Τα απειλούμενα «δημοκρατικά» καθεστώτα και τα νέα πολιτικά σύμβολα

του Σπύρου Ραυτόπουλου

Αποδείχτηκε προσφάτως ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη απειλή για τα «δημοκρατικά» καθεστώτα της πολιτικά υπερήφανης Δύσης από την ίδια τη δημοκρατία. Ακόμα και η εξαγγελία ενός μεμονωμένου δημοψηφίσματος μέσω του οποίου ένας λαός θα μπορούσε να εκφράσει τη βούλησή του επί συγκεκριμένου πολιτικοοικονομικού ζητήματος ύψιστης για το μέλλον του σημασίας, ήταν αρκετή για να προκαλέσει πανικό σε αγορές, κυβερνήσεις, κόμματα και ΜΜΕ που φανερά σοκαρισμένοι αντέδρασαν με συντονισμένα και διασταυρούμενα προειδοποιητικά πυρά, με οργή, απροκάλυπτες απειλές, υποκριτική έκπληξη, ακόμα και με επίκληση των δημοκρατικών αρχών και του σεβασμού των θεσμών!
Αυτό που θα έπρεπε κυρίως να προβληματίσει δεν είναι ούτε η πολιτική και οικονομική σκοπιμότητα της εξαγγελίας, ούτε η ορθότητά της. Το ουσιαστικό πολιτικό ζήτημα δεν το έθεσε η εξαγγελία του δημοψηφίσματος αλλά οι σχετικές αντιδράσεις. Τόσο αυτές όσο και η μη επαρκής ανάλυσή τους από πολιτικούς αναλυτές και επιστήμονες αποτελούν αδιάψευστα σημεία πολιτικής σήψης. Κι αυτό διότι η κατ’ εξοχήν δημοκρατική διαδικασία, αυτή του δημοψηφίσματος, αντιμετωπίζεται από τους τελετάρχες του κοινοβουλευτισμού -φανερά πλέον- ως αποσταθεροποιητική και απειλητική για το πολιτικό μας σύστημα, ενώ αντιθέτως, οι εκλογές λατρεύονται από περίπου σύσσωμη την φυλή των πολιτικών καριέρας και των επίδοξων μιμητών τους ως θεσμικό τοτέμ. Είναι απολύτως εξηγήσιμο, καθότι οι εκλογές δεν συνιστούν από μόνες τους καμιά ουσιώδη πολιτική παρέμβαση της κοινωνίας. Αντιθέτως, αυτή παραμένει παρκαρισμένη στο πολιτικό περιθώριο και μάλιστα με ανανεωμένο προπληρωμένο χρόνο στάθμευσης για άλλα τέσσερα χρόνια! Με το παρόν σύνταγμα κάθε εκλογική διαδικασία ανάδειξης πολιτικών «αντιπροσώπων» σημαίνει θεωρητικά τετραετή ανανέωση της εντολής για αυθαιρεσία. Και μόνο αυτό είναι άκρως ενδεικτικό του πολιτικού σκοταδισμού που έχει επιβληθεί μέσω της κυρίαρχης πολιτικής θεωρίας και ρητορείας.

Όμως, πλέον η πολιτική αγυρτεία και ο κυνισμός της εξουσίας έχουν προχωρήσει παραπέρα: ακόμα και αυτές οι εκλογές, όταν θεωρούνται ως πιθανώς κυοφορούσες απονομιμοποιητικά αποτελέσματα, μπορούν πλέον να αποφεύγονται με εξωθεσμικές μανούβρες και «συμφωνίες δωματίου» που επικυρώνονται πρόθυμα από τον πρόεδρο της «δημοκρατίας»! Αυτές έχουν σκοπό την εξασφάλιση του πολιτικού χρόνου που κρίνεται απαραίτητος όχι μόνο ειδικά για την επικύρωση και εφαρμογή μιας ακραία αντικοινωνικής πολιτικής, αλλά και γενικότερα για την περαιτέρω αμυντική θωράκιση της ολιγαρχίας. Η εξουσία μας λέει κατάμουτρα ότι σχεδόν δεν χρειάζεται καμία λαϊκή ετυμηγορία, ούτε την παραμικρή πολιτική ανάμιξη της κοινωνίας, καθώς το χρίσμα το λαμβάνει απ’ ευθείας από τις Βρυξέλες και τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές έδρες, τη δε νομιμοποίηση μέσα από τα ιδιόκτητα τηλεοπτικά της παράθυρα.

Κι όμως, τη στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός μας δίνει τα πιο κυνικά του δείγματα πολιτικοοικονομικού αμοραλισμού, η εγνωσμένου κύρους διανόηση είτε σιωπά είτε ψελλίζει ακίνδυνες κοινοτοπίες περί θεσμικών παρατυπιών (σαν να πρόκειται για κάτι εντελώς επουσιώδες) και κάποιες επικρίσεις για λεπτομέρειες των σχεδίων και των μέτρων κοινωνικού αφανισμού, αν όχι και επαίνους για τη δήθεν ανασυγκρότηση, …επιτέλους, του κράτους και της οικονομίας! Αντί να εκμεταλλευτεί το προφανέστατο βραχυκύκλωμα της αστικής δήθεν-δημοκρατίας, τα οικτρά της πολιτικά και οικονομικά αποτελέσματα και την πολιτισμική και ηθική κατάπτωση που αναπαράγει, κι έτσι να τεκμηριώσει με αδιάσειστα επιχειρήματα τη φανερή χρεωκοπία του νεοφιλελευθερισμού, του αμερικανόπνευστου καταναλωτισμού, του κομματισμού, της κομματοκρατίας, του ανέλεγκτου κοινοβουλευτισμού, αντί να καταγγείλει το ταξικό κράτος που πλέον κάνει επίδειξη αυταρχισμού καταλύοντας και στην πράξη το πανεπιστημιακό άσυλο, έσπευσε να πάρει θέση εχέφρονος συναινετικού απέναντι στη δήθεν ονειροπόλο πλην άφρονα αυθόρμητη λαϊκή δραστηριοποίηση και απέναντι στην αντισυστημική πλατεία. Η δεξιά την είδε ως δυνητικά επικίνδυνη για το πολίτευμα και την πολιτική τελετουργία εκτροπή. Έχει απόλυτο δίκιο από την πλευρά της η δεξιά!

Αυτή που είχε και έχει άδικο είναι η επίσημη αριστερά. Το λιγότερο που της καταλόγισε είναι αναποτελεσματικότητα, παρότι η πλατεία ήταν αυτή που όχι μόνο αποτέλεσε το σημείο αναφοράς ευρύτατων λαϊκών κινητοποιήσεων, αλλά και προχώρησε πολύ ταχύτερα και τολμηρότερα από το αναμενόμενο. Γεννήθηκε ένα ουσιωδώς δραστηριοποιημένο συλλογικό υποκείμενο, με παρουσία στο κέντρο της πολιτικής σκηνής και του πολιτικού προβληματισμού, και με θέσεις όχι μόνον αντικυβερνητικές αλλά και αντισυστημικές, με ουσιώδη αμφισβήτηση της πολιτικής νόρμας, ένα συλλογικό υποκείμενο που, παρά τις αδυναμίες του, στρέφει το βλέμμα του στον πολιτικό πυρήνα και όχι στον κοινοβουλευτικό και κομματικό φλοιό και στα επιφαινόμενα. Ας είμαστε ειλικρινείς: αυτό ακριβώς είναι που ενόχλησε και ανησύχησε το κατεστημένο (δεξιό και αριστερό), όχι το αντίθετο! Το πόσο επικίνδυνα είναι τέτοια αυθόρμητα κινήματα αποδεικνύεται άλλωστε όχι μόνο από το ότι, σε αντίθεση με τις συμβιβασμένες παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, κατάφεραν να δρομολογήσουν εξελίξεις στη βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, ούτε μόνο από την ταχύτατη διάδοσή τους στο καπιταλιστικό κέντρο, αλλά και από τη λυσσώδη και πανικόβλητη αντίδραση των κατά τόπους Παπουτσήδων της κεντρικής εξουσίας και των Καμίνηδων της αυτοδιοίκησης. Φαίνεται στην απαξιωτική έως και εχθρική αντιμετώπισή τους από όλες τελικά τις δυνάμεις εξουσίας, της τέταρτης συμπεριλαμβανομένης, που με φόβο διαπιστώνουν ότι ο κοινωνικός αναβρασμός εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους που αφορούν τα κεκτημένα τους, την καριέρα, την περιουσία, ενδεχομένως και την ελευθερία τους.

Όλοι αυτοί αρχίζουν να φοβούνται ότι βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους του πολιτικού σκοταδισμού και είναι φυσικό να ενοχλούνται από τη σκανδαλώδη για τον αστικό κομφορμισμό και καθωσπρεπισμό τους εμφάνιση νέων πολιτικών πρακτικών και συμβόλων. Έχουμε σήμερα τη μετατροπή ταξικά αντιποιημένων από την εξουσία εθνικών συμβολισμών σε συμβολισμούς ζωντανής αντιφασιστικής λαϊκής αντίστασης (διακοπή στρατιωτικών παρελάσεων και παρέλαση συγκεντρωμένων, αποδοκιμασία και εκδίωξη επισήμων από τις εξέδρες και συμβολική αντικατάστασή τους από απλούς πολίτες), έχουμε το σύμβολο της απαξιωτικής ανοιχτής παλάμης που στρέφεται στη Βουλή και στην εξέδρα των επισήμων, των μαθητών που αποστρέφουν το βλέμμα τους από την κουστωδία των αυτάρεσκων ανδρείκελων της εξουσίας, ή του αντίσκηνου που στήνεται σε κατειλημμένες πλατείες σε Ευρώπη και Αμερική για να δηλώσει την αποφασιστικότητα των διαδηλωτών και την πρόθεσή τους να παραμείνουν στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Κάθε πόλεμος διεξάγεται και σε συμβολικό επίπεδο και αυτό είναι που εξηγεί τον πανικό της κυρίαρχης τάξης και τη σπουδή με την οποία επιδίδεται στην καταδίκη, την απονοηματοδότηση, την εξαφάνιση των νέων συμβόλων. Τυπικό παράδειγμα προσφέρουν κυβερνήσεις και τοπικές αρχές, που ενώ δε δίνουν δεκαράκι τσακιστό για την δυστυχία των άστεγων των πόλεων και των μεταναστών, την δράση των φασιστοειδών και των ρατσιστών, τις εικόνες χημικού πολέμου και απρόκλητης βίας, παρά ταύτα αισθάνονται ξαφνικά προσβεβλημένη την κοινωνική τους αιδώ από την αμφισβήτηση των κυρίαρχων συντηρητικών συμβόλων (θεσμικών και εθνικιστικών) και τραυματισμένη την άψογη αισθητική τους από τα αντίσκηνα των κατειλημμένων δημόσιων χώρων, από αυτό που οι δικοί μας άρχοντες χαρακτηριστικά και ρατσιστικά ονόμασαν «τσαντίρια». Οι ανά τον κόσμο «εκκαθαριστικές» επιχειρήσεις δεν έχουν την παραμικρή σχέση με αιτίες αισθητικές, υγειονομικές, ή παραγωγικές όπως υποκριτικά δηλώνεται αρμοδίως. Απλώς, οι καταλήψεις δημόσιων χώρων και αυτά τα «τσαντίρια», ήρθαν να διασαλεύσουν το είδος της ευταξίας, της ευρυθμίας και της κοινωνικής ειρήνης που κολακεύει την εικόνα κάθε ολιγαρχίας και κάθε ολοκληρωτικού καθεστώτος.

Ειδικά αυτά της πλατείας Συντάγματος, όπως και οι παρακείμενες ανοιχτές συνελεύσεις επιτελούσαν ένα συμβολικό αντιστασιακό και ανατρεπτικό ρόλο λειτουργώντας ως δηλητηριώδες αγκάθι στην κατά φύσιν έδρα του συστήματος και ταυτοχρόνως ως ένα λαμπερό αυτόφωτο σύμβολο δημοκρατίας που ακτινοβολούσε απέναντι ακριβώς από το σκιερό θλιβερό σύμβολο της αστικής κοινοβουλευτικής διακωμώδησής της.

Πηγή: Διακυβέρνηση και Πολιτική

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *