Άρης Π.: «Πετάμε το γάντι σε μια δημοκρατία να μας πει ποια είναι η γνώμη της για τα βασανιστήρια»

Ο Αρης Π. μιλάει στην συντάκτρια της ιστοσελίδας m.popaganda.gr Μαρία Λούκα για τη ζωή μετά τον βασανισμό του και τον αδερφικό του φίλο που βρίσκεται προφυλακισμένος.

Κατά τη διάρκεια της χούντας, κι ενώ οι πρώτοι Έλληνες πήγαιναν στο Συμβούλιο της Ευρώπης και έδειχναν σε εμπειρογνώμονες τα σημάδια από τα βασανιστήρια στα σώματα τους, ο Στυλιανός Παττακός απαντούσε στα διεθνή media με την εξής φράση: «All these are lies».

Προσωπικά αποφεύγω τις ιστορικές συγκρίσεις, καθώς επίσης και τους σχετικισμούς. Δε μπορώ, όμως, να μη σκεφτώ ότι η βλοσυρή εξήγηση του Παττακού, επέζησε στη Μεταπολίτευση και εξελίχθηκε σε μανιέρα με την οποία αντιμετωπίζει η Ελληνική Αστυνομία όλες τις καταγγελίες αστυνομικής βίας, παρά την ύπαρξη οπτικοακουστικών ντοκουμέντων, μελανιασμένων δερμάτων και ιατρικών εξετάσεων που συνοδεύουν αρκετές από αυτές.

Είναι που από τη «ζαρντινιέρα» μέχρι το δεύτερο λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου, από την κακοποίηση του ψυχικά ασθενούς Χρήστου Χρονόπουλου μέχρι τα βασανιστήρια στο πάρκινγκ της Μπουμπουλίνας το 2019, από τους συλληφθέντες της αντιφασιστικής μοτοπορείας το 2012 μέχρι την ταράτσα της οικογένειας Ινδαρέ, οι ένστολοι των διαφόρων υπηρεσιών δε μπορείς να πεις κιόλας ότι δεν έχουν δώσει δικαιώματα. Κάθε άλλο μάλλον. Κι ίσως αυτά που γνωρίζουμε να είναι πολύ λιγότερα σε σχέση με το τι έχει συμβεί στα διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστριών, στην Πέτρου Ράλλη, στα κρατητήρια των αστυνομικών τμημάτων, στο δημόσιο χώρο και στους ορόφους της ΓΑΔΑ. Γι’ αυτό όταν διάβασα την καταγγελία του Άρη για αυτά που πέρασε στη ΓΑΔΑ και προτού καν εμφανίσει τις φωτογραφίες, τον πίστεψα. Όπως από θέση αρχής πιστεύω τις γυναίκες που έχουν βιαστεί ή κακοποιηθεί, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα που έχουν βιώσει ομοφοβικές ή τρανσφοβικές επιθέσεις, τα προσφυγικά υποκείμενα που έχουν υποστεί ρατσισμό και μίσος. Και γενικά θεωρώ ότι αν στις ταξικές/ έμφυλες/εθνοτικές ιεραρχήσεις, η κοινωνία και τα media επιλέξουν να ακούσουν τον λόγο των θυμάτων και να τα πιστέψουν, θα είναι ένα εγχείρημα αυτοβελτίωσης και κοινωνικής δικαιοσύνης. Για τις άλλες εκδοχές δικαιοσύνης θα πούμε παρακάτω.

Τον συνάντησα στο σπίτι του. Αναγκαστικά ξεκίνησα με την δύσκολη και άχαρη ερώτηση για το τι συνέβη εκείνη την ημέρα, την επομένη από τον τραυματισμό αστυνομικού στη Νέα Σμύρνη, όταν την ώρα που ετοιμαζόταν να πάρει ταξί για να γυρίσει σπίτι του, κάποιοι άνδρες με full face, του έβαλαν μια κουκούλα και χειροπέδες και τον οδήγησαν στη ΓΑΔΑ:

«Φτάνουμε στο υπόγειο της ΓΑΔΑ, με βγάζουν από το αυτοκίνητο και όρμησαν όλοι πάνω μου χτυπώντας με, με πέταξαν σ’ ένα ασανσέρ με το κεφάλι, όπου με ξαναχτύπησαν, με ρώτησαν την ηλικία μου, απάντησα ότι είμαι 21, μου λένε δυνατά πόδια έχεις και με χτύπησαν στα πόδια. Ένας μάλιστα είπε «θα βιάσουμε μέχρι και το κουτάβι σου». Με ξεφορτώνουν σ’ ένα δωμάτιο, με χτυπάνε ξανά. Ακολούθησαν διάφορες ερωτήσεις για το τι έχω πάνω μου, τι ομάδα είμαι, ποιο είναι το pin του κινητού μου. Κάποια στιγμή σβήνουν τα φώτα, με παρατάνε πίσω από ένα θρανίο, επικρατεί απόλυτη σιγή που ανά διαστήματα διακόπτεται με κινήσεις εκφοβισμού, βήματα στο απόλυτο σκοτάδι. Σε μια άλλη φάση ακούω ήχους φερμουάρ να ανοιγοκλείνουν και με ρωτάνε αν είμαι έτοιμος, μου λένε εντάξει θα ξαναρωτήσουμε, πάλι το ίδιο, λένε «την τρίτη φορά που θα ρωτήσω δε θες να μάθεις τι θα συμβεί», έπεσαν πάλι πάνω μου. Με ρωτάνε αν οι χειροπέδες με πονάνε, λέω ότι δε νιώθω τα χέρια μου, με ρώτησαν ποιο χέρι σε πονάει, νομίζω απάντησα το δεξί κι έσφιξε το δεξί. Αυτό συνεχίστηκε για κάμποσες ώρες μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο με ξύλο. Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα, με κατεβάζουν από τα σκαλιά, με αφήνουν στον από κάτω όροφο στο πάτωμα. Μετά με παρατάνε σ’ ένα άλλο δωμάτιο φωτεινό, εξακολουθώ να φοράω κουκούλα και χειροπέδες, σκέφτομαι ότι ίσως τελείωσε όλο αυτό.

Εμφανίζονται ξανά μαυροφορεμένοι, κουκουλωμένοι, ξεκινάει μια πιο ανακριτική διαδικασία, με ρώταγαν για τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης, πληροφορίες για ανθρώπους που με περιβάλλουν, για την οργάνωση μου, ακόμα και για οπαδούς. Αυτό φαντάζομαι ήταν μια προσπάθεια να εκμαιεύσουν κάποια πληροφορία. Την άρνηση μου να απαντήσω για όλα αυτά την πλήρωσα ακριβά. Ανοίγουν το παράθυρο και μου λένε ότι αν θέλω να λυτρωθώ τώρα είναι η ευκαιρία μου, ότι αν πέσω δε θα με εμποδίσει κανείς, ειδάλλως θα με κρατήσουν έτσι τρεις μέρες ακόμα, θα πάθω ό,τι έπαθε ο αστυνομικός το προηγούμενο βράδυ και την τέταρτη μέρα θα ανακοινωθεί η σύλληψη μου για απόπειρα ανθρωποκτονίας, θα πάω φυλακή και μέσα από τη φυλακή θα έχω την ευκαιρία να γράφω πολύ ωραία ποστ και να μετράω τα like. Δε μου φαίνεται καθόλου περίεργο ένας άνθρωπος εκείνη την ώρα να τρέξει και να πηδήξει, κάποιος που θέλει να σταματήσει το μαρτύριο του να πάει να φουντάρει, δεν ξέρω αν θα το επέτρεπαν ή όχι αλλά σίγουρα δε θα ήταν απίθανο να συμβεί. Σχολίαζαν την καταγωγή μου από την Κρήτη και πως αντί να βγω λεβέντης, βγήκα «αδερφή». Χρησιμοποιούσαν συνομιλίες που μάλλον είχαν ακούσει από την παρακολούθηση με τη μητέρα μου, την αγωνία και την ανησυχία της για μένα.

Όσα και να πω, ποτέ δε θα μπορέσω ακριβώς να περιγράψω εκείνη την εμπειρία. Μέτραγα τις ώρες. Κάποιες φορές προσπαθούσα ακόμα και να ξεράσω μέσα στην κουκούλα προκειμένου να με λυπηθούν, έδινα αυτή την ελπίδα στον εαυτό μου, ότι δε θα συνεχιστεί αυτό. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ένας τύπος μου βγάζει την κουκούλα, μου λέει «Άρη τελείωσε», βλέπω φως για πρώτη φορά, νιώθω ότι έχω καρδιακές αρρυθμίες, του εξηγώ ότι με βασάνιζαν πριν και απαντάει «εδώ δε γίνονται αυτά». Διατάζει να μου βγάλουν τις χειροπέδες και μου δίνει ένα μπουκάλι νερό να πιω, μου δείχνει έκθεση σύλληψης και μου λέει ότι πάμε για δαχτυλικά αποτυπώματα. Στη συνέχεια μου παίρνουν δια της βίας δαχτυλικά αποτυπώματα.

Με πηγαίνουν στον 7ο όροφο, με παρατάνε σ’ ένα δωμάτιο μόνο μου, εγώ και τα τσιμέντα. Το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι αν βρίσκεται εκεί ο αδερφικός μου φίλος Ο.Μ. που είχε εξαφανιστεί, φωνάζω το όνομα του κι εκείνος αποκρίνεται, απαιτούμε να μπούμε στο ίδιο κελί, πράγμα που ικανοποιήθηκε. Ήταν εμφανώς βασανισμένος, είχε σημάδια στο κεφάλι μες στα μαλλιά, τα χέρια του είχαν σημάδια, με δυσκολία ανέπνεε, μου είπε κάποιες ιστορίες που αν θελήσει θα τις ανοίξει ο ίδιος. Την επόμενη μέρα ξυπνήσαμε και διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχε φαγητό, νερό, παρά το γεγονός ότι για τους κρατούμενους αυτά προβλέπονταν. Οι αστυνομικοί παρίσταναν ότι δεν υπάρχουμε όταν τους φωνάζαμε. Βρισκόμασταν σ’ ένα καθεστώς ειδικής κράτησης, όπως και η Έφη, η κοπέλα που είχαν παρενοχλήσει σεξουαλικά οι αστυνομικοί. Πίναμε νερό επειδή κάποια παιδιά από τους συλληφθέντες έρχονταν άνοιγαν το παράθυρο του κελιού για να σφηνώσουν μέσα νερά, τα πίναμε κι αυτά τα μπουκάλια αργότερα ήταν η τουαλέτα μας γιατί η πόρτα μας δεν άνοιγε ποτέ παρά μόνο για τον ανακριτή. Με άφησαν να πάρω μόνο ένα τηλέφωνο τη σύντροφο μου για 20 δευτερόλεπτα και με τον αστυνομικό να βαράει ρυθμικά το γκλομπ δίπλα. Πρόλαβα να της πω «σ’ αγαπώ, να προσέχεις».

Ο Άρης τελικά αφέθηκε ελεύθερος μ’ ένα κατηγορητήριο που συνήθως είναι καρμπόν σε αυτές τις περιπτώσεις. Αρχικά επιδίωξαν να του αποδώσουν και την κατηγορία για απόπειρα ανθρωποκτονίας, η οποία κατέπεσε στο πρόσωπο του. Δε συνέβη τον ίδιο με τον φίλο του, ο οποίος προφυλακίστηκε:

«Προφυλακίστηκε με μοναδικό τεκμήριο ένα τηλεφώνημα που είχαμε την ημέρα της διαδήλωσης, όπου τον κάλεσα για να τον ρωτήσω εάν είναι καλά. Εγώ είχα καταφύγει σ’ ένα μαγαζί κι αυτός προσπαθούσε να επιστρέψει στην πλατεία της Νέας Σμύρνης για να πάρει το όχημα του και να φύγει. Κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος μου μετέφερε πληροφορίες που απλά κυκλοφορούσαν στα social media και μάλιστα ήταν εντελώς συγκεχυμένες, ότι έχουν τραυματιστεί δύο αστυνομικοί, ότι έχουν σκοτωθεί. Τότε ήταν ακόμα ράδιο αρβύλα σε σχέση με την υπόθεση. «Σκοτώσαμε δύο αστυνομικούς» λέει. Στην πραγματικότητα η υπόθεση αφορά έναν αστυνομικό. Στο δικό μου μυαλό το «σκοτώσαμε» είναι ξεκάθαρο ότι αναφέρεται στη μάζα της διαδήλωσης. Κι αυτό γιατί το λέω: σ’ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μπορεί να πάρεις τηλέφωνο έναν φίλο σου και να του πεις νικήσαμε 2-0. Αυτό σημαίνει ότι έχεις βάλει δύο γκολ; Όχι. Με αυτή την υπόνοια τον προφυλάκισαν, μόνο για ένα τηλέφωνο και χωρίς κανένα τεκμήριο που να τον συνδέει με τα γεγονότα και το συμβάν. Κι αυτό είναι αβάσταχτο για μένα. Να είσαι αυτός που βγήκε και να γνωρίζεις ότι ο φίλος σου βρίσκεται μέσα στη φυλακή για ένα τηλεφώνημα σε σένα. Την ώρα που μαθαίνουμε από την ανακρίτρια ότι εγώ δεν προφυλακίζομαι και ότι ο Ο.Μ. προφυλακίζεται εγώ ήμουν αυτός που έκλαιγα κι εκείνος με παρηγορούσε, ενώ έμπαινε μέσα. Κι όταν βγήκα έξω, δεν ήθελα την ελευθερία μου, ένιωθα ότι ο βασανισμός συνεχίζεται και το νιώθω κάθε μέρα όταν τον σκέφτομαι πίσω από ένα κελί, όταν συναντάω την οικογένεια του. Ένας αθώος άνθρωπος, όπως και άλλοι αθώοι βρίσκονται στη φυλακή για αυτή την υπόθεση».

Είχε επισημανθεί αρκετά έγκαιρα ότι τον τραυματισμό του αστυνομικού στη Νέα Σμύρνη ακολούθησε ένα κρεσέντο αστυνομικής βίας και ρεβανσισμού. Σ’ αυτό το πλαίσιο, όσο κυλάει ο καιρός και αποκαλύπτονται διάφορα στοιχεία, φαίνεται ότι και οι προφυλακίσεις που έγιναν βρίθουν αντιφάσεων και ένδειας αποδεικτικού υλικού. Είναι αρκούντως χαρακτηριστική η περίπτωση του «Ινδιάνου», όπου η υπεράσπιση του έχει δώσει στη δημοσιότητα βίντεο που καταδεικνύει ότι την ώρα του συμβάντος ο άνθρωπος βρισκόταν στην Ελευσίνα, ότι η υπόδειξη που δέχτηκε η αστυνομία για το συγκεκριμένο πρόσωπο ήταν από έναν επαγγελματία φαρσέρ και διάφορα άλλα.

Επιστρέφοντας, όμως, στην υπόθεση του Άρη, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι οι κινήσεις της αστυνομίας παραπέμπουν σε μεθοδολογία κατασκευής «συνήθους υπόπτου». Με δηλωμένη πολιτική ταυτότητα και μέλος της αναρχικής συλλογικότητας Μασόβκα, φαίνεται να έχει στοχοποιηθεί από τις αρχές και να τελεί υπό παρακολούθηση. Παρά τις διαβεβαιώσεις που έδωσε ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοίδης όταν σύσσωμη η κοινωνία επέκρινε το Υπουργείο για τους χειρισμούς τους που επέτρεψαν στον καταδικασμένο υπαρχηγό της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης Χρήστο Παππά να διαφύγει. Ο Υπουργός τότε διατυμπάνιζε πως θα ήταν παράνομο η Ελληνική Αστυνομία να παρακολουθεί πολίτες. Μόνο τότε όμως.

«Η συνομιλία που υποκλάπηκε, υποκλάπηκε με παράνομο τρόπο, μ’ ένα απόρρητο έγγραφο για λόγους εθνικής ασφάλειας που δεν έχει καν εισαγγελική σφραγίδα, δεν γνωρίζουμε καν το όνομα ή αν υπάρχει εισαγγελέας που να έχει διατάξει την άρση απορρήτου στο πρόσωπο μου. Υποτίθεται επισήμως ότι αυτό έχει ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 2021. Η δίωξη για την εγκληματική οργάνωση με αφορμή την παρέμβαση στο γραφείο του Βαρβιτσιώτη γίνεται τον Φεβρουάριο. Εγώ τον Ιανουάριο του 2021 έχω λευκό ποινικό μητρώο. Ακόμα και αυτή η συγκεκριμένη διάταξη ψεύδεται σχετικά με το χρόνο παρακολούθησης μου, γιατί την ώρα που βασάνιζαν τον Ο.Μ., του έδειξαν φωτογραφίες μου προκειμένου να με αναγνωρίσει. Οι φωτογραφίες ήταν από το καλοκαίρι με σαγιονάρα και σορτσάκι να καπνίζω ανέμελος κάπου έξω στο δρόμο. Δε θυμάμαι ποτέ τον Ιανουάριο του 2021 να έχω βγει έξω με σαγιονάρα και σορτσάκι, μ’ αυτή την έννοια δεν ξέρω πότε ξεκινάει η παρακολούθηση στο πρόσωπο μου».

Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Άρης κατήγγειλε με συνεντεύξεις που έδωσε την κακοποίηση του. Σε ελάχιστη ώρα η Αστυνομία διέψευσε την καταγγελία, χωρίς καν να τη διερευνήσει. Μάλιστα υπέπεσε σ’ ένα ατόπημα ενδεικτικό της φούριας και της απροσεξίας, έγραψε λάθος ακόμα και το όνομα του. Τον ανέφερε ως Δημήτρη. Μετά την έκταση που έλαβε το ζήτημα στα κοινωνικά δίκτυα, αναδιπλώθηκαν και τον κάλεσαν να καταθέσει στο τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων. Πήγε και κατέθεσε με όλες τις λεπτομέρειες. Ωστόσο, οι ΕΔΕ σ’ αυτή την χώρα έχουν μια αποκαρδιωτική παράδοση. Εξαφανίζονται στη μαύρη τρύπα των αρχείων της Αστυνομίας. Κάποιες καταλήγουν σε συμπεράσματα που συνοψίζονται στο «δεν είναι αυτό που νομίζετε» ή σε εξόφθαλμα επιεικείς κυρώσεις προς τους δράστες. Εύλογα, λοιπόν, δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που έχουν πληγεί. Ο Άρης και η συλλογικότητα στην οποία συμμετέχει πήραν τη γενναία απόφαση να καταθέσουν μήνυση στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και μας εξηγεί τη σημασία μιας τέτοιας κίνησης:

«Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στις ΕΔΕ. Καμία δεν έχει διαταχθεί εάν δεν έχει προηγηθεί κοινωνικός σάλος, κι αυτές που διατάσσονται καταλήγουν δίχως ουσιαστικά ευρήματα. Για μένα το πιο συγκλονιστικό είναι η υπόθεση του Ζακ, όπου υπάρχουν βίντεο με αστυνομικούς να τον λιντσάρουν μπροστά στα μάτια μας και ακόμα δεν έχουμε δει ένα κατασταλαγμένο πόρισμα ΕΔΕ. Με τον ίδιο τρόπο που η κατάθεση μου στο τμήμα Εσωτερικών υποθέσεων δεν προέρχεται από κάποια ελπίδα ότι θα επιληφθούν οι ίδιες οι υπηρεσίες της Αστυνομίας και θα αυτοκαθαρθούν, με τον ίδιο τρόπο και η μήνυση δεν προέρχεται από την βαθιά μου πεποίθηση ότι θα φτάσει η υπόθεση στα αστικά δικαστήρια και θα τιμωρηθούν εκεί. Είναι μια μήνυση που αποσκοπεί περισσότερο στη διαδρομή παρά στο αποτέλεσμα. Δεν είμαι ο πρώτος που βασανίζεται στα κάτεργα τους. Θυμίζω μόνο το άθλιο photoshop στους συλληφθέντες για την υπόθεση στο Βελβεντό. Η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία διέπεται από αλαζονεία που φουσκώνει από την βεβαιότητα της ατιμωρησίας. Μια πάγια τακτική της Αστυνομίας είναι να σου χρεώνει την κατηγορία της αντίστασης στη σύλληψη προκειμένου να δικαιολογήσει το ξύλο που έχεις φάει. Η αντιτρομοκρατική δεν το έκανε καν αυτό. Με έδερνε και με βασάνιζε τόσες ώρες και δεν ένιωσε καν την ανάγκη να το συγκαλύψει. Είναι τρομακτικό το πώς έχουμε εγκαταστήσει κι εμείς στο κεφάλι μας ότι επειδή είναι μια υπηρεσία που ασχολείται με «ειδικά» εγκλήματα, «ειδικό» κόσμο, έχει το δικαίωμα να φέρεται «ειδικά». Όχι. Οι αιχμάλωτοι, οι συλληφθέντες έχουν συγκεκριμένα δικαιώματα. Αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση κι αν τίθεται υπό αμφισβήτηση, τότε ας βγει το κράτος και να παραδεχτεί ότι νομιμοποιεί τους βασανισμούς. Η μήνυση έχει και μια σημασία στο κομμάτι της διάδοσης της συγκεκριμένης υπόθεσης και όχι μόνο. Ευελπιστώ να καταφέρει περισσότερος κόσμος να ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει για όσα έχει περάσει. Περισσότεροι από όσοι πίστευα έχουν έρθει σε επαφή μαζί μου. Ακόμα κι εγώ που είχα μια επίγνωση για το τι συμβαίνει σε συγκεκριμένα δωμάτια, δεν περίμενα ότι θα είναι τόσοι πολλοί άνθρωποι που θα μου στείλουν μήνυμα για να μου πουν ότι ταυτίστηκαν και να μοιραστούν τα βιώματα τους.

Πολλοί άνθρωποι δε μιλάνε γιατί πρόκειται για μια υπηρεσία που έχει υπερεξουσίες και μπορεί ανά πάσα στιγμή να στήσει υποθέσεις, να κατασκευάσει σκευωρίες και να κλείσει ανθρώπους στη φυλακή, τα έχουμε δει. Η ιδέα λοιπόν ότι μια μήνυση στην Αντιτρομοκρατική θα επιστρέψει σε δυσμενέστερη μεταχείριση στο μέλλον είναι μια ιδέα που εκφοβίζει τον κόσμο. Είναι απολύτως κατανοητό και δεν πρόκειται να κάνω κριτική σε κανένα άτομο που επιλέγει να μη μιλήσει. Εμείς ευελπιστούμε να ανοίξει ένα ευρύτερο θέμα για την αστυνομική βία και να ανοίξουν πολλά στόματα, από ανθρώπους που σταμάτησαν σε ένα κόκκινο φανάρι και έφαγαν μια σφαλιάρα μέχρι ανθρώπους που βασανίζονταν επί ώρες στα σκοτεινά δωμάτια. Επιπλέον συνιστά μια πράξη αυτοπροστασίας δικιάς μου και της συλλογικότητας, γιατί οι ενοχλήσεις δεν έχουν πάψει. Την ώρα που έδινα συνέντευξη στο omnia μας περιτριγύριζε μια μηχανοκίνητη ομάδα της Δράσης. Όταν βγήκα από το Εσωτερικών Υποθέσεων 12 στο Μαρούσι έγινε το ίδιο. Το προηγούμενο Σάββατο βγήκαμε από το χώρο που κάναμε συνέλευση και αντιληφθήκαμε την παρουσία της Ασφάλειας. Εγώ και ο κοινωνικός και πολιτικός μου περίγυρος είμαστε υπό παρακολούθηση και υπό απειλή. Όχι μόνο από την Αστυνομία. Ο Κασιδιάρης στη ραδιοφωνική εκπομπή που κάνει μέσα από τις φυλακές ανενόχλητος με στοχοποιεί ως τον άνθρωπο που έχει καταδικαστεί για την τοποθέτηση ενός πηγαδιού ξύλινου έξω από τα πολιτικά τους γραφεία. Εγώ, βέβαια, δεν έχω κληθεί ποτέ να καταθέσω για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Είναι ένα ευθύ μήνυμα του ναζιστή στο πρόσωπο μου. Η συλλογικότητα και κατά το παρελθόν έχει δεχτεί επιθέσεις στα σπίτια των μελών της από ναζί. Δε μπορούμε να κλείσουμε μάτι. Κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή. Ας γνωρίζει ο κόσμος ότι δε θέλουμε να το αφήσουμε έτσι. Πετάμε το γάντι σε μια δημοκρατία να μας απαντήσει ποια είναι η γνώμη της. Να μας απαντήσουν αν θέλουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό».

Ως δικηγόροι της προσπάθειας έχουν επιλεχθεί τέσσερα άτομα που ενσαρκώνουν επίσης ισχυρούς συμβολισμούς και είναι ταυτισμένα με την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για τον Θανάση Καμπαγιάννη και τον Κώστα Παπαδάκη, εκ των δικηγόρων της Πολιτικής Αγωγής στη δίκη για τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής, την Άννυ Παπαρρούσου που βρέθηκε στο πλευρό του Άρη από την πρώτη στιγμή και επίσης εκ των δικηγόρων της οικογένειας του Ζακ Κωστόπουλου και για τη Γιάννα Κούρτοβικ με μια μακρόχρονη πορεία στη μαχόμενη δικηγορία που έδωσε πρόσφατα τη νομική μάχη για την αναγνώριση των δικαιωμάτων του κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα.

Την ώρα που μιλούσαμε με τον Άρη, χτύπησε το τηλέφωνο του. Ήταν η μητέρα του που ήθελε να ρωτήσει αν είναι καλά. Σκεφτόμουν πόσες φορές έχει καρδιοχτυπήσει αυτή η γυναίκα από τις 10 Μάρτη και μετά, πόσες φορές διερωτήθηκε εάν ο γιος της είναι καλά, πόσες φορές αγχώθηκε όταν δεν απάντησε, με ποια μονάδα μετρούσε το χρόνο τα μερόνυχτα που ήταν στη ΓΑΔΑ το παιδί της. Η αστυνομική βία δεν είναι ένα συμβάν που συντελείται μια φορά και μετά η ζωή επιστρέφει στη ροή της. Αφήνει έντονο κοινωνιοψυχολογικό αποτύπωμα. Το σώμα που χτυπιέται και βασανίζεται είναι συνδεδεμένο με μια οικογένεια, με συγγενικά και φιλικά δίκτυα, με κοινότητες και ομάδες, είναι ενταγμένο σε σχεσιακότητες, λόγους και αγγίγματα. Όλα αυτά μαζί πλήττονται. Πρόκειται για ένα συντριπτικό βίωμα με πολλαπλές επιδράσεις στη ζωές των ανθρώπων. «Μου φαίνεται κάπως βαρύ, Άρη, όλο αυτό» είπα.

«Είναι βαρύ. Ανεξάρτητα τι νομίζει ο καθένας και η καθεμία για τους φόβους μου, αυτοί υπάρχουν. Είναι δύσκολο να κυκλοφορείς στο δρόμο να βλέπεις ανθρώπους και να μη ξέρεις εάν είναι εχθροί σου, να μην ξέρεις εάν είναι αυτοί που θα σε αρπάξουν, θα σου φορέσουν μια κουκούλα, θα σε φορτώσουν σ’ ένα αυτοκίνητο και ίσως να μην πας καν στη ΓΑΔΑ αυτή τη φορά. Είναι πολύ δύσκολο να μιλάς με τους ανθρώπους σου στο τηλέφωνο και να φοβούνται να σου μιλήσουν για να μη στοχοποιηθούν και οι ίδιοι. Είναι πολύ δύσκολο να έχεις μια απαγόρευση εξόδου από τη χώρα με την οικογένεια σου στο εξωτερικό και να βιώνεις τις συνέπειες του τι έκαναν σε σένα πάνω στους άλλους, εννοώντας ότι οι άνθρωποι μου είτε φίλοι, οικογένεια, σύντροφοι βρίσκονται σε συνεχή φόβο. Όσοι μένουν εδώ στο συγκεκριμένο σπίτι αγωνιούν για το αν θα ξαναμπεί η αστυνομία, ο παππούς μου είναι 87 ετών, ένας άνθρωπος με ιατρικό ιστορικό και μέσα σ’ ένα μήνα έχει ζήσει δύο φορές την εξαφάνιση μου και την έρευνα του σπιτιού μας, η οικογένεια μου λείπει στο εξωτερικό και δεν ξέρει εάν είμαι καλά μια δεδομένη στιγμή, η σύντροφος μου γνωρίζει όταν πηγαίνουμε βόλτα ότι δεν έχουμε ιδιωτικότητα, δεν έχουμε ασφάλεια. Κι όλα αυτά για τις ιδέες μας. Εγώ νομίζω φοβάμαι πρώτος από όλους. Επέστρεψαν οι κρίσεις πανικού σε μένα και η αγοραφοβία. Καταλαβαίνω ότι η απόφαση να τους καταγγείλω ανοιχτά και να κάνω μήνυση έχει θα έχει κόστος. Το έχω πάρει επάνω μου και αναλαμβάνω το κόστος της επιλογής αλλά αυτό δε σημαίνει ότι το βλέπω άφοβα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *