Μέρες του 2013

Η ιδεολογική ηγεμονία έχει, εκ των πραγμάτων, ουκ ολίγες ενοχλητικές όψεις: ρηχότητα, αντιφάσεις λόγου και πράξεων, κυρίως όμως υποκριτική συμπόρευση ατόμων και συλλογικοτήτων που εκδηλώνονται μεγαλόφωνα για να κρύψουν ότι το δικό τους ιστορικό κάθε άλλο παρά νομιμοποιεί μια τέτοια προσχώρηση. Τα προβλήματα αυτά δεν αναιρούν, όμως, το πραγματικό γεγονός της ηγεμονίας και -απείρως σημαντικότερο- τις δυνατότητες που αυτή ανοίγει για μια ουσιαστικότερη εμπέδωση στην κοινωνία των ιδεών που έχουν (ή φαίνεται ν’ αποκτούν) το πάνω χέρι.

Οσοι θυμούνται τη Μεταπολίτευση, ξέρουν καλά πόσο αυτού του είδους τα φαινόμενα ήταν παρόντα και τότε -στην πιο ελπιδοφόρα και πολιτικά δημιουργική φάση της νεοελληνικής ιστορίας. Οσοι πάλι δυσφορούν για την υποκρισία του αγοραίου «αντιφασισμού» που συνεπήρε ξαφνικά όσους ευθύνονται για την έξοδο του ναζιστικού φιδιού από το αυγό του προ δεκαετίας, καλό θα ήταν να επιστρέψουν για λίγο νοερά στις μέρες του 2012-2013, όταν μια φασιστική διαχείριση είχε αρχίσει να συζητιέται δημόσια ως ενδεχόμενη «λύση» της κοινωνικής σύγκρουσης.

Καλό είναι να θυμηθούμε, δηλαδή, τι συνέβαινε όταν η Χρυσή Αυγή απολάμβανε τα χάδια της πολιτικής και μιντιακής ελίτ, ως όργανο καταστολής και παροχέτευσης της αντιμνημονιακής κοινωνικής έκρηξης στην επιθυμητή για το κεφάλαιο και το καπιταλιστικό κράτος κατεύθυνση: την ανθρωποφάγα στοχοποίηση βολικών αποδιοπομπαίων τράγων, τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας και τη βίαιη συντριβή των πολιτικών καταλοίπων κι επιγόνων του μεταπολιτευτικού λαϊκού κινήματος και ριζοσπαστισμού.

Τότε που το μηχανοκίνητο τάγμα εφόδου περιπολούσε ανενόχλητο μέρα μεσημέρι στην Αθήνα, ξυλοκοπώντας και μαχαιρώνοντας· που η μισή ΕΛ.ΑΣ. ψήφιζε τους ναζί, όπως έδειξαν οι κάλπες των ετεροδημοτών αστυνομικών (στους Αμπελόκηπους) και των ΜΑΤ (στην Καισαριανή)· που οι αντιφασιστικές μοτο-πορείες χτυπιόντουσαν από τα ΜΑΤ και τη «Δέλτα» και οι συλληφθέντες βασανίζονταν από τους ένστολους χρυσαυγίτες· που διευθυντές νοσοκομείων καλούσαν την οργάνωση να «καθαρίσει» τα ιδρύματά τους από τις αλλοδαπές εργαζόμενες και διευθυντές σχολείων δέχονταν τελεσίγραφα για αποβολή των μεταναστόπουλων· που ο (καραμανλικός) υπουργός Εσωτερικών Ευριπίδης Στυλιανίδης προθυμοποιούνταν να εφοδιάσει τον Παναγιώταρο με στατιστικά στοιχεία για τους παιδικούς σταθμούς που φιλοξενούσαν αλλοδαπά νήπια· που ο Σταύρος Θεοδωράκης χαριεντιζόταν με τον Μιχαλολιάκο, πίνοντας επιδεικτικά τον καφέ του σε κούπα με το έμβλημα της Χ.Α.· που η φιλελεύθερη «Καθημερινή» του εφοπλιστή Αλαφούζου διακήρυττε διά χειρός Στέφανου Κασιμάτη, έναν ακριβώς χρόνο πριν από τη δολοφονία του Φύσσα (16/9/2012), πως «όσοι πιστεύουμε στη δημοκρατία οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Χρυσή Αυγή για την ευκαιρία που μας προσφέρει -και μάλιστα την ώρα που την έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη- να κάνουμε μια νέα αρχή στην πολιτική ζωή», καθώς έδωσε τη δυνατότητα «στη νομιμότητα να αναμετρηθεί, επιτέλους, με την οιονεί νομιμοποιημένη βία της Αριστεράς: αυτό το καρκίνωμα της Μεταπολίτευσης, που όλοι το φοβούνται και κανείς δεν το αγγίζει». Και τόσα και τόσα άλλα…

Την άνοιξη του 2013, η αποδοχή της Χ.Α. από το μνημονιακό «ακραίο κέντρο» είχε φτάσει μάλιστα στο σημείο να συζητιέται δημόσια ακόμη και κυβερνητική συνεργασία μαζί της, προκειμένου ν’ ανασχεθεί -με τις παλιές καλές μεθόδους- η διαφαινόμενη προέλαση των «αναρχοκομμουνιστών» του ΣΥΡΙΖΑ.

Το φλερτ αυτό δεν περιορίστηκε σε ιστορικά στελέχη της Δεξιάς, όπως ο (υπουργός Δημόσιας Τάξης του Καραμανλή) Βύρων Πολύδωρας, ή ανερχόμενους αστέρες της παράταξης, όπως ο δημοσιογράφος της «Καθημερινής» και του «Σκάϊ» -βουλευτής σήμερα της Ν.Δ.- Μπάμπης Παπαδημητρίου.

Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες των ημερών, η ίδια η ηγεσία της Ν.Δ. ήταν τότε βαθιά διχασμένη γύρω απ’ αυτό το ενδεχόμενο. Το κλείσιμο της ΕΡΤ, που η Χ.Α. -και μόνο αυτή- χαιρέτισε δημόσια σαν ένα βήμα προς την «αποκομμουνιστικοποίηση» της Ελλάδας, υπηρετούσε αυτόν ακριβώς τον σχεδιασμό: να εξωθήσει ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ σε αποχώρηση από την κυβέρνηση Σαμαρά και να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές, με την πολυδιαφημισμένη Χ.Α. δημοσκοπικά ήδη τρίτο κόμμα. Το σενάριο δεν ευτύχησε και η συμμορία το επόμενο διάστημα «ανέβασε τη βολή», με τα αντίστροφα τελικά -και καταστροφικά για την ίδια- αποτελέσματα.

Το λιάνισμα των κυβερνητικών ακροδεξιών ανταγωνιστών της στον Μελιγαλά ανέτρεψε τις ισορροπίες στα ηγετικά κλιμάκια της Ν.Δ., ανοίγοντας τον δρόμο για τη δικαστική δίωξή της μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Μέχρι να φτάσουμε εκεί, το φλερτ με τους ναζί είχε υπερβεί την περίμετρο της παραδοσιακής Δεξιάς. Στις 10/2/2013 ο Νίκος Μιχαλολιάκος έκανε λ.χ. μια σιβυλλική δήλωση στο συνοδοιπορούν «Πρώτο Θέμα»: υποψήφιος δήμαρχος της Χ.Α. για τον Δήμο Αθηναίων στις εκλογές της επόμενης χρονιάς, προανήγγειλε, θα ήταν «είτε στέλεχος της πρώτης γραμμής [του «κόμματος»], είτε ένα όνομα που θα προκαλέσει έκπληξη και θα κάνει πολλούς να μην πιστεύουν στα αυτιά τους».

Τελικά επικράτησε το πρώτο σενάριο (υποψηφιότητα Κασιδιάρη) και δεν μάθαμε ποτέ ποιο ήταν το «όνομα-έκπληξη» που διαπραγματευόταν με τον επίδοξο φίρερ τη μεταγραφή του. Δυο μέρες μετά το δημοσίευμα, στην πολιτική σκηνή σημειώθηκε πάντως μια πραγματική έκπληξη.

Με συνέντευξή του στον «Σκάϊ» (12/2/2013), ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ Αντρέας Λοβέρδος εξύμνησε τη Χ.Α. σαν «το πρώτο αυθεντικό κίνημα μετά τη Μεταπολίτευση», αντιδιαστέλλοντας τον δημιουργικό «ακτιβισμό» της πάνω στα «τρία τεράστια πολιτικά προβλήματα» του τόπου (μεταναστευτικό, «παραεμπόριο», «έλλειψη ασφάλειας και αστυνόμευσης») στη θεωρητικολογία της Αριστεράς και τη βία του… ΣΥΡΙΖΑ: «Γιατί μας προβληματίζει το γεγονός ότι ανεβαίνει κάποιος που κάνει με τρόπο -πώς να πω- ακτιβίστικο πολιτική πάνω σε αυθεντικά προβλήματα; Νομίζω ότι μετά τη Μεταπολίτευση είναι το πρώτο κίνημα που γεννιέται αυθεντικά. […] Οταν μιλάνε επί της ουσίας, βγάζοντας τα γενικά πολιτικά τους προτάγματα, [οι χρυσαυγίτες] μοιάζουνε με την υπόλοιπη αντιπολίτευση. Λένε ό,τι λέει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, το γεγονός ότι κάνουν ακτιβισμό (όχι, όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, πάνω σε υπουργούς, γιατί αυτό μας έκανε δυόμισι χρόνια: μας έδερνε, μας γιαούρτωνε…) πάνω σε προβλήματα, τους δίνει δύναμη. Και αυτή τη δύναμη δεν τους την κλέβεις επειδή τους καταγγέλλεις».

Ο ίδιος, διευκρίνισε, προσπάθησε να υπάρξει συμπόρευση όλων των κομμάτων με τη Χ.Α. κατά της βίας που δέχονταν κυβέρνηση και Ν.Δ.: «Μαζί και οι εφτά. Εφτά κοινοβουλευτικές δυνάμεις δεν είμαστε; Κανένας δε θ’ αφήνει, με υπονοούμενα κι αναφορικές προτάσεις, νότα κάλυψης ή μη απόλυτης καταδίκης. Αυτό γιατί είναι προβληματικό; Ενας πολιτικός κάνει απόπειρα να μιλήσει με το 100% της ελληνικής κοινωνίας. Δεν σηκώνει τείχη».

Οταν ξεστομίζονταν όλα αυτά, δεν είχε ακόμη κλείσει μήνας από τη φρικαλέα και παντελώς απρόκλητη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν (17/1/2013). Στα σπίτια των δολοφόνων του είχε βρεθεί άφθονο προεκλογικό υλικό της Χ.Α., που η ΕΛ.ΑΣ. και τα τηλεοπτικά δελτία των ημερών απέφευγαν επιμελώς να κατονομάσουν (κάνοντας λόγο για «πολιτικό κόμμα», γενικώς και αορίστως). Το φλερτ με τον «ακτιβισμό» της, ως μέθοδο δραστικής αντιμετώπισης του «μεταναστευτικού», δεν ήταν συνεπώς καθόλου αθώο.

Εφτά χρόνια μετά, η κατάσταση δεν είναι βέβαια καθόλου ρόδινη, τουλάχιστον όμως τα παραπάνω μοιάζουν μακρινός εφιάλτης. Κι αυτό το οφείλουμε σε όσους πάλεψαν πεισματικά όλο το ενδιάμεσο διάστημα, για να μην ξανακλείσει η θεσμική διαχωριστική γραμμή εκείνου του Σεπτέμβρη με τους «ακτιβιστές» του στιλέτου.

Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος – “ΕφΣυν

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *