Μπορούν οι τεχνοκράτες να απαντήσουν στην κοινωνική πραγματικότητα;

Του Γιώργου Σόφη*

Τα τελευταία χρόνια γίνεται μεγάλος λόγος για το ρόλο που διαδραματίζουν όχι  τόσο οι κοινωνικές τάξεις μέσα σε μία κοινωνία, αλλά ορισμένες κοινωνικές ομάδες με κριτήρια διαταξικά, όπως θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει. Αναφέρομαι κύρια για το ρόλο πρώτα απ’ όλα των τεχνοκρατών και δευτερευόντως των διανοούμενων.

Αφορμή για τις παρακάτω σκέψεις αποτέλεσε η τοποθέτηση του Λουκά Παπαδήμου ενός κατ’ εξοχήν  τεχνοκράτη στη θέση του πρωθυπουργού της χώρας και το ότι λανσαρίστηκε από τα ΜΜΕ ως ο πλέον κατάλληλος άνθρωπος για να διαχειριστεί την οικονομική κρίση, αφού όπως χαρακτηριστικά τονίζεται γνωρίζει από τα μέσα τα προβλήματα της οικονομίας, αλλά και την εκτεταμένη προβολή ορισμένων παραγόντων του δημόσιου βίου, κυρίως πανεπιστημιακών και στελεχών επιχειρήσεων.

Θα έπρεπε πριν μιλήσουμε για το γενικό ζήτημα να τονίσουμε ότι ο σημερινός πρωθυπουργός είναι σαφέστατα γνώστης της κρίσης, αφού ο ίδιος συνέβαλε τα μέγιστα για την σημερινή εξέλιξη από τη θέση του ως διοικητής της Τράπεζας Ελλάδας την εποχή της κυβέρνησης Σημίτη και την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Όμως είναι βέβαιο ότι ο ίδιος στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τονίζει ότι δεν έχει καμία ευθύνη αφού αυτός εντολές εκτελούσε και τίποτε περισσότερο, προσδιορίζοντας έτσι και το πραγματικό του ρόλο ως τεχνοκράτης στις πολιτικές αποφάσεις των κυβερνήσεων. Ας δούμε όμως σφαιρικότερα το πρόβλημα και πέρα απ’ τα πρόσωπα αρχικά.

Το βασικό πρόβλημα αφορά φυσικά το ζήτημα της οικονομίας. Εγείρονται ταχτικά διάφορα ερωτήματα. Γιατί δεν βάζουμε έναν ειδικό στη κατάλληλη θέση για να «ξέρει» τα προβλήματα που υπάρχουν. Έτσι γιατί δεν βάζουμε ένα γιατρό στο υπουργείο υγείας, έναν εκπαιδευτικό στο υπουργείο παιδείας, ή έναν καλό οικονομολόγο στο υπουργείο οικονομίας για να δώσει λύσεις, αφού αυτός ξέρει καλύτερα τα πράγματα αφού γνωρίζει και το αντίστοιχο αντικείμενο.
Το πρόβλημα αυτό έχει εμφανιστεί με ιδιαίτερα οξύ τρόπο στις σημερινές συνθήκες που η οικονομική κρίση τσακίζει κόκαλα και οδηγεί εκατομμύρια καθημερινά στον κόσμο, στην εξαθλίωση, τη φτώχια, τον πόλεμο και το θάνατο.

Στη λογική αυτή έχουν ξεπροβάλει διάφορες ομάδες τεχνοκρατών και πρώτα απ’ όλα οικονομολόγων οι οποίοι στην προηγούμενη περίοδο ήταν παντελώς άγνωστοι, οι οποίοι περιφέρονται από τηλεοπτικό σταθμό σε σταθμό, από ραδιόφωνο σε ραδιόφωνο, από συγκέντρωση σε συγκέντρωση και σαν οι νέοι μεσσίες διαλαλούν την πραμάτεια τους, που δεν είναι άλλη από μια λύση που αν εφαρμοστεί, τότε ως δια μαγείας θα λυθούν όλα τα προβλήματα.

Στα πλαίσια αυτά υπάρχουν δύο μεγάλες σχολές που κυριαρχούν στην επικαιρότητα, που κινούνται παράλληλα με εντελώς διαφορετική πρόταση αλλά ίδια αφετηρία. Η μία εκφράζει τον ακραιφνή νεοφιλελευθερισμό και βρίσκει την προς τα έξω έκφρασή του κυρίως στο συγκρότημα Αλαφούζου (Καθημερινή, Σκάϊ) και η άλλη στα έδρανα της φιλοευρωπαϊκής αλλά και της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Η ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΩΝ ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΩΝ

Η πρώτη συνδέεται στενά με τις λεγόμενες αγορές, δηλαδή με το χρηματιστικό κεφάλαιο (τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρείες, οίκοι αξιολόγησης). Ο ρόλος τους είναι απολύτως σαφής και δεν τον κρύβουν ούτε οι ίδιοι. Πιέζουν με κάθε μέσο για να συντρίψουν κάθε εργατική κατάκτηση, να διαλύσουν κάθε έννοια συλλογικής δράσης. Κυρίαρχο σύνθημά τους είναι το γνωστό ΚΑΝΤΟ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ, ΜΠΟΡΕΙΣ.

Έρχονται ανοιχτά σε ρήξη με όποιες κυβερνητικές επιλογές δεν υποτάσσονται στις επιλογές τους αυτές και όχι σπάνια απαξιώνουν κάθε άλλη έκφραση που εμφανίζεται στον κοινωνικό βίο. Έχουν σαν αντίπαλό τους την εργατική τάξη και το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα και βρίσκουν έκφραση σε όλα τα κόμματα της άρχουσας τάξης, δηλαδή την ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ. Η ρητορική τους είναι πάντα επιθετική π.χ. ο λόγος της Μπακογιάννη, της πιο ακραίας έκφρασης ίσως στη χώρα μας.

Πρέπει όμως να υπενθυμίσουμε ότι αρκετοί απ’ αυτούς είχαν βγει και πάλι στο προσκήνιο της ζωής όταν η άρχουσα τάξη με πρωθυπουργό τον εκφραστή του εκσυγχρονισμού τον Σημίτη, και εκτελεστικό όργανο τον Παπαντωνίου εφορμούσε λυσσασμένα στο κομπόδεμα των Ελλήνων, τους οδηγούσε στη λαιμητόμο του χρηματιστηρίου και ταυτόχρονα διέλυε το κοινωνικό κράτος οδηγώντας στη χρεοκοπία τα ασφαλιστικά ταμεία.

Παρ’ όλα αυτά οι κύριοι αυτοί που σήμερα απαιτούν την καρατόμηση των λαϊκών στρωμάτων δεν αισθάνονται καμιά ανάγκη να κάνουν έστω και μια στοιχειώδη αυτοκριτική, αφού άλλωστε πουθενά στη πραγματικότητα δεν απέτυχαν στα σχέδιά τους. Δηλαδή στη βίαιη αναδιανομή του πλούτου, αυξάνοντας τα κέρδη σε όλο και λιγότερα χέρια και διευρύνοντας τα κοινωνικά στρώματα της φτώχειας.

Εκείνο όμως που πρέπει να παρατηρήσει κανείς και να το αντιληφθεί με μεγαλύτερο βάθος είναι η κυνική απάντηση που οι ίδιοι δίνουν όταν βρεθούν στριμωγμένοι στη γωνία. Εμείς, τονίζουν, δεν είμαστε υπεύθυνοι για την κρίση ή για τα όποια μέτρα. Εμείς απλά βρίσκουμε τις συνταγές για να εφαρμοστούν οι πολιτικές που μας ζητάνε αυτοί που κάθε φορά κυβερνάνε. Δηλαδή ομολογούν ότι δεν καθορίζουν αυτοί τη γραμμή πλεύσης αλλά βρίσκουν εκείνους τους τρόπους που θα εφαρμοστεί η πολιτική που έχει αποφασιστεί.

Παρ’ όλα αυτά και παρά την κυνική τους ομολογία ότι είναι απλά υπάλληλοι των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, υπάρχει έντονα σήμερα το ερώτημα για το ποιος κυβερνά σήμερα τον πλανήτη. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια χούντα του διεθνούς τραπεζικού συστήματος όπως υπονοούν κάποιοι; Είμαστε μπροστά σε μια σύγκρουση των αγορών με τους πολιτικούς; Είναι ερωτηματικά που πρέπει να απαντηθούν ώστε να είναι καθαρό το τοπίο των συγκρουόμενων κοινωνικά δυνάμεων και να μπορούν να προσδιορισθούν και οι ανάλογες συμμαχίες.

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΨΑΧΝΕΙ ΓΙΑ ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΕΣ.

Υποστηρίζεται από ορισμένους ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο έχει αυτονομηθεί απ’ τις κυβερνήσεις των χωρών, ότι έχει στην πραγματικότητα φτιάξει μια υπερκυβέρνηση που καθορίζει τις εξελίξεις και επιβάλει στις επί μέρους κυβερνήσεις αντίστοιχες πολιτικές. Μια τέτοια αντίληψη υποβαθμίζει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της μεγαλοαστικής τάξης των κυρίαρχων χωρών, δημιουργεί ένα νέο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος που άλλοι το ονόμασαν παγκοσμιοποίηση και άλλοι ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Με τον ένα ή άλλο όμως τρόπο απέρριψαν τη θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό και ανακάλυψαν άλλου είδους αντιθέσεις στο σύγχρονο κόσμο.

Όμως η πραγματικότητα ούτε τους δικαιώνει ούτε αφήνει και περιθώρια αμφισβήτησης του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα των μονοπωλιακών αστικών τάξεων των χωρών αυτών. Είναι προφανές ότι η μεγαλοαστική τάξη δεν είναι ενιαία και πολύ περισσότερο αγαπημένη. Στο εσωτερικό της υπάρχουν ισχυρές αντιθέσεις που πηγάζουν απ’ την προσπάθεια των τμημάτων της να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους και να αρπάξουν από άλλα τμήματά της οφέλη. Όμως η τάξη αυτή έχει κάθε φορά ένα βασικό εκφραστή που διαχειρίζεται τα συνολικά της συμφέροντα και οργανώνει την αντίδρασή της απέναντι στην αντίπαλη τάξη που είναι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της. Απ’ την άποψη αυτή είναι λάθος να μιλάει κανείς για κυριαρχία της οικονομίας πάνω στη πολιτική, να μιλάει για χούντα του τραπεζικού κεφαλαίου και να θεωρεί ότι κάποιοι εκφραστές των αγορών έχουν τον απόλυτο έλεγχο στην οικονομία. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της τελευταίας περιόδου όπου μεγάλοι παίκτες του χρηματιστικού κεφαλαίου βρέθηκαν στο περιθώριο, ή αποφάσεις κυβερνητικές άλλαξαν εν μια νυκτί το οικονομικό μοντέλο των χωρών.

Μόνο με αυτό το πλαίσιο μπορεί να εξηγηθεί η απόφαση του Ομπάμα να προχωρήσει στην κρατικοποίηση τόσων αμερικανικών τραπεζών όταν η κρίση χτύπησε το τραπεζικό σύστημα, κόντρα στις φωνές των νεοφιλελεύθερων των ΗΠΑ, ή η συνεχής τροφοδοσία του πλανήτη με δολάρια παρά τις έντονες αντιρρήσεις των αγορών.
Είναι απόλυτα φανερό ότι οι σημερινές επιλογές της Μέρκελ για την οικονομική διακυβέρνηση, δηλαδή για την επιβολή της κυριαρχίας του Γερμανικού ιμπεριαλισμού στην Ε.Ε. και όχι μόνο, είναι μια πολιτική επιλογή της άρχουσας τάξης της Γερμανίας και την οποία οι γερμανοί τεχνοκράτες έρχονται να υπηρετήσουν,  όπως θα έκαναν και για οποιαδήποτε άλλη πολιτική θα χάρασσε η κεφαλαιοκρατία της νέας γερμανικής τάξης πραγμάτων.

Συμπερασματικά θα μπορούσε  κανείς με βεβαιότητα να διαπιστώσει ότι το ερώτημα αν η οικονομία είναι πάνω απ’ την πολιτική ή το αντίστροφο εξακολουθεί να δίνει την ίδια βεβαιότητα ότι η πολιτική κυριαρχεί για να υπηρετήσει όμως την οικονομία ή πιο σωστά την οικονομία της τάξης που κυριαρχεί!

Τι συμβαίνει όμως στο χώρο της πολυποίκιλης αριστεράς; Ποια είναι η αιτία που δεκάδες οικονομολόγοι ξαφνικά έφτασαν στο σημείο να βρίσκονται πάνω απ’ τους ηγέτες των οργανώσεων αυτών; Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος και έχει πέσει το βάρος σ’ αυτούς να απαντήσουν στην κρίση και όχι οι πολιτικές των κομμάτων αυτών;

Αναμφισβήτητα οι οργανώσεις της αριστεράς πάντα είχαν οργανώσεις επιστημόνων που επεξεργάζονταν τα οικονομικά και όχι μόνο στοιχεία που χρειάζονταν για να απαντηθούν κυβερνητικές πολιτικές, ωστόσο ο ρόλος τους ήταν πάντα επικουρικός και βοηθούσε στην τεκμηρίωση της πολιτικής γραμμής, ποτέ όμως το αντίστροφο. Δηλαδή να έχουμε υποταγή της πολιτικής γραμμής στις ιδέες των τεχνοκρατών.

Σήμερα παρατηρούμε ότι οι πολιτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, του ΜΕΤΩΠΟΥ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων σχημάτων υποτάσσονται στις ιδέες των τεχνοκρατών. Παρατηρούμε το φαινόμενο να μιλάει κάποιος τεχνοκράτης και να αναπτύσσει μία θεωρία γύρω απ’ τις αιτίες της κρίσης και να συσπειρώνει μεγάλο αριθμό ακροατών, την ίδια ώρα που οι συγκεντρώσεις των αντίστοιχων σχηματισμών να είναι αναιμικές.

Πρόκειται για μια αντιστροφή της κοινωνικής πραγματικότητας που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην αδυναμία των οργανώσεων αυτών να απαντήσουν πολιτικά στην καπιταλιστική κρίση, έχουν υποταχθεί στη λογική της εύκολης και άμεσης λύσης και κυρίως στη λογική ότι όλα μπορούν να απαντηθούν αρκεί να υπάρχει η καλή θέληση, λες και η ταξική πάλη, η αδυσώπητη αυτή σύγκρουση ανάμεσα στις δύο γιγάντιες αντίπαλες τάξεις, την αστική και την εργατική, να αποτελούν δευτερεύον στοιχείο της κρίσης.

Εμφανίζονται έτσι «καταπληκτικές» θεωρίες που υποστηρίζουν ότι με ένα μαγικό τρόπο η κρίση θα ξεπεραστεί και ότι αν εφαρμοστεί η δική τους συνταγή, τότε όλα θα βρεθούν στο σωστό δρόμο της ανάπτυξης και της δικαιοσύνης. Πρόκειται φυσικά για την αποθέωση του υποκειμενισμού που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα και γι’ αυτό συνήθως οι θεωρίες αυτές έχουν μικρό χρόνο ζωής. Είναι αλήθεια ότι όταν ακούγονται δημιουργούν εντύπωση, πολλές φορές γίνονται και βασική επιλογή ορισμένων οργανώσεων που έχουν μικρό πολιτικό βάθος σκέψης, αλλά σχετικά μεγάλη κινητικότητα, όμως σύντομα εγκαταλείπονται ενώ πίσω τους αφήνουν πολλές φορές την σύγχυση και την απογοήτευση.

Ας αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων προτάσεων-λύσεων. Για αρκετό χρονικό διάστημα και όταν η κρίση βρισκόταν στα πρώτα στάδια, από αρκετούς οικονομολόγους της ευρωαριστεράς προτάθηκε η λύση του ευρωομόλογου ως απάντηση στην έλλειψη ρευστότητας. Μάλιστα ήταν τόσο μεγάλη η ένταση της απαίτησης του ευρωομολόγου που δεν ήταν λίγοι αυτοί που πίστεψαν ότι η άρνηση της κυβέρνησης να στηρίξει την πρόταση αυτή που προβλήθηκε με πάθος απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούσε εγκληματική αδιαφορία. Το κλίμα αυτό, όμως, άλλαξε απότομα όταν ο ίδιος ο Παπανδρέου αλλά και αρκετοί κύκλοι της Ε.Ε. έβαλαν στο τραπέζι τη λύση του ευρωομόλογου για τη χρηματοδότηση των τραπεζών. Τότε οι ίδιοι οι εμπνευστές της παραπάνω λύσης άρχισαν να στριφογυρίζουν και να χάνουν τον ύπνο τους, όταν ανακάλυψαν ότι μια τέτοια επιλογή είναι μέσα στις σκέψεις των κυρίαρχων κύκλων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Έτσι τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ευρωομολόγου υποβαθμίστηκαν, δεν εγκαταλείφθηκαν όμως, αν και δεν έχουν την αντίστοιχη προβολή που είχαν την προηγούμενη περίοδο.

Ανάλογα περίπου γεγονότα εμφανίστηκαν και με το λεγόμενο κούρεμα ή αναδιάρθρωση του χρέους. Αυτοί που με τόσο φανατισμό υποστήριζαν αλλά και υποστηρίζουν το κούρεμα του χρέους φαίνεται ότι θα βρεθούν μπροστά σε οδυνηρά συμπεράσματα απ’ την αναδιάρθρωση που επέβαλε η τρόικα και που θα συντρίψει τα ασφαλιστικά ταμεία και τις αμοιβές των εργαζομένων.
Όμως οι εμπνευστές των «έξυπνων» λύσεων δεν πτοούνται. Μόλις η μία πρότασή τους καταρρέει ή αφομοιώνεται τόσο εύκολα απ’ τις επιλογές της πλουτοκρατίας προχωράνε σε άλλη μαγική λύση όπως η επιστροφή στη δραχμή ή η έξοδος απ’ την ΟΝΕ και το ευρώ και δεν υπάρχει τελειωμός στις λύσεις αυτές.

Η ΟΞΥΝΣΗ ΤΩΝ ΤΑΞΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ ΑΠΟΘΑΡΡΥΝΕΙ ΤΑ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

Γιατί όμως υπάρχουν δυνάμεις της αριστεράς που στοιχίζονται πίσω απ’ τις ιδέες των τεχνοκρατών και δεν χρησιμοποιούν τις ιδέες τους για να εμπλουτίσουν τη πολιτική τους επιχειρηματολογία;

Στο ερώτημα αυτό πρέπει να απαντήσουμε με διαφορετικό τρόπο για κάθε δύναμη. Έτσι για τις δυνάμεις της φιλοευρωπαϊκής αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜΑΡ), τις δυνάμεις που συγκαλύπτουν τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Ε.Ε., αλλά και της κρίσης, οι προτάσεις των τεχνοκρατών είναι ένα βάλσαμο στη δική τους την αδυναμία και αδιέξοδα. Έτσι εμφανίζονται σαν μία υπεύθυνη δύναμη που έχει προτάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης άρα δεν είναι κίνημα διαμαρτυρίας όπως τους κατηγορούν οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, αλλά, κυρίως πιστεύουν ότι με τον τρόπο αυτό μπορούν να δώσουν λύσεις και στα προβλήματα των εργαζομένων και αυτό είναι το πιο σημαντικό πρόβλημα.

Προφανώς διαφορετικό είναι το πρόβλημα για τις λεγόμενες δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Οι δυνάμεις αυτές κινούνται γύρω απ’ τους κύκλους αυτούς, μάλιστα με κεντρικά τους στελέχη, για τους εξής λόγους. Με τον τρόπο αυτό επιχειρούν να δημιουργήσουν μια επικοινωνιακή πολιτική με την προβολή προγραμματικών λύσεων που ελάχιστα αντιστοιχούν με το επίπεδο της οργανωτικής τους ανάπτυξης πολύ δε περισσότερο με το επίπεδο της ιδεολογικής τους συγκρότησης.

Στην πραγματικότητα κινούνται στα όρια ενός ψευτο-επαναστατικού ρεφορμισμού αφού για παράδειγμα οι δυνάμεις του ΝΑΡ, αν και έχουν ξεκόψει απ’ τις γραμμές του ΚΚΕ για πάνω από 20 χρόνια, ποτέ δεν κατάφεραν να διαμορφώσουν μια νέα ιδεολογική πλατφόρμα και κινούνται ανάμεσα στην γραμμή της ιδεολογικής τους μήτρας και του αγνωστικισμού.

Απ’ την άλλη οι δυνάμεις του νέο-τροτσκισμού, όπως το ΣΕΚ, αποτελούν μια «αριστερή» έκφραση της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας της Ευρώπης χωρίς καθόλου στοιχεία κομμουνιστικής αναφοράς, ενώ τέλος ο χώρος των συσπειρώσεων(ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ) έχοντας ελάχιστες αναφορές στην πείρα του παγκόσμιου κινήματος, έλκονται ιδιαίτερα από τέτοιου είδους προσεγγίσεις αφού άλλωστε αρκετά δικά τους στελέχη όχι μόνο συμμετέχουν αλλά και παράγουν τέτοιες θεωρίες εξαιτίας της μικροαστικής τους φύσης.

Που βρίσκεται όμως το κύριο πρόβλημα; Γιατί έχουν τόση επιρροή τέτοιου είδους κινήσεις που είναι στην πραγματικότητα μια προσπάθεια προσομοίωσης της κοινωνικής πραγματικότητας μέσα από μια φανταστική πραγματικότητα;

Αναμφισβήτητα η πρώτη απάντηση έχει να κάνει με την σοβαρή ιδεολογική υποχώρηση του κομμουνιστικού και επαναστατικού κινήματος και την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας. Η κατάσταση αυτή δίνει μεγάλο έδαφος δράσης των μικροαστικών αντιλήψεων και η προσπάθεια να απαντηθούν τα προβλήματα με ένα δήθεν φρέσκο μάτι και όχι με «ξύλινο» λόγο. Αν όμως κοιτάξει κάποιος την ωμή πραγματικότητα θα διαπιστώσει ότι η σημερινή επίθεση του κεφαλαίου βγάζει απ’ τα σεντούκια της ιστορίας όλα τα όπλα του περασμένου αιώνα που είχε αναγκασθεί να κρύψει μετά τις ήττες που δέχθηκε απ’ τις μεγάλες νίκες του προλεταριάτου σ’ όλο τον κόσμο, με την νίκη της σοβιετικής επανάστασης, της κινέζικης επανάστασης αλλά και των μεγάλων απελευθερωτικών κινημάτων στη ζώνη των θυελλών σε Αφρική, Ασία και Λατινική Αμερική.

Στα νέα ρεύματα που εμφανίζονται σήμερα στις γραμμές του κινήματος κυριαρχεί ο αγνωστικισμός, η συνολική απόρριψη της παγκόσμιας ιστορίας του προλεταριακού κινήματος, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σημείο αναφοράς και ιστορικής μνήμης, δηλαδή ένα απόλυτο ιστορικό κενό που επιτείνει τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό.

Όμως η ιστορία έχει αποδείξει ότι χωρίς την ύπαρξη μιας ισχυρής θεωρίας μιας ισχυρής ιδεολογίας, δεν μπορεί να απαντηθεί ούτε η σημερινή κρίση, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να απαντηθεί η ιδεολογική επίθεση της παγκόσμιας αστικής τάξης και των μηχανισμών της. Και η θεωρία αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη απ’ αυτή που έχουν διδάξει οι κλασικοί του μαρξισμού και του διαλεκτικού υλισμού αφού οι αντιθέσεις που απαιτούν λύση είναι οι ίδιες με τις αντιθέσεις του περασμένου αιώνα και μάλιστα με ένα ιδιαίτερα οξυμμένο τρόπο.

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ

Στο πολιτικό επίσης επίπεδο για τον προσδιορισμό της ταχτικής και της στρατηγικής και πάλι έρχονται και ξαναέρχονται στο τραπέζι τα ίδια προβλήματα, οι ίδιες αντιθέσεις που επιγραμματικά ξεχώριζαν την επαναστατική γραμμή απ’ τη γραμμή του συμβιβασμού, τον ρεβιζιονισμό.

Όλες οι «λύσεις» που προτείνονται αφήνουν αναπάντητο ένα θεμελιακό ερώτημα. Ποιος θα επιβάλει την οποιαδήποτε πολιτική λύση αλλά και με ποιο τρόπο.

Υποστηρίζουν ορισμένοι ότι με την άρνηση της πληρωμής του χρέους η Ελλάδα μπορεί να απαντήσει στη κρίση. Ας συμφωνήσουμε ότι αυτό είναι σωστό. Το αμείλικτο ερώτημα είναι το εξής: ποιος θα εφαρμόσει αυτή την πολιτική. Η κυρίαρχη τάξη που έχει δημιουργήσει όλη τη κρίση, ή κάποιος άλλος; Και αν είναι κάποιος άλλος ποιος είναι αυτός και με ποιο τρόπο; Στα ερωτήματα αυτά όλοι οι ειδήμονες δεν έχουν απάντηση γιατί δεν έχουν την πολιτική σκέψη της ταξικής ανάλυσης της κοινωνίας. Αυτοί έχουν ένα μοντέλο δράσης που λειτουργεί σε όλες τις συνθήκες κατά τη δική τους άποψη. Όμως η ζωή έδειξε ότι αυτό είναι το κυρίαρχο ζήτημα το ποιος θα διαχειρισθεί την νέα κατάσταση, αλλά και πώς θα φτάσουμε σ’ αυτή.

Ας συμφωνήσουμε για την οικονομία της συζήτησης ότι πρέπει η Ελλάδα να φύγει απ’ το ευρώ. Το ερώτημα είναι αυτό ποιος θα το κάνει και όχι το τεχνικό κομμάτι της εξόδου απ’ το ευρώ.  Μπορεί η αστική τάξη της Ελλάδας να χαράξει μια ανεξάρτητη πολιτική;

Είναι μια τάξη που έχει «εθνική» συνείδηση; Δηλαδή με λίγα λόγια είναι μια εθνική αστική τάξη, ή είναι μια κομπραδόρικη τάξη που μπορεί να ζει και αναπνέει μόνο όσο υποκλίνεται σε ένα ή περισσότερα ιμπεριαλιστικά κέντρα;

Είναι βέβαιο ότι τους φίλους μας τους οικονομολόγους ούτε καν τους προβληματίζει η άποψη αυτή. Αυτοί νομίζουν ότι έχουν ανακαλύψει τη λύση που λειτουργεί πάνω απ’ τα κοινωνικά συστήματα πάνω απ’ τις τάξεις και πάνω απ’ τη ταξική πάλη. Όμως η αλήθεια είναι διαφορετική. Και γι’ αυτό οι προτάσεις αυτές δεν είναι τίποτε παρά ασκήσεις μεταπτυχιακών φοιτητών που επεξεργάζονται έναν ονειρικό κόσμο μέσα σε μια γυάλα ψευδαισθήσεων.

Μπροστά στο μεγάλο τσουνάμι της καπιταλιστικής επίθεσης, μπροστά στα αδιέξοδα της πολιτικής του συμβιβασμού και της υποχώρησης, ιδιαίτερα απ’ τις δυνάμεις της «ανανεωτικής» αριστεράς προβάλλεται σαν μοναδικό σωσίβιο η ενότητα της αριστεράς.

Στη πραγματικότητα αδιαφορούν για το πλαίσιο πάνω στο οποίο μπορεί να γίνει έστω μια στοιχειώδης συζήτηση για την όποια σύμπραξη, αρκεί να υπάρξει άθροιση των ψήφων στην περίοδο αυτή και ας οδηγηθεί η ιστορία στη διάλυση την επόμενη κιόλας μέρα των εκλογών.
Αδιαφορούν πλήρως για την ενότητα της εργατικής τάξης, αδιαφορούν πλήρως για την ενότητα των πλατιών λαϊκών μαζών που σήμερα συνθλίβονται απ’ την ιμπεριαλιστική επίθεση γιατί απλούστατα δεν μπορούν να συγκρουστούν μαζί του.

Η υποταγή όμως όλης της λαϊκής πάλης σε μια ενότητα που υπηρετεί μόνο τις εκλογικές ανάγκες είναι μία απ’ τις χειρότερες προτάσεις στη σημερινή συγκυρία. Οι ψευδαισθήσεις ότι με τις εκλογές μπορούν να απαντηθούν τα σημερινά αδιέξοδα όχι μόνο δεν είναι λύση αλλά είναι και μια ιδιαίτερα επικίνδυνη προοπτική για το μέλλον.

Ο μικροαστισμός της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, αν και δεν απορρίπτει την προοπτική των τεχνητών συγκολλήσεων με τους ανανεωτές, εν τούτοις κύρια εκδηλώνεται με άλλο τρόπο. Κάνει την επιθυμία του πραγματικότητα και κινείται σε μία κατεύθυνση που απέχει παρασάγγες απ’ την πραγματικότητα. Έτσι προβάλλει την άποψη ότι σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, ότι η προοπτική της επανάστασης είναι προ των πυλών και με τον τρόπο αυτό ξεφεύγει και απ’ τα πιεστικά ερωτηματικά που βάζουν ιδιαίτερα οι νεότεροι αγωνιστές που απαιτούν εδώ και τώρα λύσεις. Σύμμαχο στις ιδέες αυτές βρίσκουν και την ηγεσία του ΚΚΕ που μέσα από ένα έντονο βερμπαλισμό το τελευταίο διάστημα προβάλλει τη θεωρία της άμεσης ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος την ίδια στιγμή που οι αστοί σαρώνουν στην κυριολεξία καταχτήσεις ολόκληρου αιώνα. Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι αποφεύγουν και αυτοί να απαντήσουν στο ερώτημα του ποιος και με ποιον τρόπο θα επιβάλουν τις λύσεις που αυτοί προτείνουν, όπως η εθνικοποίηση των τραπεζών, ο εργατικός έλεγχος και άλλα.

Το επαναστατικό κίνημα έχει και τη θεωρία και τη θέληση να δώσει απαντήσεις στα αγωνιώδη ερωτήματα των εργαζομένων. Οφείλει να αποκαλύπτει την αλήθεια στους εργαζόμενους και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Οφείλει να καταδεικνύει το δύσκολο και μακρύ δρόμο που πρέπει να διανυθεί για να αποκρουστεί πρώτα απ’ όλα αυτή η επίθεση. Οφείλει να αναδείξει ότι η ταξική πάλη είναι μια βαθιά κοινωνική σύγκρουση, ένας ταξικός πόλεμος που σε πάρα πολλές περιπτώσεις παίρνει και τις πιο άγριες μορφές όπως έχει αποδείξει η ιστορία.

Όμως με όπλο τη σωστή ανάλυση, την καθημερινή πράξη μπορεί και είναι και η μοναδική διέξοδος για τα πλατιά λαϊκά στρώματα για την ανεξαρτησία και την κοινωνική απελευθέρωση.

*Ο Γιώργος Σόφης είναι καθηγητής, μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου/αντιτετράδια της εκπαίδευσης και δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Ηλιούπολης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *