Η επανάσταση έγινε αίμα του.

Ο Κ. Βάρναλης ήταν άνθρωπος του λαού. Δεν κλείστηκε πότε σε γυάλινους πύργους. Ποιον άλλο ποιητή ή λογοτέχνη αποκάλεσε ο λαός “δάσκαλο” ή “μπάρμπα”; Το “Δάσκαλος” και το “μπάρμπα – Κώστα” έπαιρνε κι έδινε στα χείλη του λαού όταν ήταν να μιλήσει για τον Βάρναλη.

Ο Βάρναλης αγαπούσε πολύ τις παρέες σε λαϊκά ταβερνεία με ποτό και μεζέ. Αναζητούσε τους απλούς ανθρώπους στο καφενείο. Έπινε μαζί τους το ίδιο κρασί στην ταβέρνα. Ο λαός τον αισθανόταν δικό του άνθρωπο. Είναι πολλές οι σχετικές ιστορίες που διηγούνται οι σύγχρονοί του για τις σχέσεις του με τους απλούς ανθρώπους που τον χαίρονταν.Έζησε πέρα από κάθε σεμνοπρέπεια και σοβαροφάνεια.

Όταν τη δεκαετία του ’50 νεαρός δημοσιογράφος τον ρώτησε ποια είναι τα σημαντικότερα ιδανικά της ζωής, ο Βάρναλης του απαντά: “Οι γυναίκες, η θάλασσα, η φασουλάδα και να βλέπεις να παίζουν τάβλι στο “Βυζάντιο”…”.

Όπως λέει ο Λουντέμης βιογραφώντας τον Βάρναλη: “Δεν γνώρισα άνθρωπο που να χαράμισε λιγότερο τη ζωή. Και πώς; Ψιλοβελονιά, με αργό και μερακλίδικο ρυθμό. Αργυραμοιβός του πάθους. Μεράκι και στα ελάχιστα, σεβντάς και στα παραμικρά. Και στο τάβλι, και στο κουβεντολόι, και στην Τέχνη, και στη Γυναίκα” (Ο Κονταρομάχος).Ο Βάρναλης ήταν η ρίζα και η φωνή του καιρού του, και του τόπου του. Βαφτισμένος με το ποτήρι του φτωχού.
Ήταν ’’θυμοειδής’’, αμπερδούκλωτος, ανημέρευτος. Αν δεν υπήρχε η Επανάσταση θα την ανακάλυπτε ο ίδιος. Στον Βάρναλη έγινε αίμα.Δεν τον ξεκούνησε τίποτε.

Κατατάχτηκε στο στρατόπεδο του δημοτικισμού και όχι μόνο έμεινε πιστός, πιστότατος δημοτικιστής ως το τέλος της ζωής του αλλά αναδείχτηκε μαχητής της δημοτικής και απολογητής της. Εγκαταλείποντας την προγονολατρία συνδέεται με τον κόσμο του εργάτη και της επανάστασης. Παρότι μισεί το σχολείο είναι άριστος μαθητής. Μαθαίνει τα πρώτα γράμματα σε μια ατμόσφαιρα ποτισμένη από εθνικισμό και μισαλλοδοξία, μεγαλοϊδεατισμό και καθαρεύουσα.

Το ξεκίνημά του στην ποίηση δεν ήταν συνηθισμένο. Πήρε την ποίηση για παιχνίδι. Στην Γ’ Δημοτικού γράφει τους πρώτους του στίχους. Ερωτικούς και σατιρικούς. Σατίριζε τους δασκάλους του.Και στο γυμνάσιο εξακολουθεί να γράφει ποιήματα.

Μετά το τέλος του γυμνασίου έρχεται στην Αθήνα με υποτροφία και γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή. Συνεχίζει να γράφει ποιήματα. Στέλνει στον Παλαμά κάποια ποιήματά του για να του πει τη γνώμη του (Τα ποιήματα αυτά εκδόθηκαν το 1985 με τον τίτλο “Πυθμένες” ). Λίγο αργότερα στέλνει και δημοσιεύονται ποιήματά του στο περιοδικό “Νουμάς” με επαινετικό σχόλιο, δημοσιεύεται η πρώτη του ποιητική συλλογή “Κηρήθρες”.

Φύση επαναστατική συνδέθηκε αμέσως μόλις ήρθε στην Αθήνα με το κίνημα του δημοτικισμού. Από τα φοιτητικά του χρόνια και στη συνέχεια ως δάσκαλος και καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία, όπου δίδαξε το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Οι απόψεις του ήταν πρωτοποριακές και η εφαρμογή τους απαιτούσε διδακτικό θάρρος και γενναιότητα. Έτσι ήταν σε όλη του την εκπαιδευτική σταδιοδρομία.

Ήταν ο πρώτος δάσκαλος που δίδαξε ολόκληρο τον Εθνικό Ύμνο και ας μην ήταν στο πρόγραμμα του υπουργείου. Αυτό κρίθηκε οτι θα μπορούσε να χρησιμέψει για τεκμήριο εθνικής προδοσίας. Και το υπουργείο τον κάλεσε σε απολογία. Ο Βάρναλης κατατάχτηκε στο στρατόπεδο του δημοτικισμού και όχι μόνο έμεινε πιστός, πιστότατος δημοτικιστής ως το τέλος της ζωής του αλλά αναδείχτηκε μαχητής της δημοτικής και απολογητής της. Βέβαια, κυνηγήθηκε άγρια ως μαλλιαρός και άθεος τόσο ως φοιτητής όσο και ως δάσκαλος ή καθηγητής στα διάφορα σχολεία της Ελλάδας. Κάθε τόσο γινόταν σε βάρος του ανακρίσεις. Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση των Αθεϊκών του Βόλου.

Τα ποιητικά του θέματα αυτή την περίοδο τα αναζητά στην αρχαιότητα. Η καλή γνώση της αρχαιότητας και η αγάπη του γι’ αυτή μας έδωσαν μερικά πολύ όμορφα ποιήματα.Αργότερα γίνεται “κοινωνικός ταραξίας”. Νέες διώξεις, απόλυση από παιδαγωγική Ακαδημία και εξορία.

Είναι 36 χρονών όταν δραπετεύει από τον κόσμο της προγονολατρείας, του εθνικισμού, του ιδεαλισμού, της μεταφυσικής και περνά στον κόσμο του εργάτη και της επανάστασης. Τον οποίο εργάτη, οι εκμεταλλευτές του, με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, μπορούν να τον έχουν θεληματικό δούλο για να το εκμεταλλεύονται και αθέλητο θύτη όταν τον στέλνουν να σκοτώνει και να σκοτώνεται για τα συμφέροντα άλλων.

Το 1921 γράφει στην Αίγινα “Το φως που καίει”, το πρώτο έργο βασισμένο στον ιστορικό υλισμό. Μα το έργο που εκφράζει τη δημιουργική αφομοίωση του μαρξισμού και της επαναστατικής προοπτικής είναι “Η αληθινή απολογία του Σωκράτη”. Η ποίηση του Κ. Βάρναλη είναι το ξυπνητήρι της λαϊκής συνείδησης. Έγραψε χωρίς να θωπεύει τον λαό, χωρίς να τον αφήνει έξω από την ευθύνη του, την προσωπική του ευθύνη, να πάψει να είναι “θύμα, ψώνιο και σύμβολο αιώνιο” της μοίρας του.Έγραφε για τον λαό χωρίς να τον χαϊδεύει.

Στις 16 Δεκέμβρη 1974 έφυγε από τη ζωή. Ο κομμουνιστής Κώστας Βαρναλης που το έργο του χαρακτήριζε η ιδεολογική συνέπεια και η πολιτική εγρήγορση. Πολλά τα αφιερώματα και οι αναφορές στο πρόσωπο του ποιητή και το έργο του. Καθένας τον προσεγγίζει με τον δικό του τρόπο, αποσιωπώντας κάποιες φορές ότι ήταν κομμουνιστής. Ήταν αυτός που έκανε τον κομμουνισμό ποίηση.

Για το λαό είναι ο Οδηγητής. «Είσαι ο Οδηγητής για μας, ποιητής της εργατιάς». Αυτός ήταν ο πάνδημος ύστατος χαιρετισμός. Είχε προηγηθεί μια τεράστια νεκρώσιμος διαδήλωση στους δρόμους της Αθήνας. Η εικόνα των νέων ανθρώπων που τον κουβαλούν στους ώμους τους, και τραγουδούν τους Μοιραίους, και φωνάζουν αθάνατος, όσες φορές και να το δω, βουρκώνω. Αξέχαστος θα είναι, αυτό είναι σίγουρο. Κι Οδηγητής.

Ο Βάρναλης, έγραψε με πλήρη επίγνωση ότι όλες οι τέχνες “πολιτεύονται”, είτε το ξέρουνε είτε όχι, είτε τους φαίνεται είτε όχι. Κι η επαναστατική τέχνη “πολιτεύεται” με τη διαφορά, πως το ξέρει. Γιατί αν είναι κανείς συντηρητικός από κοινωνική συνήθεια, γίνεται επαναστάτης μονάχα από γνώση της πραγματικότητας κι από αντίδραση στη συνήθεια.

Ποιητής στρατευμένος. Ταξικά στρατευμένος με την εργατική τάξη και με την ποίησή του έγινε ο εμψυχωτής και ο οργανωτής των διαθέσεων του εργάτη στην πάλη του να απαλλαγεί από τα αίτια της δυστυχίας του. Δείχνει τον ένοχο και οραματίζεται ένα μέλλον καλύτερο. Γίνεται μαστιγωτής της κοινωνικής πραγματικότητας, με γνώμονα να αποκτήσει ο ευπειθέστατος και νομοταγής “καλός πολίτης”, το θύμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, συνείδηση, να χειραφετηθεί και να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία και την πραγματοποίηση του δικού του πολιτισμού. Να χτίσει το δικό του βασίλειο της δουλειάς, της ειρήνης και της πανανθρώπινης φιλίας.

Επίκαιρος και σήμερα που έχουν τσακίσει τα λαϊκά δικαιώματα, εξαθλίωσαν τη ζωή των εργαζομένων μα ταυτόχρονα ζητούσαν και συνεχίζουν να ζητούν από το λαό υπομονή και θυσίες για τη σωτηρία της πατρίδας. Ένα σχόλιο σε αυτή την πραγματικότητα είναι το παραμύθι που λέει ο Σωκράτης στους συμπολίτες του στην “Αληθινή απολογία” του στο οποίο καταλήγει: “Μοναχά σας λέω: “Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών”.

Ποιητής γνήσια λαϊκός και πολυτραγουδισμένος. Αρκετά ποιήματά του τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν από το λαό, απαγγέλθηκαν από εργάτες, μπήκαν σε λαϊκά σπίτια, κατέβηκαν σε υπόγειες ταβέρνες.Ξεπερνούν τα είκοσι τα μελοποιημένα του ποιήματα. Εξαιτίας του περιεχομένου της ποίησής του και της στάσης ζωής του κυνηγήθηκε και πολεμήθηκε. Και μάλιστα η πολεμική εναντίον του ήταν οξεία.

Δε δέχτηκε άλλος λογοτέχνης τόσο ισχυρή κριτική όσο ο Βάρναλης. Ηταν η ποιότητα του έργου του τέτοια και η αξία του. Πάντοτε, από την εποχή της σύγκρουσης με τον Παλαμά και τον Δελμούζο μέχρι και σήμερα. Μόνο που σήμερα γίνεται πιο εκλεπτυσμένα. Με απομόνωση στοιχείων από τα έργα του ή τα γραπτά του κείμενα ή διά της αποσιωπήσεως.

Της Π.Μ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *