους που φεύγανε την Παρασκευή από την παλιά Κοκκινιά και πηγαίνανε σε μέρη που είχε πουλιά, τα πιάνανε και του τα φέρνανε. Ζάχαρη περνούσαν τα πουλιά κοντά του από την περιποίηση. Ο Μάρκος δεν είχε πειράξει κανέναν στη δουλειά που έκανε, ποτέ δε ζήλεψε κανέναν και τους βοήθησε όλους. 

Και τι εισέπραξε στο τέλος της ζωής του; Ταπείνωση…

Ακριβώς, και μεγάλη κιόλας! Εγώ δεν τό’χω νιώσει ευτυχώς αυτό το πράγμα, λόγω συνθηκών. Ο Μάρκος ταπεινώθηκε τρομερά, πρώτα απ’ όλα λόγω υγείας. «Έπεσε» απότομα, δε μπορούσε να ξενυχτίσει, μετά ήρθε κι η αρθρίτιδα, αρρώστησε…Εμείς, πιτσιρικάδες, έπρεπε να δουλέψουμε. Εγώ πήγαινα καμιά φορά μαζί του και καμιά άλλη ο Δομένικος. Πότε παίζαμε, πότε δεν παίζαμε και καθόμασταν και τον παρατηρούσαμε. Δύσκολες καταστάσεις.

Πες μου μια μεγάλη χαρά που έχεις εισπράξει απ’ την ενασχόληση σου με τη μουσική.

Η μεγαλύτερη χαρά ήταν όταν πήρα το «ok» απ’ τον πατέρα μου ότι γράφω ωραία τραγούδια. Το ομολόγησε και είπε «Ο γιος μου είναι ποιητής – συνθέτης και τον παραδέχομαι». Η μεγαλύτερη τιμή ήταν όταν έπαιξα το πρώτο μου τραγούδι και ο πατέρας μου το τραγουδούσε κι έκλαιγε, την «Άτακτη» και τα «Όμορφα τα γαλανά σου μάτια». Στίχοι Μάρκος και μουσική Στέλιος! Είχαμε βρεθεί στο στούντιο κι έκλαιγε (σ.σ. δακρύζει). Δεν πίστευε ότι ο γιος του είχε τα κότσια να «ενδώσει» στα δικά του πατήματα. 

Και ο άλλος του γιος, ο Δομένικος, ακολούθησε τη μουσική σε διαφορετικό στυλ, όμως.

Ο Δομένικος έφυγε γρήγορα από τα μπουζούκια και αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο πιάνο. Όλη τη δεύτερη καριέρα του Μάρκου μαζί με τον αδερφό μου την παίζαμε. Ο Δομένικος ήταν ο μαέστρος και έγραφε τις νότες. Έχει εφτά διπλώματα, είναι καθηγητής μουσικής, τράβηξε άλλο δρόμο, αυτόν της κλασικής ή της λόγιας μουσικής. Μελοποίησε και τους ποιητές, όπως τον Ανδρέα Εμπειρίκο.

Αν υποτεθεί, Στέλιο, πως υπήρξες πρωτοπόρος στη μουσική, ποιους άλλους θα θεωρούσες της «οικογενείας» σου;

Θα πω τους Χαλκιάδες, θα πω τον Σιδηρόπουλο, τον Μούτση, τον Ξαρχάκο, τον Λεοντή, την Αρλέτα, τον Νίκο τον Ξυδάκη, τη Λένα Πλάτωνος και από τους νεότερους τον Μάλαμα, με τον οποίο συνεργαστήκαμε δισκογραφικά. Φίλος καλός και άνθρωπος της πιάτσας, τον εκτιμώ.

Η σύμπλευση σας με τον Παύλο Σιδηρόπουλο ήταν ομολογουμένως απρόβλεπτη και ταιριαστή.

Ταιριάξαμε, γιατί ο Παύλος ήταν απόγονος του Ζορμπά κι εγώ ειμ’ απόγονος του Μάρκου Βαμβακάρη. Το λέγαμε μεταξύ μας και γελούσαμε, γι’ αυτό κάναμε και παρέα, γι’ αυτό είπε και τα τραγούδια μου και γι’ αυτό νιώθω τιμή που μου είχε δώσει «Τα μπλουζ του πρίγκηπα» για να έβαζα τις εισαγωγές με το μπουζούκι μου, αλλά δεν προλάβαμε. Να εδώ έχω ακόμα εκείνη την κασέτα που μού’χε δώσει ο ίδιος (σ.σ. ανοίγει ένα συρτάρι).

«Έβλεπες» μια ταύτιση του Σιδηρόπουλου με τους ρεμπέτες; Ο Μάρκος σου είχε μιλήσει για τον Ανέστο Δεληά που επίσης πέθανε από την ηρωίνη.

Έτσι ακριβώς, όπως το λες. Τον συναντούσα κι έδειχνε καλά. Όταν τον έχασα και τον ξανάδα κάποια στιγμή, ήταν κάτω πεσμένος και μόλις ερχόταν η ώρα να τραγουδήσει, «ζωντάνευε» κι έβγαζε εις πέρας τη συναυλία. Θα έλεγα ότι αγαπούσα τον Παύλο, όπως ο Μάρκος αγαπούσε τον Ανέστο και πάντα μιλούσε με συγκίνηση γι’ αυτόν. Με τον Σιδηρόπουλο είχαμε παίξει μαζί Απόκριες, στον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά, με τα φρικιά όλα από κάτω!

Λες για μια επεισοδιακή συναυλία που παραλίγο να σας μπαγλαρώσουν…

Ναι, μαζεύτηκε η αστυνομία, είχε γίνει χαμός εκεί πέρα. Μάζευε λαό ο Παύλος, ένα νεύμα έκανε και γινόταν επανάσταση! Να σου πω τι άλλο μού’χε συμβεί εκεί; Χορεύανε δύο γυναίκες γυμνές μπροστά μας, η μία στον Παύλο και η άλλη σε μένα που τού’παιζα μπουζούκι και τραγούδαγε. 

Ξέρεις, τη μία απ’ τις γυναίκες αυτές τη γνώρισα. Λεγόταν Ρούλα, βάσει δικής της μαρτυρίας βέβαια. Ξέρω ότι έφυγε απ’ τη ζωή πριν λίγα χρόνια…

Ήταν τρομερό αυτό που συνέβαινε, δεν ήταν καν happening, γι’ αυτό πλάκωσε η αστυνομία. Είχε γίνει μεγάλο θέμα τότε στον Πειραιά επί δημαρχίας Παπασπύρου. Ο Παύλος όμως ήταν σκληροπυρηνικός και ταυτόχρονα ψυχούλα…

Στέλιο, σ’ απασχολεί αυτό που λέμε πλήρωμα του χρόνου; Πέρασες και μια μικρή περιπέτεια με την υγεία σου.

Στον άνθρωπο συμβαίνουν κάποια πράγματα που τον κλονίζουν λιγάκι. Μεγαλώνοντας, γίνεται σοφός και η σοφία είναι δώρο Θεού που δεν πουλιέται, ούτε αγοράζεται. Ούτε ο θάνατος με φοβίζει, καθόλου, ειλικρινά, αφού πρωτίστως δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα. Ούτε και αύριο μπορείς να γνωρίζεις τι θα γίνει. Έτσι, εξακολουθώ να ζω με τις μουσικές μου και τα βιβλία μου και να φτιάχνω τραγούδια. 

Ας λήξει εδώ αυτή η συζήτηση μέχρι ένα επόμενο ραντεβού μας. «Κλείσε» όπως θα ήθελες εσύ.

Αυτό που κάνω στο στούντιο είναι ψυχική ανάγκη τώρα που είμαι καλά, είναι η αλήθεια μου και ο πολιτισμός μου. Θα είμαι ευτυχής αν ανοίξουν μερικά μάτια και ασχοληθούν σε βάθος με τη δική μου κληρονομιά. Θα είμαι ευτυχής αν «φύγει» από πάνω μου και ταξιδέψει. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *