Η κυριαρχία του φόβου

Η Laura Dodsworth, στο βιβλίο της State of Fear, περιγράφει πώς η Βρετανική κυβέρνηση εκμίσθωσε «συμπεριφορικούς επιστήμονες» για να εκτινάξει τον πανδημικό φόβο. Ο φόβος της αρρώστιας, της αποστασιοποίησης των ανθρώπινων σχέσεων, της μοναξιάς, μα κυρίως ο φόβος του θανάτου. Και καθώς ο φόβος συνοδεύεται από την αγωνία και η αγωνία από την κατάθλιψη, η κατάθλιψη από την παραίτηση και η παραίτηση από την απόλυτη χειραγώγηση, οι «συμπεριφορικοί επιστήμονες» επικουρούμενοι από τους εξίσου εκμισθωμένους των ΜΜΕ, δούλεψαν φιλότιμα και με το αζημίωτο για τη μαζική παραγωγή φοβισμένων ανθρώπων.

Στην Ελλάδα η παραγωγική μηχανή του φόβου μπορεί να μην είχε την υψηλή τεχνογνωσία των «συμπεριφορικών επιστημόνων» και να έγινε με πιο ακατέργαστα υλικά, κατέληξε όμως στα ίδια εκπληκτικά αποτελέσματα γιατί πέρασε μέσα από τρεις επαναλαμβανόμενες «παραγωγικές» φάσεις.

• Ο φόβος της «τρομοκρατίας» που στρατιωτικοποίησε, στις αρχές του νέου αιώνα, την Αμερικάνικη κοινωνία, εκχώρησε στοιχειώδεις ελευθερίες στο όνομα της «ασφάλειας» και αθώωσε αιμοσταγείς πολέμους, άφησε κι εδώ το πρώτο ίχνος του φόβου, πρωτόλειο ακόμα στα κοινωνικά αντανακλαστικά αλλά βασικό εργαλείο τις κυβερνητικές επιλογές.

• Η στημένη χρεοκοπία, στη συνέχεια, ωρίμασε το φόβο της ανέχειας, της κατάσχεσης, της απόλυσης κι έκανε την επιβίωση μια φοβική διαδικασία υποταγής αν δεν την οδήγησε στην αυτοκτονία.

• Η διαχείριση της πανδημίας, αμέσως μετά, πυροδότησε τον αρχέγονο φόβο του θανάτου, και μετέτρεψε τον επιβιωτικό φόβο σε τρόμο, διαλύοντας όλα τα στοιχειώδη συστατικά της ζωής, τη σχετική ελευθερία, τις ανθρώπινες σχέσεις, την επαφή με τη φύση, τη σχετική εργασιακή αξιοπρέπεια.
Σε όλα τα προηγούμενα τρία στάδια, «τρομοκρατία-χρεοκοπία-πανδημία», όπου δεν έπιπτε λόγος, έπιπτε ράβδος και πολύ βαριά μάλιστα , από ένα άγριο και γενναιόδωρα επανδρωμένο κατασταλτικό μηχανισμό.

• Η σημερινή κατάσταση πολέμου, που μεθοδικά δουλεύτηκε, τα τελευταία χρόνια, στα υπόγεια του Πενταγώνου, ανακατεύει όλο το μίγμα των προηγούμενων φόβων σ’ ένα κυρίαρχο, παραλυτικό φόβο, του θανάτου, της πείνας, του ξεριζωμού και στην κορυφή, το κερασάκι ενός πυρηνικού ολέθρου. Τα ΜΜΕ, που πολλαπλά στα προηγούμενα στάδια είχαν αποδείξει την καλοπληρωμένη αναξιοπιστία τους, σκηνοθετούν “ειδήσεις”, όπως βολεύει τους χορηγούς τους.

Η ανθρώπινη οντότητα της ελευθερίας, της συνύπαρξης, της αυταπάρνησης και της αλληλεγγύης, μετατρέπεται μεθοδικά σ’ ένα σβώλο επιβιωτικής ύπαρξης.

Οι νέοι Μέγκελε οριοθετούν μια νέα φυλή ανθρώπου, όχι με βάση τα άρια χαρακτηριστικά αλλά τη συντριβή της ανθρώπινης ουσίας, τον άνευ ορίων φόβο, για την άνευ όρων υποταγή.

Γιατρικό, ο δρόμος του ποταμού προς τον ωκεανό στο ποίημα του Χαλίλ Γκιμπράν «ο Φόβος» ή …το κουταλάκι της άμμου στο βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, «Να σου πω μια ιστορία».
(Το ποίημα και απόσπασμα του βιβλίου στα σχόλια)

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, «Να σου πω μια ιστορία

Ένας περιηγητής στην Ευρώπη, βρέθηκε σ’ ένα κάστρο που είχε το όνομα, «Η επίσκεψη της ζωής σου».
«…. Χωρίς καμιά αναφορά στο ωράριο, του εξήγησε λίγο την ιστορία του κάστρου και του ανέφερε τι να προσέξει ιδιαιτέρως: τις τοιχογραφίες, τις πανοπλίες στη σοφίτα, τον πολεμικό εξοπλισμό στη Βόρεια αίθουσα, τις κατακόμβες κάτω από τη σκάλα και το δωμάτιο βασανιστηρίων στο μπουντρούμι. Αφού είπε αυτά του έδωσε ένα κουτάλι και του ζήτησε να το κρατήσει οριζόντιο, με το κοίλο μέρος προς τα πάνω.
-«Κι αυτό τι;» ρώτησε ο επισκέπτης
-«Εμείς δεν εισπράττουμε την άδεια εισόδου στο κάστρο. Για να κοστολογήσουμε την επίσκεψή σας καταφεύγουμε σε αυτό το σύστημα. Κάθε επισκέπτης κρατάει ένα κουτάλι σαν αυτό, γεμάτο μέχρι πάνω με ψιλή άμμο. Εδώ χωράνε ακριβώς 100 γραμμάρια. Μετά την περιήγηση σας στο κάστρο, ζυγίζουμε την άμμο που έχει μείνει στο κουτάλι και σας χρεώνουμε μια λίβρα για κάθε γραμμάριο που έχετε χάσει. Ένας τρόπος για να βρούμε το κόστος της καθαριότητας» εξήγησε.
-«Κι αν δεν χάσω ούτε ένα γραμμάριο;»
-«Α αγαπητέ μου κύριε, τότε η επίσκεψη σας στο κάστρα θα είναι δωρεάν»
Ο άνθρωπος αν και έκπληκτος, βρήκε την πρόταση διασκεδαστική και, αφού είδε τον οικοδεσπότη να ξεχειλίζει το κουτάλι με άμμο, ξεκίνησε την περιήγησή του. Έχοντας εμπιστοσύνη στις κινήσεις του, ανέβηκε πολύ αργά τις σκάλες με το βλέμμα καρφωμένο στο κουτάλι. Όταν έφτασε πάνω, στην αίθουσα με τις πανοπλίες, προτίμησε να μην μπει γιατί σκέφτηκε πως ο αέρας θα έπαιρνε την άμμο κι έτσι αποφάσισε να κατέβει προσεκτικά. Περνώντας από την αίθουσα με τις πολεμικές μηχανές, κάτω από τη σκάλα, συνειδητοποίησε πως για να τις δει καλά, θα έπρεπε να κρατηθεί από τα κάγκελα και να σκύψει πολύ. Δεν ήταν επικίνδυνο για την σωματική του ακεραιότητα, αλλά συνεπαγόταν πως θα έχανε κάτι από το περιεχόμενο του κουταλιού, οπότε συμβιβάστηκε να το κοιτάξει από μακριά. Τι ίδιο του συνέβη και με την υπερβολικά απότομη σκάλα που οδηγούσε στα μπουντρούμια. Καθώς επέστρεφε από το διάδρομο στο σημείο εκκίνησης, κατευθύνθηκε ικανοποιημένος προς τον άνθρωπο με τη σκωτσέζικη φούστα που τον περίμενε με μια ζυγαριά. Εκεί άδειασε το περιεχόμενο του κουταλιού και περίμενε την ετυμηγορία του άντρα.
-«Εκπληκτικό, χάσατε μόνο μισό γραμμάριο» ανακοίνωσε, «σας συγχαίρω. Όπως εσεις προβλέψατε, αυτή η επίσκεψη δε θα σας στοιχίσει τίποτα»
-«Ευχαριστώ»
-«Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;» ρώτησε στο τέλος ο οικοδεσπότης.
Ο τουρίστας δίστασε και τελικά αποφάσισε να φανεί ειλικρινής.
-«Η αλήθεια είναι πως όχι και πολύ. Ήμουν τόσο απασχολημένος με το να προσέχω την άμμο, που δεν μπόρεσα να δω αυτό που μου είπατε.»
-«Μα αυτό είναι φριχτό! Κοιτάξτε, θα κάνω μια εξαίρεση. Θα σας ξαναγεμίσω το κουτάλι, γιατί είναι ο κανονισμός, αλλά τώρα ξεχάστε πόσο θα χυθεί: μένουν 12 λεπτά μέχρι να έρθει ο επόμενος επισκέπτης. Να πάτε και να γυρίσετε πριν φτάσει»
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο άνθρωπος πήρε το κουτάλι κι έτρεξε στη σοφίτα. Όταν έφτασε έριξε μια γρήγορη ματιά σε ότι υπήρχε εκεί, και κατέβηκε τρέχοντας στα μπουντρούμια γεμίζοντας τις σκάλες με άμμο. Δεν περίσσευε ούτε μια στιγμή γιατί τα λεπτά περνούσαν, και σχεδόν πέταξε προς το πέρασμα κάτω από τη σκάλα, όπου, σκύβοντας για να μπει του έπεσε το κουτάλι και χύθηκε όλο το περιεχόμενό του. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει έντεκα λεπτά. Ξανά, χωρίς να δει τις πολεμικές μηχανές, έτρεξε μέχρι τον άνθρωπο στην είσοδο, στον οποίο παρέδωσε το άδειο κουτάλι.

Πηγή: Νίνα Γεωργιάδου – f/b

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *