Του Γ.Γ
Θα πρότεινα στους αναγνώστες/ιες μας να διαβάσουν το καταπληκτικό βιβλίο του Ενγκελς Η καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους που έχω αναρτήσει στον προσωπικό μου ιστότοπο.
Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα:
Η ιστορία της οικογένειας χρονολογείται από το 1861, από τότε που εκδόθηκε το Μητρικό δίκαιο του Μπάχοφεν. Σ’ αυτό ο συγγραφέας διατυπώνει τους εξής ισχυρισμούς:
1) Ότι οι άνθρωποι στην αρχή ζούσαν έχοντας σεξουαλικές σχέσεις χωρίς περιορισμούς, που τις χαρακτηρίζει με τη λαθεμένη έκφραση εταιρισμός.
2) Ότι αυτού του είδους οι σχέσεις αποκλείουν κάθε σίγουρη πατρότητα, ότι επομένως και η καταγωγή μπορούσε να λογαριάζεται μονάχα από τη γυναικεία γραμμή —σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο— και ότι αρχικά αυτό συνέβαινε σε όλους τους λαούς της αρχαιότητας.
3) Ότι για το λόγο αυτό εκτιμούσαν και σέβονταν σε μεγάλο βαθμό τις γυναίκες που σαν μητέρες ήταν οι μοναδικά σίγουροι γνωστοί γονείς της νεότερης γενιάς, βαθμό που κατά την αντίληψη του Μπάχοφεν, έφτανε ως την πλήρη κυριαρχία των γυναικών (γυναικοκρατία).
4) Ότι το πέρασμα στη μονογαμία, όπου η γυναίκα ανήκε αποκλειστικά σ’ έναν άντρα, περιέκλεινε την παράβαση μιας παμπάλαιας θρησκευτικής εντολής (δηλαδή πραγματικά την παράβαση του από παράδοση δικαιώματος των υπόλοιπων αντρών πάνω στην ίδια γυναίκα), μια παράβαση που έπρεπε να εξιλεωθεί ή να εξαγοραστεί η ανοχή της με μια χρονικά περιορισμένη έκδοση της γυναίκας.
Τις αποδείξεις γι’ αυτές τις θέσεις τις βρίσκει ο Μπάχοφεν σε πολυάριθμα χωρία της παλιάς κλασικής φιλολογίας που συγκέντρωσε μ’ εξαιρετική επιμέλεια. Σύμφωνα μ’ αυτόν, η εξέλιξη από τον «εταιρισμό» στη μονογαμία και από το μητρικό στο πατρικό δίκαιο γίνεται, ειδικά στους Έλληνες, σαν συνέπεια μιας παραπέρα εξέλιξης των θρησκευτικών παραστάσεων, μιας εισδοχής νέων θεοτήτων που αντιπροσωπεύουν το νέο τρόπο αντίληψης, στο παλιό πατροπαράδοτο πάνθεο, που εκπροσωπούσε τις παλιές αντιλήψεις, έτσι που οι πρώτες όλο και περισσότερο παραγκωνίζουν το δεύτερο. Σύμφωνα με τον Μπάχοφεν, λοιπόν, δεν είναι η εξέλιξη των πραγματικών όρων ζωής των ανθρώπων, αλλά η θρησκευτική ανταύγεια αυτών των όρων ζωής στα κεφάλια των ίδιων των ανθρώπων, που προκάλεσε τις ιστορικές αλλαγές στην αμοιβαία κοινωνική θέση του άντρα και της γυναίκας.
Σύμφωνα μ’ αυτά, ο Μπάχοφεν παρουσιάζει την Ορέστεια του Αισχύλου σαν τη δραματική περιγραφή του αγώνα ανάμεσα στο μητρικό δίκαιο που έδυε και στο πατρικό δίκαιο που στην ηρωική εποχή ανάτελλε και νικούσε. Η Κλυταιμνήστρα για χάρη του εραστή της, Αίγισθου, σκότωσε τον άντρα της, τον Αγαμέμνονα που γύρισε από τον τρωικό πόλεμο. Ο Ορέστης, όμως, που ήταν γιος της Κλυταιμνήστρας και του Αγαμέμνονα, εκδικείται το φόνο του πατέρα, σκοτώνοντας τη μητέρα του. Γι’ αυτό τον καταδιώκουν οι Ερινύες, οι δαιμονικές υπερασπίστριες του μητρικού δικαίου, που θεωρεί τη μητροκτονία σαν το πιο βαρύ, το πιο ανεξιλέωτο έγκλημα. Όμως, ο Απόλλωνας, που με το χρησμό του έσπρωξε τον Ορέστη σ’ αυτή την πράξη, και η Αθηνά, που την καλούν για δικαστή —οι δυο θεοί που εκπροσωπούν εδώ το καινούργιο καθεστώς του πατρικού δικαίου— τον προστατεύουν. Η Αθηνά ακούει και τις δυο πλευρές. Όλο το διαφιλονικούμενο ζήτημα συνοψίζεται σύντομα στη συζήτηση που γίνεται τώρα ανάμεσα στον Ορέστη και τις Ερινύες. Ο Ορέστης επικαλείται ότι η Κλυταιμνήστρα έκανε διπλό έγκλημα: σκοτώνοντας τον άντρα της σκότωσε μαζί και τον πατέρα του. Γιατί λοιπόν οι Ερινύες καταδιώκουν αυτόν κι όχι εκείνη, που είναι πολύ πιο φταίχτρα; Η απάντηση είναι χτυπητή:
«Ουκ ην όμαιμος φωτός όν κατέκτανεν.»’ («Δεν ήταν από αίμα συγγενής της ο άντρας, που σκότωσε.» Ο 605ος στίχος των «Ευμενίδων» του Αισχύλου, που αποτελεί την τελευταία τραγωδία της τριλογίας του Ορέστεια (σημ.τ. μ,ετ.).
Ο φόνος ενός ανθρώπου που δεν συγγενεύει με αίμα, ακόμα κι αν είναι ο άντρας της φόνισσας, εξιλεώνεται, δεν ενδιαφέρει τις Ερινύες. Δουλειά τους είναι μονάχα να καταδιώκουν το φόνο ανάμεσα στους συγγενείς από αίμα κι εδώ, σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο, το πιο βαρύ και το πιο ανεξιλέωτο είναι η μητροκτονία. Τώρα εμφανίζεται ο Απόλλωνας σαν συνήγορος του Ορέστη. Η Αθηνά βάζει τους αρεοπαγίτες —τους αθηναίους δικαστές—να ψηφίσουν. Οι ψήφοι είναι ίσοι για την αθώωση και την καταδίκη. Τότε η Αθηνά, σαν προεδρεύουσα, δίνει την ψήφο της υπέρ του Ορέστη και τον αθωώνει. Το πατρικό δίκαιο νίκησε το μητρικό δίκαιο. Οι «θεοί της νέας γενιάς», όπως τους χαρακτηρίζουν οι ίδιες οι Ερινύες, νικούν τις Ερινύες που πείθονται στο τέλος να αναλάβουν ένα νέο αξίωμα στην υπηρεσία του νέου καθεστώτος.
Αυτή η καινούργια, αλλά απόλυτα σωστή ερμηνεία της Ορέστειας είναι ένα από τα ωραιότερα και καλύτερα μέρη όλου του βιβλίου, αποδείχνει όμως ταυτόχρονα ότι ο Μπάχοφεν πιστεύει τουλάχιστον στις Ερινύες, στον Απόλλωνα και στην Αθηνά, όσο και ο Αισχύλος στην εποχή του. Πιστεύει ακριβώς ότι στην ελληνική ηρωική εποχή έκαναν το θαύμα να γκρεμίσουν το μητρικό δίκαιο με το πατρικό δίκαιο. Είναι φανερό ότι μια τέτοιου είδους αντίληψη, που θεωρεί τη θρησκεία αποφασιστικό μοχλό της παγκόσμιας ιστορίας, τελικά θα πρέπει να καταλήγει σε καθαρό μυστικισμό. Είναι λοιπόν άχαρη, δεν είναι καθόλου αποδοτική δουλειά, πάντα να διαβάζει κανείς τους χοντρούς τόμους του Μπάχοφεν.
Όμως, όλα αυτά δεν μειώνουν την αξία του, ανοίγει νέους δρόμους. Αυτός πρώτος αντικατέστησε τη φράση για μια άγνωστη αρχική κατάσταση απεριόριστων σεξουαλικών σχέσεων με την απόδειξη ότι η παλιά κλασική φιλολογία μας δείχνει ένα σωρό ίχνη, σύμφωνα με τα οποία πριν από τη μονογαμία υπήρχε πραγματικά στους Έλληνες και τους Ασιάτες μια κατάσταση όπου, όχι μονάχα ένας άντρας είχε σεξουαλικές σχέσεις με περισσότερες γυναίκες, αλλά και μια γυναίκα είχε σεξουαλικές σχέσεις με περισσότερους άντρες, χωρίς αυτό να προσκρούει στα έθιμα.
Ότι αυτό το έθιμο δεν εξαφανίστηκε χωρίς ν’ αφήσει πίσω του ίχνη, με τη μορφή μιας περιορισμένης έκδοσης, με την οποία οι γυναίκες έπρεπε να εξαγοράσουν το δικαίωμα στη μονογαμία. Ότι γι’ αυτό αρχικά η καταγωγή μπορούσε να λογαριάζεται μονάχα σε γυναικεία γραμμή, από μητέρα σε μητέρα. Ότι αυτή η μοναδική ισχύς της γυναικείας γραμμής διατηρήθηκε ακόμα για πολύ και στην εποχή της μονογαμίας με την εξασφαλισμένη ή πάντως την αναγνωρισμένη πατρότητα και ότι αυτή η αρχική θέση των μητέρων, σαν των μοναδικών σίγουρων γονιών των παιδιών τους, εξασφάλιζε σ’ αυτές, και μαζί μ’ αυτές στις γυναίκες γενικά, μια ανώτερη κοινωνική θέση που δεν την ξαναπέκτησαν ποτέ από τότε. Αυτούς τους κανόνες ο Μπάχοφεν βέβαια δεν τους διατύπωσε έτσι καθαρά — σ’ αυτό τον εμπόδιζε η μυστικιστική του αντίληψη. Όμως τους έχει αποδείξει, κι αυτό το 1861 σήμαινε σωστή επανάσταση.
Ο χοντρός τόμος του Μπάχοφεν ήταν γραμμένος στα γερμανικά, δηλαδή στη γλώσσα του έθνους που τότε ενδιαφερόταν λιγότερο απ’ όλα για την προϊστορία της σημερινής οικογένειας. Γι’ αυτό έμεινε άγνωστος. Ο άμεσος του διάδοχος στον ίδιον τομέα εμφανίστηκε το 1865, χωρίς ποτέ να έχει ακούσει για τον Μπάχοφεν.
Ο διάδοχος αυτός ήταν ο Τζ. Φ. Μακ Λέναν, το κατευθείαν αντίθετο του προκατόχου του. Στη θέση του μεγαλοφυή μυστικιστή έχουμε εδώ τον ξερό νομικό. Στη θέση της υπέρμετρης ποιητικής φαντασίας, τους ευλογοφανείς συνδυασμούς του δικηγόρου που αγορεύει. Ο Μακ Λέναν βρίσκει σε πολλούς άγριους, βάρβαρους, ακόμα και πολιτισμένους λαούς της παλιάς και της νέας εποχής, μια μορφή συνοικεσίου, όπου ο γαμπρός, μονάχος ή με τους φίλους του, πρέπει φαινομενικά ν’ αρπάζει με τη βία τη νύφη από τους συγγενείς της. Αυτό το έθιμο θα πρέπει να είναι υπόλειμμα ενός προηγούμενου εθίμου, όπου οι άντρες μιας φυλής άρπαζαν πραγματικά τις γυναίκες τους με τη βία από άλλες φυλές.
Πώς εμφανίστηκε τώρα αυτός ο «ληστρικός γάμος»; Όσο καιρό οι άντρες έβρισκαν αρκετές γυναίκες στη δική τους φυλή, δεν υπήρχε απολύτως καμιά αφορμή γι’ αυτό τον τρόπο γάμου. Βρίσκουμε όμως τώρα επίσης συχνά ότι σε μη αναπτυγμένους λαούς υπάρχουν ορισμένες ομάδες (που γύρω στο 1865 τις συνταύτιζαν συχνά ακόμα με τις ίδιες τις φυλές), όπου απαγορεύεται ο γάμος μέσα σ’ αυτές, έτσι που οι άντρες να είναι υποχρεωμένοι να παίρνουν τις γυναίκες τους και οι γυναίκες τους άντρες τους έξω από την ομάδα, ενώ σε άλλες υπάρχει το έθιμο οι άντρες μιας ορισμένης ομάδας να είναι υποχρεωμένοι να παίρνουν τις γυναίκες τους μονάχα μέσα από τη δική τους ομάδα.
Ο Μακ Λέναν ονομάζει τις πρώτες εξωγαμικές, τις δεύτερες ενδογαμικές και δημιουργεί χωρίς περιστροφές μια άκαμπτη αντίθεση ανάμεσα σε εξωγαμικές και ενδογαμικές «φυλές». Και παρά το γεγονός ότι η δική του έρευνα για την εξωγαμία του φέρνει μπροστά στη μύτη του το γεγονός ότι αυτή η αντίθεση σε πολλές, αν όχι στις περισσότερες ή ακόμα και σε όλες τις περιπτώσεις, υπάρχει μονάχα στη φαντασία του, ωστόσο την κάνει βάση ολόκληρης της θεωρίας του. Οι εξωγαμικές φυλές μπορούν έτσι να παίρνουν τις γυναίκες τους μονάχα από άλλες φυλές και, στην αδιάκοπη κατάσταση πολέμου ανάμεσα στις φυλές που αντιστοιχεί στην εποχή της αγριότητας, αυτό μπορούσε να γίνει μονάχα με την αρπαγή.
Και ο Μακ Λέναν ρωτάει στη συνέχεια: Από πού προέρχεται αυτό το έθιμο της εξωγαμίας; Η αντίληψη της συγγένειας εξ αίματος και της αιμομιξίας δεν μπορούσαν να έχουν καμιά σχέση μ’ αυτήν, αυτές ήταν φαινόμενα που αναπτύχθηκαν μόλις πολύ αργότερα. Ίσως όμως αυτό να οφείλεται στο πολυδιαδομένο στους άγριους έθιμο, να σκοτώνουν τα κορίτσια αμέσως μόλις γεννηθούν. ‘Ετσι δημιουργείται ένα πλεόνασμα από άντρες σε κάθε ξεχωριστή φυλή, που αναγκαία άμεση συνέπεια του είναι πολλοί άντρες να κατέχουν από κοινού μια γυναίκα: δηλαδή η πολυανδρία. Η συνέπεια πάλι ήταν ότι ήξεραν ποια ήταν η μητέρα ενός παιδιού, όχι όμως ποιος ήταν ο πατέρας, γι’ αυτό και η συγγένεια λογαριάζεται μονάχα από τη γυναικεία γραμμή κι αποκλείεται η αντρική. Αυτό ήταν το μητρικό δίκαιο. Και μια δεύτερη συνέπεια της έλλειψης γυναικών μέσα στη φυλή —μια έλλειψη που τη μετρίαζε, αλλά δεν την εξαφάνιζε η πολυανδρία— ήταν ακριβώς η συστηματική βίαιη απαγωγή γυναικών από ξένες φυλές.
«Επειδή η εξωγαμία και η πολυανδρία πηγάζουν από την ίδια αιτία —την έλλειψη ισαριθμίας ανάμεσα στα δυο φύλα— πρέπει να θεωρούμε ότι όλες οι εξωγαμικές φυλές αρχικά ήτανπολυανδρικές… Και γι’ αυτό πρέπει να θεωρούμε αδιαμφισβήτητο ότι ανάμεσα στις εξωγαμικές φυλές το πρώτο σύστημα συγγένειας ήταν εκείνο που γνωρίζει δεσμούς αίματος μονάχα από τη μητρική πλευρά.» (Mc Lennan, “Studies in Ancietn History”, σελ. 124).
Αφήστε μια απάντηση