«Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα». Μέρος 1ο

 ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ

Ή εργασία μου αύτη γράφτηκε με τη βέβαιη προοπτική πως παρ’ όλα τα εμπόδια και παρ’ όλες τις πολύμορφες επεμβάσεις, ο ελληνικός λαός που αγωνίστηκε ηρωικά και έδιωξε τον ξένο κατακτητή, θ’ ανοίξει και πάλι με τόν αγώνα του διάπλατα το δρόμο για τη δημοκρατική ανοδική πορεία του και θ’ αρχίσει με τον ίδιο ενθουσιασμό, με την ίδια ορμή και αυτοθυσία να χτίζει την ερειπωμένη από τη φασιστική κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο πατρίδα μας.

Η Ελλάδα θα γίνει και εθνικά και οικονομικά πραγματικά ελεύθερη. Μόνον τότε και η ανοικοδόμηση θα γίνει από το Λαό και για το Λαό. Θα σπάσουν τα δεσμά και θ’ αλλάξει ριζικά η διάρθρωση της σημερινής οικονομίας μας, θ’ ανοίξει ο δρόμος για να λυτρωθούν οι παραγωγικές δυνάμεις της νεοελληνικής κοινωνίας.

Και ο δρόμος αυτός μας οδηγεί στην ορθολογιστική οργάνωση και στη σχεδιασμένη ανάπτυξη της εθνικής μας οικονομίας, στη δημιουργία ανώτερης τεχνικής βάσης, στη γοργή συσσώρευση των οικονομικών μέσων για ν’ ανθίσει και σ’ εμάς γερή, προοδεμένη κοινωνική ζωή.
Μόνον τότε θα δημιουργηθούν και θα εξασφαλιστούν όλες οι προϋποθέσεις για μια ακόμα πιο ψηλή κοινωνική επιδίωξη: την σοσιαλιστική κοινωνία.
Για το χτίσιμο της καινούριας Ελλάδας δουλεύουν σήμερα, μέσα σε τραγικές συνθήκες και αψηφώντας κάθε κίνδυνο, όλοι οι προοδευτικοί επιστήμονες πλάι στον αδάμαστο ελληνικό λαό, προσφέροντας ακόμη και τη ζωή τους, στερεώνοντας έτσι τη νίκη του.
Σ’ όλους αυτούς τους ηρωικούς αγωνιστές προσφέρω κι εγώ τη μικρή μου τούτη συμβολή.
Θεωρώ ακόμη υποχρέωση μου να ευχαριστήσω θερμά: τον καθηγητή Ν. Κιτσίκη, γενικό γραμματέα της «ΕΠ- ΑΝ», για το διαφωτιστικό του πρόλογο, τον παιδαγωγό Κ. Δ. Σωτηρίον, αντιπρόεδρο της «ΕΠ – ΑΝ» στην επεξεργασία της δημοτικής γλώσσας που χρησιμοποίησα στό βιβλίο μου, το μηχανικό Σ. Ν. Σταυρόπουλο, μέλος τοϋ Διοικητικού Συμβουλίου της «ΕΠ – ΑΝ» για την πρόθυμη συνεργασία τον σε ορισμένα τεχνικά σημεία καθώς και τους συναδέλφους μου του οικονομολογικού τομέα της «ΕΠ – ΑΝ».

‘Αθήνα, Ιούνιος 1947
Δ. Μπάτσης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Βαριά βιομηχανία στην ‘Ελλάδα, δηλαδή Αξιοποίηση και μεταλλουργική μετουσίωση του εκλεκτού, ποικίλου και άφθονου μεταλλευτικού πλούτου της, μηχανική επεξεργασία των προϊόντων της μεταλλουργίας, κατασκευή μηχανών και γενικότερα των μέσων παραγωγής, ίδρυση ναυπηγείων, εγκατάσταση ηλεκτροχημικών εργοστασίων, χωρίς προνομιακές παραχωρήσεις στο ξένο κεφάλαιο, αποτελεί τη μόνη διέξοδο από την οικονομική αποτελμάτωση, τον μόνον τρόπο για μια σταθερή προοδευτική οικονομική εξυγίανση και ανόρθωση, τον λυτρωμό της ελληνικής οικονομίας και της εθνικής εργασίας από τα δεσμά του ξένου κεφαλαίου, την επιδίωξη κάθε πολιτικής πραγματικά εξυπηρετικής των συμφερόντων του λαού.

Βαριά βιομηχανία στην ‘Ελλάδα, πάνω σε ορισμένες οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις, σημαίνει διάσπαση τον κλοιού της κακομοιριάς και της μοιρολατρίας, αποτίναξη τον ζυγού της ξένης κηδεμονίας και έξοδο στην πλατειά λεωφόρο, πού οδηγεί τις μεγάλες λαϊκές μάζες στην ευημερία, στην πρόοδο και στον πολιτισμό.
Βαριά βιομηχανία μέσα σε πλαίσιο πραγματικής δημοκρατίας δη¬μιουργεί λαό ικανό και του παρέχει τα μέσα για την αντιμετώπιση κάθε επιβουλής της ακεραιότητας του, κάθε προσβολής της ανεξαρτησίας του.

Βαριά βιομηχανία στην ‘Ελλάδα είναι απόλυτα δυνατή και πραγμα¬τοποιήσιμη. Όλες οι προϋποθέσεις υπάρχουν. Το ενεργειακό μας δυναμικό, σε υδατοπτώσεις και σε στερεά καύσιμα, ανεβαίνει σε πολλά δισεκατομμύρια κιλοβατώρια το χρόνο. Είναι υπεραρκετό για να φέρει την ενεργειακή κατανάλωση, κατά κάτοικο, γύρω στους μεγάλους Αριθμούς, που χαρακτηρίζουν τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες του κόσμου. Τα βεβαιωμένα αποθέματα μερικών μεταλλευμάτων είναι πολύ μεγάλα, άλλα οπωσδήποτε αρκετά, τα πιθανά όμως αποθέματα ξεπερνούν τις ανάγκες και τις δυνατότητες των πρώτων πολύχρονων σχεδίων, χωρίς ν’ απο¬κλείουν το ενδεχόμενο απόλυτης επάρκειας για το απώτερο μέλλον.

Οι λίγοι επιστήμονες που εδώ και λίγα χρόνια μελετούν τις δυνατότητες εκβιομηχάνισης της χώρας είναι κυρίως τεχνικοί. Τους οφείλεται η αναγνώριση ότι, πριν ακόμα συστηθούν οι πολυδάπανες επιτροπές ανασυγκρότησης και υπηρεσίες ανοικοδόμησης, χωρίς επίσημη εντολή, χωρίς κρατική υλική βοήθεια ή ηθική ενίσχυση, ανάλαβαν το δύσκολο έργο να βεβαιώσουν τις προϋποθέσεις και να κηρύξουν με μελέτες και δημοσιεύσεις, σαν άτομα ή επιτροπές, την ανάγκη και τη δυνατότητα Ανάπτυξης ορισμένων κλάδων της βαρείας βιομηχανίας ή άλλων βιομηχανιών, γενικά της τόνωσης της βιομηχανικής δραστηριότητας της χώρας. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν την αφέλεια να πιστεύουν ότι το ξένο κεφάλαιο και ορισμένοι «μεγάλοι μας φίλοι», που το καθοδηγούν και του ανοίγουν το δρόμο, θα υποστήριζαν τη δημιουργία εθνικής βαρείας βιομηχανίας στην ‘Ελλάδα, χωρίς να σκέπτονται ότι εθνική βαριά βιομηχανία σημαίνει οικονομική και επομένως πολιτική ανεξαρτησία της χώρας. Οι περισσότεροι οικονομικοί επιστήμονες όμως, καλύτερα τοποθετημένοι στα πλαίσια των συμφερόντων του διεθνούς καπιταλισμού, δεν έδειξαν, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, κανένα ενδιαφέρον για τέτοιου είδους προτάσεις των τεχνικών. (* Ν. Κιτσίκη, «Πρυτανικός λόγος 13 – 11 – 43», Αθήναι 1943).

Έμειναν στο πλαίσιο των επιταγών τού δυτικού κλίματος, πρόθυμοι στην εξυπηρέτηση πολιτικών επιδιώξεων της στιγμής ή οικονομικών συμφερόντων ατόμων και συγκροτημάτων.
Ετσι, το τεράστιο ερωτηματικό για τη βιωσιμότητα της Ελλάδας, συνδυάστηκε κατά τέτοιο τρόπο με τα ζητήματα των οικονομικών έπανορθώσεων και των εδαφικών αξιώσεων, ώστε να προκύψει ή πολιτική της επαιτείας, της οικονομικής υποδούλωσης και τού ζωτικού χώρου. Οικονομικός που πριν από λίγα χρόνια προπαγάνδιζε τον ενεργειακό και μεταλλευτικό πλούτο, τις δυνατότητες βαριάς βιομηχανίας, μπήκε στη διάθεση των αρνητών της βιωσιμότητας. Η τοποθέτηση αυτή επιστημόνων και δημοσιολόγων θεωρήθηκε σαν πατριωτική εκδήλωση, με αποτέλεσμα να καταπνίξει τη μόνη σωστή προσπάθεια για την οικονομική ανασυγκρότηση του τόπου, δηλαδή ακριβώς εκείνη πού θα ενίσχυε τις αξιώσεις για οικονομικές επανορθώσεις και θα τοποθετούσε κάθε οικονομική βοήθεια πάνω στην ορθή της βάση, της αξιοποίησης τού φυσικού μας πλούτου. Οι αισιόδοξοι για τα αποθέματα του λιγνίτη και των μεταλλευμάτων, οι υποστηρικτές πολλών δισεκατομμυρίων κιλοβατωρίων ενέργειας από τις υδατοπτώσεις ήταν προδότες. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν.

Ύστερα από πικρές διαψεύσεις σχετικά με τις διαθέσεις των ξένων δυνάμεων – εκείνων που ρυθμίζουν σήμερα την «επίσημη» εξωτερική μας πολιτική – στην υποστήριξη μιας απροκάλυπτης πολιτικής ζωτικού χώρου, οι οικονομολόγοι και οι «ειδικοί» αναγνώρισαν – προσωρινά τουλάχιστον – την ανάγκη στροφής στην τηρηθείσα τακτική τους, την ανάγκη κατάρτισης όπως-όπως σχεδίου ανασυγκρότησης. Φημολογούνται αλλά και διαψεύδονται τέτοια σχέδια, που, αν υπάρχουν, δεν μπορεί παρά ν’ αποτελούν πρόχειρες συρραφές ανεξέλεγκτων προτάσεων. Γιατί σχέδιο ανασυγκρότησης είναι αδύνατο να καταρτισθεί μέσα στην αχλή του μυστηρίου, χωρίς να σημειωθεί συναγερμός των λαϊκών οργανώσεων και όλων των επιστημόνων που είναι ενδεδειγμένοι να παραστούν και να συντελέσουν στη γένεσή του.

Την ανάγκη συστηματικής μελέτης της σχεδιασμένης Εκβιομηχάνισης κατάλαβαν πρώτοι οι προοδευτικοί επιστήμονες, που, από τα χρόνια της κατοχής, οραματίζονταν μια καινούρια Ελλάδα και κήρυτταν ότι «η εκβιομηχάνιση της χώρας πρέπει να είναι σκοπός όλων εκείνων που θα ρυθμίζουν στο μέλλον τις τύχες του έθνους» . (Ή μελέτη αύτη του κ. Μπάτση κατατέθηκε και σαν εισήγηση στον οικονομολογικό τομέα της «ΕΠ-ΑΝ» γιά τό θέμα της βαρείας βιομηχανίας και της σχεδιασμένης εκβιομηχάνισης).

Οι επιστήμονες αυτοί συγκράτησαν πριν από δύο χρόνια την «’Επιστημονική εταιρεία μελέτης νεοελληνικών προβλημάτων» (ΕΠ-ΑΝ), με σκοπό τη μελέτη των προβλημάτων της ανοικοδόμησης, μέσα στα όποια παίρνει κεντρική θέση και ξεχωριστή σημασία η σχεδιασμένη εκβιομηχάνιση της Ελλάδας. Στο «Α’ Πανελλήνιο Συνέδριο Επιστημόνων», που με πρωτοβουλία της «ΕΠ-ΑΝ» συγκαλείται τους προσεχείς μήνες στην Αθήνα, θα εκτεθούν πλατειά οι αντιλήψεις των επιστημόνων μας πάνω στα προβλήματα της ανοικοδόμησης, τεχνικής, πνευματικής, κοινωνικής.

Ένας από τους κυριότερους παράγοντες αυτής της κίνησης, τόσο στην προπολεμική περίοδο όσο και στη ζωή της «ΕΠ-ΑΝ», υπήρξε ο νεαρός οικονομολόγος κ. Δημ. Μπάτσης. Ή συμβολή του στην οργάνωση της εταιρείας, στην ορθή τοποθέτηση των προβλημάτων που την απασχολούσαν, στην οικονομική συμπλήρωση του έργου των τεχνικών ήταν αξιόλογη. Κατόρθωσε ν’ αποκτήσει πολύ πλατειά κατανόηση των τεχνικών προβλημάτων, ακριβή γνώση των θεμελιωδών εννοιών της επιστήμης του μηχανικού και εποπτική ικανότητα των μεγάλων γραμμών της τεχνικής ανοικοδόμησης. Ό κ. Μπάτσης παρουσιάζει το μοναδικό παράδειγμα Ελληνα οικονομολόγου, κινουμένου με απόλυτη άνεση μέσα στα μεγάλα ζητήματα της τεχνικής, σε σημείο ώστε όχι μόνο να τα φωτίζει σωστά από την οικονομική σκοπιά, αλλά ακόμα να μορφώνει ορθή κρίση για την τεχνική τους σημασία και αποτελεσματικότητα.
Χάρη στις ικανότητες αυτές του κ. Μπάτση, οι προοδευτικοί τεχνικοί απόκτησαν έναν πολύτιμο σύμβουλο και το τεράστιο πρόβλημα της εκβιομηχάνισης της Ελλάδας τον απαραίτητο οικονομικό συμπαραστάτη.
Τα αγωνιώδη ερωτήματα, που προκαλούσαν οι μελέτες των τεχνικών, βρίσκουν τώρα την απάντηση τους στο έργο: «Ή βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα». Το κενό συμπληρώνεται και στα μεγάλα προβλήματα, πού αφορούν όχι μόνο την ευημερία, παρά αυτήν την ύπαρξη του ελληνικού λάου, βρίσκουν στο βιβλίο αυτό τις πιο φωτεινές, τις πιο εξυπηρετικές λύσεις των λαϊκών συμφερόντων.

Στο έργο του κ. Μπάτση, με σαφήνεια και απλότητα που πραγμα¬τικά αιχμαλωτίζουν, αναπτύσσονται οι απόψεις των τεχνικών για τις δυνατότητες βαρείας μεταλλουργικής και χημικής βιομηχανίας. Δίνονται τα συμπεράσματα των τεχνικών μελετών, αναφορικά με την ύπαρξη των προϋποθέσεων, δηλαδή του ορυκτού και ενεργειακού πλούτου, διατυπώνονται κρίσεις για την αξία των αριθμών που χαρακτηρίζουν τον όγκο των αποθεμάτων και το ενεργειακό δυναμικό. Ιδιαίτερη θέση παίρνει το ζήτημα των λιγνιτών και με πολλή προσοχή, σε ικανή έκταση, εξετάζεται σε διάφορες θέσεις του βιβλίου η αξιοποίηση των υδατοπτώσεων. Κόστος, τιμή και κατανομή της ηλεκτρενεργείας γίνονται αντικείμενο λεπτολόγου.

Δεσπόζουσα θέση στο έργο κατέχει η μεταλλουργία τον σιδήρου καθώς και η μεταλλουργία των άλλων μετάλλων αλουμινίου, μαγνησίου, χρωμίου, μαγγάνων, νικελίου. Δίνει όμως μεγάλη σημασία και στις χημικές βιομηχανίες αζώτων, λιπασμάτων, σόδας, χαρτοπολτού, ανθρακασβεστίου, τσιμέντου, γενικά στις ηλεκτροβόρες χημικές βιομηχανίες. Η επι-στημονική ανάπτυξη και κριτική των τεχνικών αντιλήψεων γίνεται με ακρίβεια, η τοποθέτηση των ζητημάτων και η Άσκηση μιας Ανεπηρέαστης ανάλυσης των διαφόρων μελετών προδίδουν κατανόηση και αντικειμενικότητα.
Αλλά ή άξια τον έργου του κ. Μπάτση, εκτός από την πολύτιμη συγκέντρωση και κριτική επισκόπηση τον έργου των τεχνικών, είναι η αναζήτηση τον οικονομικού πλαισίου για την τοποθέτηση των τεχνικών λύσεων, η αναζήτηση της μορφής της οργάνωσης για τη λειτουργία των κλάδων της βαριάς βιομηχανίας, η αντιμετώπιση του ρόλου του ξένου κεφαλαίου και των σχεδίων των ξένων οικονομικών οργανισμών στην περίπτωση τροπής της οικονομίας μας.

Προκειμένου να διατυπωθεί το οικονομικό σχέδιο για την εκβιομηχάνιση, δίνονται πρώτα οι γενικοί όροι και οι ειδικές προϋποθέσεις για την κατάρτιση ενός τέτοιον σχεδίου. Στο σημαντικό αυτό μέρος του έργου αναλύονται οι κατευθύνσεις και εκθέτονται τα γενικά μέτρα για την μετάπλαση της οικονομίας. Εξετάζεται σε συνέχεια το βασικής σημασίας θέμα για τη σχέση της σχεδιασμένης οικονομίας με την εκβιομηχάνιση. Εδώ εξηγείται πώς το παραγωγικό σχέδιο δεν «έγκειται στο αράδιασμα αριθμών και καθηκόντων» και αναπτύσσεται η θέση που διατύπωσε ο οργανωτής και εμψυχωτής της πρώτης σοσιαλιστικής δημοκρατίας στην ιστορία των λαών, πως «στην πραγματικότητα το παραγωγικά σχέδιο είναι ή ζωντανή και πρακτική δράση εκατομμυρίων Ανθρώπων».

Αφού αναπτυχτεί τί είναι σχέδιο στη σοσιαλιστική οικονομία και ποιοι οι βασικοί νόμοι στη νομοτέλεια ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας, εξετάζεται η σχεδιασμένη οικονομία στην άμεση μεταβατική περίοδο και τοποθετείται η βαριά βιομηχανία σαν ένα από τα βασικά της καθήκοντα. Δίνονται οι μεγάλες γραμμές για την κατάρτιση πρώτου σχεδίου βαρείας εκβιομηχάνισης και αναπτύσσεται η προοπτική για την παραπέρα σχεδιασμένη Ανάπτυξη τών κλάδων της.
Τις τοποθετήσεις του κ. Μπάτση συνοδεύει μια συστηματική κριτική της προπολεμικής κατάστασης, των σημερινών αντιλήψεων και των προτεινομένων λύσεων.

Αξιόλογη είναι η εξέταση της ενεργειακής βάσης ενός τέτοιου σχεδίου και αξιοπρόσεχτες οι γνώμες πού διατυπώνονται τόσο σχετικά με τις μεθοδολογικές διαφορές ανάπτυξης της ορθολογικής ενεργειακής οικονομίας σε καπιταλιστικές συνθήκες και μέσα στη λαϊκή οικονομία, όσο και σχετικά με τη συστηματική ανάπτυξη και οργάνωση της ελληνικής ηλεκτρικής οικονομίας και για το ενιαίο εθνικό δίχτυ.

Η βαριά βιομηχανία σαν βασικός συντελεστής στην εσωτερική συγκρότηση και οργανική ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας είναι η κύρια οικονομική θέση του έργον. Εξετάζεται η παραγωγικότητα, η οικονομική αποδοτικότητα, η αύξηση του συνολικού κοινωνικού εισοδήματος. Αντιμετωπίζεται το μεγάλο ζήτημα της βιωσιμότητας ιστορικά και κριτικά. Βγαίνουν συμπεράσματα πολύ ενθαρρυντικά για κάθε αντικειμενικό μελετητή, πού δεν κάνει πολιτική των περιστάσεων.
Η χρηματοδότηση των έργων, γενικότερα το δυναμικό και οι πόροι της ελληνικής οικονομίας για την εκβιομηχάνιση, αποτελεί τεράστιο πρόβλημα που βρίσκει τη μόνη ορθή τοποθέτηση στο βιβλίο του κ. Μπάτση.

Πλούσιος φωτισμός τεχνικών και οικονομικών ζητημάτων χαρακτηρίζει την κριτική ικανότητα του συγγραφέα. Ανατέμνονται με ολοκληρωτική κατανόηση οι διάφορες προτάσεις και «σχέδια» που παρουσιάστηκαν τον τελευταίο καιρό και διαγράφονται ανάγλυφες οι αντιθέσεις του καθενός. Η κάποια οξύτητα που συναντάται σε μερικά σημεία τον βιβλίου αποτελεί αναγκαιότητα, που αξιολογεί συγκριτικά τις διάφορες θέσεις για τη διαλεκτική ανάδειξη της αλήθειας.

Αλλά μερικές «θέσεις» του κ. Μπάτση έχουν ανάγκη ιδιαίτερης έξαρσης.
Ευθύς από την εισαγωγή τοποθετεί τις αφετηρίες του. Τον πλούτο του ελληνικού εδάφους και υπεδάφους δεν τον βλέπει μόνο σαν μια πηγή εθνικού εισοδήματος, που θα μπορούσε σε ορισμένη στιγμή να αντικατα¬σταθεί μερικά ή ολικά από μια άλλη πηγή. Τον βλέπει σαν βασικό στοιχείο της ελληνικής οικονομίας, που θα επιτρέψει «την ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού του τόπου και τη ριζική μετατροπή στη διάρθρωση της οικονομίας τους». Τον βλέπει για στοιχείο που θα βοηθήσει «την πραγματοποίηση της εσωτερικής συσσώρευσης σε μεγάλη κλίμακα, συσσώρευσης πού ματαιώνεται με την εξάρτηση της οικονομίας μας από την αγορά του εξωτερικού» και με την προσπάθεια της «τοκογλυφικής δράσης του ντόπιου κεφαλαίου μέσα από μορφές τεχνητού μονοπωλίου».
Δικαιολογείται έτσι ή μελλοντική προοπτική που εκφράζει το κήρυγμα: «Αξιοποιείστε το φυσικό πλούτο κάθε τόπου στον ανώτερο δυνατό βαθμό».

Ή αρχή αυτή της κοινωνικής ανάπτυξης, χωρίς βαθιές ανταγωνιστικές αντιθέσεις, ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα της παραγωγής, η αρχή δηλαδή της αδιάκοπης ανόδου της παραγωγής, που αποτελεί τον οικονομικό νόμο στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού — ολότελα αντίθετη προς τον τυφλό «νόμο» της προσφοράς και ζήτησης που κυριαρχεί στην «κλασική» οικονομία των καπιταλιστικών χωρών -και που ωστόσο, με την καταπληκτική της απλότητα, αποτελεί το κλειδί της ανθρώπινης ευημερίας, είναι ο πυρήνας, που γύρω του αναπτύσσεται όλο το οικοδόμημα της συστηματικής, συνειδητής και ορθολογικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της ανθρώπινης κοινωνίας, που ονομάζεται σοσιαλιστική οικονομία. Ανάπτυξη της παραγωγικότητας για την αύξηση της εσωτερικής συσσώρευσης για τη διεύρυνση της αναπαραγωγής.
Αύξηση λοιπόν της παραγωγικότητας με ταχύτερους ολοένα ρυθμούς, για την αύξηση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης και ικανότητας στην απόκτηση οικονομικών αγαθών για την ανύψωση, ένα λόγο, του υλικού και εκπολιτιστικού επιπέδου των εργαζομένων.

Οπως είπαμε και παραπάνω η βαριά βιομηχανία, με τις δυνατότητες που ημέρα με την ημέρα αποδείχνονται από δικούς μας και ξένους όλο και πιο μεγάλες, προβάλλεται για θεμέλιο της ανάπτυξης βιομηχανίας στην Ελλάδα. Βάση της βαριάς βιομηχανίας είναι η ενεργειακή αξιοποίηση. Ο ορυκτός πλούτος σε καύσιμα και οι υδραυλικές δυνάμεις είναι οι βιομηχανικές πηγές ενέργειας.
Είναι βέβαιο πως οι υδραυλικές δυνάμεις έχουν μια ιδιαίτερη αξία στον πίνακα των ενεργειακών πηγών. Είναι πρώτα-πρώτα πηγές «ανεξάντλητες». Ύστερα η αξιοποίηση τους γίνεται κατά 60%-70% με εγχώρια εργασία. Τεράστιο τμήμα της δαπάνης – τα τρία τέταρτα περίπου για τα εργοστάσια παραγωγής – άφορα έργα αιώνια, όπως τα φράγματα, οχετοί, οι θλιπτικοί θάλαμοι. Και τελικά τα έργα δέσμευσης των υδραυλικών δυνάμεων έχουν άμεσες δευτερογενείς ευεργετικές συνέπειες στην εδαφική βελτίωση και τη γεωργία όχι μόνο των γύρων τους περιοχών αλλά σε πολύ ευρύτερη κλίμακα.

Ο συνηθισμένος υπολογισμός που μας δίνει το κόστος της μονάδας και βαραίνει στους λογαριασμούς της στενής επιχειρηματικής οικονομίας είναι λαθεμένος, μέσα στα πλαίσια της καθολικής εθνικής οικονομίας. Δεν είναι αυτή καθαυτή η αποδοτικότητα του κεφαλαίου μέσα σε ασφυκτικά στενόκαρδα οικονομικά πλαίσια παρά η παραγωγικότητα των έργων, που πρέπει νά εξετάζεται πρωταρχικά.
Ωστόσο η υπεροχή αυτή της υδραυλικής ενέργειας δέν μπορεί ν αποτελέσει δόγμα καταδικαστικό για τις άλλες πηγές. Συμμετρικά πρέπει ν’ αναπτυχθούν και οι θερμικές πηγές της χώρας. Ώσπου να γίνουν και να αποδώσουν τα υδραυλικά έργα στο σύνολο τους, παράλληλες θερμικές πηγές, που έχουν την ευχέρεια της άμεσης αξιοποίησης, πρέπει ν’ αναπτυχτούν. Τα καύσιμα μιας χώρας, με τη διπλή τους ιδιότητα των φορέων ενέργειας και της πρώτης ύλης για χημική επεξεργασία, πρέπει ορθολογικά να εντάσσονται σε ένα σχέδιο αξιοποίησης.

Και ο κ. Μπάτσης – κρίνοντας πολύ ορθά – στέκει αντίπαλος όχι μόνον των «αμιγών» λύσεων μα και των απ’ αρχής μονόπλευρων.
Η ενεργειακή αξιοποίηση συμβαδίζει με την ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας. Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων σε σίδερο, σε αργίλιο, σε μαγνήσιο, που διαθέτει ο τόπος, η παραγωγή σόδας και νιτρικών ενώσεων, είναι τα στερεά βάθρα που θα βαστάξουν επιβλητικό το οικοδόμημα της ελληνικής βιομηχανίας. Παράλληλα θα γίνει η εκμετάλλευση τών άλλων ορυκτών. Το νικέλιο, το χρώμιο, το μολύβι, ο ψευδάργυρος, ο χαλκός, το μαγγάνιο, το αντιμόνιο, το μολυβδαίνιο, το θειάφι, το βάριο, ο χαλαζίας, η σμύριδα ακόμα το χρυσάφι και το ασήμι, υπάρχουν στον τόπο μας. Η ορθολογική διάρθρωση της οικονομίας μας δεν μπορεί να αμελήσει τον ακριβέστερο προσδιορισμό τους και την εκμετάλλευση τους.

Η δημιουργία σοβαράς μεταλλουργικής βιομηχανίας όχι μόνο επιτρέπει, μα επιβάλλει την ίδρυση σοβαράς μηχανουργικής, σε συνέχεια ναυπηγικής και γενικότερα την ολοκλήρωση της βαρείας βιομηχανίας, πού επεξεργάζεται τις πρώτες ύλες, κατασκευάζει τα μέσα παραγωγής και μεταφοράς, αποτελεί τη γενέτειρα κάθε προγράμματος.
Για το λόγο αυτό ο κ. Μπάτσης αφιέρωσε μεγάλο μέρος από την προσπάθεια τον στην επεξήγηση του πρωταρχικού ρόλου της βαριάς βιομηχανίας και στην απόδειξη πως υπάρχουν στην ‘Ελλάδα οι φυσικές και οικονομικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία και την ανάπτυξη της.

Το ερώτημα γιατί δεν έγινε ως τώρα καμιά απαρχή βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα, βρίσκει την απάντηση του στο γεγονός ότι όλη η πολιτεία των ξένων απέναντι μας, ως τα σήμερα, δείχνει ότι όταν επέμειναν να μας «προστατεύσουν» έβρισκαν πάντοτε τρόπο να μας κρατούν σε  υπανάπτυξη.

Η μεγάλη ευθύνη της άρχουσας τάξης στην ‘Ελλάδα είναι ότι δεν έλυσε βασικά – και γιά την ανάπτυξη τού ίδιου του κεφαλαίου της — κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα και δεν κατόρθωσε ν’ αντισταθεί σε τέτοιου είδους «προστασία», δε θέλησε δηλαδή παρακάμπτοντας τις αντιξοότητες ν’ αναπτύξει τον αστικό μετασχηματισμό, ν’ αναπτύξει μια παραγωγικά γερή οικονομία με μια πλατειά αγορά. Σε μας προτιμήθηκε η «οδός της ήσσονος αντιστάσεως», ο άνομος συμβιβασμός των εγχώριων κερδοσκόπων προς τούς ξένους χρηματοδότες και τούς πολιτικούς τον ιμπεριαλισμού σε βάρος του ελληνικού λαού.  Η εξέταση των εξωτερικών δανείων και οι συμβάσεις με ξένους το βροντοφωνάζουν.

Το ξένο κεφάλαιο αναπτύσσει μονάχα τους κλάδους πού δεν είναι εμπόδιο στους βασικούς σκοπούς για την τοποθέτηση και την ανάπτυξη του. «Να εκβιομηχανίσει τη χώρα το ξένο κεφάλαιο με την έννοια του μετασχηματισμού της από εξαρτημένη και καθυστερημένη σε αναπτυγμένη εσωτερικά χώρα ήταν απαράδεκτο, αντιφατικό και ασυμβίβαστο με τα γενικότερα ιμπεριαλιστικά του συμφέροντα και τις συγκεκριμένες επιδιώξεις του στον τόπο μας», γράφει ο κ. Μπάτσης. Για δε το ρόλο της άρχουσας τάξης του τόπου μας λέγει: «Η κυρίαρχη εκμεταλλεύτρια τάξη ήταν ένας εμπορικώς υπηρέτης του ξένου κεφαλαίου, ο υποτακτικός του μεσολαβητής».

Σήμερα, χάρη στην εργασία και τις ενδείξεις που παρουσίασε η έρευνα μερικών τεχνικών, δεν αμφισβητούνται οι τεχνικές προϋποθέσεις για την ίδρυση βαριάς βιομηχανίας. Ωστόσο παρά τη διαπίστωση αυτή δεν αποφασίζουν οι διάφοροι αρμόδιοι να αναγνωρίσουν πως υπάρχουν και οι οικονομικές προϋποθέσεις. Εξακολουθεί τον απαίσιο ρόλο της η στείρα και αποστεωμένη αντίδραση, ο συμφεροντολόγος συντηρητισμός σε απελπιστική ανάμιξη με τους ξένους «εμπειρογνώμονες» και «ειδικούς».

Ό κ. Μπάτσης από φιλοσοφική κατάρτιση και ειδίκευση στον διαλεκτικό υλισμό, από προοδευτική τοποθέτηση στην οικονομική επιστήμη, επιδιώκει ακολουθώντας τη λειτουργία των νόμων της οικονομικής επιστήμης, να φωτίσει τα φαινόμενα στην κίνηση τους, να καταστήσει φανερή την ορθή πορεία τους και να καταδείξει την τεράστια διαφορά μεταξύ του μονοπωλιακού κερδοσκοπικού ρόλου του κεφαλαίου και του εποικοδομητικού παραγωγικού έργου της συγκεντρωμένης οργανικής και ανόργανης μάζας των οικονομικών αγαθών και των οικονομικών μέσων, όταν με την αύξουσα εσωτερική συσσώρευση, αυτή μπαίνει στην υπηρεσία των σκοπών της λαϊκής οικονομίας και του φορέα της εθνικής εργασίας, του εργαζόμενου λαού.

Η έννοια της παραγωγικότητας της εργασίας, χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα για τη σπουδή της ελληνικής οικονομίας. Η ανάλυση και ο σχηματισμός της αξάας, οι διαπιστώσεις για τον προορισμό της εθνικής προσόδου και του καθαρού εισοδήματος, η σπουδή της αγροτικής μας οικονομίας όπως είναι σήμερα, η φωτεινή ανάλυση της ανασταλτικής επιρροής της θεωρίας της «πλήρους απασχολήσεως» είναι, κατά τη γνώμη μου, από τα καλύτερα, επιστημονικότερα και διαφωτιστικότερα κεφάλαια του βιβλίου. Βέβαια η γνώμη ενός τεχνικού δεν είναι αρκετή για την έξαρση της σημασίας των κεφαλαίων αυτών, οπωσδήποτε όμως αποτελεί την ειλικρινή εκδήλωση ενός απόλυτα ικανοποιημένου αναγνώστη, αιχμαλωτισμένου από την αισιοδοξία που βγαίνει μόνn της, πηγαία, από την αγνή επιστημονική ανάλυση, πως το οικονομικό μας πρόβλημα «μπορεί να λυθεί σε σωστή επιστημονική βάση, μονάχα άμα ξεδιπλώσουμε ανεμπόδιστα τις εσωτερικές, εσωελληνικές δυνάμεις της χώρας».

Στην καμπή που βρίσκεται η χώρα μας ύστερα από έναν εξαντλητικό πόλεμο, είναι μεγάλη υπηρεσία προς την πατρίδα η κυκλοφορία του επιστημονικού αυτού έργου. Οι δυνάμεις του κακού τροφοδοτημένες από το διεθνή ιμπεριαλισμό έχουν αποθηριώσει την εγχώρια κερδοσκοπία. Τίποτα δεν είναι ανήθικο, τίποτα δεν είναι άθλιο, τίποτα δεν είναι απαγορευμένο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τις επιδιώξεις της. Σταθερή της γραμμή είναι η διατήρηση του εκβιαστικού αυτού οικονομικού καθεστώτος που της επιτρέπει την ασυδοσία και της αποδίνει κέρδη.
Ο σιγουρότερος τρόπος γι’ αυτή τη διατήρηση είναι το χάρισμα τού εθνικού μας πλούτου στους ξένους και ή οικονομική και πολιτική ηγεμονία των ξένων πάνω στον τόπο μας. Τα επιχειρήματα τους είναι η στενότητα ντόπιων κεφαλαίων και αναγκαία συμπεράσματα η ανεξέλεγκτη αποδοχή των ξένων κεφαλαίων. Και είναι βέβαια πολύ διαφορετικό αυτό, από την οικονομική συμβολή του εξωτερικού παράγοντα για την προαγωγή του έργου της ανοικοδόμησης, που όταν δεν αποβλέπει σε πολιτική καθυπόταξη και αποικιακή εκμετάλλευση είναι οικονομικά απαραίτητη και συνεπώς ευπρόσδεκτη.

Ωστόσο, παλαίμαχοι της κερδοσκοπίας και νεογέννητοι οικονομολό¬γοι συναντιούνται σήμερα στο ίδιο πεδίο για να υποστηρίξουν θεωρητικά το ανεπανόρθωτο σκλάβωμα του λαού αυτού, που η ιστορία της εθνικής του ζωής είναι ιστορία αδιάκοπου ηρωικού αγώνα για την ελευθέρια.

Ό κ. Μπάτσης πνευματικός στρατιώτης του αγώνα αυτού, αγνά σκε¬πτόμενος Ελληνας, προσφέρει με την εργασία του ένα αξιόλογο όπλο για την καταπολέμηση κάθε προσπάθειας που θα είχε σκοπό να σφυρηλατη-θούν καταθλιπτικά δεσμά για τον ελληνικό λαό.

Εχω την πεποίθηση ότι, με την συνδρομή όλων των εθνικά σκεπτόμενων Ελλήνων επιστημόνων, ο κίνδυνος θα αποτραπεί. Ο δημοκρατικός ελληνικός λαός γνωρίζοντας το φυσικό πλούτο της Χώρας, τεχνικά καθοδηγούμενος από τους επιστήμονες που είναι αφοσιωμένοι στην εξυπηρέτηση του, για τον τρόπο που πρέπει ν’ εξακολουθήσει στην αξιοποίηση του πλούτου, θ’ αντισταθεί σε κάθε απόπειρα αρπαγής. Και ξέρουμε τί σημαίνει δημοκρατική λαϊκή αντίσταση, όταν έχει με το μέρος της την πεποίθηση του δικαίου, τη συναίσθηση της ελευθερίας, την αγάπη για την πατρίδα.

‘Αθήνα, 30 Μαΐου 1947
Ν. ΚΙΤΣΙΚΗΣ Γενικός Γραμματέας της ‘Επιστημονικής ‘Εταιρείας μελέτης νεοελληνικών προβλημάτων, «’Επιστήμη – Ανοικοδόμηση» (ΕΠ – ΑΝ)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *