Όταν ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος απαγόρευσε τις κοντές φούστες

Στις 30 Νοέμβρη 1925, η Ελλάδα της «Ιδιώνυμης Δημοκρατίας» του Θεόδωρου Πάγκαλου βίωσε μια από τις πιο γελοίες αλλά και αποκαλυπτικές στιγμές της σύντομης δικτατορίας του: με Προεδρικό Διάταγμα απαγορεύτηκε στις γυναίκες να φορούν φούστες που το στρίφωμα τους απείχε λιγότερο από 30 εκατοστά από το έδαφος.

Δηλαδή, πρακτικά, απαγορεύτηκαν οι φούστες πάνω από το γόνατο – μια μόδα που είχε έρθει από την Ευρώπη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συμβόλιζε τη χειραφέτηση της «νέας γυναίκας» (flapper girls).

Ο Πάγκαλος, που είχε ανατρέψει την κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου στις 25 Ιούνη 1925 και αυτοανακηρύχθηκε «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» (ουσιαστικά δικτάτορας), δικαιολόγησε την απόφαση με τη γνωστή του φράση: «Η Ελλάς πρέπει να διατηρήση τα ήθη και έθιμα του έθνους». Στην πραγματικότητα, η απαγόρευση ήταν μέρος ενός ευρύτερου παρεμβατικού προγράμματος «ηθικής εξυγίανσης» που περιλάμβανε:

➤ Απαγόρευση των μακριών μαλλιών στους άντρες (κυνηγούσε με ψαλίδι τους φοιτητές στο Πανεπιστήμιο!)

➤ Απαγόρευση των χαρτοπαιξίων και του τάβλι σε καφενεία

➤ Υποχρεωτική προσέλευση στην εκκλησία τις Κυριακές

➤ Λογοκρισία Τύπου και διώξεις κομμουνιστών (το περίφημο «Ιδιώνυμο» θα ερχόταν λίγο αργότερα, το 1929, από τον Βενιζέλο, αλλά ο Πάγκαλος είχε ήδη ανοίξει τον δρόμο).

Η αστυνομία πήρε την εντολή και την εφάρμοσε: γυναίκες συλλαμβάνονταν στους δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, τους μετρούσαν το ύψος της φούστας με μεζούρα και, αν ήταν «παραβάτισσες», τις οδηγούσαν στο τμήμα ή τις υποχρέωναν να γυρίσουν σπίτι να αλλάξουν.

Οι εφημερίδες της εποχής (όσες δεν είχαν ακόμα κλείσει) γέμισαν με σκίτσα και ειρωνικά σχόλια: «Ο στρατηγός Πάγκαλος κηρύσσει τον πόλεμο… στις γάμπες!».

Η διάταξη αυτή εκδόθηκε στις 30 Νοέμβρη 1925) και ανέφερε:

«Περί ορισμένου μήκους φουστών δεσποινίδων άνω των 12 ετών και κυριών κυκλοφορουσών εις δημόσια εν γένει μέρη και κέντρα».

«Ορίζομεν όπως αι κυρίαι και δεσποινίδες αι άνω των 12 ετών οσάκις περιέρχονται τα δημόσια εν γένει μέρη ως και όταν εισέρχονται εντός των δημοσίων κέντρων φέρωσι φούστας ων το κατώτατον άκρον δέον να απέχη από του εδάφους 30 εκατοστά. Του μέτρου θεωρούνται συνυπεύθυνοι οι γονείς ή οι επίτροποι των ανηλίκων κοριτσιών…Οι παραβάται της παρούσης καταδιώκονται και τιμωρούνται συμφώνως προς το άρθρον 007 του ποινικού νόμου…»

Η απαγόρευση δεν ήταν απλώς γραφική. Ήταν βαθιά ταξική και σεξιστική.
Οι αστές και μικροαστές γυναίκες της Αθήνας που υιοθετούσαν τη μόδα της Ευρώπης ήταν αυτές που στοχοποιήθηκαν. Οι εργάτριες, οι αγρότισσες, οι προσφυγοπούλες που ζούσαν σε παράγκες δεν είχαν ούτε τα λεφτά ούτε την πολυτέλεια να φορούν μεταξωτές φούστες μέχρι το γόνατο.

Η «ηθική εξυγίανση» του Πάγκαλου χτυπούσε ακριβώς την ελευθερία του γυναικείου σώματος την στιγμή που οι γυναίκες, μετά τον πόλεμο και την Μικρασιατική Καταστροφή, άρχιζαν δειλά-δειλά να διεκδικούν δημόσιο χώρο: να δουλεύουν, να καπνίζουν, να χορεύουν τσάρλεστον, να κόβουν τα μαλλιά τους κοντά.

Ο ίδιος ο Πάγκαλος, ένας χοντροκομμένος στρατιωτικός με μουστάκι και αυτοκρατορικές φιλοδοξίες, έβλεπε στην κοντή φούστα όχι μόδα αλλά «αποθέωση της χυδαιότητας» και απειλή για την «εθνική αξιοπρέπεια».

Ήταν η ίδια λογική που λίγους μήνες αργότερα θα τον οδηγούσε να απαγορεύσει και τα… μαγιό στις παραλίες (εκτός αν ήταν ολόσωμα και μέχρι τον αστράγαλο!).

Η δικτατορία Πάγκαλου κράτησε μόλις 14 μήνες. Στις 22 Αυγούστου 1926 ανατράπηκε από τον Γεώργιο Κονδύλη (άλλος στρατιωτικός, άλλη φάρσα). Οι φούστες ξανακοντύνουν σχεδόν αμέσως. Όμως η μνήμη της απαγόρευσης έμεινε σαν σύμβολο: κάθε φορά που η εξουσία επιχειρεί να ελέγξει το γυναικείο σώμα, από τον Πάγκαλο μέχρι τους σημερινούς «υπερασπιστές της παράδοσης», η ιστορία επαναλαμβάνεται – πρώτα σαν τραγωδία, μετά σαν κωμωδία,…

***

Αυτό το γεγονός δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο απ’ το ρεμπέτικο. Η συγκεκριμένη διαταγή αποτέλεσε έμπνευση για το ρεμπέτικο κομμάτι του Γιώργου Μητσάκη, το οποίο ξεκινούσε με τον –ιστορικό- στίχο «Στην εποχή του Πάγκαλου ήταν μακριές οι φούστες».

Στην εποχή του Πάγκαλου

Στην εποχή του Πάγκαλου ήταν μακριές οι φούστες
Στο Μοναστηράκι αράζανε οι σούστες
Λίγοι περπατούσανε τότε με τις κούρσες
Σταυροπόδι στις αυλές, τι ‘ναι αυτά που λες;

Σήμερα κι οι κόμισες βαστούν κομπολογάκι
Μπότα ως το γόνατο κι αβέρτα τσιγαράκι
Κοίτα πώς αλλάξανε τα χρόνια Δημητράκη
Σταυροπόδι στις αυλές, τι ‘ναι αυτά που λες;

Κι ο Μπαϊρακτάρης ο σκληρός δεν σήκωνε ζορλίκι
Έκοβ’ απ’ τους μάγκες το ένα το μανίκι
Η μαγκιά τους έφευγε και το νταηλίκι
Σταυροπόδι στις αυλές, τι ‘ναι αυτά που λες;

Σήμερα κι οι κόμισες βαστούν κομπολογάκι
Μπότα ως το γόνατο κι αβέρτα τσιγαράκι
Κοίτα πώς αλλάξανε τα χρόνια Δημητράκη
Σταυροπόδι στις αυλές, τι ‘ναι αυτά που λες;

Οι στίχοι του ήταν σε ακατέργαστη λαϊκή εκδοχή, με την αργκό της εποχής:

  • σούστες = οι χωροφύλακες με τις γκέτες
  • κούρσες = τα αυτοκίνητα (σπάνια τότε, μόνο οι πλούσιοι)
  • κόμισσες = οι «κυρίες» της καλής κοινωνίας
  • μπαϊρακτάρης = ο Πάγκαλος (από το «μπαϊράκι» = σημαία, γιατί ήταν φαντασμένος στρατηγός)

Το ρεφρέν «Σταυροπόδι στις αυλές τι ’ναι αυτά που λες» είναι καθαρή κοροϊδία:
ο Πάγκαλος είχε απαγορεύσει και το σταυροπόδι στις γυναίκες στους εξωτερικούς χώρους («τις αυλές») γιατί… έδειχναν τη γάμπα όταν καθόντουσαν!
Οπότε το λένε και γελάνε: «Τι είναι αυτά που λες, ρε Πάγκαλε; Να μην καθόμαστε ούτε σταυροπόδι;».

Το τραγούδι έχει ακουστεί αργότερα και από τον Μάρκο στον οποίο έχει αποδοθεί η φράση: «Η φούστα κόντυνε, ο Πάγκαλος έφυγε, η μαγκιά έμεινε»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *