Ενας μύθος, μα ποιος μύθος;

Πώς, τελικά, το Πολυτεχνείο έριξε όντως τη χούντα

Τελικά, το τραύμα είναι πολύ βαθύ. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι, δεκαετίες τώρα, κάθε απόπειρα αντιδραστικής αναδιάρθρωσης του ελληνικού Πανεπιστημίου από την εγχώρια Δεξιά συνοδεύεται από αλλεπάλληλους εξορκισμούς της επάρατης εμπειρίας του φοιτητικού, νεανικού και γενικότερου ριζοσπαστισμού της Μεταπολίτευσης – αλλά και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ως βασικού σημείου αναφοράς και πηγής έμπνευσης αυτού του τελευταίου.

Το αποκορύφωμα αυτού του εξορκισμού ήρθε, ως γνωστόν, με την πρόσφατη επεισοδιακή αγόρευση του υφυπουργού Παιδείας στη Βουλή, κατά τη συζήτηση του νέου νόμου για τα ΑΕΙ (14.07.2022). Σε αυτήν, ο κ. Συρίγος επανέλαβε τη γνωστή χουντική επιχειρηματολογία περί ανυπαρξίας έμπρακτης αντίθεσης στη δικτατορία, που «δεν έπεσε λόγω της εσωτερικής αντιστάσεως» και του Πολυτεχνείου (της «μοναδικής ένδειξης ότι ο λαός κάτω από την επιφάνεια έβραζε») αλλά αποκλειστικά και μόνο «υπό το βάρος των ανομημάτων της και ιδίως υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας».

Ο εξορκισμός αυτός δεν είναι βέβαια καθόλου τυχαίος. Σε αντίθεση λ.χ. με την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, που σε τελική ανάλυση συμβολίζει την εθνική ενότητα απέναντι στον εσωτερικό εχθρό ακόμη και κάτω από τις διαταγές μιας φασιστικής δικτατορίας (οι μηχανισμοί της οποίας δεν είχαν κανένα πρόβλημα να τεθούν μετά την ήττα στην υπηρεσία του κατακτητή), ο μεταπολιτευτικός γιορτασμός του Πολυτεχνείου διαμόρφωσε συνειδήσεις προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση: ως πάνδημη δικαίωση της αντίστασης σε μια αυταρχική εγχώρια εξουσία, και δη με εθνικιστικό ιδεολογικό πρόσημο. Εξ ου και η αποκαθήλωσή του εκλαμβάνεται από τον σκληρό πυρήνα της σημερινής Δεξιάς ως απαραίτητη προϋπόθεση για την προληπτική αποψίλωση και ανάσχεση των αναμενόμενων αντιδράσεων στο θεσμικό τερατούργημα που μόλις ψηφίστηκε.

Ο κ. Συρίγος και οι συν αυτώ δεν είναι βέβαια κλασικοί χουντικοί ή χρυσαυγίτες, για ν’ αμφισβητήσουν ανοιχτά την ίδια την εξέγερση ή τον φόρο αίματος που αυτή κατέβαλε· κάτι τέτοιο θ’ αποδεικνυόταν, άλλωστε, μάλλον απρόσφορο για τη δική τους στοχοθεσία. Σε καιρούς όπως οι σημερινοί, στους οποίους βασικό εμπόδιο για το ξέσπασμα κοινωνικών κινημάτων δεν αποτελεί η ανύπαρκτη πειστικότητα των κυβερνώντων αλλά η διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στην πρακτική αποτελεσματικότητα των συλλογικών αγώνων, ο ισχυρισμός πως η εξέγερση του 1973 δεν είχε την παραμικρή σχέση με την κατάρρευση της χούντας εκλαμβάνεται αντίθετα σαν αποτελεσματικό ιδεολογικό όπλο, απέναντι σε όσους επιχειρήσουν ν’ αντισταθούν στη βίαιη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση των ελληνικών ΑΕΙ από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αρχής γενομένης από την εγκατάσταση της πανεπιστημιακής αστυνομίας τον ερχόμενο Σεπτέμβρη.

Εκδοχές της συνέχειας του κράτους…

Αυτά όσον αφορά τα προφανή κίνητρα. Γιατί η συγκεκριμένη απώθηση έχει και μια σχετικά αθέατη, ανομολόγητη όψη: τη διαχρονική δυσανεξία του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής Δεξιάς απέναντι σε μια εξέγερση από την οποία αυτή όχι μόνο υπήρξε απούσα ως παράταξη, αλλά και κατά τη διάρκειά της μεγάλο μέρος του κατώτερου ιδίως προσωπικού και των οπαδών της βρέθηκαν στην απέναντι όχθη. Με το γενικότερο ζήτημα, της διαπλοκής του κόσμου και των μικρομεσαίων στελεχών της Δεξιάς με τη χούντα, έχουμε ασχοληθεί αναλυτικά σε προηγούμενο άρθρο («Οικογενειακά της εθνικοφροσύνης», «Εφ.Συν.», 28.11.2020). Εδώ θα περιοριστούμε σε ορισμένες αντανακλάσεις της, πολιτικού ή προσωπικού χαρακτήρα, που εμφανώς επηρεάζουν τους σχεδιασμούς των κυβερνώντων για τα ελληνικά ΑΕΙ.

Το πρώτο, και προφανέστερο, είναι μια ενδόμυχη πρόσληψη της συνέχειας του κράτους υπεράνω πολιτικής. Αντίληψη που δεν κρύβει επίσης τη συμπάθειά της για το στρατοκρατικό ιδεώδες μιας επίπλαστης ευταξίας.

Στο επιστημονικό opus magnum του κ. Συρίγου για τις μεταπολεμικές ελληνοτουρκικές σχέσεις, το οποίο εκδόθηκε το 2015, το ελληνικό κράτος και η εξωτερική πολιτική του περιγράφονται λ.χ. σαν ένα αδιαφοροποίητο συνεχές, δίχως τον παραμικρό προβληματισμό για την αλληλεπίδραση της φύσης και των προσανατολισμών του εκάστοτε καθεστώτος πάνω στις αντίστοιχες πολιτικοδιπλωματικές επιλογές. Μεθοδολογική αναπηρία που όχι μόνο εμποδίζει μια ουσιαστική αποτίμηση αυτών των τελευταίων, αλλά και τον ίδιο τον υφυπουργό ν’ αντιληφθεί την καταλυτική αιτιώδη σχέση ανάμεσα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον εγκληματικό τυχοδιωκτισμό της χούντας Ιωαννίδη στην Κύπρο και τη γελοιογραφική κατάρρευσή της στη συνέχεια.

Κατά την αγόρευσή του για το επίμαχο νομοσχέδιο, ο κ. Συρίγος δεν περιορίστηκε πάλι στην άκρως προβληματική εξίσωση απαράδεκτων βιαιοπραγιών (όπως η πολυδιαφημισμένη διαπόμπευση on camera του πρύτανη της ΑΣΟΕΕ από άγνωστους δράστες εν μέσω πανδημίας και κλειστών ΑΕΙ) με ανεπιθύμητες για τον ίδιο μορφές άσκησης της ελευθερίας του λόγου, όπως η «ενοχοποίηση [κάποιων καθηγητών] με αφίσες» από διαμαρτυρόμενες φοιτητικές συλλογικότητες. Εχοντας πιθανότατα κατά νου τα πρόσφατα γεγονότα στο Πολυτεχνείο Κρήτης, όπου η πρωτοφανής δίωξη φοιτητών με κακουργηματικές κατηγορίες (ύστερα από μήνυση της υπουργού) ξεκίνησε από μια πειθαρχική δίωξη του προέδρου του φοιτητικού συλλόγου για το «αδίκημα» της αφισοκόλλησης, ο υφυπουργός ξεσπάθωσε επίσης κατά της αναγραφής πολιτικών συνθημάτων − με επιχείρημα (τι άλλο;) την… ελευθερία της έκφρασης: «Ας πάρουμε το παράδειγμα της αναγραφής συνθημάτων στους τοίχους. Νομίζουν ότι η αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους είναι κάτι βαθιά επαναστατικό. Στην Κατοχή η αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους μπορούσε να σε οδηγήσει σε θάνατο, αν περνούσε δίπλα σου γερμανική περίπολος. Στη δικτατορία η αναγραφή συνθημάτων στον τοίχο σήμαινε σύλληψη από την Αστυνομία και βασανιστήρια. Στην Ελλάδα του σήμερα, όπου μπορείς να διαδίδεις ελεύθερα τις απόψεις σου με κάθε μέσο, έντυπο ή ηλεκτρονικό, με χιλιάδες ή και εκατομμύρια αποδέκτες, η αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους, ιδίως ενός Πανεπιστημίου, είναι σύμπτωμα βαριάς αντικοινωνικής συμπεριφοράς».

Να υποθέσουμε πως η έννομη καταστολή της «ανομίας» θα επεκταθεί και σ’ αυτό το πεδίο; Το έχει ζητήσει, πάντως, με δηλώσεις του στον Τύπο ένας αντιδήμαρχος του κ. Μπακογιάννη, με μια γυψοφέρνουσα συλλογιστική: «Επειτα από κάθε πορεία, αυτό που απομένει είναι μια βρώμικη, βανδαλισμένη πόλη. Φέιγ βολάν, τρικάκια –μεγάλη πληγή τα τρικάκια, δεν μαζεύονται με τίποτα–, σκουπίδια και συνθήματα σε τοίχους και όπου μπορεί να φανταστεί κανείς. Μέσα σε λίγη ώρα, λίγα άτομα γεμίζουν με συνθήματα όλες τις ζαρντινιέρες» («Καθημερινή», 08.07.2022). Μέχρι τώρα ξέραμε ότι «βανδαλισμό» αποτελούν τα σπασίματα· τώρα μαθαίνουμε πως έγκλημα συνιστούν και τα τρικάκια.

Δεν υπήρξε προφανώς καθόλου τυχαίο το περσινό lapsus του υφυπουργού, όταν επικαλέστηκε σαν «κανονικότητα» των παλιών-καλών ελληνικών ΑΕΙ την υποτιθέμενη παρουσία αστυνομικών τμημάτων στο εσωτερικό τους το 1969, στο αποκορύφωμα δηλαδή της δικτατορίας. Μπορεί ο ισχυρισμός του να αποδείχθηκε παροιμιωδώς ανακριβής, το νόημα της προβολής του ήταν όμως αποκαλυπτικότατο. Μεγαλωμένος σε διαφορετικό επαγγελματικό περιβάλλον, ο ταξίαρχος Παττακός μάς τα έλεγε βέβαια κάπως πιο χοντροκομμένα από ό,τι ο ευπατρίδης υφυπουργός του Κυριάκου Μητσοτάκη· το όραμα μιας αποστειρωμένης κοινωνίας, με πολίτες «στοιχημένους-ζυγισμένους» φαίνεται όμως λίγο-πολύ κοινό.

…και των στελεχών του

Εκτός από τη συνέχεια του κράτους υπάρχει όμως και η συνέχεια του στελεχικού δυναμικού του: ουκ ολίγες επαγγελματικές και πολιτικές διαδρομές με άκρως ασαφή όρια ανάμεσα στην επάνδρωση των μηχανισμών της χούντας και τη μετέπειτα καριέρα στους κόλπους της κοινοβουλευτικής Δεξιάς. Το υπενθύμισε με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο ο Θανάσης Παφίλης του ΚΚΕ, κατά τη δική του αγόρευση στην ίδια συνεδρία της Βουλής.

Το απόσπασμα, από τα δακτυλογραφημένα επίσημα Πρακτικά:

«Παφίλης: Αλλά για αυτούς [τους προδικτατορικούς ΕΚΟΦίτες], ξέρετε, πρέπει κάποτε να απολογηθούν ορισμένοι, όπως και για τη δικτατορία. Μην ανοίξω το στόμα μου! Εννοώ για το φοιτητικό κίνημα. Μην ανοίξω το στόμα μου και πω ονόματα και διευθύνσεις για το τι είναι σήμερα, Πρόεδροι διορισμένοι από τη χούντα σε συλλόγους και πάρα πολλοί άλλοι. Ούτε να το ανοίξω για το τι έγινε μετά τη δικτατορία.
Καστανίδης [ΠΑΣΟΚ]: Θανάση να το κάνουμε μαζί.
Παφίλης: Ο Καστανίδης ξέρει γιατί ήμασταν και συμφοιτητές. Αν θέλετε, το ανοίγω με ονόματα και διευθύνσεις και μετά κάποιοι θα κρυφτούν κάτω από πολλά έδρανα.
Χαράλαμπος Αθανασίου (Προεδρεύων): Δεν χρειάζεται, κύριε Παφίλη. Ολοκληρώστε.
(Θόρυβος στην Αίθουσα από την πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ)».

Στο πλαίσιο αυτής της ανομολόγητης οικειότητας με την αλήστου μνήμης εθνοσωτήριο μπορεί άνετα να συγκαταλεχθεί και μια μικρή αλλά κρίσιμη λεπτομέρεια από το οικογενειακό ιστορικό της κυρίας Κεραμέως. Στις 22 Νοεμβρίου 1973, πέντε μέρες μετά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ο πατέρας της Κωνσταντίνος Κεραμεύς, καθηγητής της έδρας Πολιτικής Δικονομίας του ΑΠΘ από το 1971, διορίστηκε από τη χούντα των Παπαδόπουλου και Μαρκεζίνη στην πενταμελή «επιτροπή προσωρινής διοικήσεως και διαχειρίσεως του [νεοσύστατου] Πανεπιστημίου Θράκης» (ΦΕΚ 1973/Α/308, σ. 334). Η σχετική πράξη του υπουργικού συμβουλίου φέρει μάλιστα ημερομηνία 17 Νοεμβρίου 1973, υπογράφηκε δηλαδή λίγες ώρες μόνο μετά την επέμβαση των τανκς!

Πρόεδρος της ίδιας επιτροπής ανέλαβε ο απόστρατος συνταγματάρχης Νίκος Γκαντώνας, από τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος του 1967 ως επικεφαλής της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης (ενέργεια για την οποία καταδικάστηκε το 1975 από το Ειδικό Δικαστήριο σε κάθειρξη 15 χρόνων) και από τα πιο σκληροπυρηνικά ηγετικά στελέχη της χούντας ως γενικός γραμματέας του υπουργείου Βορείου Ελλάδος (1967-1971), περιφερειακός διοικητής Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας (1971-1972) και υπουργός Παιδείας (1972-1973). Μαζί μ’ έναν συνάδελφό του της Ιατρικής, ο Κεραμεύς ήταν ένας από τους δυο εν ενεργεία πανεπιστημιακούς-μέλη της επιτροπής Γκαντώνα, στην οποία διορίστηκαν επίσης ένας ομότιμος καθηγητής κι ένας νομάρχης Εβρου, Φλωρίνης, Κεφαλληνίας, Δράμας και Λασιθίου της πρώτης μετεμφυλιακής εξαετίας.

Φυσικά, τα παιδιά δεν χρεώνονται αυτόματα τις πολιτικές και επαγγελματικές επιλογές των γονιών τους. Στην περίπτωση της Νίκης Κεραμέως, κατά τα πρώτα ιδίως βήματά της στην πολιτική, η σταδιοδρομία του πατέρα της προβλήθηκε ωστόσο ως συστατικό στοιχείο της δικής της διαδρομής και προσωπικότητας − μαζί με τις σπουδές της στο Κολλέγιο Αθηνών και το εξωτερικό, δίχως φοίτηση σε κάποιο ελληνικό ΑΕΙ (βλ. «Νίκη Κεραμέως: έκπληξη γένους θηλυκού», «Τα Νέα», 16.01.2015). Εχουμε, συνεπώς, κάθε δικαίωμα να θεωρήσουμε και αυτή την παρακαταθήκη της πατρικής εμπλοκής στο «επιτελικό κράτος» της χούντας ως (ανομολόγητη και δευτερεύουσα, έστω) πτυχή και της δικής της ταυτότητας.

Πώς το Πολυτεχνείο έριξε τη χούντα

Ας έρθουμε, όμως, στο δεύτερο σκέλος του θέματός μας: τον ισχυρισμό του κ. Συρίγου (κατά την ανάγνωση γραπτής ομιλίας κι όχι εν τη ρύμη του προφορικού του λόγου, που θα μπορούσε να εκληφθεί σαν αθέλητη κακή διατύπωση), πως η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν είχε καμιά σχέση με τη λίγο μεταγενέστερη κατάρρευση της χούντας. Αντιμέτωπος με τις διαμαρτυρίες σύμπασας της αντιπολίτευσης (πλην Βελοπουλαίων), ο υφυπουργός τον επανέλαβε μάλιστα εξίσου κατηγορηματικά λίγο αργότερα: «Δυστυχώς, δεν υπήρξαν οι μαζικές λαϊκές αντιδράσεις που θα έριχναν το καθεστώς. Εάν κάποιος πιστεύει ότι υπήρξαν και εξαιτίας αυτών ρίξαμε τη χούντα, να έλθει να μου πει πώς έπεσε η χούντα».

Είναι φυσικά πασίγνωστο ότι το Πολυτεχνείο δεν έριξε απευθείας τη χούντα: η αντιδικτατορική εξέγερση πνίγηκε στο αίμα, τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια και ακολούθησε ένα μαύρο οκτάμηνο απόλυτης καταπίεσης. Οποιος έχει όμως ερευνήσει στοιχειωδώς τις υπόγειες ζυμώσεις εκείνης ακριβώς της περιόδου, τόσο στην ίδια την Ελλάδα όσο και στους εμπλεκόμενους κύκλους της Δύσης (ιδίως των ΗΠΑ), γνωρίζει καλά πόσο η σκιά του ηττημένου ξεσηκωμού επικαθόριζε ρητά τις εκατέρωθεν σκέψεις και συζητήσεις για το μέλλον της χώρας.

«Αν σήμερα συμβή ένα επεισόδιον όπως εκείνο του Πολυτεχνείου, ή άλλο ανάλογον, δεν θα βοηθήσουν 15.000 άτομα αλλά 150.000 άτομα, και έπειτα από ολίγους μήνας 500.000 άτομα διαφόρων προελεύσεων και στάσεων», προειδοποιούσε λ.χ. στις 20.01.1974 με υπόμνημά του τον χουντικό πρόεδρο Φαίδωνα Γκιζίκη ο «γεφυροποιός» Ευάγγελος Αβέρωφ – ο άνθρωπος, δηλαδή, που το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 1974 διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην κλήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι, για ν’ αναλάβει στη συνέχεια υπουργός Εθνικής Αμυνας (1974-1981) και αρχηγός της Ν.Δ. (1981-1984). «Τα άτομα αυτά δεν θα γνωρίζουν τι ακριβώς κάμνουν, αλλά θα το γνωρίζη άριστα η μικρά, οργανωμένη και μαχητική μειοψηφία, η οποία τελικά θα εκμεταλλευθή την αναταραχήν. […] Η νεολαία, αντιδρώσα, συμπορεύεται με κάθε ζωηρώς αντιτιθέμενον εις το καθεστώς. […] Διολισθαίνομεν προς τα αριστερά, προς ένα είδος αναρχισμού» (Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, «Στοιχειώδες καθήκον», Αθήναι 1975, σ. 120 & 123. Στις 15.02.1974, το ίδιο υπόμνημα διαβιβάστηκε, μέσω του Αμερικανού πρέσβη Χένρι Τάσκα, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ).

Εξίσου σαφής ήταν, σε επιστολή του προς τον Καραμανλή (22.04.1974), ο συνιδρυτής του ΙΔΕΑ και πρώτος μεταπολιτευτικός υπουργός Δημόσιας Τάξης, Σόλων Γκίκας: «Ο αριστερισμός νομίζω ότι διογκούται ιδία μεταξύ των νέων. Το χειρότερον είναι ότι έχει δημιουργηθή πνεύμα ανοχής των αστών έναντι των κομμουνιστών και το πνεύμα αυτό είναι φυσικόν να σταθεροποιήται εφ’ όσον παρατείνεται η δικτατορία. […] Η ανακοπή του αριστερισμού και της αντιπαθείας προς τους αξιωματικούς είναι δύσκολον να επιτευχθή άνευ μεταβάσεώς μας εις την ομαλότητα, ήτις θα παρουσιάση και προβλήματα, δεδομένου ότι αι νεώτεραι κλάσεις ψηφοφόρων είναι επηρεασμέναι από σοσιαλιστικάς ιδέας και είναι εμποτισμέναι με μίσος κατά της δεξιάς ως υπευθύνου της δικτατορίας» (Αρχείο Καραμανλή, τ. 7ος, σ. 339).

Ακόμη κι ο Μακαρέζος, σε συνομιλία του με τον Αμερικής Ιάκωβο (11.04.1974), προβλέπει ότι το ερχόμενο φθινόπωρο «δεν αποκλείεται επανάστασις, αυτή την φοράν προερχομένη εκ του λαού», θεωρώντας μάλιστα βέβαιο πως, «εάν κληθούν ο στρατός και τα τανκς να την πατάξουν, θα ευρεθούν αυτήν την φοράν αλληλέγγυοι με τους επαναστάτας» (στο ίδιο, σ. 340).

Η ίδια ανησυχία διαπερνούσε και τις εσωτερικές ζυμώσεις των αμερικανικών υπηρεσιών. «Αν οι πληθωριστικές τάσεις εξακολουθήσουν (όπως φαίνεται πιθανό), είναι μόνο ζήτημα χρόνου ώσπου η αντιπολίτευση στη νέα δικτατορία να γίνει εμφανής με τους φοιτητές και κάποια εργατικά στοιχεία στην πρωτοπορία», εκτιμούσε χαρακτηριστικά ο διευθυντής πολιτικού σχεδιασμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στα μέσα Φεβρουαρίου 1974, ενώ τον Απρίλιο ένα μνημόνιο της CIA αποφαινόταν πως «οι φοιτητές κι οι εργάτες θα απολαύσουν τη λαϊκή συμπάθεια, αν όχι ανοιχτή υποστήριξη, έτσι κι αναμετρηθούν ξανά ανοιχτά με το καθεστώς» («Foreign Relations of the United States. Greece; Cyprus; Turkey, 1973-1976», Ουάσινγκτον 2007, σ. 33 & 62).

Παρόμοιες σκέψεις συναντάμε και στην ιδιωτική επικοινωνία επώνυμων εθνικοφρόνων με ηγετικά στελέχη των ΗΠΑ. Χαρακτηριστικό δείγμα, μια αδημοσίευτη επιστολή του πτέραρχου Χαράλαμπου Ποταμιάνου (ανακτορικού υπουργού Αμυνας κατά τις εκλογές βίας και νοθείας του 1961) προς τον προσωπικό του φίλο, Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ (27.03.1974), που ο γράφων εντόπισε στο αρχείο του τελευταίου (f. 334.14): «Οι ομάδες χαμηλότερου εισοδήματος αισθάνονται ήδη εδώ και καιρό τις επιπτώσεις του πληθωρισμού. Ως αποτέλεσμα, ένα γενικευμένο μίσος για τη στρατιωτική δικτατορία και την κυβέρνησή της συσσωρεύεται σταθερά. […] Κατά τις ταραχές του Νοεμβρίου 1973, αμέσως πριν από το τελευταίο πραξικόπημα, όταν σκοτώθηκαν πολλοί διαδηλωτές, φημολογούνταν ότι τα θύματα ανέρχονταν σε εκατοντάδες κι αυτό προκάλεσε ισχυρά αισθήματα αποστροφής για τον στρατό και την αστυνομία. Στην περίπτωση νέου ξεσπάσματος ταραχών, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα στρατεύματα κι η αστυνομία θα υπακούσουν στην εντολή να πυροβολήσουν κατά του πλήθους».

Την αποστομωτικότερη απόδειξη για την καθοριστική συμβολή του Πολυτεχνείου στην κατάρρευση της χούντας και την άνευ όρων παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς, μόλις τα στελέχη της συνειδητοποίησαν πως ο εξοπλισμός του λαού με τη γενική επιστράτευση περιόρισε δραματικά τη δυνατότητά τους να καταστείλουν αποτελεσματικά ένα νέο Πολυτεχνείο (σε συνθήκες, μάλιστα, οξύτατης οικονομικής κρίσης κι εθνικής καταστροφής), την παρέχουν όμως τα δημοσιευμένα απομνημονεύματα του ίδιου του Μαρκεζίνη. Οταν το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 1974 οι συντηρητικοί πολιτικοί αρχηγοί κλήθηκαν από τον «πρόεδρο» Γκιζίκη για να συναποφασίσουν τι έμελλε γενέσθαι, με το κέντρο της Αθήνας πλημμυρισμένο από χιλιάδες λαού, διαβάζουμε, οι επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων ξεκαθάρισαν στους συνομιλητές τους «ότι δεν ημπορούμεν να φύγωμεν πριν είμεθα εις θέσιν να είπωμεν ότι εσχηματίσθη κυβέρνησις. Εις εμέ τουλάχιστον έδιδον θλιβεράν εικόναν πανικού. Είχον παραλύσει αισθανόμενοι δέος προ του συγκεντρωμένου πλήθους, του οποίου η ηρεμία –και εις αυτό ορθώς εξετίμησαν– υπήρχε κίνδυνος να μεταβληθή εις αγριότητα εάν αντί κυβερνήσεως τους εδίδετο η πληροφορία περί νέας αναβολής. Δηλαδή δεν υπήρχαν περιθώρια» («Αναμνήσεις 1972-1974», Αθήναι 1979, σ. 572).

Η δημοκρατία επανήλθε λοιπόν στην Ελλάδα με τη χουντική στρατιωτική ηγεσία τρομοκρατημένη από την ανάμνηση της πρόσφατης εξέγερσης του Νοέμβρη και το ενδεχόμενο μιας αποφασιστικότερης, νικηφόρας επανάληψής της.

Κοτζάμ καθηγητής του Παντείου, ο υφυπουργός Παιδείας τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει πάρει άραγε χαμπάρι;

Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος – “ΕφΣυν”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *