Γράφει ο Βελισσάριος Κοσσυβάκης
ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ
Ο τρελός έρωτας του Εμίλ Λοτιάνου
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14/2 – στις 21.00
ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΤΑΙΝΙΑ ΑΓΑΠΗΣ
στο STUDIO new star art cinema.
ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ 4 ΕΥΡΩ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ
Ο τραγικός έρωτας δυο νέων, που τους χωρίζει η ζωή και η διαφορετική φυλετική καταγωγή και μια ταυτόχρονη σκιαγράφηση όλου του πλούτου της τσιγγάνικης παράδοσης.
Ενας ανεκπλήρωτος έρωτας, στη Βεσσαραβία του 19ου αιώνα. Η μουσική του Eβγκένι Ντόγκα επαυξάνει την οπτική εμπειρία ντύνοντας την ταινία με πρωτότυπες συνθέσεις βασισμένες στη Μολδαβική και Τσιγγάνικη παράδοση.
Η ρομαντική και φανταχτερή αυτή ταινία, που καθιέρωσε τον Loteanu ως σκηνοθέτη, προβλήθηκε το 1972 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν, κερδίζοντας ταυτόχρονα δύο πολύ σημαντικά βραβεία: το Βραβείο «Ασημένιο Κοχύλι» και το Ειδικό Βραβείο Κριτών. Το φιλμ έγινε επίσης ιδιαίτερα δημοφιλές στην Ιταλία, με συνέπεια να του απονεμηθεί το Βραβείο San Fedele το 1978.
Αρχηγός μιας περιπλανώμενης μπάντας τσιγγάνων από της στέπες της Βεσσαραβίας (πλέον Μολδαβία), o Toma Alistar είναι ένας ικανότατος βιολιστής. Περιοδεύει στις πρωτεύουσες της Ευρώπης και στις βασιλικές αυλές, όπου είναι περιζήτητος. Όλον αυτό τον καιρό, δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του τον πρώτο του έρωτα, την όμορφη Leanca, που παντρεύτηκε κάπου μακριά όταν ο Toma βρισκόταν σε ταξίδι, και ξοδεύει τα χρόνια και την περιουσία του προσπαθώντας να τη βρει.
Η ιστορία της ταινίας είναι εξαιρετικά απλή και μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: ένας νεαρός μουσικάντης, μεγάλος βιρτουόζος του βιολιού, περιπλανιέται με τη φυλή των Λαουτάρηδων σ’ όλη την Μολδαβία, ψάχνοντας να βρει την αγαπημένη του Leanca, που την πάντρεψαν μ’ έναν πλούσιο τσιγγάνο. Το ερωτικό πάθος του γι’ αυτήν δε θα σβήσει κι όταν ακόμα ασπρίσουν οι τρίχες τις κεφαλής του. Μάταια όμως ο ήρωας θα αναζητά τη μοναδική αγαπημένη του.
Όλη η ταινία πάλλεται από τη μουσική, που καθοδηγεί το ρυθμό της αφήγησης, των συναισθημάτων, του παιξίματος των ηθοποιών (που είναι όλοι αληθινοί μουσικοί). Τα χρώματα συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτό το παιχνίδι της υπερβολής και ο Loteanu χρωματίζει με μια απόλυτη ελευθερία το εξωτερικό κι εσωτερικό τοπίο της ταινίας του.
Αναφερόμενος στη λατρεία των τσιγγάνων, ο Loteanu λέει: “Οι τσιγγάνοι είναι ο μόνος λαός που έχει για πατρίδα του ολόκληρη τη γη. Θρησκεία τους είναι η ατέρμονη περιπλάνηση. Λίκνισμά τους το τραγούδι. Τα παιχνίδια τους είναι οι ζαβολιές, οι απάτες κι οι κλοπές. Στη θέση του Ναού έχουν την Αγάπη. Οι τσιγγάνοι είναι το τελευταίο δείγμα της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας. Ο συμβιβασμός στον έρωτα δε γίνεται ποτέ αποδεκτός στους τσιγγάνους… Το παιχνίδι με τη γυναίκα είναι διαβολικό, γιατί μαζί της είναι αδύνατον να κερδίσεις. Οι τσιγγάνικες ιστορίες είναι παραμύθια για μεγάλους. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά στράφηκαν προς αυτούς συγγραφείς σαν τους Τολστόι, Πούσκιν, Μεριμέ, Λόρκα, Μαρκέζ κ.ά.”.
(από άρθρο του Μπ. Ακτσόγλου)
Link με φωτογραφίες της ταινίας «Lautarii – Οι τσιγγάνοι πεθαίνουν από αγάπη»
ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ
Σκηνοθεσία- Σενάριο: Εμίλ Λοτιάνου
Πρωταγωνιστούν: Sergey Lunkevich, Dumitru Habasescu, Jenea Rolko,
Galina Vodnyatskaya, Grigore Grigoriu, Olga Campeanu
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Vitali Kalashnikov
Μοντάζ: V. Slavich- Dimitriu
Μουσική: Eugen Doga
1971, Moldova-Film, Έγχρωμο, Ρουμάνικα
Διάρκεια: 141’
ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ
Οταν λέμε τσιγγάνικο φολκλόρ εννοούμε κατ’ αρχήν τσιγγάνικη μουσική. Κι όταν λέμε τσιγγάνικη μουσική εννούμε κατ’ αρχήν τσιγγάνικα βιολιά. Η ταινία του Μολδαβού Εμίλ Λοτιάνου είναι ένα είδος τσιγγάνικου μιούζικαλ, στο οποίο πρωταγωνιστεί, και στην οπτική και στην ηχητική μπάντα, ένας ιδιοφυής τσιγγάνος βιολιστής, ένα είδος Μότσαρτ της φολκλορικής-τσιγγάνικης μουσικής, μοιάζει βγαλμένος κατευθείαν απ’ την περιοχή του λαϊκού μύθου.
Και τούτος ο μύθος είναι φορτωμένος με βάσανα και με ηρωισμούς, με έρωτες που γίνονται σκοπός της ζωής και με αγώνες που δίνουν νόημα και στον έρωτα και στην λευτεριά, τα δύο μεγάλα και μοναδικά ιδανικά του τσιγγάνου.
Ο Λοτιάνου δεν είχε παρά να αγαπήσει με πάθος τούτο το αστραφτερό φολκλόρ. Τα υπόλοιπα μοιάζει να έγιναν αυτόματα, ως συνέπεια μιας πράξης ”τρελού έρωτα” : η ταινία του δεν υπακούει σε κανέναν προκαθορισμένο δομικό σχέδιο. Η αφήγηση κυλάει εντελώς ”τρελά”, εντελώς συνειρμικά, όπως σ’ένα ποίημα που προσπαθεί να πάρει τη μορφή μπαλάντας, παραμένοντας πάντα βαθιά και ουσιαστικά λυρικό, ή καλύτερα όπως η μουσική των τσιγγάνων, η αυτοσχεδιαστική και ακατάσταση, που μοιάζει να μην έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλά μόνο μια ”μέση” παρατεινόμενη στο διηνεκές.
Το Βήμα, 13/12/1977, Βασίλης Ραφαηλίδης
Velissarios Kossivakis | 2:21 π.μ. (πριν από 11 ώρες) |
προς Velissarios, κρυφή κοιν.: εγώ ![]() |
ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ
Ο τρελός έρωτας του Εμίλ Λοτιάνου
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14/2 – στις 21.00
ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΤΑΙΝΙΑ ΑΓΑΠΗΣ
στο STUDIO new star art cinema.
ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ 4 ΕΥΡΩ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ
https://www.youtube.com/watch?v=bJnL1fMFIE4
https://www.youtube.com/watch?v=U7NCh6JRlqI
Ο τραγικός έρωτας δυο νέων, που τους χωρίζει η ζωή και η διαφορετική φυλετική καταγωγή και μια ταυτόχρονη σκιαγράφηση όλου του πλούτου της τσιγγάνικης παράδοσης.
Ενας ανεκπλήρωτος έρωτας, στη Βεσσαραβία του 19ου αιώνα. Η μουσική του Eβγκένι Ντόγκα επαυξάνει την οπτική εμπειρία ντύνοντας την ταινία με πρωτότυπες συνθέσεις βασισμένες στη Μολδαβική και Τσιγγάνικη παράδοση.
Η ρομαντική και φανταχτερή αυτή ταινία, που καθιέρωσε τον Loteanu ως σκηνοθέτη, προβλήθηκε το 1972 στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν, κερδίζοντας ταυτόχρονα δύο πολύ σημαντικά βραβεία: το Βραβείο «Ασημένιο Κοχύλι» και το Ειδικό Βραβείο Κριτών. Το φιλμ έγινε επίσης ιδιαίτερα δημοφιλές στην Ιταλία, με συνέπεια να του απονεμηθεί το Βραβείο San Fedele το 1978.
Αρχηγός μιας περιπλανώμενης μπάντας τσιγγάνων από της στέπες της Βεσσαραβίας (πλέον Μολδαβία), o Toma Alistar είναι ένας ικανότατος βιολιστής. Περιοδεύει στις πρωτεύουσες της Ευρώπης και στις βασιλικές αυλές, όπου είναι περιζήτητος. Όλον αυτό τον καιρό, δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του τον πρώτο του έρωτα, την όμορφη Leanca, που παντρεύτηκε κάπου μακριά όταν ο Toma βρισκόταν σε ταξίδι, και ξοδεύει τα χρόνια και την περιουσία του προσπαθώντας να τη βρει.
Η ιστορία της ταινίας είναι εξαιρετικά απλή και μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: ένας νεαρός μουσικάντης, μεγάλος βιρτουόζος του βιολιού, περιπλανιέται με τη φυλή των Λαουτάρηδων σ’ όλη την Μολδαβία, ψάχνοντας να βρει την αγαπημένη του Leanca, που την πάντρεψαν μ’ έναν πλούσιο τσιγγάνο. Το ερωτικό πάθος του γι’ αυτήν δε θα σβήσει κι όταν ακόμα ασπρίσουν οι τρίχες τις κεφαλής του. Μάταια όμως ο ήρωας θα αναζητά τη μοναδική αγαπημένη του.
Όλη η ταινία πάλλεται από τη μουσική, που καθοδηγεί το ρυθμό της αφήγησης, των συναισθημάτων, του παιξίματος των ηθοποιών (που είναι όλοι αληθινοί μουσικοί). Τα χρώματα συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτό το παιχνίδι της υπερβολής και ο Loteanu χρωματίζει με μια απόλυτη ελευθερία το εξωτερικό κι εσωτερικό τοπίο της ταινίας του.
Αναφερόμενος στη λατρεία των τσιγγάνων, ο Loteanu λέει: “Οι τσιγγάνοι είναι ο μόνος λαός που έχει για πατρίδα του ολόκληρη τη γη. Θρησκεία τους είναι η ατέρμονη περιπλάνηση. Λίκνισμά τους το τραγούδι. Τα παιχνίδια τους είναι οι ζαβολιές, οι απάτες κι οι κλοπές. Στη θέση του Ναού έχουν την Αγάπη. Οι τσιγγάνοι είναι το τελευταίο δείγμα της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας. Ο συμβιβασμός στον έρωτα δε γίνεται ποτέ αποδεκτός στους τσιγγάνους… Το παιχνίδι με τη γυναίκα είναι διαβολικό, γιατί μαζί της είναι αδύνατον να κερδίσεις. Οι τσιγγάνικες ιστορίες είναι παραμύθια για μεγάλους. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά στράφηκαν προς αυτούς συγγραφείς σαν τους Τολστόι, Πούσκιν, Μεριμέ, Λόρκα, Μαρκέζ κ.ά.”.
(από άρθρο του Μπ. Ακτσόγλου)
Link με φωτογραφίες της ταινίας «Lautarii – Οι τσιγγάνοι πεθαίνουν από αγάπη»:
ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ
Σκηνοθεσία- Σενάριο: Εμίλ Λοτιάνου
Πρωταγωνιστούν: Sergey Lunkevich, Dumitru Habasescu, Jenea Rolko,
Galina Vodnyatskaya, Grigore Grigoriu, Olga Campeanu
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Vitali Kalashnikov
Μοντάζ: V. Slavich- Dimitriu
Μουσική: Eugen Doga
1971, Moldova-Film, Έγχρωμο, Ρουμάνικα
Διάρκεια: 141’
ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ
όταν λέμε τσιγγάνικο φολκλόρ εννοούμε κατ’αρχήν τσιγγάνικη μουσική. Κι όταν λέμε τσιγγάνικη μουσική εννούμε κατ’αρχήν τσιγγάνικα βιολιά. Η ταινία του Μολδαβού Εμίλ Λοτιάνου είναι ένα είδος τσιγγάνικου μιούζικαλ, στο οποίο πρωταγωνιστεί, και στην οπτική και στην ηχητική μπάντα, ένας ιδιοφυής τσιγγάνος βιολιστής, ένα είδος Μότσαρτ της φολκλορικής-τσιγγάνικης μουσικής, μοιάζει βγαλμένος κατευθείαν απ’την περιοχή του λαϊκού μύθου.
Και τούτος ο μύθος είναι φορτωμένος με βάσανα και με ηρωισμούς, με έρωτες που γίνονται σκοπός της ζωής και με αγώνες που δίνουν νόημα και στον έρωτα και στην λευτεριά, τα δύο μεγάλα και μοναδικά ιδανικά του τσιγγάνου.
Ο Λοτιάνου δεν είχε παρά να αγαπήσει με πάθος τούτο το αστραφτερό φολκλόρ. Τα υπόλοιπα μοιάζει να έγιναν αυτόματα, ως συνέπεια μιας πράξης ”τρελού έρωτα” : η ταινία του δεν υπακούει σε κανέναν προκαθορισμένο δομικό σχέδιο. Η αφήγηση κυλάει εντελώς ”τρελά”, εντελώς συνειρμικά, όπως σ’ένα ποίημα που προσπαθεί να πάρει τη μορφή μπαλάντας, παραμένοντας πάντα βαθιά και ουσιαστικά λυρικό, ή καλύτερα όπως η μουσική των τσιγγάνων, η αυτοσχεδιαστική και ακατάσταση, που μοιάζει να μην έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλά μόνο μια ”μέση” παρατεινόμενη στο διηνεκές.
Το Βήμα, 13/12/1977, Βασίλης Ραφαηλίδης
Ο σκηνοθέτης Nikita Mihalkov, λέει: «Ο Εμίλ Λοτιάνου είχε απίστευτο ταμπεραμέντο και ήταν επεκτατικός άνθρωπος. Άναβε αμέσως, είχε εξαιρετικά ενεργό εσωτερικό κόσμο, ήταν εκρηκτικός και ταυτόχρονα είχε την ικανότητα να μετατρέψει το οτιδήποτε σε ένα ποιητικό σκίτσο.»
«Νομίζω ότι για τους ανθρώπους που γεννιούνται στις κοιλάδες των ποταμών Προύθου και Δνείστερου στην περιοχή της Βεσσαραβίας, εδώ σε αυτή την περιοχή, υπάρχουν άλλοι νόμοι της ύπαρξης, όπου η λαογραφία εκπαιδεύει το παιδί. Δηλαδή σε ένα κανονικό περιβάλλον το παιδί διαμορφώνεται μέσα από την ποίηση και μουσική. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς αυτή τη συνεχή τροφοδοσία του σώματος και του πνεύματος που απαιτεί μια μόνιμη πνευματική τροφή, μέσα από μελωδίες, μουσική, ομορφιά, ποίηση κλπ. Λοιπόν, αυτή είναι μια συνεχής διαδικασία. (…) Θυμάμαι ότι από μικρός μορφώθηκα μέσα από παραμύθια, τραγούδια, παιδικά παιχνίδια που βασίζονται σε αυτοσχέδια τραγούδια («Άla, bala, portocala…»). Τα Χριστουγεννιάτικα και Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα ήταν επίσης ένα σχολείο, μια μικρή μουσική ακαδημία για παιδιά. Στα μέρη μας, μόλις γεννηθεί ένα παιδί, έχει μια εκλεκτή, διακεκριμένη μουσική κουλτούρα που διδάσκεται από τους πλησιέστερους, τους πιο κοντινούς συγγενείς του, τη μητέρα, τον πατέρα και τους παππούδες του. Εγώ μεγάλωσα σε έναν κόσμο με τραγούδια και είχα ένα πολύ προσωπικό δέσιμο με ό,τι ονομάζεται μουσικός ήχος. Emil Loteanou, 1936–2003
Εκείνου για τον οποίο γράφω
Ποτέ μην φοβηθείς την καταιγίδα, την ομίχλη –
Να διαβείς από τον κόσμο, ερωτευμένος με τη ζωή
Μέχρι των οστών τον μυελό!
Εκείνου για τον οποίο γράφω
Μην παραπονεθείς ποτέ ό,τι είναι σύντομη η ζωή,
Μην παραπονεθείς ποτέ ό,τι οι πληγές είναι βαθιές.
Ζωή σημαίνει αγώνας. Έτσι πήγαινε να πολεμήσεις,
Γι’ αυτό είσαι άνθρωπος, για να νικήσεις!
Ποτέ να μην πιστέψεις στο θηρίο,
να μην πιστέψεις ποτέ στον θάνατο
Μόνο στα μάτια της αγαπημένης, κάτω από την σκιά των Καρπαθίων, στην πατρίδα σου.
Να είναι το τραγούδι σου αστραπή τη νύχτα
Και οι άνθρωποι δεν θα το ξεχάσουν.
Γλυκιά σαν μέλι η καταιγίδα τον Μάη νεαρό κλαδί,
Όλα τα καλά που διαθέτεις, στον κόσμο κάνε τα δώρο.
Και ρίχνοντας τα μπουμπούκια που φέρνεις πάνω στο έμβλημα,
Να ξέρεις: Μάταια δεν έζησες!
Ποτέ μην φοβηθείς την καταιγίδα, την ομίχλη –
Μόνο το χορτάρι βρίσκεται κάτω από τη λεπίδα της σκαπάνης.
Να διαβείς από τον κόσμο, ερωτευμένος με τη ζωή
Μέχρι των οστών τον μυελό!
ΕΜΙΛ ΛΟΤΙΑΝΟΥ 1956
Αφήστε μια απάντηση