Και γιατί όχι τελικά δημοψήφισμα;

Η ελληνική αστική τάξη και τα επιτελεία της έπαθαν αμόκ στην προοπτική του δημοψηφίσματος και ενός αποτελέσματος που θα έχει ένα πιθανό αποτέλεσμα να βγει η Ελλάδα από την ΕΕ και το ευρώ. Τα κανάλια αφήνιασαν: Ούτε ο Ανδρέας δεν τόλμησε κάτι τέτοιο, πως είναι δυνατόν να αποφασίσει ο λαός για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, κλπ, κλπ.

Ο ΓΑΠ, σε αντιδιαστολή με τους μειωτικούς χλευασμούς που ακούγονταν για τις ικανότητές του, απέδειξε ότι είναι ένας αστός πολιτικός μεγάλου διαμετρήματος. Ξαναθύμισε ότι πολιτικός δεν είναι μόνο ένας καλός λογιστής – διαχειριστής, αλλά ένας που δεν διστάζει σε πολιτικές πρωτοβουλίες.

Η επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης να ξεπεράσει την κρίση της στα πλαίσια της ΕΕ σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας, είναι δεδομένη και έβρισκε σύμφωνους όλους τους αστούς πολιτικούς. Αλλά αυτή η δεδομένη επιλογή έφτασε στα όριά της.

Το κράτος, στο ρόλο του συλλογικού εργαλείου στα χέρια των καπιταλιστών, είχε φρακάρει. Τα υπουργεία ενίοτε κατειλημμένα, τα δικαστήρια να μισολειτουργούν, η απόφαση της κυβέρνησης να επιστρατεύσει τους απεργούς των ΟΤΑ επί μέρες δεν μπορούσε να υλοποιηθεί. Μέχρι και οι παρελάσεις καταλήξανε σε σούργελο. Είναι αυτονόητο ότι με τέτοιους όρους δεν μπορούσε να συνεχιστεί καμιά απολύτως επίθεση στα κεκτημένα των εργαζομένων. Ο ΓΑΠ καταλαβαίνει καλύτερα από όλους ότι για να συνεχιστεί η πολιτική της επίθεσης στα λαϊκά στρώματα πρέπει να μετατραπεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο. Για κάτι τέτοιο χρειάζονται επειγόντως δυο απαραίτητες προϋποθέσεις: ένα αστικό κράτος αποτελεσματικό και όχι μπάχαλο και την απόλυτη και ενεργή συστράτευση όλων των αστικών πολιτικών επιτελείων, χωρίς τσιριμόνιες και ναι μεν αλλά.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Έφτασε πλέον η στιγμή που οι επιλογές για το ξεπέρασμα της κρίσης αγγίζουν και την ίδια την ελληνική αστική τάξη. Αν θέλει να γλυτώσει το σύστημά της θα πρέπει να σταματήσει τα νάζια και να δεχτεί και αυτή να «κουρευτεί λιγάκι». Αυτό σημαίνει ότι κάθε καπιταλιστής ατομικά θα πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα χάσει ενδεχομένως κάτι, αλλά αν δεν το κάνει μπορεί να ανοίξουν καταστάσεις που κινδυνεύει να χάσει τα πάντα. Και αυτό ο ΓΑΠ το έχει καταλάβει πολύ καλύτερα από τους υπόλοιπους αστούς πολιτικούς.

Οι έλληνες καπιταλιστές(και ειδικά οι τραπεζίτες και τα media τους) είναι φυσικό να δυσανασχετούν, αλλά δεν έχουν να αντιπροτείνουν και μια διαφορετικοί διέξοδο. Πολύ περισσότερο, που η κοινωνική πραγματικότητα κάθε άλλο παρά σταθερή και ήρεμη είναι. Το ότι ο «λαϊκός παράγοντας» βρίσκεται σε αναβρασμό, ακόμη και αν η αγανάκτηση δεν έχει αποκτήσει ξεκάθαρα χαρακτηριστικά, κάνει τα περιθώρια των ελλήνων καπιταλισμών για ελιγμούς ακόμη πιο στενά και οριακά. Πλέον χρειάζονται βοναπαρτιστικές λύσεις που δεν θα διστάζουν μπροστά στο όποιο κόστος, ικανές να φέρουν σε πέρας τον ολοκληρωτικό κοινωνικό πόλεμο.

Τα υπόλοιπα πολιτικά επιτελεία των αστών τα έχασαν. Να ρίξουμε τον τρελό, τον ηλίθιο, τον τυχοδιώκτη που πάει να τα τινάξει όλα στον αέρα. Ο Σαμαράς αφήνιασε και από εκεί που έλεγε ότι δεν έπαιζε με τους θεσμούς το γύρισε στο να πέσει η κυβέρνηση «πάση θυσία». Ο Καρατζαφέρης παρομοίως τρόμαξε. Η Μπακογιάννη πιο πολύ από όλους. Αλλά και οι εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ, τον Βενιζέλο τον έπιασε η κοιλιά του, η τριάδα τα έχασε.

Όσο η λαϊκή δυσφορία εξακολουθεί να εκφράζεται θολά, τα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης –και πρώτη η ΝΔ- έχουν το περιθώριο να παίζουν με το λαϊκό αίσθημα, προσδοκώντας ότι θα τους βοηθήσει να γίνουν οι ερχόμενοι διαχειριστές. Όχι φυσικά για να κάνουν το παραμικρό προς όφελος του λαού, αλλά για να μην απαξιωθούν ταυτοχρόνως με το ΠΑΣΟΚ και να διασφαλίσουν τον εαυτό τους ως εναλλακτική λύση. Και ο κίνδυνος είναι ορατός: Η πλειοψηφία του λαού να απαντήσει «όχι» καταδικάζοντας όχι την ευρωπαϊκή στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά τον ΓΑΠ και την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Εδώ βρίσκεται και ο εκβιασμός του ΓΑΠ. Θα πρέπει όλοι ετούτοι να πάρουν τις ευθύνες τους. Τόσο καιρό θέλανε να κάνουν τρίπλες και αντιπολίτευση εκ του ασφαλούς, σαν όλο το πρόβλημα να ήταν ένα ζήτημα διαχείρισης. Και όχι μόνο αυτό. Θα πρέπει να κόψουν τα αστεία και να κινητοποιήσουν όλο τους τον μηχανισμό για να πείσουν τον κόσμο να ψηφίσει «ναι».

Ε, λοιπόν όλοι όσοι θέλουν να σώσουν την ελληνική αστική τάξη στα πλαίσια της ΕΕ, θα πρέπει να αναγκαστούν να συστρατευτούν απόλυτα πίσω από τις επιλογές της κυβέρνησης χωρίς τσιριμόνιες. Μιας κυβέρνησης που έχει αποδείξει επιπλέον ότι είναι το σοβαρότερο επιτελείο που έχει ο ελληνικός καπιταλισμός αυτή τη στιγμή.

Είναι ο πρώτος όρος για να μπορέσει απερίσπαστη η κυβέρνηση να ασχοληθεί με την επιβολή των επιλογών της στον λαό, ότι και αν χρειαστεί να κάνει για να τις επιβάλει. Δηλαδή ένα σκληρό καθεστώς «έκτακτης ανάγκης», ένα σκληρό καθεστώς αντεπανάστασης. Τα ψέματα τελείωσαν. Η γοητεία των εκλογών για τους πολιτικούς είναι η ασάφεια, ενώ εδώ χρειάζεται ένα ναι ή όχι, όπως πολύ σωστά το έθεσε ο Κίρτσος σε τηλεοπτική εκπομπή. Αυτή βέβαια η επιλογή του ΓΑΠ έχει ένα ρίσκο που το καταλαβαίνουν όλοι και πρώτος απ’ όλους ο ίδιος. Η διαφορά είναι πως για κάποιους δικούς του λόγους εκτιμά ότι μπορεί να το πάρει αυτό το ρίσκο, ή ίσως καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν το πάρει.

Η αριστερά επίσης αιφνιδιάστηκε μπροστά στο απότομο ανέβασμα του πήχη και βιάστηκε να καταδικάσει το δημοψήφισμα. Το επιχείρημα του ΚΚΕ ότι με αυτό τον τρόπο μπαίνουν στο τσουβάλι του όχι όλοι μαζί είναι σωστό. Αλλά αυτό δεν πρέπει να είναι αποτρεπτικό για να καθορίσει κανείς τη θέση του. Το ίδιο γίνεται σε τόσα άλλα ζητήματα. Όταν π.χ. ζητά εξηγήσεις για την αλλαγή στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων που αδυνατίζει την άμυνα της χώρας, δεν μπαίνει στο ίδιο τσουβάλι με τη ΝΔ το ΛΑΟΣ και την Μπακογιάννη που λένε ακριβώς τα ίδια; Πολύ σωστό είναι και το επιχείρημα του ΣΥΝ ότι ο ΓΑΠ με το δημοψήφισμα θέλει να κερδίσει χρόνο.

Το αίτημα να γίνουν εκλογές τώρα (στο οποίο συμφωνούν και οι δύο) είναι πολύ σωστό και πατάει στην πραγματική ανάγκη των εργαζομένων να στείλουν την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στο σπίτι της. Δεν είναι όμως πειστικό όταν συστρατεύεται με την ΝΔ και τα υπόλοιπα αστικά επιτελεία, που θέλουν τις εκλογές για να μπλοκάρουν το δημοψήφισμα. Αν η αριστερά δεν θέλει να κοροϊδεύει τον εαυτό της και τον κόσμο θα πρέπει να συνοδέψει το αίτημα για εκλογές με την ανάγκη για μια κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης της αριστεράς.

Αφού το θέμα τώρα είναι πως δεν πρέπει (και σωστά) ο ΓΑΠ να πάρει παράταση χρόνου, η αριστερά θα έπρεπε να πάρει το γάντι που πέταξε ο ΓΑΠ και να ζητήσει δημοψήφισμα ΤΩΡΑ. Αν νικήσει το «όχι» φυσικά και θα πάμε σε εκλογές, αλλά μπροστά σε έναν ορίζοντα που όλα είναι ανοιχτά με έναν λαό που να έχει ταχθεί ενάντια στο μνημόνιο. Αν πάλι νικήσει το «ναι», ε τότε ας συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ο λαός είναι «ανώριμος» και ας περιμένει μια καλύτερη ευκαιρία. Μέχρι τότε μπορεί να συνεχίσει να κάνει αυτό που της αρέσει πιο πολύ από όλα: να εξηγήσει ξανά και ξανά στον κόσμο μέχρι να καταλάβει, χωρίς –προς θεού- να παίρνει καμιά πολιτική πρωτοβουλία, αφήνοντας το πεδίο της πολιτικής στα επιτελεία της αστικής τάξης. Να μην κλαίγεται όμως που δεν αλλάζουν οι συσχετισμοί.

Αλλά κάτω από την επίθεση των media, και το κομμάτι εκείνο του κόσμου που δυσανασχετούσε και κινητοποιούνταν αιφνιδιάστηκε και μπερδεύτηκε. Ε, λοιπόν, ας μπει ο καθένας μπροστά στις ευθύνες του. Αν θέλει κανείς να διατηρήσει τα κεκτημένα του, τη ζωή του και το μέλλον του, ας πάρει και την απόφαση ότι πρέπει να έρθει σε ευθεία ρήξη με τις επιλογές της αστικής τάξης και τελικά με την ίδια, το κράτος της και το σύστημά της εν γένει. Ίσως τότε ανοίξει και ο δρόμος για να ψάξει να βρει τον δρόμο για το πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό.

Η αλήθεια είναι πως μια τέτοια συνείδηση δεν είναι κεκτημένη. Όλο το προηγούμενο διάστημα, ένα μεγάλο τμήμα της αγανάκτησης και της εναντίωσης στην πολιτική επίθεση των καπιταλιστών, είχε βολευτεί στα επιχειρήματα που το ίδιο το σύστημα λάνσαρε. Φταίνε  οι κλέφτες, οι πολιτικοί, τα κόμματα, η Μέρκελ, η νέα κατοχή, οι δημόσιοι υπάλληλοι, κλπ, κλπ. Τελικά, φταίνε όλοι εκτός από τους καπιταλιστές, το κράτος τους και το σύστημά τους. Αυτή η λογική χρωμάτιζε ως ένα βαθμό και τις κινητοποιήσεις (κίνημα αγανακτισμένων, παρελάσεις, κλπ). Μούντζες, βρισιές, μασόνοι και κατάρες. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με όλα αυτά, αλλά από τη στιγμή που δεν πάνε παρακάτω δεν δίνουν διέξοδο. Και ενώ το κίνημα δεν θα πρέπει να φοβάται να συγκρουστεί με την αστική τάξη και τις επιλογές της, πίστευε ότι μπορεί ίσως κάτι τέτοιο να μην χρειαστεί να το «τραβήξει τόσο πολύ». Καιρός λοιπόν να αναλάβει και το ίδιο το κίνημα τις ευθύνες του.

Κ. Ρουσίτης – Κόκκινη Ορχήστρα Αθήνας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *