Περί της ελευθερίας του «τύπου»

Είναι πασίγνωστο και πολυχρησιμοποιημένο το τετράστιχο του Αλέξανδρου Σούτσου, γραμμένο το 1831,

Είν’ ελεύθερος ο Τύπος, φθάνει μόνον να μην βλάψεις
της Αρχής τους Υπαλλήλους,
τους Κριτάς, τους Υπουργούς μας και των Υπουργών τους φίλους·
είν’ ελεύθερος ο Τύπος, φθάνει μόνον να μη γράψεις.

Αφορά, βέβαια, μια ιστορική περίοδο κατά την οποία ο τύπος στην Ελλάδα έκανε τα πρώτα του βήματα, όπως και το ελληνικό κράτος, και η αμηχανία όσο και η εξάρτηση από τους μηχανισμούς του κράτους ήταν μεγάλη. Και κυρίως τα μεγάλα εγχώρια επιχειρηματικά συμφέροντα δεν είχαν κάνει στιβαρή την παρουσία τους.

Εντωμεταξύ έχουν μεσολαβήσει σχεδόν δυο αιώνες, με πολλά που συνέβησαν στην κοινωνική και πολιτική ζωή, τόσο στην πορεία του τόπου όσο και του τύπου.

Και αίφνης βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο όσον αφορά τον τύπο, όσο κι αν έχουν αλλάξει τόσα πολλά στον τόπο, ελλαδικό και παγκόσμιο.

Ίσως ποτέ άλλοτε, με εξαίρεση τις ανώμαλες περιόδους, κατοχή, εμφύλιος, χούντα, στην ελληνική ζωή, δεν είχε τόσο απόλυτη ισχύ η ποιητική διαπίστωση του Σούτσου (αν φυσικά) προσθέταμε τους επιχειρηματίες.

Αυτό διαπιστώνει και η ετήσια έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο (Digital News Report) του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσίασε η Διανέοσις.

 Ένα συντριπτικό ποσοστό των Ελλήνων (σύμφωνα με το δείγμα που αφορά όσους διαθέτουν σύνδεση στο διαδίκτυο, στην Ελλάδα το 78% του πληθυσμού) απορρίπτει τις ειδήσεις και μόνο το 27%  λέει πως εμπιστεύεται «τις περισσότερες ειδήσεις τις περισσότερες φορές».

Το ποσοστό που εμπιστεύεται τις ειδήσεις είναι 26% στις ΗΠΑ και τη Σλοβακία, με 26% και στην προτελευταία την Ελλάδα την Ουγγαρία και την Ταϊβάν με 27%.   

Προφανής εικόνα. Ούτως ή άλλως η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση στην κατάταξη (μεταξύ 46 χωρών) σχετικά με την αντίληψη ανεξαρτησίας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης από πολιτικές και επιχειρηματικές επιδράσεις.

Για την ιστορία Φινλανδοί (69%), Νοτιοαφρικανοί και Πορτογάλοι (61%) έχουν τις πρώτες θέσεις.

Φυσικά για την περίπτωση μας το περίεργο είναι πως υπάρχει ακόμη ένα 27% που εμπιστεύεται τις ειδήσεις των μέσων ενημέρωσης. Δηλαδή πόσο να πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους για να καταλάβουν; Πάντως αυτός ο ουρανός φαίνεται πως έπεσε σε ένα ποσοστό το οποίο κατέβασε σε ένα χρόνο το σύνολο κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες.

Στην έρευνα επίσης γίνεται εμφανής η αισθητή διαφοροποίηση μεταξύ των υποστηρικτών διαφόρων πολιτικών παρατάξεων και ρευμάτων. Κατά φυσικό τρόπο, θα έλεγε κανείς, καθώς όπως καταλαβαίνουμε οι ψηφοφόροι των δεξιών κομμάτων έχουν μεγαλύτερο βαθμό εμπιστοσύνης στα τωρινά κανάλια. 

Ενδιαφέρον ωστόσο είναι το σκέλος της έρευνας σχετικά με το αν πιστεύουν πως  τα ΜΜΕ είναι κατά κύριο λόγο ελεύθερα από αθέμιτες πολιτικές ή επιχειρηματικές επιρροές. Στην Ελλάδα  μόλις το 7% και το 8% αντίστοιχα του δείγματος πιστεύει κάτι τέτοιο. (Αν υπολογίσουμε πως το 27% που εμπιστεύονται γίνεται 7-8% που δεν θεωρούν ελεύθερα τα μέσα, προκύπτει ένα ποσοστό, 20 ποσοστιαίες μονάδες, που αποδέχεται να ενημερώνεται αξιόπιστα από τα μέσα τα οποία έχουν αθέμιτες επιρροές!..). Σε αυτό δε το χαμηλό ποσοστό δεν υπάρχουν σοβαρές διαφοροποιήσεις ανάλογα με το φύλο, την ηλικία ή την πολιτική προτίμηση. Που σημαίνει βέβαια πως το σιχτίρι είναι καθολικό.

Φυσικά, πριν βιαστούμε να βγάλουμε τα συμπεράσματα, θα πρέπει να υπολογίσουμε τις αλλαγές που έχουν ούτως ή άλλως συντελεστεί στα μέσα ενημέρωσης και στις κοινωνικές συμπεριφορές, με το διαδίκτυο να διεκδικεί ένα μεγάλο μέρος στην πληροφόρηση, κυρίως των νέων, γεγονός που επιφέρει πολύ σημαντικές αλλαγές στο χάρτη όχι μόνο της ενημέρωσης αλλά και της κοινωνικής συμπεριφοράς.

Αν εστιάσουμε όμως στο πεδίο των προβαλλόμενων ως μέσων ενημέρωσης, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών και εφημερίδων θα επιβεβαιώσουμε πως των ιδιοκτητών δεν πολυιδρώνει το αυτί για την εικόνα τους, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά όσα τους καταμαρτυρούν οι πολίτες.

Εν πολλοίς, το ειδησεογραφικό μέρος γίνεται το προκάλυμμα μιας εξόχως εμπορικής επιχείρησης που λειτουργεί με τους κανόνες του επιχειρείν.  Τουτέστιν, είδηση είναι ό,τι φέρνει κέρδος. Και το κέρδος εξασφαλίζεται με τις εκδουλεύσεις, τις πιέσεις και όχι σπάνια τους εκβιασμούς που ασκούνται προς την πολιτική εξουσία ή άλλα σημεία που αποφέρουν ρευστό (το παράδειγμα του Τράγκα είναι εξαιρετικά πειστικό), με τις κυβερνητικές επιδοτήσεις κ.ο.κ.

Προς τα παρόν η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναδεικνύεται παμφηφεί η πιο …φιλική προς τους ιδιοκτήτες κυβέρνηση που έβγαλε ποτέ ο τόπος και οι ιδιοκτήτες όσο εισπράττουν  ανταποδίδουν. Εξ ου και η ομόφωνη στήριξη που της παρέχουν.

Οπότε μοιραία ανακαλούμε στη μνήμη το 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αποπειράθηκε με άγαρμπο τρόπο να αλλάξει το τοπίο προσπαθώντας να εντάξει κάποια δικά του μέσα στο σύστημα, κι «απέτυχεν οικτρά κι εξουδενώθη». Ούτε καν στην ΕΡΤ  μπόρεσε να διαμορφώσει κάποιο δημοκρατικό και αξιοκρατικό καθεστώς – η οποία είχε κλείσει από την κυβέρνηση Σαμαρά και άνοιγε, ή έστω μπορούσε ν’ ανοίξει, σε νέες βάσεις – καθώς, πέραν της ανικανότητας, προτίμησε να υπακούσει σε επιχειρηματικές υποδείξεις!   

Κι αφού γυρίσαμε πίσω ας πάμε στους «νταβαντζήδες» του Κώστα Καραμανλή, οι οποίοι εν τέλει, από κοινού με την γνωστή πρεσβεία, τον κατάπιαν. Ομοίως είχαν καταπιεί τον Ανδρέα Παπανδρέου στο τέλος της δεκαετίας του ’80 όταν αποπειράθηκε μέσω Κοσκωτά, και όχι μόνο, να αναδιαρθρώσει το σκηνικό των τραπεζών και των μέσων, εφημερίδων τότε.

Κι έτσι, οι εκδότες  με την κυβέρνηση συνεργασίας (αποκληθείσα οικουμενική) όχι μόνο αποκαταστήσανε την τάξη τους, αλλά έβαλαν χέρι και στις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές άδειες που εκχωρήθηκαν χωρίς σχεδόν καμιά προϋπόθεση στους βαρόνους και στους ακόλουθους – και από τότε σοβαρό νομικό πλαίσιο δεν έχει διαμορφωθεί (να μην ξεχάσουμε βέβαια την ισχυρή συμβολή του ΚΚΕ σε αυτή την κυβέρνηση και αυτό το σχέδιο, επί υπουργίας και ενεργού συμμετοχής του Γιάννη Δραγασάκη, και πως ο Μίνως Κυριακού παρουσιάστηκε τότε ως πρόταση του ΚΚΕ).   

Και για να μη θεωρούμε πως η Ελλάδα είναι η πάσχουσα, ας εστιάσουμε στην είδηση πως η υπουργός Εσωτερικών της Βρετανίας Πρίτι Πατέλ ενέκρινε την έκδοση του ιδρυτή των WikiLeaks Τζούλιαν Ασάνζ στις ΗΠΑ, έπειτα από μακρά δικαστική μάχη.

Οι ΗΠΑ, ακριβώς επειδή δεν ανέχονται την ελεύθερη πληροφορία καταδιώκουν τον Ασάνζ για «κατασκοπία», γιατί δημοσιοποίησε 700.000 εμπιστευτικών και απορρήτων διπλωματικών και στρατιωτικών εγγράφων, κυρίως για τους αμερικανικούς πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.

Είναι μια ακόμη όψη της … αδέσμευτης πληροφόρησης του ελεύθερου κόσμου!

Πηγή: Θανάσης Σκαμνάκης – Kommon

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *