Η αρίθμηση του αναρίθμητου ή η διαλεκτική της διαλεκτικής στη σύγχρονη εποχή (Μέρος 1ο).

Του ΣΣΜ

Είναι εντυπωσιακή η αρθρογραφία των ημερών μας πάνω σε ένα θεμελιώδες ζήτημα το οποίο θίγεται από τη μαρξιστική θεωρία (και όχι μόνο) και αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους εδράζεται ολόκληρο το οικοδόμημά της. Το ζήτημα είναι ο προσδιορισμός της «εργατικής τάξης» ως ιστορικού υποκειμένου και η διαλεκτική παρέμβασή της στην εξέλιξη της ιστορίας της ανθρωπότητας.

Το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό όσο, συνήθως, εμφανίζεται και, κυρίως, τόσο μονοδιάστατο όπως προσπαθούν οι περισσότερες αναλύσεις να αποδείξουν. Η κριτική συμβολή μας στη διερεύνηση αυτού του ζητήματος  πιστεύουμε ότι μπορεί να μεταθέσει τη συζήτηση σε άλλο επίπεδο και να αποδοθεί, ορθότερα (κατά τη γνώμη μας) η διαλεκτική διάσταση της σύγκρουσης μέσα από τις διατυπωθείσες απόψεις. Ξεκαθαρίζουμε, εξαρχής, ότι δεν ασκούμε πολεμική κομματικού τύπου, δεν μας ενδιαφέρει η προέλευση και η πολιτική τοποθέτηση των αναγνωστών αυτού του άρθρου και, κυρίως, δεν απαιτούμε την αναγνώριση του «αλάθητου». Αυτό, εξ’ ορισμού, θα αναιρούσε όλα όσα θα διατυπωθούν.

Καταρχάς, υπάρχει το ερώτημα τι είναι η διαλεκτική; Αμέσως μετά, και σε απόλυτη συνάφεια με αυτό, έρχεται το ερώτημα του είδους της χρήσης της διαλεκτικής ως μεθόδου από τη μαρξιστική θεωρία. Το ερώτημα, όπως αντιλαμβάνεστε μπορεί να απαντηθεί πολύ εύκολα και απλά (όπως συνήθως γίνεται) με τη χρήση της εγελιανής διαλεκτικής και την ανάδειξη ενός νέου Υποκειμένου στη θέση του Πνεύματος που αυτό δεν είναι άλλο από την «εργατική τάξη». Η τάξη αυτή επωμίζεται, κατά τον Μαρξ, το τεράστιο χρέος να οδηγήσει ένα κόσμο που λειτουργεί απολύτως ληστρικά σε μια νέα μορφή κοινωνικής συμβίωσης όπου το «ληστρικό» (εκμετάλλευση) θα έχει εξαφανιστεί. Πραγματικά ασήκωτο φορτίο!

Σ’ αυτή την κυρίαρχη αντίληψη περί διαλεκτικής, όμως, παραγνωρίζονται ορισμένα αν όχι εξαιρετικά σημαντικά, τουλάχιστον ιδιαιτέρως προβληματικά σημεία. Το πρώτο είναι το ζήτημα των «αντιφάσεων» όπως προκύπτουν από τα «φαινόμενα» (ή σωστότερα την απλή πραγματικότητα) και τη σχέση τους με το δεύτερο σκέλος της διαλεκτικής σκέψης (αντίθεση) και τη νομοτελειακά αναμενώμενη εμφάνιση του τρίτου σκέλους που είναι η διαβόητη «σύνθεση». Το δεύτερο, εξίσου σημαντικό, ζήτημα είναι η προβληματική της  «ιστορικότητας της συνείδησης» και, βεβαίως, η εργαλειακή της σύνδεση με το διαλεκτικό οικοδόμημα. Πιο απλά, για όσους δεν έχουν ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλοσοφία: Η διαλεκτική μέθοδος, όπως χρησιμοποιήθηκε από τον Χέγκελ, στηρίχτηκε στη “λογική” ερμηνεία των φαινομένων και την ιστορική εφαρμογή της μέσα από ένα περίπλοκο σχήμα το οποίο, απλοϊκά, κατέληγε στο περίφημο «τέλος της ιστορίας» μέσα από τη μορφή της ανάδυσης των σύγχρονων εθνών-κρατών (ειδικά για τον Χέγκελ, του πρωσικού κράτους) και την οριστική απελευθέρωση του Πνεύματος που ταυτίζεται, πλέον, με τον αληθινό Εαυτό του. Η ιστορια εξελίσσεται διαλεκτικά, δημιουργώντας διαρκώς τις συνθήκες για την εμφάνιση μιας νεώτερης μορφής υποκειμένου (εφόσον μιλάμε για την ανθρώπινη ιστορία), [ ή «όντος», εάν μετατοπίσουμε τη συζήτηση σε πιο αφαιρετικά σχήματα μιας και ο Χεγκελ, ουσιαστικα, διαπραγματεύεται την έννοια του όντως-«όντος» ως «δι-εαυτόν-Είναι»] η οποία εμπεριέχεται, σε σπερματική μορφή, στην προηγούμενη μορφή, έχει άμεση σχέση με αυτή αφου, άλλωστε, από αυτή δημιουργείται αλλά εμπεριέχει και το αριστοτελικό «τέλος» της, εφόσον θα αποτελέσει τον αμείλικτο δήμιό της και θα πάρει τη θέση της. Αυτή είναι και η μοναδική ουσιώδης, ίσως, συμβολή της αριστοτελικής σκέψης  στην εγελιανή διαλεκτική. Ο Χέγκελ, χρησιμοποιώντας την αρχαία ελληνική διάσταση της έννοιας της διαλεκτικής (αν και ούτε εκει είναι μονοδιάστατη)  την αναπροσαρμόζει σε νέα λογικά πλαίσια τα οποία αποτελούν σύνθεση της ιστορικής πραγματικότητας στην οποία έζησε και την οποία ενστερνίζεται, προσπαθώντας να αντικρούσει την καντιανή (διαφωτιστική) λογική  της «οικουμενικότητας» των ερμηνευτικών  εργαλείων της πραγματικότητας, προσπαθώντας να αναιρέσει τη δυνατότητα ύπαρξης ενός, καθολικά αποδεκτού, παράγοντα που θα καθορίζει (ή «οφείλει» να καθορίζει [βλ.Lukacs, The ontology of social being/1.Hegel]) την ανθρώπινη δράση (κατηγορική προσταγή) και, τέλος, την πίστη του Καντ για την αναγκαιότητα μιας συνολικής, συλλογικής, ανάλυσης για μια παγκόσμια «πολιτική» πρόταση, κατεξοχήν εργαλείο του Διαφωτισμού (Καντ, Για την παγκόσμια ειρήνη). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ολόκληρο το καντιανό οικοδόμημα στηρίχτηκε στην προσπάθεια συγκερασμού των αντιθέτων τάσεων της εποχής του (νοησιαρχία – εμπειρισμός) έτσι ώστε να προκύψει μια νέα σύνθεση που θα έδινε λύσεις σε πάμπολλα μεθοδολογικά προβλήματα της εποχής του.

Η εγελιανή διαλεκτική, όμως, επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Πρώτα , κάτω από το φως της εξέλιξης της επιστημολογίας της εποχής μας και δεύτερον, κάτω από τη νεότερη θεωρητική  πρόταση περί «κατασκευής» των εννοιών (κονστρουκτιβισμός). Θα εξηγήσουμε, σε συντομία, τι εννοούμε. Καταρχάς, η σύγχρονη επιστημολογία θεωρεί τη διαλεκτική ως μια μέθοδο ερμηνείας αλλά όχι τη μοναδική. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει,εξ ορισμού, ότι σφάλλει. Εδώ, όμως, μπαινουν και άλλοι παράγοντες στο παιχνίδι. Σύμφωνα με τον Κ. Πόππερ (στο άρθρο του: « Τι είναι διαλεκτική;») η διαλεκτική εμπεριέχει, εξ ορισμού, ένα εγγενές πρόβλημα. Το πρόβλημα αυτό είναι οι περίφημες «αντιφάσεις». Πιο συγκεκριμένα, η διαλεκτική στηρίζεται στο τρίπολο: θέση – αντίθεση – σύνθεση. Το σχήμα αυτό μπορεί να αποτελεί ένα εργαλείο ανάλυσης αλλά δεν απαντά σε ένα καίριο ερώτημα: τι γίνεται όταν από τη θέση και την αντίθεση  προκύπτει μια «διαφορετική» (μη αναμενόμενη) σύνθεση; Ή, για να το δούμε διαφορετικά, δεν προκύπτει καμία σύνθεση! Μα, θα πείτε, αυτό είναι αδύνατο! Και γιατί είναι αδύνατο, διότι,απλούστατα, το λέει η θεωρία, δηλαδή η ίδια η διαλεκτική. Ναι αλλά μήπως έτσι καταφέραμε να φτάσουμε στην απόλυτη σύγχυση; Μήπως, αποκαλύψαμε ένα φαύλο κύκλο που έχει επιμελώς αποσιωπηθεί; Θα πείτε, ο Πόππερ είναι αστός επιστημολόγος, γνωστός για τις αντιμαρξιστικές του απόψεις, στυγνός θετικιστής και εν τέλει δεν λέει κάτι καινούργιο αλλά επαναλαμβάνει τις τετριμμένες απόψεις περι σχετικισμού. Συμφωνώ απόλυτα! Αυτά που δεν συμφωνούν είναι τα φαινόμενα, η ίδια η πραγματικότητα, η ζωή!
Ας επιστρέψουμε, όμως, προς στιγμη στον Έγκελς. Στη διαλεκτική της φύσης στο Αντι-Ντύριγκ, χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα για να επιβεβαιώσει το αληθές της διαλεκτικής ως ορθής ερμηνείας της εξέλιξης. Στην πρώτη περίπτωση μας λέει ότι αν πολλαπλασιάσουμε το α με τον εαυτό του τότε θα έχουμε κάτι εντελώς νέο που θα είναι το α2 . Με λίγα λόγια, χρησιμοποιώντας τη λογική του ποσοτικού άλματος σε ποιοτικό, υποστηρίζει ότι «πολλαπλασιάζοντας» κάτι με τον εαυτό του θα δημιουργηθεί ένα καινούργιο «κάτι» που θα λειτουργει ως ξενιστής του προηγούμενου, όμως θα είναι «ποιοτικά», απολύτως, διαφορετικό από το πρώτο. Αντιστρέφοντας το επιχείρημα, λέει ότι το ίδιο αποτέλεσμα θα έχουμε και εάν πολλαπλασιάσουμε το α με τον εαυτό του αλλά στην αρνητική μορφή του (δηλ.  –α (-α) ). Η χρήση των αλγεβρικών παραστάσεων γίνεται ένα διαλεκτικό εργαλείο στα χέρια του Έγκελς. Εδώ, όμως, αν παρατηρήσουμε προσεκτικότερα, θα δούμε αρκετές αυθαιρεσίες ως προς την επιλογή των παραδειγμάτων και την ερμηνεία τους. Πρώτον, γιατί να πολλαπλασιάσουμε και όχι να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε (εφόσον μάλιστα μιλάμε για «άρνηση» του α); Η επιλογή του πολλαπλασιασμού, προφανώς, θέλει να αποδείξει τη μετάβαση σε μία – ποσοτικά – διαφοροποιούμενη κατάσταση. Ωραία μέχρι εδώ. Όμως, η ποσοτική διαφοροποίηση δεν επέρχεται και με τη διαρκή αύξηση του α προσθέτωντας διαρκώς τον εαυτό του (το φιλοσοφικό Ταυτόν) σ’  αυτό; Εδώ θα δούμε ότι το αποτέλεσμα που θα πάρουμε δεν συμφωνεί με αυτό του Έγκελς. Δηλαδή αντι του α2 (που πράγματι είναι ένα νέο «κάτι») έχουμε 2α (α+α), 3α (α+α+α) κ.ο.κ. Με λίγα λόγια, αυξάνεται το πλήθος αλλά αυτό δεν σημαίνει, αυτόματα ότι  μεταβάλλεται και η ουσία αυτού του «κάτι».

Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, στη φύση παρατηρούμε ότι ένα δάσος αυξάνεται συνεχώς (εάν δεν παρέμβει κανείς), αυτό δεν σημαίνει ότι η αθροιστική αύξηση των δέντρων μεταβάλλει σε κάτι ουσιωδώς διαφορετικό το δάσος. Και όχι μόνο αυτό, εάν αντί πολλαπλασιασμού χρησιμοποιήσουμε (διαλεκτικά σκεπτόμενοι) την άρνηση του α, δηλαδή το –α και το πολλλαπλασιάσουμε με αυτό παίρνουμε το α2  αλλά σε μια απόλυτη «άρνηση», δηλαδή (-α)(+α)= -α2. Αυτό ποιοτικά είναι απόλυτα διαφορετικό από το α2. Η επιλογή που θα κάνουμε μεταξύ των δύο τιμών θα είναι απόλυτα αυθαίρετη και θα μας οδηγήσει σε τελείως αντίθετα συμπεράσματα. Αυτή η επιλογή θα γίνει με την παρέμβαση ενός τρίτου που είναι το σκεπτόμενο Εγώ (μας) αλλά δεν θα είναι πλέον διαλεκτική. Για να το καταλάβουμε καλύτερα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και το επόμενο παράδειγμα: εάν προσθέσουμε (και όχι πολλαπλασιάσουμε) στο α την «άρνησή» του, το –α, τότε το αποτέλεσμα θα είναι συγλονιστικό για τη διαλεκτική διότι θα πάρουμε το απόλυτο Ο. Δηλαδή η άρνηση δεν εξαφάνισε μόνο τη θέση αλλά δεν άφησε και τίποτε στη θέση της (εκτός και αν θεωρήσουμε το Ο ως κάτι οπότε θα περιπλέξουμε πολύ την κατάσταση). Η φύση μας δίνει ένα τετοιο παράδειγμα. Όταν η ποσοτική αύξηση των δέντρων μετατρέψει τη (δασική) πραγματικότητα σε μη βιώσιμη, η άρνηση της «ουσίας» (δάσος) γίνεται μέσω (φυσικών) πυρκαϊών ή άλλων στοιχείων έτσι ώστε να μπορέσει το δάσος να συνεχίσει να ζει. Δηλαδή η άρνηση της θέσης δεν απέδωσε τη νέα σύνθεση αλλά, αντίθετα, αναγέννησε τη θέση καταστρέφοντας (μάλιστα) ποσότητα του εαυτού της. Όλα τα παραπάνω, απλώς, αποδεικνύουν ότι η χρήση της διαλεκτικής μάλλον δημιουργεί προβλήματα παρά λύνει. Σε τελευταία ανάλυση, εξαρτάται από τη διαμεσολάβηση ενός τρίτου παράγοντα και την (αυθαίρετη) επιλογή μιας από τις πολλαπλές, πιθανές, δυνατότητες. Ακριβώς το ίδιο συμπέρασμα μπορούμε να πάρουμε και από τη χρήση του διαφορισμού του χ/ψ, όπως τη χρησιμοποιεί ο Εγκελς, εάν σταθούμε στην αυθαίρετη ερμηνεία του ότι το διαφορισμένο χ/ψ (δχ/δψ) λαμβάνεται ως η διαλεκτική άρνηση που δεν είναι Ο αλλά τείνει προς αυτό (και γιατί όχι Ο;) αλλά και αναφέρεται σε κάποια «συγκεκριμένη επιλογή» (δοσμένη περίπτωση, επι λέξει) που, όμως, πάλι αυθαίρετα επιλέχτηκε.
Ας κάνουμε, όμως, τώρα εμείς το ποιοτικό άλμα και να επανέλθουμε στην πολιτική. Η εργατική τάξη είναι, για τον Μαρξ , η τάξη που έχει το ιστορικό καθήκον να οδηγήσει τον κόσμο στην αταξική κοινωνία (μην το ξεχνάτε αυτό διότι θα το βρούμε σε λίγο μπροστά μας). Εξ ορισμού, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη τάξη με αυτό το συγκεκριμένο σκοπό. Όπως και εξ’ ορισμού, η κοινωνία θα οδηγηθεί σε αυτή την τελική της μορφή. Ωραία ως εδώ. Από εδώ και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα και εξηγούμαστε αμέσως. Πως είναι δυνατόν η εργατική τάξη που αποκτά την εξουσία με δυναμικό τρόπο, που οικοδομεί μια σοσιαλιστική κοινωνία χρησιμοποιώντας (ή μηπως όχι) σαν εργαλείο τη μαρξιστική θεωρία να μην προχωρήσει στο νέο, στη διαλεκτική σύνθεση αλλά να παρουσιαστεί ένα φοβερό πισογύρισμα και – προσέξτε – να εμφανιστεί η μεγάλη «αντίφαση» και να έχουμε ως ( μοναδικά ορθολογική, θα λέγαμε) συνέπεια την  ειρηνική κατάρρευση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας που κτιζόταν επι δεκαετίες και δεν ήταν, απλά, ένα παράδειγμα υπο επεξεργασία; Εδώ η «αντίφαση» ανατρέπει τη σύνθεση, δηλαδή με λίγα λόγια, η διαλεκτική κίνηση της ιστορίας, ανατρέπεται ή (για να μιλήσουμε διαλεκτικά) μας δίνει μια σύνθεση αλλά όχι την αναμενόμενη. Πως εξηγείται αυτό;
Τη δεκαετία του ’80, ειχε ανοιξει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση-αντιπαράθεση μεταξύ δυο σημαντικών θεωρητικών του μαρξισμου (Πουλαντζας – Μιλιμπαντ (Miliband)) για το ζήτημα της μεθοδολογικής προβληματικής του μαρξισμού. Ο Ε. Λακλάου (Laclau), επίσης γνωστός μαρξιστής, μεταφέρει αυτή τη συζήτηση και αναδεικνύει ένα σημαντικό πρόβλημα στη διαλεκτική ερμηνεία ως βασικού εργαλείου της υλιστικής κοσμοθεωρίας (Πολιτική και Ιδεολογία). Στεκόμενος στις επιμέρους αντιφάσεις των αναλύσεων των παραπάνω στοχαστών, προχωρεί σε ένα δικό του μεθοδολογικό πλαίσιο που, πολύ απλά, περιλαμβάνει τέσσερεις προτάσεις: στα «θεωρητικά προβλήματα» (εφόσον είναι πράγματι θεωρητικά) υπάρχουν τα παρακάτω στάδια για να ξεπεράσουμε το θεωρητικό αδιέξοδο, α) επισημαίνουμε τα σημεία έντασης μεταξύ των εμπειρικών δεδομένων και του θεωρητικού συστήματος, β) εντοπίζουμε το θεωρητικό πρόβλημα, γ)καταδεικνύουμε τις θεωρητικές «αντιφάσεις» (δεν μπορούμε να τις αποφύγουμε, τις αφιλότιμες) και δ) προτείνουμε ένα εναλλακτικό θεωρητικό σύστημα που θα έχει τη δυνατότητα να τις ξεπεράσει.  Η πρόταση του Λακλάου, μπορεί να έχει επιρρεαστεί από τη θεωρία των «επιστημονικών επαναστάσεων» του Κουν (T. Khun, Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων) και να πλησιάζει πάρα πολύ στη θεμελίωση του «νεου επιστημονικού παραδείγματός» του,   αλλά εστιάζει, περισσότερο, στις «θεωρητικές» συνιστώσες  των συγκρούσεων των «μεγάλων αφηγήσεων».

Για τον Λακλάου, είναι σαφές ότι στην περίπτωση θεωρητικού αδιεξόδου, οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε «διαλεκτικά» την ίδια τη θεωρία και να προχωρήσουμε, σε ανάγκη και εφόσον μας διαψεύδει η πραγματικότητα, στη νέα σύνθεση που θα είναι ικανή να ξεπεράσει το αδιέξοδο. Αυτό μπορεί, από πολλούς, να ονομαστει «ρεφορμισμός», όμως, είναι αλήθεια,  πως είναι απολύτως συναφές με τη θεωρία του διαλεκτικού υλισμού. Εφόσον η φύση μεταβάλλεται και η μεταβολή της προβάλλεται στον άνθρωπο ως πρόβλημα κατανόησης και ερμηνείας της, είναι λογικό να μεταβάλλονται και τα εργαλεία με τα οποία ο άνθρωπος θα προσπαθεί να ερμηνεύσει αυτή τη μεταβολή. Το αν στην ερμηνεία αυτή θα εξακολουθήσουμε να είμαστε πιστοί στη διαλεκτική διάστασή της, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά «θεωρητικοποίηση» των νέων προβλημάτων, διεύρυνση και εμπλουτισμός των ερμηνευτικών εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή μας και, κυρίως, απόρριψη του δογματισμού ως προς ορισμένες ή όλες τις θεωρητικές διαστάσεις αυτής της ερμηνείας. Νομίζουμε ότι η επιλογή του εναλλακτικού θεωρητικού συστήματος που θα είναι ικανό να ερμηνεύσει τα νέα εμπειρικά δεδομένα, δεν είναι, εξ ορισμού, υπαναχώρηση στις βασικές θεωρητικές μας αρχές. Το «εναλλακτικό» σημαίνει ότι εφόσον φτάνουμε σε (θεωρητικό) αδιέξοδο δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: 1) ή τα θεωρητικά εργαλεία μας είναι εσφαλμένα ή 2) είναι ανεπαρκή. Στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει θεραπεία, στην πρώτη όχι.
Οι θεωρητικοί της σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς επικαλούνται τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν και, κυρίως, τις αποκλίσεις στην ορθή εφαρμογή της μαρξιστικής θεωρίας στην πράξη. Συμφωνούμε απόλυτα. Το ερώτημα, όμως, που τίθεται αμείλικτο είναι πώς η ίδια προσπάθεια, με την ίδια θεωρητική θεμελίωση και δράση (που οι θεωρητικοί τους θεωρούν ως ορθές και όχι αποκλίσεις), με τις σχεδόν ίδιες προϋποθέσεις (καθυστερημένες βιομηχανικά χώρες, μειοψηφία του βιομηχανικού προλεταριάτου, σημαντική δύναμη της αγροτικής τάξης κ.α.) και με την ίδια «μαρξιστική» «απόκλιση» ή ερμηνεία (σταλινισμός – μαοϊσμός) κατέληξαν στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ο ιστορικός υλισμός προέβλεπε ως νέα σύνθεση; Ο ιστορικός (διαλεκτικός) υλισμός, ειδικά μετά το ’80, προέβλεπε, μέσα από την ευνοϊκότατη παγκόσμια συγκυρία της εποχής, τον πλήρη θρίαμβό του και την αμετάκλητη επιβεβαίωση της διαλεκτικής ερμηνείας της ιστορίας. Το αποτέλεσμα; Μια τεράστια χώρα (ΕΣΣΔ), υπερ επαρκής σε πρώτες ύλες, με ογδόντα χρόνια σοσιαλιστικής πείρας, καταρρέει σε μία νύχτα και μαζί με αυτή και ο περίφημος «σοσιαλιστικός» άνθρωπος που, επίσης, σε μια νύχτα, μετατρέπεται σε ένα αδίστακτο, ληστρικά σκεπτόμενο και εγκληματικά δρων νέο πολιτικό υποκείμενο, αιφνιδιάζοντας, όχι μόνο τη θεωρία αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα. Από την άλλη, η πολιτιστική επανάσταση και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Άπω Ανατολή, οδήγησε στη σκληρότερη και αγριώτερη μορφή εκμετάλλευσης και άντλησης υπεραξίας από την εποχή της περίφημης «πρωταρχικής» συσσώρευσης που αναλύει έξοχα στο Κεφάλαιο ο Μαρξ.

Όπως και να το δείτε, (θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε πληθώρα παραδειγμάτων, όπως π.χ. το γιατί αφου η σταλινική ή μαοϊκή ή δεν ξέρω ποια σοσιαλιστική κοινωνία ήταν η ορθή μαρξιστική εφαρμογή του διαλεκτικού υλισμού,  επέτρεψε την εμφάνιση  μέσα στους κόλπους της αυτών των εκφυλιστικών φαινομένων; Πως αιτιολογείται το εγκληματικό καθεστώς των ερυθρών χμερ ή πως ερμηνεύεται η οικονομική εξάρτηση του Βιετναμ –  ενός από τους πιο ηρωϊκούς λαούς του κόσμου – από τη μονοπωλιακή υπερδύναμη, που τόσο αγωνίστηκε να εκδιώξει; Και θα μπορούσαμε, βέβαια, να συνεχίσουμε για πολύ ώρα ακόμη με αντίστοιχα παραδείγματα) τα φαινόμενα ανατρέπουν αμείλικτα τη θεωρία. Η διαλεκτική πέφτει σε μια μεγάλη παγίδα: ή αποκλείει τις αντιφάσεις, οπότε δεν είναι πλέον διαλεκτική διότι αναιρεί τον ίδιο της τον εαυτό (δεύτερο σκέλος) ή  αναγκάζεται να τις αποδεχτεί οπότε περιπίπτει η ίδια σε «αντιφάσεις» όταν δεν επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματά της (Κ. Πόπερ). Η «σύνθεση» που ματαιώθηκε οδήγησε σε άλλες συνθέσεις-αντιφάσεις  που είναι, επιτέλους, καιρός να αναλυθούν επιστημονικά, αντικειμενικά και δίχως προκαταλήψεις από όλους όσους επικαλούνται την αναγκαιότητα της επαναστατικής ή μη αλλαγής της κοινωνίας που βιώνουμε, του ύστερου,δηλαδή, καπιταλισμού.
Για να ολοκληρώσουμε, επομένως, με αυτό το πρώτο μέρος της διαλεκτικής της διαλεκτικής στη σύγχρονη εποχή: Δεν λύσαμε το πρόβλημα, αντίθετα, το προσδιορίσαμε! Η διαλεκτική ως μέθοδος ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων παρουσιάζει προβλήματα. Αυτό είναι κάτι που ουδέποτε το αμφισβήτησαν οι Μαρξ και Έγκελς. Όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, και οι δύο, χρησιμοποιούν τη διαλεκτική ως εργαλείο που δεν είναι αυτοσκοπός, δηλαδή, διατηρούν την επιφύλαξη για την «ιστορικότητα» της γνώσης, η οποία με την αλματώδη ανάπτυξη των επιστημών θα προοδεύει διαρκώς. Δεν είναι , εξάλλου, τυχαίο ότι αυτό, το σημαντικότατο σημειο στη μαρξιστική διαλεκτική, αναγνωρίζεται ακόμη και από τους θεωρητικούς αντιπάλους τους. Λέει, π.χ., ο Κ. Πόππερ, «Ο Μαρξ και ο Έγκελς τόνιζαν με σθένος ότι η επιστήμη δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως ένα σύνολο τελικής και οριστικά καθιερωμένης γνώσης ή «αιώνιας αλήθειας», αλλά μάλλον σαν κάτι που εξελίσσεται και προοδεύει» και συνεχίζοντας θέτει το μείζον ερώτημα για όλους τους οπαδούς της μαρξιστικής θεωρίας: «από την άλλη μεριά, μεγάλη σημασία έχει το γεγονός ότι η προοδευτική και αντιδογματική άποψη του Μαρξ για την επιστήμη δεν εφαρμόστηκε ποτέ από τους ορθόδοξους μαρξιστές στον χώρο των δικών τους δραστηριοτήτων» (Τι είναι η διαλεκτική)!! Το πέρας της γνώσης, η Απόλυτη Γνώση δεν θα πραγματοποιηθεί σχεδόν ποτέ, επειδή, όπως, λεέι ο Έγκελς στο Αντι-Ντυριγκ, είναι σαν να προσπαθήσουμε να αριθμήσουμε το αναρίθμητο! Αυτό, όμως, δεν θα μας εμποδίζει να προσπαθούμε πάντοτε να πλησιάσουμε το στόχο μας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *