Τη λέγανε Σωτηρία και επέλεξε στη ζωή της το δρόμο της Αρετής

Αντώνης Μποσκοΐτης – “Κουτί της Πανδώρας”

Η είδηση με βρήκε σήμερα, 9 του Νοέμβρη, σε ένα μουντό και βροχερό Λονδίνο. Θυμήθηκα που κάποτε μου είπε να μην κρατάω τίποτα από αρχεία, διότι τίποτα δεν έχει καμία αξία στη μάχη με το χρόνο.

Πρωτομπήκα στο σπίτι της στον Φλοίσβο τον Φεβρουάριο του 2008. Με υποδέχτηκε αέρινη, αδύνατη, νεανική με μαύρο μπλουζάκι και τζιν παντελόνι. Περίμενα να δω μια γυναίκα με μακρύ φαρδύ φόρεμα σαν την ηρωίδα του «Ρεμπέτικου» που υποδύθηκε κάποτε. Μου έφτιαξε τσάι μέντα και το καθιστικό άρχισε να μοσχοβολάει απ’ τα αναμμένα ινδικά sticks. Πιάσαμε αμέσως την κουβέντα, είχαμε δουλειά μπροστά μας. Τι μεγάλη τιμή για μένα να σκηνοθετήσω τη Σωτηρία Λεονάρδου στο «Βελούδινο υπόγειο της Γιώτας Γιάννα» του Γιώργου Χρονά. Μόνη της είχε επιλέξει το συγκεκριμένο μονόπρακτο απ’ τη συλλογή του Χρονά. Δεν ήθελε, θυμάμαι, τη Σεβάς Χανούμ, γιατί τελείωνε με θάνατο…Τη Γιώτα Γιάννα, όμως, πήγαινε και την άκουγε στην Πλάκα, στα τέλη του ’70. Τη θαύμαζε απεριόριστα για τη στάση ζωής της. «Μοιάζουμε με τη Γιώτα» μου έλεγε, «κι αυτή κι εγώ κινούμαστε μια ζωή εκτός κυκλωμάτων». Κάναμε πολλές πρόβες γι’ αυτές τις παραστάσεις με τη Σωτηρία στο «Κύτταρο». Πάντα στο σπίτι της.

Φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης

Για μένα ήταν μαθήματα ήθους και ζωής. Έβλεπα μία σπουδαία γυναίκα να με ακούει όπως μια μαθήτρια προσέχει το δάσκαλο της, παρόλο που δεν ήμουν τόσο έμπειρος ειδικά με τη σκηνοθεσία θεάτρου. Από κοινού αποφασίσαμε να κινηθεί μέσα στον κόσμο του ροκ κλαμπ και να αφηγηθεί το μονόλογο. Ο ίδιος ο Χρονάς θα υποδυόταν τον δημοσιογράφο, τον εαυτό του δηλαδή. Με εντυπωσίασε το γεγονός ό,τι η Σωτηρία αποστήθισε μέσα σε δύο εβδομάδες ένα πυκνό κείμενο δεκατριών σελίδων. Πετώντας έξω το στόμφο που μιαν άλλη ηθοποιός ίσως να έκανε “σημαία” της, έπαιξε κανονικά το ρόλο της, πότε καθισμένη και πότε όρθια, βολτάροντας ήσυχα μεσ’ στο δωμάτιο μ’ ένα σβηστό τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα του χεριού της.

Το τρίτο βασικό πρόσωπο της παράστασης, ο συνθέτης Πάνος Φορτούνας, ήθελε να τελειώνει το μονόπρακτο με το «Ένα βράδυ που’ βρεχε μονότονα», το παλιό ρετρό τραγούδι που λάτρεψε η Γιώτα Γιάννα και αναφέρεται απ’ τον Χρονά στην έναρξη του μονολόγου της. Το αρνήθηκα, πιστεύοντας πως θα εκλαϊκεύσει λίγο την όλη προσπάθεια. Χάρηκα που και η Σωτηρία συμφώνησε απόλυτα. Με έξι πρόβες, ήμασταν έτοιμοι για την πρώτη παρουσίαση. Και ενδιάμεσα είχαμε τη χαρά να τα λέμε τακτικότερα. Να μου μιλάει για την αγαπημένη της jazz μουσική, τη reggae και το hip hop. Να παραδέχεται ό,τι ποτέ δεν άκουγε λαϊκά τραγούδια, παρ’ όλο που ο κόσμος την έχει ταυτίσει μέχρι σήμερα με το κινηματογραφικό alter ego της Μαρίκας Νίνου. Να σιγοτραγουδάει το «Έρωτα εσύ» του Χατζιδάκι και του Πρεβελάκη, απ’ τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Να θυμάται γελώντας το punk κούρεμα της στα Εξάρχεια του ΄80 και τη φιλία τους με τη Γώγου. Και, τέλος, να μ’ αφήνει με το ζόρι να τη βγάλω μια- δυο φωτογραφίες της κακιάς ώρας, λέγοντας χαριτωμένα πως θα βγει σαν τερατάκι χωρίς μακιγιάζ, χωρίς μια πούδρα έστω. Μετά ήρθε το Κακό, η αρρώστια…

Στις πρόβες της με τον Βασίλη Γισδάκη και τον Στέλιο Μποτωνάκη λίγους μήνες μετά, στο «Κύτταρο» πάλι, παρέλυσε ξαφνικά το ένα της χέρι. Την επόμενη και το άλλο. Σε διάστημα λίγων 24ώρων, η Σωτηρία είχε παραλύσει ολόκληρη και καθηλώθηκε στο κρεβάτι. Κανείς δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τη χτύπησε ξαφνικά…Για ένα διάστημα απομακρυνθήκαμε. Δυστυχώς έτσι γίνεται συνήθως, όταν δεν έχεις πια τι να πεις σε έναν δικό σου άνθρωπο που περνάει δύσκολα. Μοιάζει απάνθρωπο, αλλά δεν είναι, ειδικά σαν ο «χτυπημένος» δεν θέλει πολλές παρτίδες με κανέναν, παρά μόνο με τον εαυτό του. Ωστόσο, μετά από καιρό που η Σωτηρία σηκώθηκε, της τηλεφώνησα και πέρασα να τη δω. Δεν ήταν πια η ίδια. Απέναντι μου είχα μία γυναίκα που φαινόταν πως πέρασε ξώφαλτσα από το θάνατο, αλλά ακόμη δεν είχε νικήσει. Δίπλα της η αγαπημένη της κόρη, ιατρός στο επάγγελμα, που τη φρόντιζε. «Πάμε έξω να σε βγάλω μια βόλτα» της είχα πει. «Τι να κάνω έξω;» μου απάντησε αφοπλιστικά, «να πάω σ’ αυτούς που με κάνανε έτσι;»

Η Σωτηρία Λεονάρδου στο «Βελούδινο υπόγειο της Γιώτας Γιάννα» των Γιώργου Χρονά – Αντώνη Μποσκοΐτη

Ποτέ δεν ρώτησα από ποια γαμημένη αρρώστια η Σωτηρία πήγε στον άλλο Κόσμο και γύρισε. Από διακριτικότητα. Οι γιατροί της είπαν – από την ίδια το έμαθα αυτό – πως άπαξ και γλίτωσε, θα ανανήψει πλήρως, αλλά θα πάρει πολύ χρόνο. Κάποια στιγμή μόνο, πάλι η ίδια, σε μία από τις επισκέψεις μου, άφησε να εννοηθεί ότι το Κακό τη βρήκε στην Αφρική στα τέλη του 1980. Ένα τροπικό κουνούπι, λέει, την είχε τσιμπήσει και την έκανε φορέα παραεγκεφαλίτιδας για περισσότερα από 20 χρόνια. Και πάλι ποτέ δεν το έψαξα. Χαιρόμουν λίγο μόνο που η σπουδαία αυτή καλλιτέχνιδα είχε σωθεί από βέβαιο θάνατο. Κάπου ήλπιζα ότι τα υπόλοιπα, τα ψυχολογικά, θα τα ξεπεράσει και σύντομα θα την ξανάχουμε κοντά μας. Να, όμως, που η αρρώστια που την καταταλαιπώρησε, έκοψε πρόωρα το νήμα της ζωής της. 

Η είδηση με βρήκε σήμερα, 9 του Νοέμβρη, σε ένα μουντό και βροχερό Λονδίνο. Στενοχωρήθηκα πολύ, έκλαψα. Θυμήθηκα που κάποτε μου είπε να μην κρατάω τίποτα από αρχεία, διότι τίποτα δεν έχει καμία αξία στη μάχη με το χρόνο. Το έλεγε αυτή, που είχε γράψει το σενάριο του «Ρεμπέτικου» και δεν υπήρχε καν ένα dvd ή έστω μια παλιά βιντεοκασέτα με την ταινία στο σπίτι της. Χαιρόταν να μου βάζει να τρώω, ενώ η ίδια ήταν εξαιρετικά λιτοδίαιτη. Μια μέρα είχε παραγγείλει μπιφτέκια στον ατμό και χόρτα. Εγώ τα χλαπάκιαζα κι εκείνη με κοιτούσε και χαμογελούσε. «Μου αρέσει να σε βλέπω να τρως» μου έλεγε με τη χαρά εκείνου που ελεεί τον πεινασμένο. Κι όταν της είπα πως απλά με πέτυχε να μην έχω φάει, δεν θα ξεχάσω τα λόγια της: «Είσαι καλλιτέχνης και δεν αμοίβεσαι, όπως σου αξίζει, εδώ που ζεις. Εδώ ζω κι εγώ και τα ξέρω. Φάε, λοιπόν, και ας το απολαύσουμε παρέα το φαγητό σου». Ήταν τόσο μίνιμαλ το σκηνικό του σπιτιού της που δεν είχε καρέκλες για να κάτσουν ένας – δυο παραπάνω άνθρωποι. «Τι να τα κάνεις τα πολλά αντικείμενα μεσ’ στο σπίτι;» με είχε ρωτήσει. Κι έπειτα: «Βιβλία να μου φέρεις να διαβάσω όποτε ξανάρθεις». Αχ, βρε Σωτηρία, καλή μου Σωτηρία…

Φωτογραφία: Αντώνης Μποσκοΐτης

Τον καιρό που κάναμε στενή παρέα, είχαμε πάει μαζί με τον Χρονά να δούμε μια θεατρική παράσταση – οι τρεις μας. Δεν μας είχε αρέσει καθόλου η παράσταση, όχι η σκηνοθεσία, αλλά το έργο καθαυτό. Γυρνάω και βλέπω τη Σωτηρία δίπλα μου να έχει γεμίσει κόκκινα σημάδια στο δέρμα της. «Άμα καταπιέζομαι, άμα είμαι κάπου και δεν μπορώ να φύγω, έτσι αντιδρά ο οργανισμός μου» μου είχε πει. «Ψυχοσωματικά»Ίσως αυτή να είναι η πραγματική αιτία που χάσαμε σήμερα τη Σωτηρία Λεονάρδου, μία ψυχο-ευπαθή σπάνια καλλιτέχνιδα

Η Λεονάρδου υπήρξε μοναδική και όσοι τη ζήσαμε μπορούμε να λέμε πως δεν υπήρχε όμοιο της στην ελληνική μουσική τέχνη. Δεν είναι ώρα να γράψω ένα στεγνό αφιέρωμα στη μνήμη της. Ανασύρω σκόρπιες θύμησες από την προσωπική μου σχέση με μία γυναίκα που πέθανε πρόωρα – δεν έμαθα ποτέ την ηλικία της – και που είχα την τύχη να με θεωρεί φίλο της για ένα διάστημα. 

Η Σωτηρία πετάει ελεύθερη πια απ’ τα βάσανα του σώματος και της ψυχής της. Δεν θα ξανακατέβει για μπάνιο στον Φλοίσβο χειμώνα – καλοκαίρι. Δεν θα ξανακοιμηθεί στις οχτώ το βράδυ, όπως πάντα κοιμόταν εκτός δουλειάς, για να σηκωθεί στις πέντε τα χαράματα, να κάνει τη γιόγκα της και να ταΐσει όλα τα αδεσποτάκια της γειτονιάς της. Σαν να τη βλέπω τώρα εδώ, στη μακρινή αγγλική πρωτεύουσα, να με κοιτάζει απ’ τον δακρυσμένο ουρανό και να μου λέει τους στίχους από εκείνο το ωραίο της τραγούδι: «Δεν έχω χρόνο, μάτια μου»

Η Σωτηρία ήλθε, είδε, πόνεσε, απήλθε. Την εκμεταλλεύτηκαν πολλοί ειδικά από το κινηματογραφικό σινάφι – αυτό το υπογράφω, καθώς ήταν κάτι που μου το είχε εκμυστηρευτεί πολλές φορές. Θα τη θυμάμαι πάντα να τραγουδάει την «Αρκούδα» από τον «Διόνυσο» του Μίκη Θεοδωράκη και να πάλλεται σύγκορμη: «Μέσα στα γήπεδα με γυμνάζουνε/ τ’ άγρια πλήθη να χαιρετώ/ με μαϊμούδες μαζί με βάζουνε/ τ’ άγρια πλήθη να προσκυνώ». Καλό σου ταξίδι, Σωτηρία Λεονάρδου! Στα Άγια των Αγίων η ψυχούλα σου! 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *