«Γειά σου σύντροφε…» (1)

«Η επόμενη Ανατολή θα είναι στη Δύση…»

Κεντρικός τίτλος του «ΠΡΙΝ», πριν από είκοσι τόσα χρόνια, την εποχή των καταρρεύσεων. Κατά τη γνώμη μας ο καλύτερος στην ιστορία της εφημερίδας. Προφανώς έμπνευση του Κώστα… Δεν το γνωρίζουμε θετικά, είμαστε όμως σίγουροι! Του σύντροφου Κώστα Τζιαντζή που αποχαιρετούμε αύριο Πέμπτη στις 3.00 το μεσημέρι στο νεκροταφείο Αμαρουσίου.

«Η επόμενη Ανατολή θα είναι στη Δύση…»  Τίτλος πολιτικά ποιητικός και ταυτόχρονα  ποιητικά πολιτικός. Καθώς η Τέχνη είναι Ζωή, αλλά και η ζωή είναι τέχνη… Ο Κώστας βέβαια αφιέρωσε τη ζωή του στη χειραφέτηση της εργατικής τάξης, την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την προοπτική της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Και μας αποχαιρετάει στην πιο ακατάλληλη στιγμή…

Τον αποχαιρετάμε κι εμείς από εδώ με ένα γαρύφαλλο. Και το τραγούδι των Ρίτσου- Σαμοΐλη: «Γεια σου σύντροφε –το μεσημέρι, ναι, στη γωνιά…». Μαζί με την  ανάρτηση ενός παλαιότερου κειμένου του: Συμπεράσματα στρατηγικής και τακτικής από το Πολυτεχνείο, μέρες που έρχονται… (Περίμενε, λες, να μπει πρώτα ο Νοέμβρης…)

“Μηνύματα από τον αντιδικτατορικό αγώνα”, άρθρο του Κ. Τζιαντζή από το βιβλίο “Κεφαλονίτες και Ιθακήσιοι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973”

 

ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΝΤΙΔΙΚΤΑΤΟΡΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

 

Του Κώστα Τζιαντζή

Οι αντίπαλες παρατάξεις

 

Η αντιδικτατορική πάλη χωρίζεται σε δύο περιόδους και σε δύο γενικά παρατάξεις, αντίθετες μεταξύ τους, αλλά και σφιχταγκαλιασμένες στον πολιτικό χώρο και στο χρόνο. Η πρώτη είναι η περίοδος και η παράταξη των λυγμών της προδομένης δημοκρατίας. Η δεύτερη (κυρίως από το ‘71 περίπου και μετά) είναι η περίοδος – η παράταξη μιας νέας επαναστατικής επαγγελίας που αρχίζει να σιγοτραγουδά σε διάφορες παραλλαγές.

Στην πρώτη ηγεμονεύουν οι διαμαρτυρίες για τον κατα­ποντισμένο εκσυγχρονισμό του μεταπολεμικού αστικού συστήματος. Περισσεύουν οι κατάρες», οι αλληλοκατηγορί­ες και οι μικρομεσαίες προσδοκίες του ευρύτερου «δημο­κρατικού στρατοπέδου» (αντιδεξιού και αριστερού) γύρω απ’ την επιστροφή της χαμένης άνοιξης (ή του Καραμανλή), την εθνική συμφιλίωση και τον εξευρωπαϊσμό (δυτικόστροφο, αριστερόστροφο ή ανάμικτο), γύρω απ’ τα πολύμορφα οράματα των κοινωνικών συμβολαίων και τα εξόριστα στι­χάκια του εκδημοκρατισμού.

Η δεύτερη παράταξη φωτίζεται απ’ τις παλιές και τις καινούριες υποσχέσεις των αντάρτικων, απ’ τον κόκκινο Οκτώβρη και τα μαύρα μάτια του Τσε, απ’ τις ξαναγεννη­μένες, σοφές και ταυτόχρονα αμάθητες, επαναστατικές απόπειρες σαν του Μάη. Είναι αυτή που γεννιέται μες στα χαράματα μιας νέας ιστορικής εποχής, της καθ’ αυτό, θα λέγαμε, «εργατικής εποχής» της ανθρωπότητας, με λίγα λόγια της σημερινής εποχής.

Στο πρώτο επίπεδο κυριαρχούν οι ήρωες. Ο Μανδηλαράς, ο Ελής, ο Μίκης, ο Γέρος της δημοκρατίας, ο Μουστακλής, ο Καράγιωργας, ο απροσκύνητος Παναγούλης, ο άλλος Αντρέας της ταράτσας, «τακ-τακ εσύ, τακ-τακ κι εγώ».

Στο δεύτερο κυριαρχούν οι πολλαπλές πρωτοπορίες των «άγνωστων στρατιωτών» μιας ριζικής ανατροπής χωρίς αστικά κοινωνικά όρια, χωρίς ακρωτηριασμένα δικαιώμα­τα, χωρίς απαγορευμένες ζώνες, αλλά και χωρίς -δυστυ­χώς- επαναστατική στρατηγική. Να πω ονόματα δίχως την άδειά τους; Ο Παντελής Κιουρισής, ο Αντώνης Καλαμπόγιας, ο Λάκης Χριστοδουλόπουλος, ο Θάνος Τσούνιας, ο Σταύρος Σταυρόπουλος, ο Βασίλης Καραπλής, ο Τάκης Κυπραίος, ο Τάκης Κοντογιάννης, ο Παναγιώτης, ο Μιχά­λης, ο Άλκης, η Μπούλη και κυρίως «οι τόσοι άλλοι».

Είναι αυτοί που μετέπειτα τους ονόμασαν (αδιακρίτως ηλικίας και τοποθέτησης) «παιδιά» της Νομικής και του Πολυτεχνείου, παιδιά της «κοινωνικής μεταπολίτευσης». Μαζί τους, ξεχωριστός και όμοιος, ο Χάρης Γαϊτανίδης, φοιτητής, τότε, του Πολυτεχνείου από το Αργοστόλι, από την πέρα Κεφαλονιά, όχι την καλή νοικοκυρά μα την ατί­θαση και τη φευγάτη.

Η ιστορία του Χάρη είναι η ιστορία όλων αυτών, ξεχωρι­στή και όμοια και αντίθετη και διασπασμένη, στο ίδιο μελ­λοντικό μέτωπο.

Η δικτατορία νίκησε και επιβλήθηκε, γιατί στην προδικτατορική δημοκρατία είχε κοπεί η ανάσα, δεν υπήρχε πια χώρος για την επαναστατική επαγγελία, το μόνο αντίπαλο δέος το οποίο μπορεί να αναχαιτίζει τις ολοκληρωτικές νεοπλασίες του «παραγινομένου καπιταλισμού», που σήμερα διογκώνονται εκρηκτικά.

Η δικτατορία ηττήθηκε, ανατράπηκε, γιατί τελικά ο επαναστατικός αγώνας, η ριζική επαναστατική προοπτική μπή­καν ξανά στη ζωή, απείλησαν μ’ ένα καινούριο ξεκίνημα.

Οι ιστορικές αδυναμίες της νέας επαναστατικής εξαγγε­λίας, ο πρωτολειακός χαρακτήρας μιας συνολικής επανα­στατικής ανασυγκρότησης, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, η ηγεμονία του «εκσυγχρονιστικού» ή μαχητικού, αριστερού ρεφορμισμού (με ή χωρίς κομμουνιστικό περίβλημα), έκριναν και το χαρακτήρα της δικής μας μεταπολίτευσης, μαζί με πολλά άλλα ασφαλώς πολύ σπουδαιότερα, μαζί με την εξέλιξη του μεγάλου Οκτώβρη, τον Μάη, το Βιετνάμ, την επανάσταση των γαρυφάλλων κ.λπ.

Στη χώρα μας (όπως άλλωστε στην Ισπανία, στην Πορτο­γαλία κλπ) σφραγίστηκε η νίκη και η χρησικτησία της πρώ­της αντιδικτατορικής παράταξης πάνω στη δεύτερη, της πρώτης περιόδου πάνω στη δεύτερη. Τελικά, η νίκη αυτή επέβαλε ένα σύστημα, που αντικειμενικά διέψευσε όλες τις αυθεντικές προθέσεις και τις φλογερές επιδιώξεις των αγωνιστών ακόμα και της πρώτης αντιδικτατορικής παράταξης.

Η μεταπολίτευση γεννήθηκε από το αίμα των ανυπότα­κτων ανθρώπων, αλλά πήρε το κυρίαρχο σχήμα της από τη σύγχρονη βιομηχανία της πλαστικής πολιτικής χειρουργι­κής. Αρκετοί, ως γνωστόν, από τους αγωνιστές της δεύτε­ρης περιόδου, της δεύτερης παράταξης, απέκτησαν επίση­μα επώνυμα. Η εκφωνήτρια της αντίστασης αναμορφώθη­κε σε φτωχή παρουσιάστρια.

Ωστόσο, η πλειονότητα αυτής της πρωτοπορίας «των άγνωστων στρατιωτών» της ανατροπής, μέσα από τις πολ­λαπλές αντιθέσεις της, τις απογοητεύσεις, τις αφομοιώσεις και τις εξάρσεις της, έμεινε πιστή (ή μάλλον «άπιστη» και κριτική, άστατη και πάντα ερωτευμένη) απέναντι σ’ αυτό που η ίδια ονόμασε, με την όμορφη ξύλινη γλώσσα της, «ο αγώνας που συνεχίζεται».

Και ίσως σήμερα, στην περιπετειώδη διαχρονική της προέκταση, αυτή η, πολλές φορές ηττημένη, η «δίκαια» πολυτραυματισμένη και «χιλιοτσακωμένη» παράταξη, είναι η πιο δικαιωμένη απ’ οποιοδήποτε κόμμα ή ό,τι άλλο. Είναι αυτή που συγχωνεύεται περισσότερο με την όψη και την αστραπή των νέων ανθρώπων, με τη ζωή και τις ανά­γκες της σύγχρονης εργασίας, πιο εκστατική και υπεύθυνη απέναντι σ’ αυτά που βλέπει να έρχονται, πιο προβληματι­σμένη και απρόβλεπτη από κάθε άλλη εποχή.

 Μάχες ζωής

 Ο Χάρης Γαϊτανίδης πέθανε (ή μήπως έφυγε εθελοντικά) το 1988, δεκαπέντε χρόνια μετά το Πολυτεχνείο, πριν ακρι­βώς είκοσι χρόνια. Έφυγε πριν από το «βρώμικο ’89», μέσα στην πάλη για την ανατροπή του.

Έφυγε μέσα από τις αγωνίες και τα αδιέξοδα ενός μακρόπνοου και αμφίρροπου εγχειρήματος, που οι συνθή­κες το καλούσαν να συνδυάσει την άνιση μάχη της επαναστατικής οπισθοφυλακής των διασκορπισμένων στρατιών του παρελθόντος με τις καταπιεσμένες, ανώτερες κομμουνιστικές δυνατότητες της εποχής μας, με την καθοριστική ανασυγκρότηση του συνολικού εργατικού κινήματος, μέσα στα -δραματικά αλλαγμένα- μέτωπα του κορυφαίου κοινω­νικού πολέμου της ιστορίας.

Ο Χάρης έφυγε όπως έφυγε, αλλά σε κάθε περίπτωση έπεσε, όπως λέμε, μαχόμενος, για να ματαιωθεί η μετέπει­τα σαρωτική προέλαση της λεγόμενης δεύτερης μεταπολί­τευσης στη χώρα μας – ένα καθεστώς που θεμελιώθηκε με την καθοριστική σύμπραξη του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς και που σήμερα όλοι το βλέπουν να κακοφορμί­ζει και να μολύνει τα πάντα.

Ο ίδιος αυτοπυρπολήθηκε, σχεδόν, για να αποτραπεί αυτή η (ίσως «ηπιότερη» αλλά όχι λιγότερο δραστική και ντροπιαστική ελληνική εκδοχή του παγκόσμιου «αριστερού» αυτοεξευτελισμού και του ιστορικού μαζικού «καρφώματος» των δισεκατομμυρίων της ανθρώπινης εργασίας (ζωντανών, νεκρών και αγέννητων) στον πιο αρπακτικό καπιταλισμό από μέρους των «νόμιμων» ψευδοκληρονόμων της επαναστατικής κοσμογονίας του περασμένου αιώνα.

Αλλά κυρίως ο Χάρης πάλεψε, για να περιορισθεί, στο μέτρο του δυνατού, η ιστορική ήττα των πραγματικών παιδιών της επανάστασης. Για να ξεπεραστεί η χρόνια έλλειψη της επαναστατικής στρατηγικής για την ουσιαστική κομμουνι­στική χειραφέτηση, η «ιδιοκτησιακή» φοβία τους απέναντι στην αναγκαιότητα μιας ιστορικής – προγραμματικής τομής, το βάλτωμά τους στην αυταρέσκεια των καλών προθέσεών τους, των διαρκώς αναπαλαιωμένων προγραμμά­των τους που πασιφανώς δεν «έφταναν», για να αντιμετω­πισθεί ο γενικός κατήφορος. Ο ίδιος έδωσε όλα όσα μπο­ρούσε, για να αρχίσει να χτίζεται, μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες και δυσκολίες, μια νικηφόρα, επαναστατική κομμουνιστική προοπτική στη σύγχρονη εργατική εποχή.

Αυτή η μεγαλύτερη μάχη ζωής του Χάρη Γαϊτανίδη απο­τελεί την προέκταση της αντιδικτατορικής και της μεταπο­λιτευτικής του δράσης. Αναδεικνύει πιο ουσιαστικές πλευρές και αντιφάσεις αυτής της δράσης, αλλά και της αντιδι­κτατορικής πάλης γενικότερα. Είναι πλευρές και αντιφά­σεις, συχνά υποτιμημένες ή «αναποδογυρισμένες», που η πραγματική δυναμική τους φανερώνεται μόνο με βάση τις πικρές αλλά και ελπιδοφόρες γνώσεις του σήμερα.

Οι δύο «Χάρηδες»

 Είναι γνωστό πως ο Χάρης Γαϊτανίδης στη δικτατορία πρωτοστάτησε, για να δημιουργηθούν οι Τοπικοί Φοιτητικοί Σύλλογοι, ειδικά ο Κεφαλλονίτικος, αλλά και οι ελεύθεροι Σύλλογοι στις Σχολές, ως ευρύτερα όργανα της αντίστασης, σε αντίθεση με τις «διορισμένες χουντικές» σπουδαστικές οργανώσεις. Συμμετείχε στην προσπάθεια για τη δημιουργία μαζικών αλλά και «περιφρουρημένων» Φοιτητικών Επιτρο­πών Αγώνα. Αυτές οι λεγόμενες Φ.Ε.Α. συνδέονταν με τις «παράνομες» κομματικές ή μετωπικές οργανώσεις» προωθο­ύσαν την «κοινή δράση», πρωταγωνιστούσαν στις πλατειές αντιδικτατορικές διαδικασίες και πρωτοάνοιγαν μέσα στο κίνημα μια, ιδιόμορφα οργανωμένη, πλατειά πολιτική και θεωρητική συζήτηση – αντιπαράθεση για όλα τα «μεγάλα ζητήματα» της στρατηγικής – τακτικής, της ιστορίας κ.λπ.

Ο ίδιος συνδέθηκε στην πορεία με την Αντι-ΕΦΕΕ. Πάλε­ψε για τη διεξαγωγή ελεύθερων Γενικών Συνελεύσεων στις Σχολές και για την οργάνωση του πανσπουδαστικού συντο­νισμού τους – τα πιο αποφασιστικά όργανα και η μεγαλύτερη μέχρι τότε επιτυχία του αντιδικτατορικού νεολαιίστι­κου κινήματος. Πήρε μέρος σ’ όλες τις κινητοποιήσεις του σπουδαστικού κινήματος («συνδικαλιστικές» και πολιτικές) της κρίσιμης περιόδου του 1972-73. Έπαιξε σημαντικό ρόλο (μαζί με χιλιάδες άλλους) στις φοιτητικές πολιτικές καταλήψεις και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Βοήθησε αποφασιστικά στο να οργανωθεί, στο κρίσιμο διάστημα των αρχών του φθινοπώρου του ’73, η ενιαία αγωνιστική πολιτική «υποδοχή» των αποφυλακισθέντων τότε εκατοντάδων κρατουμένων, βασανισθέντων φοιτητών, (μέσα από συλλήψεις χιλιάδων για το «σπάσιμο» της πρω­τοπορίας), με το γενικό σύνθημα «Να σηκωθούμε ψηλότε­ρα». Το γεγονός αυτό είχε καταλυτική συμβολή στο να δια­μορφωθεί το ενωτικό και ανατρεπτικό κλίμα αγωνιστικής αλληλεγγύης, αισιοδοξίας και ανυπακοής που πυροδότησε τα μετέπειτα επαναστατικά γεγονότα. Αυτή ακριβώς την περίοδο ο Χάρης «μπαίνει» στη λεγόμενη «εφεδρική οργά­νωση» της ΚΝΕ του Πολυτεχνείου, που σχηματίστηκε τότε στοιχειωδώς για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων νέων μαζι­κών συλλήψεων και χτυπημάτων.

Στο Πολυτεχνείο, με όλη την έλλειψη επικοινωνίας και συντονισμού, πάλεψε, πάνω απ’ όλα, για τον κυρίαρχο ρόλο των πολιτικών αποφάσεων των ίδιων των Γενικών Συνελε­ύσεων των καταληψιών και για το συντονισμό της δράσης τους. Συμμετείχε πρακτικά στην αναγκαία (όσο και παρεξηγημένη με βάση τις μεταδικτατορικές, κυρίως, διαστρε­βλώσεις της) «περιφρούρηση», καθώς και στη λεγόμενη μάχη των συνθημάτων. Προσπάθησε να προωθήσει (στο μέτρο του δυνατού και παρά τις γνωστές υπερβολές) τα, θεωρούμενα τότε πιο αριστερά, «δημοκρατικά αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά» καθώς και αντικαπιταλιστικά αιτήματα (οικονομικά και πολιτικά).

Ιδιαίτερα δραστηριοποιήθηκε ο Χ. Γαϊτανίδης στην περί­οδο της τρομοκρατίας και των μαζικών συλλήψεων επί Ιωαννίδη. Πρωτοστάτησε, την πρώτη μετά την επιδρομή πικρή ημέρα επαναλειτουργίας του Πολυτεχνείου, στην οργάνωση αυτοσχέδιας τελετής για τα θύματα του αγώνα και στα «αυθόρμητα» χειροκροτήματα και συνθήματα για τους κρατούμενους και διωκόμενους φοιτητές. Υπήρξε από τους οργανωτές των λεγόμενων Επιτροπών Αλληλεγγύης στους χιλιάδες τότε καταζητούμενους αγωνιστές, οι οποίες διέσωσαν πολλούς από τα «νύχια της Ασφάλειας», αλλά και απ’ τις συνθήκες εξαθλίωσης της παρανομίας.

Ο Χ. Γαϊτανίδης, την ίδια περίοδο, συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας ενωτικής δράσης ανάμεσα στις αντιδικτατορικές σπουδαστικές παρατάξεις («Ρήγας Φεραίος» – ΑΑΣΠΕ – αντι-ΕΦΕΕ – ΚΝΕ ανεξάρτητοι αγωνιστές κ.λπ.) και για την ενιαία προετοιμασία μιας πανσπουδαστικής απεργίας που υπολογιζόταν, στις τότε συνθή­κες, για τις 14-15-16 Φλεβάρη του 1974. Η ενωτική αυτή προσπάθεια δεν ευοδώθηκε κυρίως λόγω των μαζικών κτυπημάτων και συλλήψεων που πέτυχε η χούντα, ακριβώς τις μέρες της σχεδιαζόμενης απεργίας, απέναντι σ’ όλες τις παράνομες οργανώσεις και στους πρωτοπόρους αγωνιστές. Τελικά, όμως, αυτή η προσπάθεια συνέβαλε στο να υπογρα­φεί αργότερα μια τέτοιου τύπου γενικότερη συμφωνία, ανά- μέσα σε βασικές αριστερές αντιδικτατορικές οργανώσεις νεο­λαίας, τη νύχτα, μόλις, της 23ης Ιουλίου – μια συμφωνία που τελικά την «κατάπιε» η ανεμοζάλη και η ομίχλη των ημερών,

Ωστόσο, το ενωτικό αυτό βήμα έχει γενικότερη σημασία, γιατί ήταν προσανατολισμένο στο μαζικό «αντικαθεστωτικό» κίνημα, το οποίο αναβάθμιζε σε κύριο όργανο πολιτικού σχεδιασμού και τελικής επιλογής ανάμεσα στα διαφορετικά προγράμματα. Υπερέβαινε, κατά πολύ, τις συνεχείς, τότε, ενωτικές αμπελοσοφίες των «ηγεσιών» και τις διαρκώς απο­τυχημένες απόπειρες για γενικόλογες αντιδικτατορικές συμ­φωνίες κορυφής, χωρίς ειλικρίνεια, χωρίς ουσιαστική αυτο­τέλεια των διαφορετικών στρατηγικών και χωρίς προοπτική.

Αξίζει vα συμπληρώσει κανείς μερικές σημαντικές πλευ­ρές της ύστερης αντιδικτατορικής δράσης, στις οποίες έπαιξε ρόλο ο Χ. Γαϊτανίδης.

Η πρώτη έχει να κάνει με την κρίσιμη περίοδο της μεθοδευόμενης ελληνο – τουρκικής πολεμικής σύρραξης και της επιστράτευσης, μετά το εγκληματικό χουντικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στη Κύπρο. Ο Χ. Γαϊτανίδης συνέ­βαλε άμεσα στην πολιτική κατεύθυνση της τότε διωκόμενης σπουδαστικής ΚΝΕ – Αντι-ΕΦΕΕ και της πλειονότητας των μαχόμενων δυνάμεων του σπουδαστικού κινήματος για την καταγγελία του προετοιμαζόμενου πολέμου και τη μετατρο­πή του σε ένοπλη εξέγερση κατά του καθεστώτος του φασισμού και του ιμπεριαλισμού στη χώρα μας, καθώς και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Παράλληλα, πρωτοστάτησε στη διάδοση του αντίστοιχου πολιτικού «υλικού» και στην οργά­νωση πυρήνων διαμαρτυρίας και ανυπακοής κυρίως μέσα στις γραμμές της νεολαίας της «γενικής επιστράτευσης».

Οι άλλες πλευρές έχουν να κάνουν με την κορυφαία μεταβατική φάση της πτώσης της χούντας. Τη νύχτα, ήδη, της 23ης Ιουλίου και στις αμέσως επόμενες ημέρες έγινε προσπάθεια κατάληψης του Πολυτεχνείου και διαμόρφωσης πυρήνων και «κέντρου» εργατικής και νεολαιίστικης πολιτικής παρέμβασης και αυτενέργειας.

Στην πρώτη γραμμή, στόχος ήταν η ενεργητική λαϊκή«αποχουντοποίηση», το έμπρακτο γκρέμισμα των πραγματικών δομών του καθεστώτος, η αντιμετώπιση και ματαίωση των διαδικασιών «αλλαγής φρουράς» και συμβιβασμού με τις θεμελιακές δικτατορικές «θέσεις». Βασική γραμμή ήταν το άνοιγμα του δρόμου στη συγκρότηση, αντίθετων με τις θεσμικές διαδικασίες «κορυφής», εργατικών – λαϊκών πολιτι­κών οργάνων για μια ανατρεπτική και κυρίως κοινωνική «μεταπολίτευση» και την προώθηση της γενικότερης επανα­στατικής επιδίωξης. Στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκαν (με μεγάλη αρχικά επιτυχία) πρωτοβουλίες ίδρυσης ανεξάρτη­των ενιαιομετωπικών δημοκρατικών κινήσεων νεολαίας και εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, στις συνοικίες, στις πόλεις και στα χωριά καθώς και διεργασίες για τη συγκρό­τηση ενός πολιτικού μετώπου των πλατειών και διαφορετι­κών δυνάμεων της μαχόμενης εργατικής και σπουδάζουσας νεολαίας με την επωνυμία «Μέτωπο 17 του Νοέμβρη».

Ο Χ. Γαϊτανίδης συμμετείχε με ιδιαίτερη προσφορά και ενθουσιασμό σ’ αυτές τις (εκ των ενόντων, και περιορισμέ­νες ιδιαίτερα στη νεολαία) προσπάθειες, που τελικά ηττήθηκαν, με βάση τον τότε συσχετισμό δυνάμεων, τους ελιγ­μούς και τις αναγκαστικές παραχωρήσεις του νέου καθε­στώτος, την επιβολή εσπευσμένου εκλογικού κλίματος (ενό­ψει της «εκλογικής» πρώτης 17ης Νοέμβρη) κ.λπ.

Αλλά, φυσικά, οι προσπάθειες αυτές κυρίως ηττήθηκαν λόγω της ουσιαστικής ενσωμάτωσης της πλειονότητας των δυνάμεων της ανατροπής σε μια στρατηγική ταυτισμένη, ή πάντως, ομόκεντρη και συμβατή (παρά τις μικρές ή μεγά­λες διαφορές) με την ιδιόμορφη σύμπραξη της κυρίαρχης Αριστεράς και του ΠΑΚ στις θεσμικές διαδικασίες της «Νέας Δημοκρατίας», όπως ονόμαζε πχ. τότε το ΚΚΕ τη βασική προγραμματική του επιδίωξη και απ’ την οποία «υπεξαίρεσε» συμβολικά και το όνομά της η μεταδικτατορική παράταξη του Κ. Καραμανλή.

Αυτή είναι, θα έλεγε κανείς, η «τυπική» δράση του Χ. Γαϊτανίδη στα χρόνια της χούντας (μαζί με χιλιάδες άλλους), μια δράση που «συμπληρώνεται» από την άμεση μεταδικτατορική ένταξή του στο ΚΚΕ (στην «αχαρτογράφητη» αριστερή του πτέρυγα) και απ’ τη γνωστή, πληθωρι­κή μεταπολιτευτική του παρουσία ως στελέχους και γραμ­ματέα της ΝΕ του ΚΚΕ Κεφαλονιάς και Ιθάκης και ως αγωνιστή, πάντα, του ανατρεπτικού μαζικού κινήματος.

Πίσω όμως απ’ αυτή την «τυπική» λίγο πολύ ιστορία του Χ. Γαϊτανίδη (και χιλιάδων αγωνιστών) υπάρχει ο άλλος Χάρης. Υπάρχει απ’ την πρώτη στιγμή εκείνος ο Χάρης που βρίσκεται σε διαρκή απορία και αγωνία για το πώς θα δια­σχίσει «σωστά» τα πολλαπλά άγνωστα εμπόδια και ερωτή­ματα, για το πώς θα διαλέξει «την» προωθητική πράξη σε μικρά και μεγάλα ζητήματα νίκης και ήττας του κινήμα­τος, δικαίωσης, προδοσίας και προοπτικής των όμορφα γεννημένων προσπαθειών μας και των τόσων πυρπολημέ­νων τόπων της ιστορίας. Πίσω απ’ την τυπική καταγραφή των γεγονότων και των τελικών συσχετισμών, υπάρχει η άλλη πλευρά των περισσότερων αγωνιστών της δικτατορίας (και κάθε εποχής), που βάζει διαρκώς νέα ερωτηματικά, που υπερβαίνει τις βεβαιότητές της, που κονταροχτυπιέται με την ίδια της τη δράση, με τη μεγάλη και μικρή παράδοσή της, με τα μηνύματα των μελλούμενων καιρών, με τα μεγάλα και άλυτα προβλήματα του επαναστατικού δρόμου και της χειραφέτησης από κάθε καταπίεση.

 Τα άλυτα ερωτήματα

 Οι αγωνιστές, ιδιαίτερα της δεύτερης αντιδικτατορικής παράταξης, θέλοντας και μη, γνωρίζοντας και μη, αναμε­τρήθηκαν με τα μεγάλα (και πάντα σχετικά «άλυτα» και πρωτότυπα) προβλήματα του εργατικού επαναστατικού κινήματος, που είχαν οξυνθεί δραματικά στο μεταίχμιο δυο ιστορικών εποχών.

Σ’ αυτή τη βάση εξελίσσονται, τότε, ποιοτικά και περιπλέ­κονται όλα τα ζητήματα της στρατηγικής και του πολιτικού προγράμματος. Βαραίνουν σ’ αυτά, όλο και πιο καταλυτι­κά, οι αρνητικές συνέπειες απ’ την («μυστικοποιημένη» μέχρις ενός σημείου, ακόμα και σήμερα) αντεπαναστατική μετάλλαξη του «ιστορικού» κομμουνιστικού κινήματος σε Ανατολή και Δύση. Ταυτόχρονα, πνέουν καινούριοι άνεμοι απ’ την, αρχόμενη τότε, σε νέα κλίμακα, μαζική προλετα­ριοποίηση και απ’ τους εμφανιζόμενους ριζικούς μετασχη­ματισμούς μέσα στην εργατική τάξη και στην εργατική σύν­θεση της νεολαίας, ενώ ξεσπούν καινούριες θύελλες από την κυοφορούμενη αντιδραστική ανασυγκρότηση των βασι­κών δομών του καπιταλισμού.

Ο Χ. Γαϊτανίδης και πολλά παιδιά της εποχής του αγωνίστηκαν και «μπλέχτηκαν» σ’ αυτά τα δύσβατα σταυροδρό­μια, ξεπέρασαν κάμποσα εμπόδια και φρέναραν απέναντι σε περισσότερα, προκειμένου να συναντηθούν με την επι­τακτική ανάγκη μιας συνολικής επανεξόρμησης του εργα­τικού κινήματος.

Για τους αγωνιστές της ανατροπής (περισσότερο ή λιγότερο «συνειδητούς») μέσα στο αντιδι­κτατορικό κίνημα τα «άλυτα» προβλήματα της επαναστατικής στρατηγικής συμπυκνώνονται (όπως πάντα, με διαφο­ρετικούς όρους) στο γνωστό (και κάπως σχηματικό) τρίπτυχο:

– Τι κάνουμε τώρα;

– Με τι τρόπους, μέσα και «όπλα»;

– Με ποια προοπτική και από ποια σκοπιά;

Υπήρχε ένας «κοινός τόπος» απαντήσεων (με πολλές αντί­θετες ερμηνείες) απέναντι στα ερωτήματα αυτού του αλλη­λοσυνδεόμενου τρίπτυχου από μέρους των πρωτοπόρων αγωνιστών του κινήματος:

– Η πάλη για την «επαναστατική» ανατροπή της δικτατορίας,  των κοινωνικών πολιτικών και ιμπεριαλιστικών δομών που τη γεννούν και τη στηρίζουν με την ουσιαστική ενί­σχυση, σε κάθε περίπτωση, του πολιτικού κινήματος και των «θέσεων» των εργαζομένων, ήταν, με διάφορες διατυπώσεις, η σχεδόν «κοινή» απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Ήταν μια απάντηση που διατηρούσε τα διαφορετικά ενδε­χόμενα ανοιχτά, ως προς το ποια υλική μορφή μπορεί να πάρει αυτή η ανατροπή, από την άποψη της πραγματικής μεταβολής των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών και των καθοριστικών συσχετισμών κυριαρχίας, ως προς το τι «μπορεί και πρέπει» να αντικαταστήσει το καθεστώς που πρέπει να ανατραπεί. Η αστική δημοκρατία, ή η νικηφόρα επανάσταση; Και ποια επανάσταση είναι, τελικά, νικηφόρα, χωρίς μια πραγματική πορεία κατάργησης κάθε εκμετάλλευσης και κάθε καταπίεσης;  Και εάν η επανάσταση δεν αποκτήσει τη δύναμη να πραγματοποιηθεί, όπως έδειχναν, ως πιθανό ενδεχόμενο, οι γενικοί συσχετισμοί, απλά «ο αγώνας θα συνεχίζεται» μέσα στο κυρίαρχο σύστημα, σε μια «δημοκρατία αλά Μαρκεζίνη;»; «αλά Τούρκα;», «αλά Γαλλία;», «αλά Σουηδία;», από κάποιες «καλύτερες θέσεις» και ποιες θέσεις, τι είδους θέσεις;

– Όσο αφορά το δεύτερο ερώτημα για τους τρόπους και τις μορφές του αγώνα η απάντηση ήταν σε γενικές γραμμές: Με το μαζικό, εργατικό λαϊκό κίνημα, με την ενωτική, όσο και αυτοτελή, δράση μέσα σ’ αυτό, με την ανατρεπτι­κή του δυναμική και την υποστήριξή του με όλα τα μέσα μαζικής πίεσης αλλά και ένοπλης πάλης που το ίδιο θα απαιτεί. Και αυτή η απάντηση, λόγω των τότε συνθηκών, έγινε ευρύτερα αποδεκτή ως ένα σημείο, με όλους τους αλληλοσυγκρουόμενους υπολογισμούς ως προς τον πολι­τικό ρόλο και τον τρόπο οργάνωσης αυτού του «κυρίαρ­χου» μαζικού κινήματος, αλλά και ως προς την αξιοποίη­ση ή τη «συμβολή» των «ευρύτερων» συμμαχιών ή των ενδοαστικών ανταγωνισμών στην ανατροπή της χούντας.

– Ενώ στο τρίτο και καθοριστικό ερώτημα της προοπτικής και της βασικής σκοπιάς της πολιτικής πάλης, ο κοινός τόπος των απαντήσεων των αγωνιστών της ανατροπής (ακόμα και των πιο επηρεασμένων από την «αίγλη» μιας ριζοσπαστικοποιημένης αστικής δημοκρατίας) ήταν τελικά η «προώθηση», ή και η πραγματοποίηση «της επανάστασης και του σοσιαλισμού» που λειτουργούσαν, φυσικά, σε διάφορες παραλλαγές και με διαφορετικά «πρότυπα».

Αυτές οι διαφορετικές εκδοχές για την «επανάσταση και το σοσιαλισμό», σε πρώτο επίπεδο, αφορούσαν την πολιτι­κή σημασία τους και το πολιτικό «βάρος» της επίδρασής τους, σε σχέση με τα προηγούμενα πιο «άμεσα» ερωτήματα, αφορούσαν την ουσιαστική – υλική και «χρονική» σύνδεση τους με τον «άμεσο αγώνα». (Ας σημειωθεί εδώ ότι ποτέ το ζήτημα του «χρόνου» δεν είναι ζήτημα δευτερεύον και «παίξε – γέλασε» στη φύση και στην ταξική πάλη). Αλλά γενικότερα αφορούσαν τα πιο βασικά ζητήματα του ταξι­κού χαρακτήρα τους, των «προτύπων» τους ή των νέων εκδοχών του περιεχομένου και των μορφών τους σε σχέση με την πραγματική εργατικο – δημοκρατική πορεία τους και τη νικηφόρα κομμουνιστική διεθνιστική προοπτική τους.

Τελικά, στην ιδιόμορφη αλληλοσύνδεση αυτών των ερω­τημάτων οι προβληματισμοί των αγωνιστών της ανατροπής, της δεύτερης αντιδικτατορικής παράταξης, συμπυκνώνονται σε ορισμένες, «συγκεχυμένες», παραλλαγές ενός λίγο πολύ «κοινού» γενικού συνθήματος: «Παλεύουμε για την ανατροπή της δικτατορίας και για τα συνολικά εργατικά δικαιώματα – Προωθούμε την Επανάσταση». (Ή «την έχου­με προοπτική», την «προετοιμάζουμε», την «επιδιώκουμε», την «διεκδικούμε» κ.λπ.). Σε κάποιες περιπτώσεις και αντί­στροφα, «Προωθούμε την Επανάσταση – Παλεύουμε για την ανατροπή κ.λπ.» που ήταν, ας πούμε, η εκδοχή συσπείρωσης, σε πρώτο πλάνο, των πρωτοποριακών δυνάμεων. Εκείνων που κατανοούν την ανάγκη και την άμεση επίδραση της «στρατηγικής σκοπιάς στο τιμόνι», ενώ, ταυτόχρονα, γνωρί­ζουν πως η αγωνιζόμενη τάξη δίνει μεγαλύτερο «βάρος» στις επιτακτικές διεκδικήσεις της και στον άμεσο πολιτικό αγώνα, «μαθαίνει», κυρίως, μέσα απ’ αυτόν, χωρίς να παύει να επηρεάζεται, να σημαδεύεται και μακροπρόθεσμα, να καθορίζεται, από τη δυναμική των γενικότερων στόχων. Ή πάλι υπήρχαν κι άλλες εκδοχές, π.χ., «Παλεύουμε για την ανατροπή και την Επανάσταση», ή ακόμα «μέσω της ανα­τροπής για την Επανάσταση», μέχρι και «μέσω της Επανά­στασης για την ανατροπή» κ.λπ.

Βυζαντινολογίες ίσως, θα πει κανείς, σε μια εποχή που η αστική ηγεμονία και ο γενικότερος συσχετισμός (αλλά όχι μόνο) εκφράζονταν μέσα στην πλειονότητα των εργαζομένων και της νεολαίας με το «κάποτε θα φύγουν» (οι συνταγμα­τάρχες), ή με το «να φύγουν πρώτα και βλέπουμε», πριν μετατραπούν στο μαζικό «δεν πάει άλλο», μετά το Πολυτε­χνείο, τα γεγονότα της Κύπρου και την αρχόμενη, γενικότε­ρη, οικονομική κρίση. Τότε δηλαδή που βρεθήκαμε μπροστά στην κυοφορία σοβαρών «επαναστατικών γεγονότων», όπου αποκαλύφθηκαν σχετικά και πληρώθηκαν μακροπρόθεσμα (παρ’ όλες τις όποιες κατακτήσεις) τα προγραμματικά και πολιτικά ελλείμματα της Αριστεράς, των αγωνιστών της ανατροπής και του γενικότερου αντιδικτατορικού αγώνα.

Πρόκειται, φυσικά, για ελλείμματα που δεν λύνονται με βάση την οποιαδήποτε φραστική, «γεωμετρία» ανάμεσα στον «άμεσο πολιτικό αγώνα» και στην «επανάσταση». Λύνο­νται μόνο με βάση το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτών των στόχων και την πραγματική πολιτική – υλική σχέση μεταξύ τους, όπως αποτυπώνονται υλικά κυρίως στον πολιτικό ρόλο, στις μορφές και στις πραγματικές κατακτήσεις και προοπτικές του πολυτραγουδισμένου, όσο και πολυπεριφρονημένου, «εργατικού – μαζικού κινήματος». Οι «συνει­δητές» ή όχι αντιπαραθέσεις και οι κάθε λογής «προσποιή­σεις» και ελιγμοί, που μαίνονταν γύρω από αυτούς τους «κοινούς τόπους» των απαντήσεων, δεν εξαλείφουν τη σημασία τους ως προς τον προσδιορισμό, τουλάχιστον, του μεγέθους του προγραμματικού προβλήματος και των «άλυ­των πλευρών» του, ιδιαίτερα για τη σημερινή εποχή.

Απέναντι σ’ αυτά τα ερωτήματα, όσον αφορά τα ζητήματα  στρατηγικής, τα κυρίαρχα πρότυπα της Αριστεράς είτε πρόβαλαν τις διάφορες αναπαλαιωμένες εκδοχές της «βελο­ύδινης» επανάστασης μέσα στο αστικό σύστημα, είτε επιδό­θηκαν, όπως αποδείχτηκε, στην αντεπαναστατική αναμόρ­φωση της μεγάλης προσφοράς της Οκτωβριανής Επανά­στασης και της λενινιστικής τομής στα μέτρα της εξέλιξης των «σοσιαλιστικών καθεστώτων» χωρίς σοσιαλισμό και τελικά στα μέτρα της αστικής δημοκρατίας.

Οι αξιόλογες τάσεις της αριστερής κριτικής δεν κατάφεραν, ή και δεν επιχείρησαν να προωθήσουν, έστω λίγο πιο πέρα, ένα προγραμματικό ρεύμα ριζικής στρατηγικής και πολιτικής αυτοϋπέρβασης και επαναστατικής επανεξόρμησης του συνολικού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, με βάση την πραγματική ιστορική εμπειρία, τα καινοτόμα χαρακτηριστικά της μετασχηματιζόμενης πραγματικότητας και τον εμφανιζόμενο αντικαπιταλιστικό αναβρασμό.

Γι’ αυτό, κυρίως, οι ευρύτερες αριστερές αμφισβητήσεις ηγεμονεύτηκαν τελικά από πολύμορφες αστικού τύπου διε­ξόδους και ερμηνείες, (δεξιο «σοσιαλ-κομμουνιστικές», ατομικοκεντρικές – ελευθεριακές, ή και «ελεύθερο» – καπιταλι­στικές, κ.λπ.), που κέρδισαν την πρωτοβουλία στην οικειο­ποίηση και πλαστογράφηση των χασμάτων της ιστορικής εμπειρίας και των μηνυμάτων της νέας αντιφατικής πραγ­ματικότητας. Είτε απ’ την άλλη μεριά, αυτές οι αριστερές τάσεις, αναδιπλώθηκαν σε πιο «ετοιμοπαράδοτα» παραδο­σιακά σχήματα μαχητικής κομμουνιστικής αναφοράς αλλά και κρυπτογραφημένης αντεπαναστατικής κατεύθυνσης, στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στις επείγουσες ανάγκες της αναπτυσσόμενης αντικαπιταλιστικής πάλης και να αντιμετωπίσουν τα αντεργατικά ρεύματα.

Στην καλύτερη περίπτωση, οι τάσεις αυτές δίσταζαν, και σε μεγάλο βαθμό διστάζουν και σήμερα, να εκτιμήσουν και να υπερβούν τις (αντικειμενικές και υποκειμενικές) στρα­τηγικές αντιφάσεις και τον «μετέωρο» χαρακτήρα των μεγάλων επαναστατικών κατακτήσεων του περασμένου αιώνα, της καθοριστικής λενινιστικής κληρονομιάς και του συνολικού εργατικού κινήματος. Συνέχιζαν, και σε μεγάλο βαθμό συνεχίζουν, να καθηλώνουν, στα δικά τους παλιά μέτρα, τη σύγχρονη πάλη για την ανάδειξη των νέων στρατηγικών αναγκών της εργατικής τάξης και την «απομυστικοποίηση» της ιστορικής εμπειρίας. Η διαστρέβλωση και η αποχώρηση της στρατηγικής της επανάστασης προς τον κομμουνισμό (αντίθετα με την ανάγκη για την ριζική ανα­συγκρότηση και ανάπτυξή της) επηρεάζει, τελικά» καθορι­στικά τη συνολική πορεία και την τακτική του εργατικού αγώνα, τους τρόπους, τα μέσα και τα όπλα διεξαγωγής του.

Στα πλαίσια αυτά στη χώρα μας, οι διασπασμένες, πλέον, κυρίαρχες δυνάμεις της Αριστεράς «προικοδοτούν» το άμεσο πολιτικό πρόγραμμα και την τακτική του ευρύτερου εργατικού και αντιδικτατορικού κινήματος με τις χρεοκο­πημένες, στην πράξη, λογικές της Εθνικής – Δημοκρατικής – Αλλαγής του ενιαίου προδικτατορικού ΚΚΕ, είτε στην εκδοχή της «Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενό­τητας» των αριστερών «εκσυγχρονιστών», είτε στη μορφή μιας «Νέας Δημοκρατίας» στo έδαφος της αστικής κυριαρ­χίας του αντιδικτατορικού ΚΚΕ.

Στους προβληματισμούς των πρωτοπόρων αγωνιστών οι κυρίαρχες δυνάμεις της Αριστεράς (και όχι μόνο) απαντο­ύν με διάφορες προπολεμικές συνταγές ιδιόμορφης σύμπραξης, «επίδρασης», ή τρέχουσας κινηματικής αντιπο­λίτευσης στις κυβερνήσεις και στις δομές ενός ανανεωμέ­νου αστικού, τελικά, κράτους. Τα αιτήματα για αντιδικτατορικές κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» της «εκσυγχρονι­στικής» Αριστεράς, ή «εθνικής ανάγκης» του ΚΚΕ, με τη συμμετοχή των «εκπροσώπων της εργατικής τάξης και της αντίστασης», δεν αποτελούσαν κάποιο έκτακτο ελιγμό ή προσωρινό λάθος, αλλά μια γενικότερη λογική.

Στην αντεπαναστατικά μεταλλαγμένη Αριστερά, με όλες τις πολύμορφες (αντικειμενικές, και υποκειμενικές) μυστικοποιήσεις και αντιφάσεις του χαρακτήρα της, δεν υπήρ­χαν επαρκείς δυνάμεις που να μπορούν να σφραγίσουν την άμεση πολιτική επιδίωξη με τον στρατηγικά στόχο μιας αναγεννημένης επανάστασης. Έτσι δεν υπήρχαν και περιθώρια για μια άλλη άμεση αντικαπιταλιστική – αντιδικτατορική «γραμμή» εργατικού χαρακτήρα, με συγκεκριμένο υλικό (και όχι «φιλολογικό) περιεχόμενο, που θα βρισκόταν έξω από τον υλικό πραγματισμό της συμμετοχής στη φετιχοποιημένη «εξουσία», και ας είναι και λίγο αστική. Μια γραμμή που θα «μορφοποιούσε» την πολιτική δυναμική και τις κατακτήσεις του εργατικού μαζικού και αντιδικτατορικού κινήματος σε σύγκρουση με τους θεσμούς του αστικού κράτους και θα άνοιγε συγκεκριμένους δρόμους στη γενι­κότερη επαναστατική επιδίωξη.

Η κυρίαρχη Αριστερά, από τη μια, δεν πρόβαλε τη στρατη­γική της επανάστασης, ενώ απ’ την άλλη, στο όνομα της έλλει­ψης συσχετισμών για την άμεση διεκδίκησή της (μια κατά­σταση που, ως συνήθως, κυριαρχεί, με διαφορετικούς πάντα όρους, στις διάφορες προεπαναστατικές καμπές στο έδαφος του καπιταλισμού) «φετιχοποιούσε» το άμεσο πολιτικό πρό­γραμμα και στην ουσία το υποβάθμιζε ταξικά και πολιτικά, σπαταλώντας την όποια δυναμική του. Το ξέκοβε απ’ το σύνο­λο των αντικαπιταλιστικών στόχων και την επαναστατική επι­δίωξη, απ’ την πραγματική πολιτική συγκρότηση και τις υλι­κές «θέσεις» του εργατικού κινήματος, το καθήλωνε στο επίπεδο των κατακερματισμένων αγωνιστικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και στη βασική πολιτική επιδίωξη μιας «αρι­στερής δημοκρατικής» ή αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής μεταρρύθμισης, τελικά, του αστικού κράτους. Μια επιδί­ωξη, αντικειμενικά ανέφικτη, που κατέληγε στον κυβερνητισμό, στη διεκδίκηση μεριδίων της πολιτικής εξουσίας με μαχητικό σαπόρτ το λεγόμενο μαζικό κίνημα.

Όλα αυτά οδήγησαν αντικειμενικά στη μετέπειτα ενίσχυ­ση της μεταπολιτευτικής αστικής εξουσίας και της «πάξ καραμανλικάνα», στην εξουδετέρωση των αριστερών διεκ­δικήσεων απ’ το ΠΑΣΟΚ, στη στερέωση του δικομματισμού και στον πολιτικό παροπλισμό του μαζικού εργατικού κινήματος και της ταξικής Αριστεράς. Αυτό απέδειξαν μεταπολιτευτικά τα διάφορα «αριστερά» πολιτικά προγράμματα για «προοδευτικές κυβερνήσεις» των αριστερών «εκσυγχρονιστών» ή για κυβερνήσεις του «αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων» του ΚΚΕ, «της πραγματικής αλλαγής», «της αλλαγής με κατεύθυνση τον σοσιαλισμό» κλπ, που κατέληξαν στις «οικουμενικές» κυβερνήσεις της «κάθαρσης» μέσα στην ιστορική καμπή του ’90 και παρέδωσαν το εργατικό κίνημα της νέας εποχής στον πιο καταστροφικό καπιταλισμό της ιστορίας.

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *