Κάποτε στην Ανατολία

Bir zamanlar Anadolu’da

 

Είναι σκόπιμο, μέσα σε όλα, να μιλάμε και για ταινίες και θεατρικές παραστάσεις.

Είδαμε πρόσφατα την βραβευμένη ταινία του Nuri Bilge Ceylan  «Κάποτε στην Ανατολία». Παραθέτουμε μερικές σκέψεις που μας προκάλεσε, με την προσμονή να δημοσιεύσουμε και άλλες που θα μας έρθουν από αναγνώστες του μπλογκ και της ιστοσελίδας μας, για αυτήν ή για άλλη ταινία ή παράσταση.

Δυο λόγια για την υπόθεση:
Η ζωή σε μια μικρή πόλη στα βάθη της Ανατολίας, στην ενδοχώρα της Τουρκίας, είναι σαν ένα αέναο ταξίδι στη μέση των στεπών: Η διαρκής αίσθηση ότι κάτι καινούριο και διαφορετικό θα συμβεί ξαφνικά, και θα εμφανιστεί “πίσω από τον κάθε λόφο”, στην οποιαδήποτε γωνιά της πόλης αυτής, και ταυτόχρονα αν και τόσο εσωτερικό και ίδιο με τα υπόλοιπα, θα δώσει ζωντάνια, θα καθυστερήσει ή και θα αλλάξει τους μονότονους ρυθμούς της καθημερινότητας των κατοίκων.
Ένας θάνατος, η αγωνία για την εξιχνίαση του εγκλήματος. Μια ομάδα ανδρών βρίσκεται επί ποδός, ώστε να ανακαλύψει το συντομότερο, ένα νεκρό πτώμα στις αχανείς στέπες της Ανατολής. Ο αστυνομικός, ο γιατρός, ο εισαγγελέας, ο δήμαρχος, και ο ύποπτος για το περιστατικό που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση.

Μερικές παρατηρήσεις: Ο τίτλος –αναφορά στο «Κάποτε στην Αμερική» του Σέρτζιο Λεόνε- μεταφράζεται ακριβέστερα «Μια φορά κι έναν καιρό στην Ανατολία», παραπέμποντας σε αρχή παραμυθιού. Με στοιχεία από κλασικό παραμύθι και γουέστερν, έντονες τις αναφορές στο νουάρ, τον Θ. Αγγελόπουλο (αργά πλάνα, ιδίως στο πρώτο μέρος της ταινίας, στοιχεία από την εξαιρετική «Αναπαράσταση» -χωνεμένα και αφομοιωμένα όμως) και με εξαιρετικά καλούς ηθοποιούς, η ταινία αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πινακοθήκη ζωγραφικών έργων μεγάλης υποστασιακής έντασης. Ισχυρότερη κατά τη γνώμη μας εικόνα, αυτή της γυναίκας του θύματος που υπονοείται πως έχει ρόλο στο θάνατό του, ενδεχομένως και τον κεντρικό. Η γυναικεία παρουσία βέβαια, όχι τυχαία, είναι πολύ μικρή στα 150 λεπτά της ταινίας.

Ομολογημένα το πρώτο επίπεδο, αυτό της πλοκής, είναι σκόπιμα ανιαρό και χρησιμεύει σαν «άλλοθι», σαν αφορμή για να ρίξει ο σκηνοθέτης τη ματιά του στην Ανατολία και τους κατοίκους –κάποιους από τους κατοίκους της…- και τις πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις που δομούνται μεταξύ τους.

Ο σκηνοθέτης είναι ομολογουμένως «μάστορας», χειρίζεται με μαεστρία τις παύσεις και τις σιωπές, αναδεικνύοντας την απομόνωση και τη μοναξιά των ηρώων του, έχει δε το ατού της πολύ καλής –ποιητικής θα λέγαμε- φωτογραφίας (Gökhan Tiryaki). Πολύ δυνατά πλάνα, ζωγραφικοί πίνακες κυριολεκτικά, γράφουν σε μια εικόνα τις εντάσεις που θέλει να αποδώσει ο σκηνοθέτης. «Οπτική ποίηση» τα χαρακτηρίζουν άλλοι, αρμοδιότεροι από εμάς. Αυθόρμητα το μυαλό πηγαίνει στον Θόδωρο Αγγελόπουλο που ευτύχησε στις περισσότερες ταινίες του να έχει στο οπλοστάσιό του την κάμερα του Γιώργου Αρβανίτη. Καθόλου τυχαία κατά τη γνώμη μας και η –γνώριμη σε μας- μουντάδα των χρωμάτων, που παραπέμπει στις ταινίες του μεγάλου μάστορα του κινηματογράφου Θόδωρου Αγγελόπουλου που μας μάγεψε με το «Θίασο» και τους «Κυνηγούς»- ίσως τις καλύτερες ελληνικές ταινίες, για να μας απογοητεύσει τόσο με «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» και κυρίως «Το Βλέμμα του Οδυσσέα»…

Χρησιμοποιώντας έντονα το συμβολισμό η ταινία, ήδη από το πρώτο πλάνο –ένα θολωμένο από την υγρασία τζάμι δε σου επιτρέπει να δεις τους ανθρώπους πίσω απ’ αυτό, η κάμερα ακινητοποιείται σκόπιμα με νόημα- αναδεικνύει αντανακλώντας σαν καθρέφτης της σύγχρονης Ανατολίας την κρυπτότητα στις σχέσεις των ανθρώπων με τα ένοχα μυστικά τους και την αδυναμία διείσδυσης στα άδυτά τους.

Το έργο χαρακτηρίστηκε «άκρως διεισδυτικό», σαν το νυστέρι της νεκροτομής και νεκροψίας που παρουσιάζει, και όμως:

Χαρακτηρίζεται από τις αδυναμίες της «πολιτικής ορθότητας» και της «στρατευμένης τέχνης» στην οποία αναγκαστικά υποκύπτουν οι ταινίες που προορίζονται  να βραβευτούν, να κάνουν μεγάλη διεθνή καριέρα και να κόψουν εισιτήρια.

Εξηγούμαστε: Ο αστυνομικός διοικητής –Μάρκος Σεφερλής σε συμπαθέστερη εκδοχή- καθώς και ο εισαγγελέας, παρουσιάζονται συμπαθητικοί και ανθρώπινοι μέσα στις αδυναμίες τους. Δεν ξέρω πώς θα φαίνονται στα μάτια των ίδιων των κατοίκων της Ανατολίας, πόσο αληθοφανείς θα φάνταζαν οι χαρακτήρες του εισαγγελέα και του μπάτσου που πλάθει η ταινία. Μπορούμε βέβαια εύκολα, απ’ την πλευρά του Αιγαίου που βρισκόμαστε, να φανταστούμε πώς θα φαινότανε σε μας ένα ελληνικό κινηματογραφικό έργο που θα ανίχνευε τις υποστασιακές ανησυχίες ενός διμοιρίτη των ΜΑΤ και του καλοκάγαθου διοικητή του σε μια εσωτερική προσωπική πορεία προς την αυτογνωσία… Δίνοντας ανθρώπινο πρόσωπο στους απάνθρωπους μηχανισμούς ο σκηνοθέτης, δεν υπηρετεί απλά το διακηρυγμένο από τον ίδιο σκοπό του σινεμά: «να ερευνάς την ανθρώπινη ψυχή». Κάνει κάτι παραπάνω, «κάνει πολιτική»: Όπως ο ίδιος (με χιούμορ και αυτοσαρκαστικά-αυτοκριτικά;) λέει στην ταινία του, δια στόματος του εισαγγελέα προς τον ελαφρώς παρεκτρεπόμενο συνεργάτη του, δεν πρέπει ο μπάτσος να βαράει τον κρατούμενο γιατί «πώς θα μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση;» Μόνο που αυτό καθώς φαίνεται, λέγεται όχι μόνο μπροστά αλλά κυρίως πίσω από την κάμερα…

Λείψανε έτσι οι αναφορές στην πραγματική καθημερινότητα της τούρκικης και κούρδικης φτωχολογιάς στη σχέση της με το κράτος, τους μηχανισμούς και τους λειτουργούς του… Η ευρωπαϊκή προοπτική, της χώρας αλλά και της ταινίας του, «θολώνουν» έτσι το τζάμι και για τον ίδιο το σκηνοθέτη…(ας μην επεκταθούμε στις ελληνικές αναλογίες και τους συνειρμούς που μας δημιουργούνται…)

Τι απομένει έτσι να καυτηριαστεί; -το ρουσφέτι και τα ένοχα μυστικά που κουβαλάει ο καθένας μας, καθώς και η –συγγνωστή, καλοπροαίρετη και υπόρρητα επικροτούμενη παραχάραξη του επίσημου εγγράφου της νεκροψίας που διαπράττουν οι δημόσιοι λειτουργοί. Κριτικάρεται έτσι ανώδυνα και η αναδυόμενη αστική τάξη στην ταινία…

Εστιάζοντας ο σκηνοθέτης στο πρόσωπο, το άτομο και την προσωπική του μονήρη πορεία, θυμίζει τον Οδυσσέα-Χάρβεϊ Καϊτέλ του Αγγελόπουλου που κυνηγάει στα φλεγόμενα από τον πόλεμο Βαλκάνια να βρει το φιλμ των αδελφών Μανάκια ενώ γύρω του γίνεται της κακομοίρας.

Το συμπέρασμα που επιβεβαιώνεται γι’ άλλη μια φορά, είναι ότι το κινηματογραφικό έργο τέχνης στον καπιταλισμό δεν είναι απλό καλλιτεχνικό προϊόν. Είναι εμπόρευμα προς πώληση, εμπόρευμα που πρέπει να πουληθεί. Και κάποιοι πρέπει βέβαια να αναλάβουν την προώθησή του. Ας μη μας κάνει λοιπόν εντύπωση πώς είναι δυνατόν να παίζονται σε περιφερειακούς κινηματογράφους αριστουργήματα και να μην αναφέρονται από τους αρμόδιους συντάκτες ούτε καν στις επιλογές, την ώρα που μας στέλνουν στοιχημένους σε τριάδες να κάνουμε ουρές στα ταμεία του «ποιοτικού» εμπορικού κινηματογράφου που προβάλλουν τις ταινίες που πρέπει να δούμε…

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *