Πολυτεχνείο με… μάσκες: Κερδισμένοι και χαμένοι από το μπρα ντε φερ στους δρόμους

Η κυβέρνηση σε αυτή τη φάση φοβάται μην χάσει τελείως τον έλεγχο σε σχέση με την πανδημία, όπως και φοβάται (ίσως αυτό να το φοβάται ακόμη περισσότερο) να μην δώσει την εικόνα ότι έχει χάσει τον έλεγχο.

Σε πείσμα της κυβερνητικής απαγόρευσης και μιας εντυπωσιακής κινητοποίησης των αστυνομικών δυνάμεων, τελικά έγιναν διαδηλώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου.

Δεν είχαν προφανώς τη μαζικότητα άλλων ετών, κάτι που άλλωστε ήταν και αναμενόμενο μέσα στην ειδική συνθήκη της πανδημίας, όμως ήταν συγκεντρώσεις.

Και όταν δεν γινόταν επίθεση της αστυνομίας, είτε με δακρυγόνα και την «αύρα» στην Αθήνα, ή προσπάθεια για μαζικές προσαγωγές όπως στη Θεσσαλονίκη, και αποστάσεις τηρήθηκαν ενώ η χρήση της μάσκας ήταν καθολική.

Εύλογα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι εάν δεν είχε υπάρξει αυτού του είδους η απαγόρευση θα είχαν γίνει μεν διαδηλώσεις μέχρι την πρεσβεία, αλλά με τέτοια χαρακτηριστικά μαζικότητας και αποστάσεις.

Ο κυβερνητικός υπολογισμός

Η κυβέρνηση επέλεξε εξαρχής το δρόμο της απαγόρευσης. Παρότι επικαλέστηκε κατ’ επανάληψη τα ζητήματα υγειονομικής προστασίας, αν και σαφής και ρητή σχετική εισήγηση της «επιτροπής των λοιμωξιολόγων» δεν υπήρξε όπως φάνηκε και από την απάντηση του καθηγητή Μαγιορκίνη στις 16/11, ο υπολογισμός του Μαξίμου ήταν περισσότερο πολιτικός και δεν αφορούσε κάποιον άμεσο υγειονομικό κίνδυνο.

Η κυβέρνηση σε αυτή τη φάση φοβάται μην χάσει τελείως τον έλεγχο σε σχέση με την πανδημία, όπως και φοβάται (ίσως αυτό να το φοβάται ακόμη περισσότερο) να μην δώσει την εικόνα ότι έχει χάσει τον έλεγχο. Επομένως έπρεπε να δείξει ότι καμιά χαλάρωση δεν επιτρέπεται. Ειδικά για τις συναθροίσεις έπρεπε να αποφύγει και την κριτική που πάντα υποβόσκει σε σχέση με τους χώρους θρησκευτικής λατρείας. 

Από την άλλη η κυβέρνηση ήθελε σε αυτή τη φάση να δώσει και ένα μήνυμα σε σχέση με τις αντιδράσεις για τις πολιτικές που μεθοδεύει. Η πανδημία δεν έχει ανακόψει την προσπάθεια της κυβέρνησης να περάσει αυτό που ονομάζει «μεταρρυθμίσεις». Εξ ου και η προσπάθεια για τις αλλαγές στη συνδικαλιστική νομοθεσία, για τις αλλαγές στον ΑΣΕΠ, για τις αλλαγές στην εκπαίδευση. Για πολλές από αυτές ξέρει ότι θα έχει μεγάλες αντιδράσεις. Ήδη προγραμματίζεται απεργία της ΑΔΕΔΥ για τις 26/11.

Επιπλέον, η κυβέρνηση ξέρει ότι ένα κλίμα δυσαρέσκειας υπάρχει, ιδίως στην προοπτική του δεύτερου lockdown και των οικονομικών επιπτώσεών του. Προς το παρόν η κυβέρνηση δεν αισθάνεται ότι έχει πολιτικό κόστος, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει μπορέσει να συγκροτήσει μια συνεκτική αντιπολιτευτική τακτική, όμως ξέρει ότι αργά ή γρήγορα θα αρχίσει να βλέπει κοινωνικές κατηγορίες να αντιδρούν.

Γι’ αυτόν τον λόγο και η κυβέρνηση θέλει σε αυτή τη φάση να στείλει μήνυμα πυγμής. Ξέρει ότι αυτό θα επιτείνει τη δυσαρέσκεια ή την αγανάκτηση συγκεκριμένων κομματιών, όμως θεωρεί ότι προς το παρόν η αγανάκτηση για το πώς αντιμετώπισε την πορεία του Πολυτεχνείου, δεν θίγει τον βασικό κορμό της δικής της εκλογικής επιρροής, την ώρα που θεωρεί ότι έστειλε μήνυμα για το πώς θα αντιμετωπίζονται οι «απείθαρχοι».

Η στάση των κομμάτων της Αριστεράς

Από την άλλη μεριά, το ΚΚΕ και άλλες τάσεις της Αριστεράς, κατάφεραν να πετύχουν τη βασική τους επιδίωξη που ήταν να ακριβώς να δείξουν ότι δεν θα περνούσε η απαγόρευση και ότι δεν περιορίζονταν απλώς σε «συμβολικές» κινήσεις αλλά θα δοκίμαζαν να κάνουν κάτι που θα έμοιαζε με συγκέντρωση και πορεία.

Το ΚΚΕ το έκανε προφανώς με μεγαλύτερη οργανωτική αποτελεσματικότητα, άλλα κομμάτια στην κλίμακα που μπορούσαν, από τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς μέχρι το ΜέΡΑ25 και τον Γιάνη Βαρουφάκη.

Εδώ, άλλωστε, υπήρξε και μια παράμετρος που η κυβέρνηση υποτίμησε. Για αρκετά ρεύματα της αριστεράς, το Πολυτεχνείο έχει μια διάσταση ταυτοτική. Επομένως δεν υπήρχε περίπτωση να μην δοκιμάσουν να αμφισβητήσουν την απαγόρευση, ιδίως όταν με αυτό τον τρόπο συγκροτούν και μια ορατή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση γύρω από ένα ζήτημα, αυτό της δημοκρατίας, που πάντα έχει μια ευρύτερη απήχηση. 

Η ταλάντευση του ΣΥΡΙΖΑ

Πιο αντιφατική η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, που ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην προσπάθεια να δείξει ότι είναι μια «υπεύθυνη» δύναμη, ακόμη και στο βαθμό του να αποδεχτεί, παρότι δύναμη της Αριστεράς, ότι δεν έπρεπε να γίνουν συγκεντρώσεις και την προσπάθεια να εκμεταλλευτεί τα αντανακλαστικά που προκάλεσε ο τρόπος που μεθόδευσε η κυβέρνηση την απαγόρευση.

Όμως, το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να έχει παρουσία στην έμπρακτη αμφισβήτηση της κυβερνητικής επιλογής, έδωσε περιθώρια σε άλλες τάσεις της Αριστεράς να διεκδικήσουν το ρόλο της πιο μαχητικής αντιπολίτευσης.

Το πλεόνασμα αυταρχισμού

Πέραν όμως των πολιτικών σχεδιασμών, η πραγματικότητα είναι ότι οι διαδηλώσεις στις 17/11 αντιμετωπίστηκαν με ένα πλεόνασμα αυταρχισμού. Η επιλογή να γίνει τέτοιας κλίμακας επίθεση στο μπλοκ του ΚΚΕ, την ώρα που μπροστά ήταν η ίδια η ηγεσία του, οι βίαιες μαζικές προσαγωγές και συλλήψεις, οι αναίτιες επιθέσεις από τις «αύρες» και τα δακρυγόνα σε διαδηλωτές που σαφώς αποχωρούσαν από τις διαδηλώσεις, η επιθετική συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων, οι μαζικές προσαγωγές στη Θεσσαλονίκη, η διάχυτη αίσθηση ότι αστυνομικοί επεδίωκαν με κάθε πρόσχημα συλλήψεις, όλα αυτά παραπέμπουν σε μια σαφώς αυταρχική επιλογή και σε μια συγκρουσιακή αντιμετώπιση.

Προφανώς και λειτούργησε ο υπολογισμός που ήδη σχολιάσαμε: η κυβέρνηση έχει σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα και εκτιμά ότι οι αντιδράσεις αγανάκτησης για τον «υπέρμετρο ζήλο» των αστυνομικών δυνάμεων θα περιοριστούν σε ανθρώπους στους οποίους δεν έχε προσδοκία εκλογικής επιρροής. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί ότι μεσοπρόθεσμα μια κυβέρνηση που καταφεύγει όλο και περισσότερο στην αστυνομική πυγμή θα φαντάζει μια κυβέρνηση αδύναμη να πείσει.

Πηγή: Παναγιώτης Σωτήρης – in.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *