της Μαριάννας Τζιαντζή
Κάποιες στιγμές, μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις. Ομως, τούτη τη φορά 60 μόνο λέξεις ζωγράφισαν ένα τοπίο ζόφου και αδικίας. Λέξεις γραμμένες σε μια κάρτα που κυλούσε αδιάκοπα στην οθόνη του Alter την Τετάρτη, ημέρα της απεργίας στα ΜΜΕ. Εκατοντάδες χιλιάδες μάτια πρέπει να είδαν, εκεί στο ζάπινγκ, τη σχετική ανακοίνωση των απλήρωτων εργαζομένων του σταθμού και ίσως κάποιες καρδιές να σφίχτηκαν:
«Εδώ και ενάμιση χρόνο η διοίκηση του Αlter μάς κοροϊδεύει. Καθυστερεί τους μισθούς μας, μας υπόσχεται ημερομηνίες πληρωμής που ποτέ δεν τηρεί και μας οδηγεί στην ανέχεια (…) και πλέον έχουμε όλοι πρόβλημα επιβίωσης».
Στη δεκαετία του ’90 έκανε θραύση ο Ακάλυπτος (o Αντώνης Καφετζόπουλος στη σειρά «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή»), ένας παμπόνηρος τύπος που δεν πλήρωνε ποτέ. Τώρα όμως ήρθε η εποχή του Απλήρωτου, που εργάζεται και δεν πληρώνεται. Μόνο που ο Απλήρωτος δεν έχει γίνει τηλεοπτικός ήρωας.
Σχετικά εύκολα μπορεί κανείς να βρει ένα πιάτο φαγητό – μέχρι στιγμής. Τι συμβαίνει όμως όταν κάποιος δεν έχει ξυραφάκι για να ξυριστεί, πάνες για να αλλάξει το μωρό, χρήματα για το εισιτήριο του λεωφορείου; Πώς εικονογραφείται η ντροπή του σαραντάρη που αναγκάζεται να ζητάει χαρτζιλίκι από τον πατέρα του; Ακόμα και η απελπισία της ξανθιάς, της ώριμης ξανθούλας που βλέπει τη μαύρη (ή και την άσπρη) ρίζα να θεριεύει – κι αυτό δεν είναι αστείο. Σπάνια οι τετριμμένες εικόνες της μικρής καθημερινής φτώχειας φτάνουν στην οθόνη. Μόνο όταν κάποιος χρεοκοπημένος επιχειρηματίας ή άνεργος σαλτάρει στο κενό, η προσωπική τραγωδία γίνεται είδηση. Στο Διαδίκτυο αναφέρθηκε ότι κάποιοι από τους Απλήρωτους διανυκτερεύουν στo κτίριο του Alter γιατί τους έχουν κάνει έξωση και δεν έχουν πού αλλού να μείνουν. Εκεί από όπου κάποτε παρήλαυναν οι λαμπερές τηλεβεντέτες, τώρα κάποιοι άγνωστοί μας δημοσιογράφοι, υπάλληλοι, κοιμούνται, παλεύουν και ονειρεύονται…
Μα η Ελλάδα έχει περισσότερα κανάλια από όσα αντέχει η αγορά. Γνωστό και λογικό το επιχείρημα. Μόνο που ο εξορθολογισμός του τηλεοπτικού τοπίου δεν μπορεί να περνάει μέσα από την οδύνη των αθώων και την αθώωση των ενόχων – γιατί σίγουρα κάποιοι φταίνε.
Ετσι τελειώνει ο παλιός τηλεοπτικός μας κόσμος. Οχι με έναν πάταγο, όπως λένε οι γνωστοί στίχοι, αλλά μ’ ένα λυγμό που ας ελπίσουμε ότι δεν περνάει απαρατήρητος.
Δεν κλαίγω τα «Παρατράγουδα» και το «Κους κους». Δεν κλαίγω το κανάλι, δεν κλαίγω τους τηλεστάρ. «Μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα με τα ξανθά μαλλιά».
(ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, “Εικονογράφημα”, 3-12-2011)
Αφήστε μια απάντηση