Στις 3 Οκτωβρίου του 1943 έξι καμιόνια με Γερμανούς καταδρομείς της μεραρχίας «Εντελβάις» εισέβαλαν στο χωριό Λιγκιάδες Ιωαννίνων και διέπραξαν ένα φριχτό έγκλημα.
Πυρπόλησαν τα σπίτια του χωριού, σκότωσαν και έκαψαν, όσους κατοίκους δεν είχαν διαφύγει. Οι ναζί δεν έκαναν διακρίσεις. Σκότωναν αδιακρίτως γυναίκες, μικρά παιδιά και βρέφη. Από τα 82 θύματα του ολοκαυτώματος των Λιγκιάδων. τα 34 ήταν παιδιά και μωρά οι 37 ήταν γυναίκες και οι 11 ηλικιωμένοι.
Από τη «μαύρη» λίστα των εκτελεσθέντων απουσιάζουν οι νέοι άντρες, εξαιτίας ενός τυχαίου περιστατικού. Αν και ήταν Κυριακή, δηλαδή αργία και ημέρα εκκλησιασμού, ο παπάς της περιοχής λειτουργούσε σε ένα διπλανό χωριό και έτσι οι περισσότεροι άντρες αποφάσισαν να πάνε στα χωράφια τους για να δουλέψουν.
Όταν επέστρεψαν, αντίκρισαν εικόνες φρίκης. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Οι Γερμανοί, εκτός από τα σπίτια είχαν κάψει ζωντανούς και αρκετούς κατοίκους, ενώ άλλους τους πυροβόλησαν εν ψυχρώ, αφού τους κατέβασαν στα υπόγεια των σπιτιών τους.
Μητέρες με τα νεκρά παιδιά τους στην αγκαλιά, ηλικιωμένοι πνιγμένοι στο αίμα και σωροί από πτώματα στην πλατεία του χωριού, συνέθεταν το αποτρόπαιο σκηνικό στους Λιγκιάδες μετά το πέρασμα των Γερμανών.
Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες των επιζώντων. Μεταξύ τους ένα βρέφος 15 μηνών
Από την ομαδική σφαγή επέζησαν ελάχιστοι. Ανάμεσά τους και ένα βρέφος 15 μηνών, ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας. Η μητέρα του δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από έναν Γερμανό, την ώρα που κρατούσε στην αγκαλιά το μωρό της. Την ώρα που ξεψυχούσε, το βρέφος έπεσε από την αγκαλιά της και ο Γερμανός εκτελεστής το πλησίαζε και του κάρφωσε μια ξιφολόγχη στην πλάτη.
Κι όμως, το βρέφος κατάφερε να επιζήσει και βρέθηκε αρκετές ώρες αργότερα να θηλάζει τη νεκρή μητέρα του. Οι κάτοικοι που το βρήκαν το μετέφεραν αμέσως στο νοσοκομείο του ΕΛΑΣ. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει στο θαύμα. Το μικροσκοπικό πλάσμα είχε καταφέρει να κρατηθεί στη ζωή παρά το ισχυρό τραύμα από την ξιφολόγχη.
Ο Παναγιώτης Μπαμπούσκας είναι σήμερα ο μοναδικός επιζών της γερμανικής θηριωδίας. Ζει στην Ελευσίνα έχει δημιουργήσει οικογένεια και στην πλάτη του έχει ακόμα το σημάδι από την ξιφολόγχη του Γερμανού. Οι υπόλοιποι επιζώντες δεν βρίσκονται πια στη ζωή, αλλά οι μαρτυρίες τους έχουν καταγραφεί από τον γερμανό ιστορικό Κριστόφ Σμινκ – Γουστάβους και συγκλονίζουν.
Ελένη Χολέβα: «εμένα μια σφαίρα βρήκε το παιδί μου τον Αλέξη στο κεφάλι. Του τίναξε τα μυαλά που μου γέμισαν το πρόσωπο και τα στήθια. Έπεσα και εγώ σαν χαμένη σφίγγοντας στην αγκαλιά μου κουτσοκεφαλιασμένο μου παιδί. Ήμουν πνιγμένη στα αίματα».
Χαράλαμπος Λιούρης: «Μες στην πόρτα στάθηκε ένας Γερμανός. Άρχισε να μας πυροβολεί με το αυτόματο. Εκεί που λες, αφού τον είχα αγκαλιά, ο Νικήτας πήρε ολάκερη τη ριπή. Εδώ στο λαιμό την πήρε και κρέμασε το κεφάλι του σαν το κατσίκι που σφάζεις. Το αίμα του Νικήτα χύθηκε απάνω μου».
Ο δάσκαλος Χρήστος Παππάς, έχασε και τα τέσσερα παιδιά του από τα πυρά των Γερμανών και ένα μήνα μετά έζησε ξανά την τραγωδία, όταν οι εκτελεστές τον υποχρέωσαν να σκάψει στο ρημαγμένο χωριό για να δουν αν πράγματι είχαν εκτελεστεί άμαχοι. «Πήγαμε λοιπόν σ’ αυτά τα σπίτια και σκάψαμε στα συντρίμματα. Βρήκαμε μικρά κεφαλάκια… Μπροστά από διάφορα σπίτια κείτονταν ακόμη ανθρώπινα υπολείμματα…»
Η αφορμή για την σφαγή
Αφορμή για το μακελειό ήταν ο θάνατος ενός γερμανού αξιωματικού, του Γιόζεφ Ζάλμινγκερ από τους αντάρτες. Ο Ζάλμινγκερ ήταν παλιός αγωνιστής του Γ Ράιχ και συνοδοιπόρος του Αδόλφου Χίτλερ. Περιγράφεται σαν ένας από τους πιο απάνθρωπους Ναζί που πέρασαν από την Ήπειρο.
Τα ξημερώματα της 1η Οκτωβρίου, επέστρεφε από ένα γλέντι στην Πρέβεζα όταν το αυτοκίνητό του έπεσε σε ένα οδόφραγμα που είχαν στήσει οι αντάρτες, οι οποίοι τον σκότωσαν.
Η απώλεια ήταν μεγάλη για τους Γερμανούς που αποφάσισαν να εκδικηθούν άμεσα.
Η εντολή του στρατιωτικού διοικητή ήταν σαφής: «Εκδικηθείτε την ειδεχθή δολοφονία με μια αμείλικτη επιχείρηση αντεκδίκησης σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων από το σημείο τέλεσής της».
Η μεραρχία «Εντελβάις» έκανε πράξη την εντολή και έσφαξε το χωριό.
Οι κάτοικοι που επέζησαν, χρειάστηκαν αρκετό καιρό και πολύ πείσμα για να καταφέρουν να ξαναζωντανέψουν τον τόπο τους.
Φιλοξενήθηκαν σε διπλανά χωριά και σιγά- σιγά έφτιαξαν από την αρχή το χωριό τους.
Κατά καιρούς οι απόγονοι των θυμάτων υπέβαλαν αιτήματα για αποζημιώσεις, αλλά κανένα δεν έχει γίνει δεκτό. Οι γερμανοί εκτελεστές της σφαγής στους Λιγκιάδες καταδικάστηκαν στη δίκη της Νυρεμβέργης, όμως λίγο αργότερα αφέθησαν ελεύθεροι.
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου
Αφήστε μια απάντηση