Τα γιατί των Πανελλαδικών εξετάσεων – Μια κριτική προσέγγιση

Εν αναμονή της έκδοσης  των βαθμολογιών των Πανελλαδικών Εξετάσεων: ένα σχόλιο

                Οι  Πανελλαδικές  εξετάσεις  κάθε χρόνο  απασχολούν εκατοντάδες  χιλιάδες  ελληνικές οικογένειες , εμάς τους εκπαιδευτικούς που εμπλεκόμαστε ποικιλοτρόπως σε αυτή την ιστορία, ακόμη και τα ΜΜΕ (έντυπα και ηλεκτρονικά). Πολλές φορές τίθεται το ερώτημα: γιατί τόσος ντόρος ή μήπως γίνεται πολλή φασαρία για το τίποτα;  Τίποτα όμως δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστούν τα μορφωτικά δικαιώματα της νεολαίας. Τίποτα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστούν τα βιώματα και οι συνθήκες διαβίωσης ή μάλλον επιβίωσης των εργαζόμενων γονέων που ευελπιστούν ότι η είσοδος στο Πανεπιστήμιο θα είναι το εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά τους και μάλιστα την εποχή της επαναφοράς του εργασιακού μεσαίωνα. Και η ανεργία των πτυχιούχων; Θα αναρωτηθούν κάποιοι.  Και θα απαντήσουν κάποιοι άλλοι, γιατί και η ανεργία των μη πτυχιούχων; Κυμαίνεται σε καλύτερα επίπεδα;

                Γι αυτό λοιπόν οι Πανελλαδικές είναι το μέσο για την υλοποίηση του μύθου, και του «ονείρου», γιατί οι εργαζόμενοι γονείς και η νεολαία δεν έχει παραιτηθεί από τα μορφωτικά της δικαιώματα. Μπορεί να συνιστούν πραγματικά μια στρέβλωση σε όλο της το μεγαλείο σε σχέση με το πώς μπορούμε να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας αλλά σε αυτό το επίπεδο βρισκόμαστε στο σήμερα όσο το μαθητικό και το φοιτητικό κίνημα είναι σε ύφεση και υποχώρηση.

              Ως εκ τούτου χρήζουν ορισμένες ερμηνείες  ορισμένες επιλογές  και συμπεριφορές της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων και κυρίως του Υπουργείου Παιδείας. Γιατί φέτος σε μια προεκλογική περίοδο και μάλιστα εν όψει εθνικών εκλογών στις οποίες εκλογείς θα είναι και οι 17άρηδες και οι 18άρηδες, επέλεξαν να βάλουν μεγάλης δυσκολίας θέματα σε δύο τουλάχιστον μαθήματα και κυρίως της θετικής κατεύθυνσης; Τι αξία έχουν τα δύσκολα θέματα εφόσον πρόκειται για διαγωνισμό, δηλαδή οι 120 που θα γράψουν καλύτερα θα περάσουν στην Ιατρική μιας μεγαλούπολης, είτε γράψουν 20 στη Χημεία είτε γράψουν 17.

Γιατί καταρρακώνουν ψυχολογικά ανυποψίαστα παιδιά που έδωσαν το είναι τους μια χρονιά που μένει ανεξίτηλη χαραγμένη στις  ψυχές τους; Γιατί τους κάνουν να νιώθουν άχρηστοι και ανεπαρκείς, ενώ τελικά θα πετύχουν τους στόχους τους; Μια πρώτη απάντηση έχει δοθεί ήδη με τα ερωτήματα.  Με άλλα λόγια  είναι στόχος του συστήματος να εξατομικεύονται τα κοινωνικά ζητήματα, να βιώνεται ως «προσωπική αποτυχία» η μη πρόσβαση. Να εμπεδώνονται τα ιδεολογήματα ότι δεν είναι όλοι άξιοι, δεν μπορούν να γίνουν όλοι επιστήμονες κοκ.

Βέβαια υπάρχουν και πιο άμεσες πολιτικές απαντήσεις. Καταρχάς υπάρχει σκοπιμότητα να αποθαρρυνθούν πλατιά στρώματα της νεολαίας από τις σχολές  υψηλής ζήτησης  κυρίως της θετικής κατεύθυνσης, ιατρικές, πολυτεχνικές, στρατιωτικές. Την εποχή της έντασης των ταξικών φραγμών δεν είναι επιθυμητή για το σύστημα καμιά κοινωνική κινητικότητα έστω και στοιχειώδης.  Επίσης προλειαίνεται πιθανά η επαναφορά της βάσης του 10. Όταν αυξάνεται με βάση τη δυσκολία των θεμάτων το ποσοστό των υποψηφίων που γράφει κάτω από τη βάση, εύκολα αναμοχλεύεται η συζήτηση για το ότι οι «αγράμματοι» δεν μπορούν να μπαίνουν στο Πανεπιστήμιο, τώρα μάλιστα που δεν υπάρχουν και  ΤΕΙ!

Η νεολαία λοιπόν παίρνει τα μηνύματα και πεισματικά δεν παραιτείται από τα μορφωτικά της δικαιώματα. Εμείς οι εκπαιδευτικοί στεκόμαστε στο πλάι της και την υπερασπιζόμαστε και μέσα στην τάξη καθημερινά και ακάματα αλλά κυρίως έξω από αυτή με τη συγκρότηση νικηφόρων και αποτελεσματικών αγώνων αντίστασης και διεκδίκησης.

Και αυτό το σημείωμα δεν θα μπορούσε να κλείσει χωρίς ένα σχόλιο για τον χρόνο διεξαγωγής των Πανελλαδικών Εξετάσεων και τις συνθήκες βαθμολόγησης των γραπτών. Η τωρινή κυβέρνηση αλλά και κάθε άλλη πιστή υπηρέτης των μνημονιακών τους δεσμεύσεων για την αύξηση του διδακτικού χρόνου στο ελληνικό σχολείο, παρέτειναν τη λήξη του διδακτικού έτους στα τέλη ΜαΪου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα παιδιά να παρατείνουν για ένα ολόκληρο μήνα την προετοιμασία τους, να δίνουν εξετάσεις αλλά και να μελετούν σε συνθήκες ανυπόφορης ζέστης και καύσωνα και η βαθμολόγηση των γραπτών να γίνεται μέσα στις ίδιες αφόρητες συνθήκες. Και μάλιστα επειδή οι βαθμολογίες έπρεπε να εκδοθούν την τελευταία μέρα που οι εκπαιδευτικοί παρουσίαζονται  στα σχολεία, ασκήθηκαν μεγάλες πιέσεις στους βαθμολογητές, να τελειώνουν γρήγορα, προκαλώντας στρες σε πολλούς συναδέλφους, οι οποίοι όταν διορθώνουμε γραπτά πανελλαδικών αισθανόμαστε μια τεράστια ευθύνη απέναντι στα παιδιά και στις οικογένειές τους. Γι αυτό και η βαθμολόγηση είναι αναγκαίο να γίνεται σε τελείως διαφορετικές συνθήκες,  ευχάριστου, άνετου περιβάλλοντος και χωρίς πίεση χρόνου. Οι συνδικαλιστικές μας ηγεσίες, δηλαδή η ΟΛΜΕ και πάλι ανύπαρκτη, καθώς έβγαλε μια χλιαρή ανακοίνωση μόλις στις 24/6, δηλαδή δύο μέρες πριν κλείσουν τα βαθμολογικά κέντρα.

                            Φανή Ζυμβρακάκη

 Μέλος του ΔΣ της Ε ΕΛΜΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ   Με τις Αγωνιστικές  Κινήσεις Εκπαιδευτικών

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *