Ο δισυπόστατος Τζον Στάινμπεκ

Από συγγραφέας των προλετάριων, υπηρέτης των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ

Η μικρή και μίζερη ελληνική αγορά βιβλίου είναι γνωστή όχι μόνο για τις ελλείψεις της σε τίτλους, αλλά και για επανεκδόσεις που σπάνια γίνονται ακόμα και όταν αφορούν κλασικούς συγγραφείς. Οταν, λοιπόν, έπεσε στα χέρια μας ένα αντίτυπο του από χρόνια εξαντλημένου, Ρώσικου ημερολόγιου του νομπελίστα Τζον Στάινμπεκ (Κέδρος, 2009), ο πειρασμός για έναν εκτενή σχολιασμό του ήταν μεγάλος. 

Το Ρώσικο ημερολόγιο, ένα ταξιδιωτικό χρονικό στη Σοβιετική Ένωση το 1947 (σε μια χώρα που τα βιβλία του Στάινμπεκ είχαν ευνοϊκή και ευρεία αποδοχή), μας καλεί να απαντήσουμε σε δύο σημαντικά ερωτήματα:. Τι είδε στη «Ρωσία του Στάλιν» ο αμερικανός Στάινμπεκ; Και πώς, με ποια οπτική γωνία είδε αυτά που είδε ο αποκληθείς και «συγγραφέας των προλετάριων»;

Από όλα τα διάσημα έργα του Τζον Στάινμπεκ (Τα σταφύλια της οργήςΑνθρωποι και ποντίκιαΑνατολικά της ΕδέμΗ πεδιάδα της ΤορτίγιαΟ δρόμος με τις φάμπρικες κ.ά.), που τον κατέστησαν κλασικό, θα επιλέξουμε να αντιπαραβάλλουμε το Ρωσικό ημερολόγιο (1948) με το Σε αμφίβολη μάχη (1936). Μέσω αυτής της σύγκρισης και της αναδρομής στις πολιτικές επιλογές του συγγραφέα, θα  μπορέσουμε να κατανοήσουμε αυτό που πολλοί, επίσης, αποκάλεσαν «διπλή ζωή» του Στάινμπεκ.

Το Σε αμφίβολη μάχη αναφέρεται στην τιτάνια και αγωνιώδη προσπάθεια δυο κομμουνιστών να καθοδηγήσουν μια απεργία χιλιάδων εργατών γης, που έχει ξεσπάσει μετά την περικοπή του γλίσχρου μεροκάματού τους από τους τρεις μεγάλους ιδιοκτήτες αγροκτημάτων με μηλιές στην κοιλάδα του Τόργκας. 

Και σε άλλα έργα του ο συγγραφέας αναφέρεται στη δράση αμερικανών κομμουνιστών, όμως το βιβλίο αυτό περιστρέφεται κυρίως γύρω από αυτούς τους δυο χαρακτήρες. Η Αμερική της κρίσης, των υποκριτικών και φαλκιδεμένων δικαιωμάτων, του τρόμου και της εξαθλίωσης περιγράφεται με μελαγχολία και αδυσώπητο ρεαλισμό. Η υπόνοια και μόνο οποιασδήποτε κομμουνιστικής δραστηριότητας συναντά την απόλυτη εχθρότητα. Τα αφεντικά συλλαμβάνουν, ξυλοκοπούν, φυλακίζουν με τη μεγαλύτερη ευκολία. Οι ενέδρες και οι δολοφονίες βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Οι ήρωες του βιβλίου εξαναγκάζονται στην πιο συνωμοτική δράση, παίζουν το κεφάλι τους κορώνα-γράμματα κάθε μέρα, κινδυνεύοντας να τους εξοστρακίσουν ακόμα και οι εργάτες συνάδελφοί τους. Κι όμως, χωρίς αυτούς και τη βοήθεια των συμπαθούντων, αυτή η απεργία θα ήταν χαμένη από την πρώτη στιγμή. Φυσικά, μπροστά στην σιδερένια μπότα των αφεντικών, μπροστά στους χιλιάδες απεργοσπάστες που μεταφέρονται εν ριπή οφθαλμού από άλλα μέρη, μπροστά στις παραστρατιωτικές ομάδες και τους ιδιωτικούς στρατούς, μπροστά στα όπλα των σερίφηδων και των αναρίθμητων βοηθών τους, μπροστά ακόμα και στη δύναμη του ομοσπονδιακού στρατού όπου αυτός χρειάζεται, οποιαδήποτε απεργία έχει ελάχιστη τύχη.  

Κάποιες φορές, ο Στάινμπεκ αναγνωρίζει κομματική σκοπιμότητα στη δράση των ηρώων του, όμως παράλληλα τους αναγνωρίζει την ανιδιοτέλεια, τα ιδανικά, τον τιτάνιο αγώνα και την αυτοθυσία τους στο βωμό των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Το βιβλίο τελειώνει με τη δολοφονία του ενός και με την κραυγή του άλλου καθώς απευθύνεται στο πλήθος: «Σύντροφοι! Αυτός ο άνθρωπος δεν ήθελε τίποτα για τον εαυτό του…» .

Ο Στάινμπεκ επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Σοβιετική Ένωση το 1937, όμως δεν υπάρχουν δημοσιεύματα γι’ αυτό του το ταξίδι. Το 1938 ηγήθηκε της οργάνωσης «Επιτροπή Αρωγής Αγροτών» και συνδέθηκε με προοδευτικούς συγγραφείς όπως ο Αρθρουρ Μίλερ, αλλά και φιλελεύθερα περιοδικά. Εξαιτίας του περιεχομένου των βιβλίων του δεν άργησαν να εκτοξευθούν κατηγορίες εναντίον του ότι ήταν «κόκκινος» και ο ίδιος ήταν πεπεισμένος ότι είχε μπει στο στόχαστρο του FBI. Μάλιστα, το 1943 του αρνήθηκαν μια θέση αξιωματικού στο στρατό των ΗΠΑ λόγω των πεποιθήσεών του. Στις ΗΠΑ, η καχυποψία περί κομμουνιστικής επιρροής που συνόδευε το έργο του ήταν συνυφασμένη με την περιορισμένη αποδοχή του. Υπήρξε έκπληξη όταν του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ το 1962.  Αν και ο Στάινμπεκ έχαιρε ευρείας εκτίμησης στην Ευρώπη και την ΕΣΣΔ, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη δύσκολη μοίρα πολλών αξιόλογων καλλιτεχνών στην ίδια του τη χώρα λόγω του πολιτικού περιεχόμενου των έργων του.

Η χρονιά-κλειδί για την περαιτέρω πορεία του Στάινμπεκ ήταν πιθανότατα το 1941-1942, όταν αρχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη νεοσύστατη τότε Υπηρεσία Πληροφοριών και Προπαγάνδας, τη Foreign Information Service, τον πρόδρομο της CIA. Αυτό δεν ήταν ίσως τόσο παράξενο, δεδομένου ότι εν μέσω του αντιφασιστικού πολέμου, υπήρξαν πολλοί προοδευτικοί εθελοντές σε διάφορους τομείς, όπως για παράδειγμα ο ιστορικός Χάουαρντ Ζιν που κατετάγη ως εθελοντής πιλότος βομβαρδιστικών. 

Ο Στάινμπεκ έγραψε ραδιοφωνικά σενάρια για αυτή την Υπηρεσία Πληροφοριών, όπως και μια εργασία για την εκπαίδευση πληρωμάτων της πολεμικής αεροπορίας, με την οποία επισκέφτηκε πολλά στρατόπεδα σε όλες τις ΗΠΑ. Βρέθηκε ως πολεμικός ανταποκριτής σε πολλά μέτωπα του πολέμου. Για να αντιληφθεί κανείς το κλίμα της εποχής, μια μόλις χρονιά μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ κηρύσσει επίσημα την έναρξη του «ψυχρού πολέμου». 

Οι ιμπεριαλιστικές χώρες που υποκριτικά για λίγο διάστημα επαινούσαν την αποφασιστική σοβιετική συμβολή στην αντιφασιστική νίκη ρίχτηκαν για δεύτερη φορά μετά το 1918 να κατασπαράξουν την καθημαγμένη από τον πόλεμο Σοβιετική Ενωση. Οποιος αντιλαμβάνεται στοιχειωδώς τι σήμαινε η τεράστια νίκη του Κόκκινου Στρατού και η νίκη των αντιφασιστικών μετώπων σε μια σειρά χώρες μπορεί  να κατανοήσει ότι ουδέποτε στην Ιστορία υπήρξε τόσο μεγάλο πλήγμα κατά των κυρίαρχων τάξεων και του σύγχρονου ιμπεριαλιστικού συστήματος. 

Σε χρόνο ρεκόρ, το μίσος κατά της «σταλινικής Ρωσίας» εκτοξεύθηκε στο ζενίθ. Χειραγωγημένοι από απίστευτο αριθμό τερατωδών ψευδών «ειδήσεων», οι περισσότεροι αμερικανοί πολίτες πίστευαν ότι ο Γ’ παγκόσμιος ήταν ήδη προ των πυλών. Οι πραγματικές Μάγισσες του Σάλεμ (το σημαντικότερο ίσως θεατρικό έργο του Αρθουρ Μίλερ) δημιούργησαν ένα απίστευτο κλίμα ζόφου και τρόμου στις ΗΠΑ, ακριβώς όπως το 1692 στο χωριό Σάλεμ της Μασαχουσέτης, που αλληγορικά περιγράφει ο Μίλερ. Από το 1947 ως το 1952, 6.600.000 Αμερικανοί ανακρίθηκαν. Το 1953, στο αποκορύφωμα του Μακαρθισμού, εκτελέστηκαν χωρίς αποδείξεις σαν κατάσκοποι της Ρωσίας οι επιστήμονες Τζούλιους και Εθελ Ρόζενμπεργκ. Στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών οδηγήθηκαν εκατοντάδες διάσημες προσωπικότητες, κυρίως από το χώρο του κινηματογράφου, που θεωρήθηκαν ύποπτες για αριστερές πεποιθήσεις. Καλλιτέχνες μεγέθους όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Ορσον Ουέλς, ο Πολ Ρόμπσον εγκατέλειψαν κακήν κακώς τις ΗΠΑ. Ο Ζιλ Ντασέν κυριολεκτικά δραπέτευσε από τις ΗΠΑ, με τη βοήθεια ενός φίλου του παραγωγού του Χόλιγουντ. Ο Μάρτιν Ριτ έγραφε σενάρια με ψευδώνυμο για να επιβιώσει.

Είναι περίεργο που όλα αυτά  τα χρόνια της αντικομμουνιστικής υστερίας κανείς δεν πείραξε, ούτε ανέκρινε τον συγγραφέα και υπερασπιστή των απόκληρων της Αμερικής, αυτόν που κατεδάφισε όσο κανείς άλλος το «αμερικάνικο όνειρο».

Οταν ρωτήθηκε από πολίτες στη Ρωσία τι γνώμη είχε για τον Χάρι Τρούμαν, ο Στάινμπεκ δεν απάντησε. Βέβαιο είναι ότι υπήρξε φίλος του Τζον Κένεντι και του Λίντον Τζόνσον, του προέδρου που ταυτίστηκε με τον πόλεμο του Βιετνάμ, από τον οποίο παρασημοφορήθηκε το 1964 με το Μετάλλιο της Ελευθερίας.

Ο Τζον Στάινμπεκ και ο γιος του με τον Λίντον Τζόνσον

Υπήρξε επίσης φίλος και συνεργάτης του χαρισματικού σκηνοθέτη αλλά και αμετανόητου καταδότη οκτώ μελών του ΚΚ ΗΠΑ, Ελία Καζάν. Στην πραγματικότητα, από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 ο Στάινμπεκ μοιάζει να ακολούθησε εντελώς παράλληλη πορεία με τον Καζάν. Απλώς κανείς δεν τον υποχρέωσε να καταδώσει άλλους. Ο δε Καζάν θεώρησε την κατάπτυστη στάση του το 1950 ενώπιον της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών ως… απελευθερωτική για τη συνέχιση της καριέρας του! Και το 1999, όταν τιμήθηκε με Οσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου για το σύνολο του έργου του, την υπερασπίστηκε ως «τη μόνη ορθή» και «αναγκαία για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου», ξεσηκώνοντας οργή και διαδηλώσεις από επιζώντα θύματα του Μακαρθισμού και νεότερους καλλιτέχνες. Οταν πέθανε ο Καζάν, ο Ζιλ Ντασέν, που ζούσε τότε στην Ελλάδα, αρνήθηκε να εκφράσει μια –τυπική έστω- μετά θάνατο συγχώρεση.

Ανάλογη πορεία είχε ο Τζον Στάινμπεκ. Το 1952, με επιστολή του, ζήτησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη CIA, αίτημα που έγινε δεκτό από τον τότε διευθυντή της, Ουίλιαμ Μπέντελ Σμιθ. Το σχετικό βιβλίο Steinbeck: Citizen Spy του Brian Kannard δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγαλύτερος γιος του Στάινμπεκ, Τόμας, αναφέρεται, δυο χρόνια μετά, το 1954, κατά τη διάρκεια της πολυτελούς διαβίωσης της οικογένειας στο Παρίσι, σε συχνές συναλλαγές της οικογένειας με την Αμερικανική Πρεσβεία. 

Στο τέλος της δεκαετίας, η εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ μετέτρεψε σταδιακά τον Στάινμπεκ σε σκληρό αντικομμουνιστή. Ως πολεμικός ανταποκριτής χαρακτήρισε την αμερικανική εισβολή «ηρωικό τόλμημα» και τους βιετναμέζους αντάρτες «πουτάνας γιους». Ο ίδιος χαρακτηρίστηκε «γεράκι του πολέμου». Η στάση του ξεσήκωσε τεράστια δυσαρέσκεια ως και αηδία στους θαυμαστές και φίλους του σε όλο τον κόσμο. Ως συγγραφέας είχε ήδη παρακμάσει καταλήγοντας σε μια ατομοκεντρική εσωστρέφεια. Το Ανατολικά της Εδέμ (1952) ήταν το τελευταίο σημαντικό έργο του. Στα επόμενα χρόνια, η κατάθλιψη, οι ανασφάλειές του ως δημιουργού και πιθανόν οι πολιτικές επιλογές του βάρυναν την προσωπική του ζωή.

Ο Στάινμπεκ σε αμερικάνικο πολεμικό ελικόπτερο στο Βιετνάμ. Είχε εκφράσει το θαυμασμό του για τα πληρώματα αυτών των μηχανών του θανάτου, που από την ασφάλεια του αέρα σκόρπιζαν τον όλεθρο στα βιετναμέζικα χωριά.

Ας επιστρέψουμε όμως στο Ρωσικό ημερολόγιο. Αυτό το ταξιδιωτικό χρονικό στη Σοβιετική Ένωση του 1947 αποτελεί ακριβώς το νήμα που συνδέει την προ του 1950 πολιτική μετατόπιση και εμπλοκή του Στάινμπεκ με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες με τη μετέπειτα ανοιχτή μεταστροφή του σε φανατικό απολογητή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Διαβάζοντας το Ρωσικό ημερολόγιο, ο αναγνώστης που έχει έρθει σε επαφή με τη θέρμη υπέρ των φτωχών και καταπιεσμένων, που χαρακτηρίζει σχεδόν ολόκληρο το έργο του Στάινμπεκ, εκπλήσσεται με την ψυχρότητα, τη ρηχότητα, τις ανούσιες πολλές φορές λεπτομέρειες που αναδύονται από το βιβλίο. Ο ίδιος εξηγεί ότι είχε αποφασίσει να κάνει μια απλή καταγραφή εντυπώσεων και παράθεση εικόνων της καθημερινής ζωής χωρίς καμία εμπλοκή της ρωσικής Ιστορίας, την οποία ισχυρίστηκε -όπως και ο πολεμικός φωτορεπόρτερ Ρόμπερτ Κάπα (ουγγροαμερικανός που είχε εκδιωχτεί από την Ουγγαρία, λόγω των κομμουνιστικών ιδεών του, και από τη ναζιστική Γερμανία, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του), που τον συνόδευε- ότι δεν γνώριζε αρκετά. 

Ποιος, στ’ αλήθεια, μπορεί να πιστέψει ότι ο Στάινμπεκ, ένας κατ’ εξοχήν συγγραφέας κοινωνικής διαμαρτυρίας, που δούλεψε ως δημοσιογράφος όλη του τη ζωή, που έζησε από τόσο κοντά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και που επισκέπτεται την κατεστραμμένη Σοβιετική Ενωση ταυτόχρονα με την άγρια έναρξη του «ψυχρού πολέμου», έγραψε τόσο ουδέτερα, τόσο επιπόλαια, τόσο επιφανειακά τα όσα συγκλονιστικά είδε;  Γιατί απέφυγε συνειδητά κάθε σε βάθος ανάλυση, κάθε αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο, κάθε πολιτική τοποθέτηση; Γιατί τόση αποστασιοποίηση; 

Τι δεν γνώριζε; Οτι η FSI, η Υπηρεσία Πληροφοριών στην οποία είχε δουλέψει, προσέλαβε με απόφαση του Χάρι Τρούμαν ολόκληρο το δίκτυο κατασκοπείας των Ναζί στη Σοβιετική Ενωση; Οτι, όπως έγραφε ο Αρθουρ Μίλερ ήδη από το 1947, οι Γερμανοί είχαν γίνει οι καινούριοι φίλοι των ΗΠΑ και οι σωτήρες Σοβιετικοί οι νέοι εχθροί, πράγμα ανέντιμο και ανήθικο; Πώς μίλησαν στα μάτια και την ψυχή του Στάινμπεκ 27.000.000 σοβιετικοί νεκροί; Οι διαλυμένες υποδομές και τα ερείπια μιας ολόκληρης χώρας; Οι καταστροφές που την πήγαν τουλάχιστον 40 χρόνια πίσω; «Γιατί δεν θέλατε να δείτε, κ. Σταϊνμπεκ;» Αυτό ρώτησε ένας ουκρανός καθηγητής που ζούσε στο Μόναχο.

Είναι αλήθεια ότι στο Ρώσικο ημερολόγιο περιγράφονται κάποιες εικόνες καταστροφών, όπως και κάποιες θλιμμένες σκηνές της δύσκολης καθημερινότητας. Είναι αλήθεια, επίσης, ότι ο Στάινμπεκ δεν μπορεί να κλείσει εντελώς τα μάτια μπροστά στο θέαμα ενός εύψυχου, εργατικού, μορφωμένου λαού που έχει αρπάξει την ελπίδα και το μέλλον στα χέρια του, στη διάθεσή του για διασκέδαση και ζωή, στη λατρεία του για τις επιστήμες, την τεχνολογία και την πρόοδο. Δεν μπορεί να αποσιωπήσει την ομορφιά και την ανάπτυξη της Γεωργίας που δεν επλήγη από τον πόλεμο, τις θρησκευτικές ελευθερίες, την ύπαρξη ιδιόκτητων σπιτιών, κήπων και ζώων που απολάμβαναν οι αγρότες. Ομως, το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αναλώνεται σε ανούσιες λεπτομέρειες που διανθίζονται με ειρωνικό χιούμορ, σε περιγραφές των γραφειοκρατικών εμποδίων, των μετακινήσεων από μέρος σε μέρος, των πλούσιων γευμάτων που διάφοροι οικοδεσπότες παρέθεταν προς τιμή των επισκεπτών. Υπάρχει ακόμη μια υποβόσκουσα διάθεση αντιπαραβολής «των αμερικανικών ελευθεριών και του αμερικάνικου τρόπου ζωής» με τη σοσιαλιστική ζωή και τις αντιλήψεις των πολιτών της ΕΣΣΔ, που ο Στάινμπεκ θεωρεί διαμορφούμενες και χειραγωγούμενες αποκλειστικά από τις σοβιετικές εφημερίδες. 

Από την υποδοχή του Τζον Στάινμπεκ στην ΕΣΣΔ το 1947.

Την ίδια στιγμή που ο Στάινμπεκ αρνείται να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση για την αμερικανική πολιτική και τους ηγέτες της, κατακεραυνώνει τον αντίπαλο του Χάρι Τρούμαν, Χένρι  Ουάλας, που εκείνη την εποχή θεωρούνταν φιλειρηνιστής, εκθειάζει ως εκεί που δεν παίρνει τον Ρούσβελτ, θεωρεί άκρως δημοκρατικό το σύστημα διακυβέρνησης των ΗΠΑ. Είναι εκπληκτικό ότι, ενώ κάποιος δεν θέλει να ακούσει ούτε μια κακή κουβέντα για τον Ρούσβελτ, θεωρεί παράλογο και ύποπτο οι σοβιετικοί λαοί να σέβονται και να εξυμνούν τον θεμελιωτή της σύγχρονης, αναπτυγμένης ΕΣΣΔ, τον ηγέτη που τσάκισε τον Ναζισμό. Είναι εκπληκτικό που στο Ρώσικο ημερολόγιο δεν υπάρχει όχι μόνο μια καλή κουβέντα για τον ηγέτη που αρνήθηκε την ανταλλαγή του ίδιου του γιου του που αιχμαλώτισαν οι ναζί, αλλά ούτε μια υπόνοια θαυμασμού για τις θυσίες και την εποποιΐα ενός λαού που χωρίς αυτόν δεν θα είχε κερδηθεί ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος. Ο Στάινμπεκ βλέπει την κατεστραμμένη ΕΣΣΔ με το εγωιστικό μάτι της χορτασμένης, αλώβητης Αμερικής μόνο και μόνο για να διαπιστώσει και να επιβεβαιώσει ότι πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα» οι άνθρωποι είναι το ίδιο συμπαθείς και ανθρώπινοι όπως και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. 

Αυτό ήταν όλο λοιπόν; Αυτός ήταν ο στόχος του Ρώσικου ημερολόγιου; Μάλλον όχι. Σχεδόν με την άφιξή του στη Μόσχα, ο Στάινμπεκ επισκέφθηκε την Αμερικανική Πρεσβεία και ιδού τι έγραψε για τον αμερικανό πρέσβη, στρατηγό Γουίλιαμ Μπέντελ Σμιθ (ναι, τον ίδιο που το 1950 ανέλαβε ως διευθυντής και αναμορφωτής τη CIA και στον οποίο απηύθυνε την επιστολή προσφοράς του στην υπηρεσία το 1952 ο Στάινμπεκ): «Ο στρατηγός Σμιθ, ο αμερικανός πρέσβης, μας κάλεσε σε δείπνο. Μας φάνηκε ένας έξυπνος και προσεκτικός άνθρωπος, ο οποίος προσπαθούσε απεγνωσμένα να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για τις σχέσεις των δύο χωρών. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι εργαζόταν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, γιατί οι διπλωματικές υπηρεσίες των ξένων χωρών υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς με τους ανταποκριτές». 

Ο Στάινμπεκ επισκέφθηκε ξανά την ΕΣΣΔ το 1963 και μάλιστα τις ίδιες περιοχές όπως και το 1947, ως πρέσβης καλής θέλησης εκ μέρους του Τζον Κένεντι. Για αυτόν, σχεδόν όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Ηταν διάσημος και δημοφιλής για την έντονη κοινωνική χροιά του έργου του, τουλάχιστον μέχρι την ενεργή ανάμιξή του στον πόλεμο του Βιετνάμ, όχι μόνο στη Ρωσία αλλά παντού. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1939 είχε υπογράψει μαζί με άλλους αριστερούς συγγραφείς επιστολή που υποστήριζε την αναγκαιότητα της σοβιετικής επέμβασης στη Φινλανδία, προκειμένου, μετά το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, να διασφαλιστούν τα σύνορα της ΕΣΣΔ από την επικείμενη γερμανική επίθεση. 

Πότε ακριβώς εγκαταστάθηκε ο δίαυλος επικοινωνίας του με τις μυστικές υπηρεσίες; Το 1952 με την επίσημη, αναμφισβήτητη επιστολή του στον διευθυντή της CIA Γουίλιαμ Μπέντελ Σμιθ ή νωρίτερα; Δεν είναι καθόλου παράλογο να άρχισαν όλα περίπου το 1942. Το Ρώσικο ημερολόγιο συντείνει σε αυτό το συμπέρασμα. Είναι γνωστό ότι οι Μυστικές Υπηρεσίες δεν διαθέτουν μόνο τμήματα αντικατασκοπείας, δολιοφθορών, έρευνας κ.λπ. αλλά και τμήματα ανθρώπων υπεράνω υποψίας, που συλλέγουν πληροφορίες και κάνουν εκτιμήσεις για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή σε διάφορες χώρες. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο απογειώθηκε ο ρόλος αυτών των Υπηρεσιών στον μεταπολεμικό κόσμο του «ψυχρού πολέμου» μεταξύ καπιταλιστικών και σοσιαλιστικών χωρών, με τις τελευταίες να έχουν κυριαρχήσει στο 1/3 περίπου της Γης (μετά και τη νίκη της Κινέζικης Επανάστασης). 

Το στοιχειώδες που θα έπρεπε να κάνει η Σοβιετική Ενωση ήταν να ελέγχει τα σύνορά της και όσους επισκέπτονταν τη χώρα, όσο κι αν οι καπιταλιστές και οι διάφοροι αστοφιλελεύθεροι ωρύονταν περί «σιδηρού παραπετάσματος». Στην περίπτωση του Στάινμπεκ, η καχυποψία των Σοβιετικών αποδείχτηκε βάσιμη. Ηταν ο άνθρωπος που είχε όλα τα προσόντα και κυρίως την κοινωνική μόρφωση να δει, να διακρίνει και να κάνει εκτιμήσεις για το κοινωνικό γίγνεσθαι σε αυτή τη χώρα. Ηταν ένας χαλαρός ρόλος που ταίριαξε στη σταδιακή αλλοτρίωσή του, όχι μόνο από τον αποκαλούμενο αμερικανικό τρόπο ζωής αλλά και από το φόβο, που ο ίδιος θεωρούσε ως διαφθορέα μεγαλύτερο από την εξουσία. 

Εξάλλου, δεν ήταν ο μόνος. Απλώς ο Στάινμπεκ έκανε το ένα βήμα παραπάνω. Οπως ο Τζόρτζ Οργουελ που επίσης προσέφερε τα μέγιστα στις Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες και μόλις το 2003 η εφημερίδα Γκάρντιαν αποκάλυψε το ρόλο του. Ηταν η εποχή (1950) που ιδρύθηκε η CCF (Συνέδριο για την Πολιτισμική Ελευθερία), μια οργάνωση δυτικών διανοουμένων, που λειτούργησε χωρίς καμιά ιδιαίτερη επιτυχία, με πολλά παραρτήματα σε πολλές χώρες, ως το 1967 που αποκαλύφθηκε, χωρίς να αμφισβητηθεί, ότι ήταν δημιούργημα της CIA. Ηταν η εποχή που εκτός από τον «ψυχρό πόλεμο» στην πολιτική, μαινόταν και ο πολιτιστικός «ψυχρός πόλεμος». 

Η «αριστερίζουσα», αντικομμουνιστική CCF, με κάλυμμα ένα ποιοτικό μοντερνισμό, προσπάθησε να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στην ολοκληρωτική κυριαρχία της Αριστεράς στον τομέα του Πολιτισμού. Τα πιο γνωστά μέλη της, ο Αρθουρ Κέσλερ και ο Αντρέ Μαλρό, βρέθηκαν αντιμέτωπα με αναρίθμητους ογκόλιθους του πνεύματος, όπως ο Ελιάρ, ο Νερούδα, ο Αραγκόν, ο Αμάδο, ο Τσβάιχ, ο Χικμέτ, ο Μπαρμπίς, ο Χεμινγουέι, ο Πικάσο, ο Ζολιό Κιουρί, ο Τσάπλιν, ο Λέβι, ο Σαρτρ κ.ο.κ. Ηταν η εποχή που οι εξασθενημένες από τον πόλεμο σοσιαλιστικές χώρες και κυρίως η Σοβιετική Ενωση, κυκλωμένες από το αβυσσαλέο, οργανωμένο  μίσος των από αιώνες κυρίαρχων τάξεων, είχαν μία και μόνη ασπίδα σωτηρίας: την αποτροπή ενός νέου παγκόσμιου πολέμου, με την κινητοποίησης εκατομμυρίων τίμιων ανθρώπων που πάλευαν για την ειρήνη. Πεντακόσια εκατομμύρια υπογραφές μπήκαν κάτω από την Εκκληση της Στοκχόλμης (στη χώρα μας, ο κομμουνιστής Νίκος Νικηφορίδης εκτελέστηκε το 1951, επειδή μάζευε υπογραφές για την Εκκληση της Στοκχόλμης)! Σε αυτό το πολωμένο ιστορικό περιβάλλον, οι άνθρωποι ωθούνταν από τις πολυσχιδείς πιέσεις, ιδεολογικές και μη, αλλά και από τη συνείδησή τους, να πάρουν θέση.

Ο Στάινμπεκ ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος και πήγε ως το τέρμα. Οχι απλώς ένα δημιούργημα του καιρού του. Οχι απλώς άλλος ένας Τζακ Λόντον που η Αμερική αλλοτρίωσε και κατάπιε, όπως και πολλούς ακόμα καλλιτέχνες. Αλλά οπωσδήποτε ήταν ένας άνθρωπος που απέκτησε σταδιακά μια ευάλωτη, μειωμένη ηθική συνείδηση και που η πολιτική του εμπλοκή συνεισέφερε εντέλει στην επικράτηση ενός άδικου κόσμου.

Σε τι μειώνει αυτή η στάση το έργο του; Σχεδόν σε τίποτα. Ο Στάινμπεκ ανέδειξε την Αμερική της εξαθλίωσης και των μεγάλων ταξικών αντιθέσεων. Εκφρασε τους απόκληρους και καταφρονεμένους αυτής της χώρας. Το έργο των κάθε είδους δημιουργών αυτονομείται από τη ζωή τους. Οπως αυτονομήθηκε το έργο του μέγα ανατόμου της ακμής του καπιταλισμού και της γαλλικής κοινωνίας, οπαδού της αριστοκρατίας και πολέμιου της Γαλλικής Επανάστασης, Ονορέ ντε Μπαλζάκ.

Γιατί λοιπόν γράφτηκε αυτό το σημείωμα; Για να φωτιστούν κάποια γεγονότα και η εποχή τους. Για να μπουν κάποια πράγματα στη θέση τους. Σαν μια άσκηση μνήμης και πολιτικής οξύνοιας, ενάντια στην πολιτική αφέλεια και ευπιστία, ενάντια στην πολιτική απλούστευση.

Πηγή: Ε.Σ. – ΚΟΝΤΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *