«Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές»!

Εάν αφεθούμε τυφλά και απερίσκεπτα στο εθνικόν αφήγημα περί πατρίδος, θρησκείας και οικογενειοκρατίας, δεν θα ξεφύγουμε ποτέ από τον βούρκο. Σας εύχομαι καλό διάβασμα και αφήνω τον Ζήση Καραβά να σας μιλήσει για όσα δεν μάθαμε στο σχολείο σχετικά με την 25η Μαρτίου 1821.

Αυτά που δεν έγιναν

Συμπληρώθηκαν 200 συναπτά έτη από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 που οδήγησε στην αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και τη δημιουργία του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830).

Μπορεί η κατάληξη του εν λόγω απελευθερωτικού αγώνα, που προσδιορίστηκε ως «εθνική παλιγγενεσία», να (απ)έφερε το τέλος μιας σκλαβιάς σχεδόν 400 χρόνων και τη συγκρότηση του νεοπαγούς ελληνικού κράτους (για την ακρίβεια τότε Βασιλείου της Ελλάδος), αλλά εδώ και δύο αιώνες ο πνευματικός ζόφος καλά κρατεί…

Πώς; Με τον γιορτασμό της επετείου έναρξης της Επανάστασης του ’21 στις 25 Μαρτίου εκάστου έτους να είναι συνυφασμένος με μια σειρά από –αποδεδειγμένα πλέον– ανιστόρητους και κατασκευασμένους μύθους, στερεότυπα και ιδεολογήματα, πάνω στα οποία άλλωστε είναι δομημένη εν πολλοίς η επίσημη ιστοριογραφία της Ελληνικής Επανάστασης και, φυσικά, το σχετικό επετειακό τελετουργικό (με δοξολογίες, παρελάσεις, πανηγυρικούς της ημέρας κ.λπ.) της 25ης Μαρτίου.

Ο γιορτασμός στις 25 Μαρτίου της επετείου για τον εθνικό ξεσηκωμό της Επανάστασης του 1821 καθιερώθηκε το 1838 με το βασιλικό διάταγμα 980/15(27)-3-1838 του Οθωνα, προκειμένου να συμπέσει/συνδεθεί με την κομβική χριστιανική μέρα του λεγόμενου Ευαγγελισμού της Θεοτόκου –επίσης κατασκευασμένη από το εκκλησιαστικό ιερατείο– και να προκύψει η λεγόμενη διπλή γιορτή (θρησκευτική/χριστιανική και εθνική).

Τα ιστορικά δεδομένα μέσα από το ημερολόγιο των γεγονότων

Ας δούμε, όμως, τι δεν έγινε στις 25 Μαρτίου 1821 που να δικαιολογεί την ανωτέρω επιλογή:

Καταρχάς, στις 25 Μαρτίου 1821 δεν συνέβη κανένα σπουδαίο –εναρκτήριο ή νικηφόρο– πολεμικό γεγονός του αγώνα της ανεξαρτησίας. Ούτε καν ο θρύλος/μύθος της Μονής Αγίας Λαύρας και της υποτιθέμενης ορκωμοσίας εκεί των οπλαρχηγών από τον μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό, είτε ευλογώντας τη «σημαία της Επανάστασης» είτε ορκίζοντάς τους υπό το υψωμένο «ιερό λάβαρο» της Μονής.

Ας σημειωθεί εδώ ότι εκείνη την περίοδο το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας όπως και όλη η περιοχή των Καλαβρύτων ήταν πράγματι σημείο συναντήσεων, συζητήσεων και ζυμώσεων μεταξύ των οπλαρχηγών και των προυχόντων/προκρίτων και παρουσίαζε ούτως ή άλλως μεγάλη κινητικότητα.

Ωστόσο, ορκωμοσία/ευλογία έναρξης της Επανάστασης εκεί δεν υπήρξε. Η εν λόγω αναφορά-μύθος οφείλεται εν πρώτοις στον Γάλλο περιηγητή και ιστορικό Φρανσουά Πουκεβίλ (1770-1838), που την έγραψε το 1824 και διαδόθηκε έκτοτε, ενώ καταλυτική ήταν και η επίδραση του σχετικού (κατά φαντασίαν) πίνακα του ζωγράφου Θεόδωρου Βρυζάκη (1814-1878) «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογών την σημαίαν της Επαναστάσεως» (1865).

Βάσει ιστορικών δεδομένων και σύμφωνα με όλες τις πηγές, σε οποιαδήποτε «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» κι αν ανατρέξει κανείς παρατίθενται ημερομηνιακά (και συνοπτικά) τα ακόλουθα γεγονότα:

• Στις 22-24 Φεβρουαρίου ξεκινάει η Επανάσταση στη Μολδαβία και τη Βλαχία, με επικεφαλής τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη. Μάλιστα ήταν σχεδιασμένη ως παμβαλκανική αντιοθωμανική εξέγερση στη γραμμή του Ρήγα Βελεστινλή: «Βούλγαροι κι Αρβανίτες, και Σέρβοι [υπάρχει και η εκδοχή Αρμένιοι] και Ρωμιοί/Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή/Για την ελευθερία να ζώσωμεν σπαθί».

• Στις 14 Μαρτίου στα Καλάβρυτα δολοφονούνται Οθωμανοί φοροεισπράκτορες.

• Στις 16 Μαρτίου ο Νίκος Σο(υ)λιώτης χτυπάει πρώτος τους Τούρκους στην Ελλάδα, στο Αγρίδι (κοντά στην Ακράτα).

• Στις 17 Μαρτίου αποφασίζεται η εξέγερση στη Μάνη.

• Στις 21 Μαρτίου ξεσηκώνεται η Πάτρα (την επομένη ελευθερώνεται) και αρχίζει η πολιορκία/εξέγερση στα Καλάβρυτα.

• Στις 22 Μαρτίου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γράφει στους Γαλαξ(ε)ιδιώτες ένα φλογερό γράμμα παρακίνησης σε εξέγερση.

• Στις 23 Μαρτίου εδραιώνεται η επανάσταση στην Καλαμάτα.

Αχαιοί και Μανιάτες, λοιπόν, δικαιούνται να… ερίζουν για το ποιος έριξε την πρώτη ντουφεκιά του εθνικού ξεσηκωμού. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση (και εξαιρώντας την εκτός ελλαδικού χώρου Μολδοβλαχία) προκύπτει ότι η Επανάσταση ναι μεν άρχισε στην Πελοπόννησο, αλλά λίγες μέρες νωρίτερα από την 25η Μαρτίου 1821.

• Στις 21 Μαρτίου ο φιλικός και αρχηγός των επαναστατών της Πάτρας Παναγιώτης Καρατζάς (λαογέννητος ηγέτης που δολοφονήθηκε αργότερα από τους πρόκριτους) κάλεσε τον λαό της πόλης στα όπλα και με τη μάχη που έδωσαν στο Τάσι –όπου πολλοί Τούρκοι σκοτώθηκαν και όσοι σώθηκαν έτρεξαν στον πύργο και κλείστηκαν σε αυτόν– απελευθερώθηκε η Πάτρα την άλλη μέρα. Εξάλλου στις 21 Μαρτίου αρχίζει και η πολιορκία των Καλαβρύτων από τον Σωτήρη Χαραλάμπη και τους Πετμεζαίους, που θα λήξει νικηφόρα έπειτα από πέντε μέρες.

• Στις 23 Μαρτίου οι Μανιάτες υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τη συνδρομή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καταλαμβάνουν την Καλαμάτα και με διακήρυξή τους γνωστοποιούν στη διεθνή κοινότητα τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Την ίδια ημέρα οι άντρες του Αντρέα Λόντου θέτουν υπό τον έλεγχό τους τη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο). Επίσης, από την Κωνσταντινούπολη αναχωρεί με προορισμό τον Άθω ο Σερραίος έμπορος και πατριώτης Εμμανουήλ Παππάς, προκειμένου να μεταλαμπαδεύσει την επανάσταση στη Μακεδονία.

Συνεπώς, όπως υποστηρίζουν και πολλοί ιστορικοί, η 21η και η 23η Μαρτίου μπορεί να θεωρηθούν οι πρώτοι σημαντικοί σταθμοί του αγώνα και θα μπορούσε κάλλιστα να είχαν πάρει τη θέση της 25ης Μαρτίου στην κορυφαία γιορταστική εθνική επέτειο της χώρας μας.

Παρεμπιπτόντως, το αστείο της υπόθεσης είναι πως το επίσημο κράτος, που (εξακολουθεί να) θεωρεί ότι η επανάσταση άρχισε από τη Μονή Αγίας Λαύρας στις 25 Μαρτίου, τιμάει κάθε χρόνο με λαμπρές εκδηλώσεις (αναπαράσταση και άλλες παράτες) την απελευθέρωση της Καλαμάτας δύο ημέρες πριν!

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και η κατά Τρικούπη «ψευδής ιδέα»

Ειδικότερα τώρα όσον αφορά το τι (δεν) έγινε την 25η Μαρτίου 1821 και δη το (θρυλούμενο) περιστατικό εκείνης της ημέρας στη Μονή Αγίας Λαύρας, όπου –υποτίθεται– κηρύχθηκε η επανάσταση στην Πελοπόννησο υπό την ευλογία του μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανού (ΠΠΓ).

Η εν λόγω ιστορία της Αγίας Λαύρας είναι ένας κατασκευασμένος εθνικός μύθος που η αφετηρία του μπορεί να ανιχνευθεί στην περιγραφή του Γάλλου περιηγητή και ιστορικού Φρ. Πουκεβίλ, ο οποίος έγραψε την τετράτομη «Ιστορία της αναγεννήσεως της Ελλάδος» (1824).

Εκεί ο Γάλλος δίνει μια ρομαντική περιγραφή της κήρυξης της επανάστασης, κατάλληλη προς κατανάλωση από το σύγχρονό του ευρωπαϊκό κοινό, αναφέροντας φανταστικές λεπτομέρειες για δοξολογία, φλογερό λόγο που εκφώνησε ο ΠΠΓ ορκίζοντας τους οπλαρχηγούς και ευλογώντας τη σημαία της επανάστασης και τα όπλα των καπεταναίων κ.λπ., κ.λπ.

Μόνο που σε όλα αυτά τα εξόχως γλαφυρά και επαναστατικά υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια που διέφυγε (;) από τον μεσιέ Φρανσουά… Ο ΠΠΓ δεν ήταν εκεί, στη Μονή Αγίας Λαύρας δηλαδή, στις 25 Μαρτίου 1821!

Αυτό προκύπτει άλλωστε από τα απομνημονεύματα του δεσπότη, όπου ο ίδιος ο ΠΠΓ δεν αναφέρει λέξη σχετικά! Λέτε να ξεχνούσε/πόσω μάλλον να αποσιωπούσε κάτι τόσο σημαντικό –και γι’ αυτόν– αν ήταν γεγονός;

Μάλιστα στα εν λόγω απομνημονεύματα ο ΠΠΓ επιβεβαιώνει ότι στις 24 και 25 Μαρτίου ήταν μαζί με τους προύχοντες/προεστούς Αντρέα Ζαΐμη και Αντρέα Λόντο στην επαναστατημένη Πάτρα, όπου σύνταξαν έγγραφο ζητώντας την εύνοια και προστασία των «χριστιανικών βασιλείων», το οποίο έστειλαν την επομένη (26/3) στους προξένους των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία και Ισπανία) που έδρευαν στην Πάτρα.

Είναι, λοιπόν, ιστορικά –και εγγράφως– εξακριβωμένο ότι εκείνη την ημέρα (25 Μαρτίου) ο ΠΠΓ δεν βρισκόταν στη Μονή της Αγίας Λαύρας αλλά στην Πάτρα, όπου αναφέρεται ότι όρκισε τους εκεί επαναστάτες στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου.

Παρεμπιπτόντως, ο δεσπότης ΠΠΓ εκφραζόταν σφόδρα απαξιωτικά και αντεπαναστατικά για έναν ηρωικό κληρικό/επαναστάτη που θα μνημονεύεται στους αιώνες για τη θυσία του στο Μανιάκι, τον Γρηγόριο Δικαίο/Παπαφλέσσα. Αυτόν που κατά τον ΠΠΓ ήταν «άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τινί τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του έθνους»!

Σχετικά με τον μύθο περί Αγίας Λαύρας και ΠΠΓ υπάρχει και η μαρτυρία από τον σύγχρονο της επανάστασης ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη (1788-1873), ο οποίος εκφωνώντας επικήδειο το 1840 για τον Ανδρέα Ζαΐμη ανέφερε τη φήμη του θρύλου.

Όταν όμως αργότερα εξακρίβωσε την αλήθεια, στη δεύτερη έκδοση του έργου του «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» το 1860 υπογράμμιζε κατηγορηματικά ότι: «Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα ότι εν τη μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά το πρώτον η σημαία της ελληνικής επαναστάσεως. Την ιδέαν ταύτην εξέφρασα και εγώ εν τω επικηδείω μου λόγω εις Ανδρέαν Ζαΐμην πριν εξακριβώσω την αλήθειαν»!

Όσον αφορά τον πίνακα (1865) του ζωγράφου Θ. Βρυζάκη «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογών την σημαίαν της επαναστάσεως», που… βαφτίστηκε και «Υψωσις της σημαίας της επανάστασεως εις την Αγίαν Λαύραν» (μολονότι δεν απεικονίζει καμία ύψωση σημαίας!) ή «Ο όρκος της Αγίας Λαύρας», προφανώς το έργο αντανακλά τον μύθο που ήδη είχε διαδοθεί (γραφτά και προφορικά), ενώ ίσως και να αναφερόταν στην ορκωμοσία των αγωνιστών της Πάτρας.

Τέλος, σχετικά με το πολυθρύλητο «ιερό λάβαρο της Αγίας Λαύρας», κάποιοι ιστορικοί δεν αποκλείουν την πιθανότητα κάτι σχετικό να χρησιμοποιήθηκε ως επαναστατική σημαία από τους Καλαβρυτινούς αγωνιστές κατά την πολιορκία/εξέγερση στις 21 Μαρτίου 1821.

Παρεμπιπτόντως, μύθος είναι και οι σχετικοί συμβολισμοί για την ελληνική σημαία, όπως αποτυπώνονται γλαφυρά και στο γνωστό εθνικοπατριωτικό ποιηματάκι «Της πατρίδος μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό και στη μέση χαραγμένο έναν κάτασπρο σταυρό»…

Η γαλανόλευκη σημαία της Ελλάδας δεν επιλέχτηκε συμβολίζοντας τον ουρανό και τη θάλασσα αλλά γιατί το γαλάζιο και το άσπρο είναι τα χρώματα της Βαυαρίας, απ’ όπου προερχόταν ο βασιλιάς Όθωνας… Ούτε ο σταυρός δέσποζε σε όλες τις πρώτες επαναστατικές σημαίες, ενώ σε κάποιες συνυπήρχε με ποικίλες παραστάσεις (νεκροκεφαλές, αναγεννώμενους φοίνικες, άλλα πουλιά, άγκυρες, αρχαίους θεούς, βέλη, αστέρια, φίδια, αρχαία ή νεότερα ρητά κ.λπ.).

Η θέσπιση της εθνικής εορτής με βασιλικό διάταγμα του 1838

Σχετικά τώρα με την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως εθνικής επετείου. Ο πρώτος γιορτασμός που έχει καταγραφεί ιστορικά ήταν το 1822, όταν η προσωρινή κυβέρνηση, που είχε έδρα την Κόρινθο, αποφάσισε να γιορταστεί η επέτειος της επανάστασης μαζί με το Πάσχα (2 Απριλίου με το παλιό ημερολόγιο).

Ο γιορτασμός έγινε στην Κόρινθο με στρατιωτική πομπή, πανηγυρική δοξολογία και κανονιοβολισμούς, όπως περιγράφει ο Γερμανός εθελοντής Striebeck που την παρακολούθησε.

Κατά τον συγγραφέα και ιστορικό Δημήτρη Φωτιάδη και άλλους θεωρούνταν αρχικά ως εθνική γιορτή η Πρωτοχρονιά, γιατί την 1η Ιανουαρίου 1822 ψηφίστηκε από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Πιάδας (Παλιά Επίδαυρος) το 1ο Ελληνικό Σύνταγμα («Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος») και ξεκίνησε η νομική ύπαρξη του ελληνικού κράτους.

Η ιστορικός Χριστίνα Κουλούρη που ερεύνησε τους γιορτασμούς τύπου εθνικής επετείου από το 1834 και μετά εστιάζει σε ημερομηνίες σχετιζόμενες με τη βαυαρική βασιλική οικογένεια. Κυριότερη γιορτή πριν από την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ήταν η 25η Ιανουαρίου, ως επέτειος αποβίβασης του βασιλιά Όθωνα στο Ναύπλιο (1833).

Ως ο πρώτος που πρότεινε το 1834 την καθιέρωση γιορτασμού της Ελληνικής Επανάστασης την 25η Μαρτίου φέρεται ο Φαναριώτης ρομαντικός πεζογράφος και ποιητής Παναγιώτης Σούτσος, με αιτιολόγηση πως ήταν η μέρα γενίκευσης της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και αναγέννησης της Ελλάδας.

Το 1836 τιμήθηκε η 25η Μαρτίου, σε συνδυασμό με τα Καλάβρυτα και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, με την έκδοση χάλκινου μεταλλίου που κόπηκε επί τη ευκαιρία του γάμου του βασιλιά Όθωνα και της Αμαλίας.

Σε αυτό εικονιζόταν η πολυθρύλητη σκηνή με τον ΠΠΓ να κρατά υψωμένη σημαία και σταυρό και δύο ένοπλους αγωνιστές σε κίνηση ορκωμοσίας ή χαιρετισμού. Εφερε την επιγραφή «ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΥΨΩΣΩ ΑΥΤΟΝ – ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 25 ΜΑΡΤ. 1821» (η ρήση είναι από την Εξοδο, ιε΄, 3). Στην άλλη όψη του μεταλλίου εικονιζόταν ο ΠΠ Γερμανός.

Τελικά, στις 15 Μαρτίου 1838, δεκαεπτά χρόνια μετά την κήρυξη της επανάστασης, με διάταγμα του «ελέω Θεού Βασιλέως της Ελλάδος» Όθωνα ορίστηκε η 25η Μαρτίου ως ημέρα εθνικής γιορτής/επετείου. Το κείμενο του εν λόγω βασιλικού διατάγματος 980/15(27)-3-1838, με την υπογραφή του Όθωνα και του Γραμματέα Επικρατείας επί των εκκλησιαστικών Γ. Γλαράκη είναι το ακόλουθο:

«Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25 Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Ελληνα διά την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του ελληνικού έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέρα ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ».

Ιδού, λοιπόν, πώς προέκυψε η 25η Μαρτίου ως ημέρα της εθνικής επετείου. Απλώς και μόνον για τη σύνδεσή της με τη θρησκευτική γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου («Ο αρχάγγελος Γαβριήλ ευηγγελίσθη εις την Παρθένον Μαρίαν την εκ Πνεύματος Αγίου υπ’ αυτής σύλληψιν και γέννησιν του Κυρίου») και τον συμβολισμό που αυτό συνεπαγόταν…

Σημειωτέον ότι ο θρησκευτικός γιορτασμός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου την 25η Μαρτίου είχε καθιερωθεί –πάλι αυθαίρετα από το εκκλησιαστικό ιερατείο– κατά τον 5ο αι. μ.Χ. προκειμένου η ημερομηνία να «κουμπώσει» με την 25η Δεκεμβρίου (γιορτασμός της Γέννησης του Χριστού) που είχε ήδη καθοριστεί νωρίτερα γύρω στο 335 μ.Χ., ώστε να βγαίνει το εννεάμηνο της κύησης από τη σύλληψη μέχρι τη γέννηση…

Με τη σειρά της η καθιέρωση της επετείου (1838) συνέβαλε στη μυθοποίηση της Αγίας Λαύρας και του Παλαιών Πατρών Γερμανού, όχι μόνο στην επίσημη ιστοριογραφία αλλά και μέσα από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική…

Το ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα και ο ρόλος του ιερατείου

Η ισχύς των (κατασκευασμένων) συμβολισμών έχει επικρατήσει των πορισμάτων της ιστορικής έρευνας σε τέτοιο βαθμό που ενώ σε μια διετία συμπληρώνονται 200 χρόνια από την επανάσταση, ακόμη τα ελληνόπαιδα υφίστανται σχολική (και όχι μόνο) πλύση εγκεφάλου: πως το «Αληθινό ’21» δεν ήταν εξέγερση με πρωταγωνιστή τον λαό –προφανώς με τη συμμετοχή και μεγάλης μερίδας του κατώτερου κλήρου– αλλά ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν «θέλημα Θεού»!

Που όρισε έναν δεσπότη (τον Παλαιών Πατρών Γερμανό) να κηρύξει την επανάσταση σ’ έναν τόπο της εκκλησίας (το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας) και σε μια σημαδιακή μέρα (του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου»)! Ώστε να εμπεδωθεί το τροπάρι της υπερμάχου στρατηγού τα νικητήρια «εις τους αγώνας του Εθνους» και το ακατάλυτον ελληνοχριστιανικό ιδεολόγημα μέσω της υποτιθέμενης καταλυτικής συμβολής/συμμετοχής της εκκλησίας (και) στην Επανάσταση του 1821.

Αυτός είναι, εν συντομία, ο κατασκευασμένος μύθος που (δια)πλέκεται με το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, τον εκεί ευλογούντα Παλαιών Πατρών Γερμανό, τα λαμπρά ζωγραφιστά παλικάρια να ορκίζονται σε μια σημαία σχεδόν σαν τη σημερινή, το λάβαρο (πολύ μεταγενέστερη κατασκευή) και την 25η Μαρτίου (ώστε όλα να συμπέσουν με τον «Ευαγγελισμό της Θεοτόκου»), αποσκοπώντας στο να εμφανιστεί η Ορθόδοξη Εκκλησία ως συνιδρύτρια του νεοελληνικού κράτους.

Αυτή η ίδια εκκλησία που στο επίπεδο του ανώτερου και ανώτατου κλήρου της αποτελούσε –πλην φωτεινών εξαιρέσεων «ποιμεναρχών» ιεραρχών– στήριγμα της οθωμανικής εξουσίας, βραχίονα ιδεολογικής πυγμής και φορολογικής επιβολής στους θρησκόληπτους ραγιάδες.

Η ίδια εκκλησία που είχε αφορίσει τον Ρήγα, για τον οποίον ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ και οι συνοδικοί του είχαν αποφανθεί ότι ήταν «διεφθαρμένος τη φρένα» επειδή έγραφε:

«Οταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του είναι [το] πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του. Αν ευρίσκωνται όμως εις τόπον, όπου είναι περισσότεροι τύραννοι, οι πλέον ανδρείοι πατριώται και φιλελεύθεροι πρέπει να πιάσουν τα περάσματα των δρόμων και τα ύψη των βουνών, εν όσω ν’ ανταμωθούν πολλοί, να πληθύνη ο αριθμός των και τότε να αρχίσουν την επιδρομήν κατά των τυράννων […]».

Κι όταν ο Ρήγας δολοφονήθηκε από τις οθωμανικές αρχές (Βελιγράδι – Ιούνιος 1798) υπήρχαν άνθρωποι του Θεού, του Χριστού, της Παναγίας και της εκκλησίας όπως ο μητροπολίτης Ιωαννίνων, που έγραψε ότι ο Ρήγας και οι σύντροφοί του «εσκόπευον να κάμουν επανάστασιν κατά του κραταιωτάτου Σουλτάνου αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός τους επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον όπου τους έπρεπε»!

Η ίδια εκκλησία που αφόρισε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και συλλήβδην τους κλέφτες του Μοριά το 1806, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, τον Μιχαήλ Σούτσο και… πακέτο τους «σατανάδες», «μισελεύθερους», «κακοποιούς», «απατεώνες του όρκου», «ραδιούργους», «κακόβουλους ανθρώπους» της Φιλικής Εταιρείας, γιατί τόλμησαν ν’ αμφισβητήσουν την εξουσία του σουλτάνου και του ανώτατου ορθόδοξου κρατικού υπαλλήλου του, του εκάστοτε πατριάρχη.

Εξάλλου, ο απαγχονισμός του Γρηγορίου Ε΄ δεν μπορεί να γίνει κολυμβήθρα του Σιλωάμ και να συγκαλύψει τις αντεπαναστατικές ιδέες και τη δράση του, διότι η οθωμανική εξουσία τον σκότωσε ακριβώς ως ανίκανο κρατικό υπάλληλο, επειδή δεν μπόρεσε ν’ αποτρέψει την εξέγερση.

Μύθος και ο ισχυρισμός ότι η πρώτη επαναστατική προκήρυξη του Υψηλάντη, με τον τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», δείχνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία προηγούνταν επηρεάζοντας τη σκέψη και τη δράση των αγωνιστών. Διότι απλούστατα η προκήρυξη μιλάει για «πίστη» και «θεία πρόνοια» πάνω στη γραμμή των τεκτόνων και δεν λέει λέξη για την εκκλησία.

Φυσικά μύθος και ανυπόστατος ο ισχυρισμός ότι τάχα στην Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλεται η επιβίωση της ελληνικής γλώσσας και συνείδησης. Η αλήθεια; Η μεν γλώσσα διατηρήθηκε και εξελίχτηκε προφορικά (ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε γραπτή μια αραχνιασμένη και ακατανόητη εκδοχή της), η δε νεοελληνική συνείδηση δημιουργήθηκε από τους διαφωτιστές, κόντρα στην εκκλησία που απεχθανόταν τις λέξεις Ελληνας, Ελλάδα, ελληνικός κ.λπ.

Τα ανύπαρκτα «κρυφά σχολειά» και το «αθάνατο κρασί του ’21»

Στα ίδια φιλοεκκλησιαστικά, κατασκευασμένα στερεότυπα «εθνικών μύθων» είναι και τα διάφορα… συμπαρομαρτούντα. Με κορυφαίο το ανιστόρητο «κρυφό σχολειό», όπου υποτίθεται προετοιμαζόταν για χρόνια η επανάσταση.

Μόνο που αυτή προετοιμάστηκε από τη Φιλική Εταιρεία και εκτελέστηκε από απλούς χωρικούς αγρότες, κλεφταρματολούς, εμπόρους, ναυτικούς, απλούς παπάδες, φιλέλληνες, διαφωτιστές κ.ά. Ούτε βεβαίως υπήρξε ποτέ στην Τουρκοκρατία απαγορευμένο/κρυφό σχολειό, με εξαίρεση τους… κατά φαντασίαν ζωγραφικούς πίνακες (σαν το αναμφισβήτητης καλλιτεχνικής αξίας «Κρυφό σχολειό» του Νικολάου Γύζη∙ άλλωστε ο πρωτότυπος τίτλος του σπουδαίου Τήνιου ζωγράφου ήταν «Ελληνικόν Σχολείον εν καιρώ δουλείας»/1888)…

Κι ακόμη, αναπαραστάσεις με κελάρια μοναστηριών, το παιδικό/σχολικό ποιηματάκι «Φεγγαράκι μου λαμπρό» ή το επίσης ξακουστό «Εχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή» που υποτίθεται τραγουδούσαν οι ηρωικές Σουλιώτισσες πέφτοντας στον γκρεμό με τα παιδιά τους στην αγκαλιά από τον βράχο του Ζαλόγγου…

Μόνο που ενώ ο «χορός του θανάτου» παραπέμπει ιστορικά στον Δεκέμβριο του 1803, το τραγούδι του χορού αναφέρεται για πρώτη φορά μόλις το 1908!

Αυτά είναι τα βασικά στηρίγματα της 25ης Μαρτίου 1821 ως κορυφαίας εθνικής επετείου της χώρας. Αλλά πρόκειται για μύθους-ιδεολογήματα, ορισμένης μάλιστα χάλκευσης και φυσικά (δια)στρέβλωσης/παραχάραξης της Ιστορίας.

Άλλωστε όπως υπογραμμίζει ο Δημ. Φωτιάδης (στην ιστορική μονογραφία «Καραϊσκάκης»), «ό,τι ξέρουμε για το 1821 μοιάζει με αντεστραμμένο είδωλο στον καθρέφτη. Υπάρχουν δύο ’21, αυτό των αρχόντων, των Φαναριωτών και της επίσημης διπλωματίας και αυτό του λαού και των προοδευτικών ανθρώπων όλου του κόσμου…».

Τι έγινε, λοιπόν, στις 25 Μαρτίου του 1821; Τίποτε!

Eθνικόν το αληθές
Ως επιμύθιο, η ιστορική ρήση του εθνικού μας ποιητή Διονύσιου Σολωμού: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές»! Ειδικότερα για τους εθνικούς μύθους περί το 1821 χρήσιμο είναι να έχουμε κατά νου και τη διαπίστωση ενός άλλου μεγάλου ποιητή, του Κωστή Παλαμά: «Το εικοσιένα. Εχουμε ως την ώρα την ιστορία του; Φοβάμαι πως όχι. Τη μυθολογία του; Φοβάμαι πως ναι»!

Οσο για εκείνο το εξόχως επικολυρικό «Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του εικοσιένα!», που είχε τον ηρωικό συμβολισμό του όταν γράφτηκε από τον Παλαμά την 1η Νοεμβρίου 1940 (τέσσερις μέρες μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου), μπορεί όντως η ρήση του ποιητή ως προς το «αθάνατο» να παραμένει διαχρονικά και εσαεί επίκαιρη.

Ως προς το μεθυστικό σκέλος του, όμως, το «κρασί του εικοσιένα»… σερβίρεται εδώ και δύο αιώνες νοθευμένο όχι με νερό αλλά με ποικίλα ανιστόρητα, εθνο/πατριδοκάπηλα και θρησκόληπτα τοξικά (κατα)σκευάσματα!

Ανάρτηση του δημοσιογράφου Νίκου Παπαδογιάννης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *