ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
ΜΕΡΟ Α’
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: 1922, ΤΟ ΕΤΟΣ ΟΡΟΣΗΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΣΤΙΣΜΟΥ
“Μεγάλη Ιδέα”. “Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”. Η εκδοχή, τελικής λύσης του Ανατολικού Ζητήματος, από τον ισχυρό τοπικά ελληνικό καπιταλισμό, με την Νέα Βυζαντινή του Αυτοκρατορία που έρχεται να κυριαρχήσει στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Πολύτιμη συνεισφορά το έργο του Γ.Λεονταρίτη, που εκτιμά: «Η στρατηγική επιλογή του κορυφαίου πολιτικού της Ελλάδας, του Ελευθέριου Βενιζέλου, υπέρ της εμπλοκής στο πόλεμο εναρμονιζόταν τόσο με το κυρίαρχο διεθνώς πολιτικό πρότυπο του Επεκτατικού Ιμπεριαλισμού, όσο και με την κατά παράδοση αλυτρωτική πολιτική της Ελλάδας». Και παρακάτω: «Δεδομένου μάλιστα ότι η εκ προοιμίου μειονεκτική θέση της Ελλάδας δεν άφηνε παρά στενό περιθώριο στρατηγικών επιλογών, ο Βενιζέλος αναπόφευκτα αντίκρισε τον πόλεμο όχι μόνο ως έσχατο αμυντήριο, αλλά και ως μέσο επιθετικής πολιτικής συντελεστικό στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε μακροχρόνια όμως κλίμακα, δεν διέβλεψε ότι το ίδιο αυτό μέσο-οι διενέξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, καθώς και ολόκληρο το ιμπεριαλιστικό σύστημα-θα γινόταν κατανάγκην σοβαρό πρόσκομμα για τη δική του στρατηγική». Τέλος: «Κοντολογίς, την επεκτατική λογική της πολιτικής του τη συνέλαβε ο Βενιζέλος εν κενώ»[1].
Πολύ περισσότερο που πλέον ο ελληνικός καπιταλισμός υπολογίζεται όχι μόνο ως ένας σοβαρός διεκδικητής εδαφών, αλλά και ως δυναμικός οικονομικός ανταγωνιστής. Το ισχυρό αστικό στοιχείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εμπορικό και χρηματιστικό κυρίως, εκμεταλλεύεται τις νέες ευκαιρίες που δημιουργεί η ιμπεριαλιστική κατοχή της Μικράς Ασίας. Η Ανακωχή του Μούδρου έχει μετατρέψει την Κωνσταντινούπολη σε κέντρο του ανεφοδιασμού της Ανατολής, Ρουμανίας, Καυκασίας, Ρωσίας. «Της κινήσεως αυτής επωφελήθηκε το εν Ελλάδι κεφάλαιο με τα τραπεζικά πρακτορεία του, με τις ατμοπλοϊκές συγκοινωνίες κλπ. Πως ήτανε λοιπόν δυνατό να ενισχύεται μια εκστρατεία και μια πολιτική που συντελούσε στο να αναπτύσσεται ένας οικονομικός ανταγωνιστής»,[2] ερωτά ο Σεραφείμ Μάξιμος.
Ο Γ.Δερτιλής δεν επιτρέπει την καλλιέργεια καμίας αυταπάτης περί «εθνικών επιδιώξεων», όταν αναφέρεται στους Έλληνες αστούς: «Πατήρ πάντων ο πόλεμος, είναι και του μεγάλου κέρδους ο πατέρας. Και την μερίδα του λέοντος από τα κέρδη των πολέμων δεν την αποσπούν οι χώρες που διαθέτουν βιομηχανία, αλλά οι χώρες που διαθέτουν ικανούς καραβοκύρηδες, ναυτικούς, εμπόρους. Και ικανούς πειρατές, όχι μόνο σε παλαιότερες εποχές, αλλά και σε νεότερες-αυτό τουλάχιστον μας δείχνει η ιστορία όταν δεν επιχειρεί να εξωραΐσει την πραγματικότητα. Πόλεμοι που, σπέρνοντας τον θάνατο και την δυστυχία, φέρνουν καμιά φορά και τον πλούτο. Πως αλλιώς θα εξηγήσουμε αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα για πολλά, αν όχι για όλα τα χρόνια των πολέμων-και ειδικά αυτό που συμβαίνει με ορισμένους και όχι με άλλους τομείς της οικονομίας; Πρόκειται για την ευρωστία του εμπορίου (υπολογίζοντας και το λαθρεμπόριο), της ναυτιλίας, των τραπεζών»[3].
Και ενώ η ισορροπία μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Entente ανατρέπεται συνολικά (η ικανοποίηση των συμφερόντων τους προτάσσει την συνδιαλλαγή με τον Τουρκικό Εθνικισμό), ο στρατιώτης που πρέπει να πολεμήσει “υποχρεωτικά” το Αρνείται: “Προτιμά μιάν αποφασιστική ήττα, παρά μια νίκη που θα τον καθηλώσει στο μέτωπο. Γι’ αυτό δέχθηκε τη κατάρρευσι με ευχαρίστησι. Ήτανε μια λύσι. Ένας τρόπος να γυρίση στη πατρίδα του. Καμμιά τάσι, καμμιά ταπείνωσι δεν αισθάνθηκε για την ήττα. Ο εθνισμός είχε σβύσει μέσα του”.[4] Παράλληλα, ο τουρκικός λαός, αυτός ο απρόβλεπτος παράγοντας, τροφοδοτεί το ανεπιφύλακτα ρωμαλέο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του Κεμάλ, συμπαρασύροντας κάθε ξένη επιβουλή, συντρίβοντας κάθε επεκτατικό σχέδιο.
Τα πλοία που επιστρέφουν από τις Μικρασιατικές ακτές δεν κουβαλούν μόνο τα συντρίμμια του στρατού, τους πρόσφυγες-θύματα της Τουρκοποίησης της Μ.Ασίας, αλλά και τους κινηματίες του Πλαστήρα. Αυτοί δε φέρνουν την τιμωρία των υπευθύνων της καταστροφής, αλλά την σωτηρία του Αστικού Καθεστώτος, καθώς πλέον αμφισβητείται το ίδιο το σύστημα της κυρίαρχης τάξης. Εξάλλου, τα ίδια στρατεύματα έχουν δώσει δείγματα γραφής και σε άλλα μέτωπα, αναλαμβάνοντας την υλοποίηση Αντεπαναστατικών στοχεύσεων. “Μεταξύ αυτών είναι και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων υπό τον τότε Αντισυνταγματάρχή Ν.Πλαστήρα”, που συμμετείχε στην Ιμπεριαλιστική Επέμβαση στην Ουκρανία, με στόχο την καταστολή της Οκτωβριανής Επανάστασης.
“Οι Έλληνες φαντάροι τραγουδούσαν τότε σαν σε διάλογο:
Που, μωρέ, που, που σας πάει ο Αρχηγός σας
στον μακρύ το δρόμο μπρος σας;
Από την Ρωσία σέρνει δρόμος ίσια για την Σμύρνη”.[5]
Η ιστορία “επαναλαμβάνεται ως φάρσα ή ως τραγωδία”; Ένας κύκλος κλείνει, όταν η τυχοδιωκτική εκστρατεία που άρχισε με στόχο τον “εσωτερικό εχθρό” και το Κοινωνικό Απελευθερωτικό του Όραμα, συνεχίζεται στα βάθη της Ανατολής αναζητώντας την Κόκκινη Μηλιά, για να επιστρέψει ηττημένη στην Παλιά Ελλάδα, δίνοντας ξανά στρατιωτική απάντηση σε μια πρωτόγνωρη κρίση, στρέφοντας τα όπλα εκ νέου στον “εσωτερικό εχθρό”.
Οι συνέπειες της στρατιωτικής ήττας φαντάζουν σοβαρότερες αν συνυπολογιστούν τα αποτελέσματα της πολιτικής ήττας του βενιζελισμού και της μεγαλοαστικής τάξης που εκπροσωπεί. Ο Σ.Μάξιμος, διαπιστώνει: “λίγες είναι οι περιπτώσεις που η καπιταλιστική ολιγαρχία επέβαλε το πολιτικό της πρόγραμμα με τέτοια ορμή, με τόση βία και τόσο κυνισμό σε ένα λαό, που η μιζέρια εξυμνήθηκε ως αρετή, η στέρηση του ως λιτότητα, η υπομονή του ως αδυναμία. Μα λίγες είναι και οι περιπτώσεις που ο λαός αυτός πολέμησε με ορμή, θάρρος και επιμονή την βία των φιλελευθέρων και τον κυνισμό τους, έδειξε μια δραστηριότητα, έναν ενθουσιασμό, μια ενεργητικότητα, μια πειθαρχία στο σκοπό. Είναι αλήθεια πως αυτή τη μεγάλη μάζα την κυβέρνησε, την καθοδήγησε, την ενθουσίασε η μοναρχία”.[6]
Ο εμφύλιος πόλεμος, που ξεσπά το 1915, “αν και έγινε σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ήτανε σύγκρουση εσωτερική. Η εσωτερική πλευρά του ζητήματος, ο αγώνας για την εσωτερική κυριαρχία, έδωσε την αποφασιστική ώθηση. Όταν αργότερα οι μεγάλες μάζες πλαισιωθήκανε στα παλιά κόμματα με τη δυναστεία επί κεφαλής κατά των φιλελευθέρων, η πολιτική αντίθεση έγινε αντίθεση τάξεων. Η σύγκρουση δύο αστικών μερίδων εξελίχθηκε σε σύγκρουση τάξεων, κατά την οποία τα κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα σηκώσανε την αντιβενιζελική σημαία ως σύμβολο κατά του κεφαλαίου. Αυτό εξηγεί γιατί ο αντιβενιζελισμός εμφανίστηκε πολλές φορές με αντικαπιταλιστικά αισθήματα, ενώ, από πολιτική καταγωγή και κοινωνική προέλευση των στελεχών του, ήτανε και παρέμεινε συντηρητικός, αντιδραστικός, στείρος, αντιμέτωπος σε κάθε πρόοδο και σε κάθε μεταβολή”. [7]
«Υπάρχει εκεί κοντά μια τομή πολύ βαθύτερη: το 1917» διαπιστώνει ο Γ.Β.Δερτιλής. «Ορόσημο της παγκόσμιας ιστορίας, έχει και στην Ελλάδα βαθύτερες επιπτώσεις από την μικρασιατική καταστροφή-και μακροβιότερες. Εξηγούμαι. Από το 1830 έως το 1917, οι μεγάλες ιδέες και επιδιώξεις της ελληνικής κοινωνίας στρέφονταν γύρω από την ενότητα και την ταυτότητα του νεαρού ελληνικού έθνους. Την ενότητα και την διοργάνωση του νεαρού ελληνικού κράτους και της κοινωνίας. Την ενοποίηση και ανάπτυξη της οικονομίας. Ήταν ζητήματα ενότητας εθνικής-και, έστω στην επιφάνεια, κοινωνικής. Αντιθέτως, μετά το 1917, νέα πολιτικά σύνορα σχηματίζονται στην Ελλάδα και νέα ιδεολογικά ερωτήματα την διχάζουν βαθύτατα. Ο άξονας τους είναι πλέον οι οικονομικές αντιθέσεις, τα κοινωνικά ρήγματα, με δύο λόγια είναι το κοινωνικό ζήτημα. Τα νέα ερωτήματα που θέτει στο εαυτό της η ελληνική κοινωνία απηχούν ιδεολογίες κοινωνικής ρήξης. Σε αντίθεση με την προηγούμενη, ενοποιητική περίοδο»[8].
Τίθεται επομένως επιτακτική η ανάγκη πολιτικής και ιδεολογικής θωράκισης του καθεστώτος. Κατ’ αρχήν, “ο συνταγματικός φιλελευθερισμός, όπως τον κατοχύρωνε τα αναθεωρημένο σύνταγμα του 1864, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις επιταγές μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, που απαιτούσε περισσότερη αποτελεσματικότητα στη δραστηριότητα των δημόσιων αρχών και μεγαλύτερο ορθολογισμό στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος: προτού καταργηθεί από μια δικτατορία που εμπνέονταν από τα φασιστικά πρότυπα το 1936, ο συνταγματικός φιλελευθερισμός νοθεύτηκε κατά τη διάρκεια της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας”.[9]
Είναι η περίοδος, που “οι μεγαλύτερες δημοκρατικές εφημερίδες προβάλλουν το Μουσολίνι, ο δημοκρατικός στρατός είναι και αυτός γεμάτος από υποψήφιους δικτάτορες, που συνεννοούνται και συσκέπτονται συχνά για το πώς θα είναι δυνατόν να σωθή η Ελλάδα με μια καλή Δικτατορία. Κάθε επιχειρηματίας, βιομήχανος ή τραπεζίτης που επιζητεί μια σύμβασι ή μια προμήθεια και δεν το κατορθώνει, καταλήγει στο συμπέρασμα πως χρειαζόμαστε ένα δικτάτορα”.[10]
Στο ιδεολογικό επίπεδο, “η ήττα και η καταστροφή σε συνδυασμό με την κατάρρευση των αλυτρωτικών ελληνικών οραμάτων γεννούν τώρα πια την ανάγκη συνολικής ανασυγκρότησης και ουσιαστικής ανανέωσης της ελληνικής εθνικής θεωρίας[11]. Ποιο το “νέο Εθνικό Όραμα”, η “νέα Μεγάλη Ιδέα”; Ο προβληματισμός αγκαλιάζει τις έννοιες του έθνους και της εθνικής ταυτότητας.
Βενιζελικοί πολιτικοί και διανοούμενοι θα απαντήσουν πρώτοι. Η παράταξη τους πλήττεται, απειλείται στρατηγικά από την μικρασιατική καταστροφή. Τους παλαιούς στόχους της απελευθέρωσης των αλύτρωτων και της εδαφικής επέκτασης με ιδεολογικό επιστέγασμα τη Μεγάλη Ιδέα έρχονται να αντικαταστήσουν η προσπάθεια αφομοίωσης των πρώην αλύτρωτων είτε ως κατοίκων των Νέων Χωρών, είτε ως προσφύγων, οι ενέργειες για επίτευξη εθνικής ομοιογένειας καθώς και η φιλοδοξία εγχάραξης μιας νέας εθνικής ταυτότητας μέσα στα κρατικά σύνορα, που θεωρούνται οριστικά.
Την περίοδο 1928-1932, και αφού η Αβασίλευτη Δημοκρατία έχει επιβληθεί, είναι το σχέδιο Αστικού Εκσυγχρονισμού, που θα εφαρμόσει ο ίδιος ο Βενιζέλος, που θα επιχειρηθεί να περιβληθεί την αίγλη της νέας Μεγάλης Ιδέας.
ΘΕΣΜΙΚΗ ΘΩΡΑΚΙΣΗ
ΑΥΤΑΡΧΙΚΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ
Μια από τις πιο σημαντικές στοχεύσεις του αστικού καθεστώτος ήταν η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας διαμέσου της καταστρατήγησης των διατάξεων για την κατάσταση πολιορκίας. Το σύνταγμα του 1911, “έχει επιτρέψει την προσφυγή στο εξαιρετικό αυτό μέτρο μόνο σε περίπτωση πολέμου και γενικής επιστράτευσης για λόγους εξωτερικής ασφάλειας και να υποβάλει την εφαρμογή του σε αυστηρό κοινοβουλευτικό έλεγχο”.[12] Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος διαβεβαίωσε την Αναθεωρητική Βουλή πως σε καμιά περίπτωση η κατάσταση πολιορκίας δεν θα επιβαλλόταν συνέπεια εσωτερικών κινδύνων.
Μόνο μετά το κίνημα του 1922, “η Επαναστατική Επιτροπή” θα κηρύξει για πρώτη φορά την κατάσταση πολιορκίας σε όλη την χώρα, για λόγους εσωτερικής σκοπιμότητας. Επικαλούνται ως αιτία τον έλεγχο των κινήσεων των φιλοβασιλικών. Ο πραγματικός λόγος αποκαλύπτεται όταν τον Αύγουστο του 1923, θα καταπνίξουν τη γενική απεργία, που συμμετείχαν 150.000 εργάτες και την εργατική διαδήλωση στο Πασαλιμάνι. Η επέμβαση του στρατού έχει ως συνέπεια τη δολοφονία 11 απεργών.
Η κατάσταση πολιορκίας εξελίσσεται σε ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό όπλο για τη διατήρηση της εξουσίας και την καταστολή της διογκούμενης κοινωνικής αναταραχής. Ο Πάγκαλος θα την χρησιμοποιήσει προκειμένου να εγκαθιδρύσει το 1925 την εφήμερη δικτατορία του.
Το 1928, ο Βενιζέλος θα επιστρέψει στην εξουσία. Ο Αστικός Εκσυγχρονισμός που οραματίζεται θα έχει ως όχημα του το Κράτος, το οποίο “όφειλε να εξοπλιστεί με τα αναγκαία εκείνα μέσα που θα του επέτρεπαν να παίξει πιο ενεργό ρόλο στη διατήρηση της πολιτικής και κοινωνικής τάξης, την οποία απειλούσε τόσο η ανάπτυξη του διεκδικητικού κινήματος των λαϊκών τάξεων όσο και ο πολλαπλασιασμός των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που έθεταν σε κίνδυνο την συνοχή του”. [13]
Η πανάκεια καταυτόν βρισκόταν στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Το 1934, εκτιμώντας ότι “η σημερινή εκτελεστική εξουσία είναι ανίκανος να ανταποκριθεί προς τα καθήκοντα της, ευρισκόμενη υπό την πλήρη εξάρτησιν της νομοθετικής εξουσίας”, προτείνει την παραχώρηση Έκτακτων Εξουσιών στην εκτελεστική εξουσία, έχοντας σε μεγάλο βαθμό ως πρότυπο του το Αμερικάνικο Πολιτικό Σύστημα.
Εξάλλου, από το 1932 αναγγέλλει την πρόθεση της κυβέρνησης του να προχωρήσει σε αναθεώρηση του Συντάγματος του 1927, ώστε να παραχωρούνται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας εξαιρετικές εξουσίες σε περίοδο κρίσης, ανάλογες με εκείνες που αναγνώριζε στον πρόεδρο του γερμανικού Ράιχ, το περίφημο άρθρο 48 του συντάγματος της Βαϊμάρης. Αφού δεν καταφέρνει να αναθεωρήσει το Σύνταγμα, επιλέγει μια εντελώς ακραία ερμηνεία του:
“Τα λεγόμενα ατομικά δικαιώματα, αι προσωπικαί ελευθερίαι (.) δεν είναι απόλυτα. Δύνανται και πρέπει να προστατεύωνται πάντα εντός των νόμων, υπό ομαλάς περιστάσεις μιας χώρας. Αλλά, όταν η χώρα διατελεί υπό όλως εκτάκτους περιστάσεις, αι ατομικαί ελευθερίαι πρέπει να περιορίζωνται εις το προσήκον μέτρον. Το Σύνταγμά μας προβλέπει τάς περιστάσεις αυτάς και ορίζει ότι επιτρέπει τοιούτος περιορισμός (.) εις περιστάσεις πολέμου ή επιστρατεύσεως γενικής εξ εξωτερικών λόγων. Ευτυχώς, δεν προσέθεσεν εις το πρώτον μέρος το επίθετον εξωτερικός, ώστε ο πόλεμος τουλάχιστον να είναι βέβαιον ότι και εξωτερικός και εμφύλιος αν είναι να επιτρέπει την αναστολή των ελευθεριών”.[14]
Αυτή η ερμηνεία του Συντάγματος που νομιμοποιούσε a priori οποιαδήποτε προσφυγή στην κατάσταση πολιορκίας για εσωτερικούς λόγους, θα θέσει στο στόχαστρο της και τον βενιζελικό κόσμο, μετά την αποτυχημένη εκδήλωση του κινήματος του 1935.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η προσφυγή στην πρακτική των «γενικών εξουσιοδοτήσεων» κατά τη διάρκεια της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας, που προκαλούν τη νόθευση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Οι κυβερνήσεις της περιόδου θα ιδιοποιηθούν τεράστιες εξουσίες.
Η ταξικότητα της πολιτικής, ακόμα και των κεντρώων κυβερνήσεων (Παπαναστασίου) εμφανίζεται απροκάλυπτα από το νομοθετικό διάταγμα της 23ης Απριλίου 1924 «περί κατοχυρώσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος»- το περίφημο «κατοχυρωτικό»- που συνέβαλε αποφασιστικά στη θεσμοθέτηση του εγκλήματος γνώμης στην Ελλάδα και το νομοθετικό διάταγμα της 19ης Απριλίου 1924 «περί συστάσεως εν εκάστω νομώ Επιτροπών Δημοσίας Ασφαλείας». Το διάταγμα της 2ας Ιουνίου 1926 της δικτατορίας Πάγκαλου-για τη δίωξη πολιτών που κρίνονταν «ύποπτοι για τη διατάραξη της δημόσιας ασφάλειας» δείχνει τον πραγματικό στόχο. Ξεκίνησαν να καταδιώξουν την ληστεία για να στραφούν ενάντια στην αμφισβήτηση, όπως ο τρομονόμος φαινομενικά καταδιώκει το «οργανωμένο έγκλημα».
Πρέπει να σημειώσουμε, ότι κατά τη διάρκεια της δικτατορικής διακυβέρνησης Πάγκαλου, αποδεικνύεται μια τρομερή αλήθεια για το αστικό καθεστώς. Οι ευκαιριακοί πολιτικοί εκπρόσωποι του όχι μόνο δε μπορούν να εκφράσουν τις λαϊκές μάζες, αλλά αδυνατούν να τις ενσωματώσουν ακόμη και όταν επικαλούνται τους εθνικούς κινδύνους:
«Από το συλλαλητήριο των Πατρών φάνηκε καθαρά η διάθεση της μάζης ν’ αντιταχθή στη δικτατορία. Στις πατριωτικές εξάρσεις του Πάγκαλου αντέταξε μια φράσι, ένα σύνθημα με έννοια.
Μυδραλλιοβόλα! Έλεγε ο Πάγκαλος.
Λάδι! Απαντούσαν οι διαδηλωτές.
Λάδι! Όχι Βουλή! Όχι κοινοβούλιο και κοινοβουλευτικά κόμματα».[15]
Ενδιαφέρον προκαλεί η βαθμιαία εξαφάνιση του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Σε αυτή την πραγματικότητα οδηγούν η εσωτερική οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση, αλλά και ένα Ευρωπαϊκό ρεύμα που εκφράζει τη δυσπιστία του στους κοινοβουλευτικού θεσμούς. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα του 1930 είναι έντονες οι επιρροές όπως είδαμε του ιταλικού-γερμανικού προτύπου, αλλά και του αμερικανικού προεδρικού συστήματος.
Υπάρχουν επομένως φωνές που αμφισβητούν ευθέως τον κοινοβουλευτισμό και προσπάθειες αφυδάτωσης του, που προέρχονται από την ίδια την εκτελεστική εξουσία. Κινήσεις που αλληλοδιαπλέκονται, τροφοδοτούν η μια την άλλη, μεταμορφώνουν ολοένα πιο αντιδραστικά το πολιτικό σύστημα. Όλοι τοποθετούνται: βενιζελικοί – φιλοβασιλικοί – τύπος – ισχυρά οικονομικά συμφέροντα – θεσμικοί και εξωθεσμικοί παράγοντες.
Ο Γ.Παπανδρέου γράφει στις 7 Ιανουαρίου 1934: «.πιστεύω ότι η Δικτατορία ημπορεί εις ωρισμένας περιστάσεις να αποτελέση ιστορικήν ανάγκην δι’ ένα τόπον. Όταν την επιβάλλει ο υπέρτατος νόμος της σωτηρίας της Πατρίδος. Τότε ημπορεί να αποβή και ωφέλημος, υπό τον όρον ότι θα συμπαρέλθη με τας εξαιρετικάς περιστάσεις αι οποίοι την κατέστησαν απαραίτητον.» («Καθημερινή» 7.1.1934). Στις 12 Ιανουαρίου, ο Ι.Μεταξάς δηλώνει στον πρωθυπουργό Π.Τσαλδάρη «ότι θεωρώ τον κοινοβουλευτισμό εκπέσοντα και ότι θα αγωνισθώ προς έξοδον εξ αυτού». [16]
Αν στους παραπάνω παράγοντες προσθέσουμε τις ωμές βασιλικές παρεμβάσεις, τον ενισχυμένο ρόλο της δικαιοσύνης, τα Αναγκαστικά Διατάγματα, μπορούμε να διαμορφώσουμε γνώμη και να διαπιστώσουμε ότι είναι η εσωτερική κατάσταση που οδήγησε στη Δικτατορία του 1936. Δεν είναι αποτέλεσμα της ακραίας πάλης μεταξύ διαφορετικών μερίδων της αστικής τάξης. Δεν μπορεί να ιδωθεί από την σκοπιά της αντίθεσης Κοινοβουλευτισμού και Δικτατορίας. Άξιο προσοχής ότι η Δικτατορία Μεταξά προήλθε από «κοινοβουλευτική εξουσιοδότηση».
Ουσιαστικά αποτελεί επιστέγασμα μιας ολόκληρης πορείας, ολοένα και πιο αντιδραστικών λύσεων, που δίνονται στο πολιτικό επίπεδο, έχοντας ως παρανομαστή το βάθεμα της πάλης ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας και στον κόσμο του κεφαλαίου. Αυτή η οπτική επιτρέπει να δούμε και την συμμετοχή του αγγλικού παράγοντα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Σωστά ο Αλ.Σβώλος συμπεραίνει: «Εν τούτοις, σχηματικώς πάντοτε, ημπορεί κανείς να υπολογίζη ότι το δημοκρατικόν και φιλελεύθερο Κράτος θα διέλθει δια της αρνήσεως του εαυτού του, πριν η εξελίξις της κοινωνίας αγάγη προς την κοινωνικήν δημοκρατίαν. Διότι είναι φυσικόν η αστική τάξις να αμυνθή της υπεροχής της θέσεως της, καταφεύγουσα εν ανάγκη εις την έντασιν της κρατικής επιβολής».[17]
ΠΟΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ
Οι ατομικές και συλλογικές ελευθερίες υπέστησαν μόνιμα ρήγματα τις δεκαετίες 1920-1930, πριν καταργηθούν εντελώς από τη Δικτατορία του 1936, που επιχείρησε να τις υποκαταστήσει με μια φασιστικού τύπου αντίληψη της σχέσης κράτους-πολίτη.
Το τρίπτυχο των κρατικών ιδεολογικών μηχανισμών περιλαμβάνει «Εθνικισμό-Ελληνοκεντρισμό-Αντικομμουνισμό». Στο στόχαστρο επομένως διοικητικών και ποινικών περιορισμών θα μπουν κυρίως αγωνιστές του εργατικού κινήματος. Θύματα μιας εκστρατείας, που καλύπτεται από την αστική προπαγάνδα του «ερυθρού κινδύνου».
Η απαγόρευση διαμονής (1871) θα μετεξελιχθεί σε επιτηρούμενη διαμονή (1913-1917), για να πάρει την οριστική μορφή της διοικητικής εκτόπισης (1926) από τη δικτατορία του Πάγκαλου: «κάθε ατόμου ύποπτου διαπράξεως (.) αντικειμένων εις την δημόσιον τάξιν, ησυχίαν και ασφάλειαν της χώρας»».[18] Ο νόμος θα διατηρηθεί την περίοδο 1926-1929, καθώς οι κυβερνήσεις Ενότητας βενιζελικών-φιλοβασιλικών στρέφονται ενιαία κατά του εργατικού κινήματος, αποκτώντας το 1931 πιο αναβαθμισμένα χαρακτηριστικά από το Βενιζέλο, που επιθυμεί τη δραστική αντιμετώπιση των εργατικών αγώνων και τη διατήρηση της εξουσίας.
Εξάλλου, μια από τις προτεραιότητες του Βενιζέλου, μόλις επέστρεψε στην εξουσία το 1928, ήταν η κατάθεση του νομοσχεδίου «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Το πρώτο άρθρο προέβλεπε ποινή φυλάκισης εναντίον οποιουδήποτε οργάνωνε ή κατεύθυνε κομμουνιστική ή παρόμοια κίνηση, που απέβλεπε στην ανατροπή με βίαια μέσα του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή στην επικράτηση, με τη βία μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Το δεύτερο άρθρο, τιμωρούσε οποιονδήποτε δημόσια υποστήριζε τον κομμουνισμό ή έκανε σχετικό προσηλυτισμό. Το τέταρτο και πέμπτο άρθρο απαγόρευαν όλες τις κομμουνιστικές συγκεντρώσεις, χαρακτηρίζοντας τες, εκ προοιμίου, ως «επικίνδυνες» για τη δημόσια ασφάλεια, καθώς και κάθε ένωση φυσικών προσώπων που διακήρυσσαν κομμουνιστική ή παρόμοια ιδεολογία.
Είναι ο νόμος που έμεινε γνωστός ως «ΙΔΙΩΝΥΜΟ», και θα τεθεί σε ισχύ το 1929. Εφαρμόζεται με αυστηρότητα μέχρι το 1936, που θα αντικατασταθεί από έναν ακόμη πιο σκληρό νόμο. Στην χρονολογική παρουσίαση της ζωής του Σ.Μάξιμου, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Κοινοβούλιο ή Δικτατορία», εκτίθενται τα εξής στοιχεία για την αποτελεσματικότητα του Ιδιώνυμου. Μέχρι το 1934, που συμπληρώνονται 5 χρόνια εφαρμογής του, “επί κυβέρνησης Βενιζέλου έχουν γίνει 13050 συλλήψεις, 2400 καταδίκες. Σύνολο καταδίκης 2938 χρόνια. Μεταξύ των καταδικασμένων είναι 120 στρατιώτες που στάλθηκαν στο Καλπάκι, ενώ 27 δολοφονήθηκαν. Επί κυβέρνησης Τσαλδάρη, έγιναν 3725 συλλήψεις, 785 καταδίκες, υπήρξαν 1006 χρόνια καταδίκης, 56 στάλθηκαν στο Καλπάκι και 10 δολοφονήθηκαν”!!!
Είναι ένας νόμος που στρέφεται κατά των ιδεών, της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συναιτερίζεσθαι, που δίνει έντονα ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά στην αστική δημοκρατία, τη δικτατορία της αστικής τάξης επί της εργατικής, αφού διαχωρίζοντας τους πολίτες με ταξικά κριτήρια, με βάση την πολιτική τους ένταξη, ανατρέπει την νομική ισότητα των πολιτών, άρα και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αναιρώντας και την προσχηματική της διάσταση.
Σε συμφωνία με το παραπάνω αυταρχικό πνεύμα του νομοθέτη βρίσκεται ο νόμος που ψηφίζεται τον Ιούλιο του 1931, θεσπίζοντας ποινή φυλάκισης για τους ενόχους οποιασδήποτε “εκ προθέσεως προπαρασκευαστικής ενέργειας του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας”. Πρόθεση του νομοθέτη να κατοχυρώσει θεσμικά “τη δίωξη ατόμων που θα είχαν την πρόθεση να διαπράξουν το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας”. Επισημαίνει λοιπόν η κυβέρνηση ότι στόχος είναι:
“το έγκλημα στην προπαρασκευαστική του φάση και μάλιστα στην απλή εξωτερίκευση της εγκληματικής πρόθεσης, για να σταματήσει στο κατώφλι μόλις της συνείδησης”.[19]
Από την ποινικοποίηση της πράξης, με την τεράστια κρατική αυθαιρεσία (μεταφορά αρμοδιοτήτων από τα ορκωτά στα ποινικά δικαστήρια, περιορισμοί στο δικαίωμα της υπεράσπισης κλπ), θα οδηγηθούμε στην ποινικοποίηση της βούλησης. Το έκτακτο νομοθετικό οπλοστάσιο θα βρεί αφορμή στην “μακεδονική πολιτική του ΚΚΕ”, αλλά πραγματικό στόχο έχει το εργατικό κίνημα (60% των ατόμων που καταδικάστηκαν την περίοδο 1929-1937 για εγκλήματα κατά της Ασφάλειας του κράτους και με το Ιδιώνυμο ανήκε στην εργατική τάξη).
Στους σημερινούς απολογητές του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, που συχνά και προκειμένου να θέσουν στην ιδεολογική παρανομία την όποια απελευθερωτική αναζήτηση του σύγχρονου εργαζόμενου, ταυτίζουν το φασισμό με τον κακέκτυπο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, να υπενθυμίσουμε ότι ο φασισμός ήταν η αστική απάντηση στην κρίση του Μεσοπολέμου. Δεύτερον, ότι στη Γερμανία-Ιταλία-Ελλάδα προήλθε από τον κοινοβουλευτικό δρόμο και μετά τη συνεννόηση των αστικών δυνάμεων, που χωρίς την στήριξη των οποίων δεν μπορούσε να σταθεί. Τρίτον, το Ιδιώνυμο, για να έρθουμε και στην ελληνική πραγματικότητα, για τους ίδιους λόγους που στράφηκε ενάντια στην Αριστερά, θα μπορούσε να στραφεί και εναντίον των ελληνικών φασιστικών οργανώσεων.
O Γ.Μαργαρίτης στο βιβλίο του «ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΙ ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΕΣ» αποκαλύπτει την συνεργασία κράτους-δυνάμεων καταστολής-φασιστικών οργανώσεων (Ε.Ε.Ε.) -τύπου κατά του εργατικού κινήματος και του εβραϊκού στοιχείου της Β.Ελλάδας. Μας πληροφορεί ότι: “Οι Χαλυβδόκρανοί της, οι Άλκιμοι νεολαίοι της, παρά την πολεμική τους όψη και τις αντισημιτικές παραγράφους των προκηρύξεων τους, αποτέλεσαν απαραίτητο συμπλήρωμα στις εθνικές τελετουργίες, επετείους και παρελάσεις. Επειδή μάλιστα δεν υπήρχε ανάλογης έκτασης κίνηση στην Αθήνα, οι επικίνδυνοι αυτοί μαχητές μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα με αμαξοστοιχίες που πρόσφερε το ελληνικό κράτος και φιλοξενήθηκαν με έξοδα του δημάρχου Αθηναίων, ούτως ώστε να μπορέσουν, εν χορώ, να εκφράσουν τις απειλητικές διαθέσεις τους εναντίον των εχθρών του έθνους”.[20] Ο γενικός διοικητής Μακεδονίας, Γονατάς, έμπειρο στέλεχος των βενιζελικών, αναγνωρίζει «την χρησιμότητα οργανώσεων όπως η Ε.Ε.Ε. για την προστασία της αστικής κοινωνίας από τις εγκληματικές ενέργειες της αριστεράς» και οι οποίες λειτουργούν ως «παράλληλη αστυνομία».[21]
Συμπεραίνουμε, ότι το “αυγό του φιδιού” μπορεί να επωάζεται στην Ακροδεξιά, να στρατολογεί από τα λούμπεν και μικροαστικά στοιχεία, αλλά σε περιόδους έντονης “Εθνικής και Κοινωνικής Ανασφάλειας”, ο φασισμός μπαίνει και επίσημα στην υπηρεσία του αστικού καθεστώτος, αναλαμβάνει τις “ακραίες” πολιτικά αποστολές κατά του εργατικού κινήματος, των μειονοτήτων και της Αριστεράς, απολαμβάνοντας κρατική ανοχή, στήριξη και αποτελώντας επιλογή πολιτικής διακυβέρνησης. Εξάλλου, ο Κοινοβουλευτικός Ολοκληρωτισμός ως γέννημα του σύγχρονου καπιταλισμού ενσωματώνει δομικά τους πιο σκληρούς όρους εκμετάλλευσης και καθυπόταξης της εργατικής τάξης σε κάθε φάση της δραστηριοποίησης της.
Πολλοί ιστορικοί συμφωνούν ότι δεν είναι το μέγεθος της κομμουνιστικής απειλής που δικαιολογεί τη βιαιότητα των αυταρχικών μέτρων. Όμως ο Βενιζέλος είναι ο αστός πολιτικός, που κατάφερε να συλλάβει, σχεδιάσει και εφαρμόσει στρατηγικού χαρακτήρα κινήσεις της άρχουσας τάξης. Κατανοεί το κίνδυνο. Διαισθάνεται τον εργατικό αναβρασμό. Θέλει να ακυρώσει την απειλητική συνάντηση του αναπτυσσόμενου εργατικού κινήματος με την Αριστερά της εποχής, που οραματίζεται ακόμη την προλεταριακή επανάσταση και δεν έχει υποστείλει τις σημαίες του προλεταριακού Διεθνισμού.
Ο Βενιζέλος έχει βγάλει συμπεράσματα από την αποτυχία της ελληνικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής στη Μ.Ασία. Δε μπορεί να ανεχτεί τη θέση της Αριστεράς για τη Μακεδονία. Χάνει την στήριξη των προσφύγων. Το όνειρο της επιστροφής στην «πατρώα γη», εξαιτίας του, έσβησε. Τα κτήματα που τους έδωσε τα βαρύνουν χρέη και η απειλή της τραπεζικής κατάσχεσης. Οι μικροαστικές ελπίδες θάφτηκαν στους προσφυγικούς μαχαλάδες. Μόνο το εργατικό κίνημα και η Αριστερά μένει να τους στηρίζει, να μοιράζεται τις αγωνίες τους, να ευαγγελίζεται ένα καλύτερο Αύριο.
Σε μια εποχή που οι εργαζόμενοι ζητούν μεταρρυθμίσεις και οι αστοί αρνούνται παραχωρήσεις, διέξοδο δίνουν οι αγώνες που καταστέλλονται άγρια, αλλά συνεχίζονται. Η κοινωνική πόλωση οξύνεται. Μετά και την κατάρρευση του Αστικού Εκσυγχρονισμού (1928-1932) δεν υπάρχει αστικό όραμα, που να ενσωματώσει.
Δημιουργείται επικίνδυνο κενό πολιτικής εκπροσώπησης. Αυτό αντανακλά το ρευστό πολιτικό σκηνικό (διαδοχικές αστικές κυβερνήσεις, πραξικοπήματα, ρυθμιστικός ρόλος αριστεράς με το εκλογικό αποτέλεσμα του 1935), με ραγδαία όξυνση του κοινωνικού ζητήματος και τους ανέμους του πολέμου να καταφτάνουν στην Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η λύση που επέλεξε το αστικό καθεστώς, ήταν η Δικτατορία του Μεταξά.
Ανάλογες πολιτικές επιλογές προκρίνουν, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, και άλλα αστικά επιτελεία. Πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό το σχέδιο του συντάγματος που υπέβαλαν οι εκπρόσωποι των παραδοσιακών κομμάτων στο βασιλιά το Μάιο του 1937, το οποίο προέβλεπε μεταξύ άλλων την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, την απαγόρευση του φασισμού και του κομμουνισμού, την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας κλπ, το οποίο θα τίθεντο σε εφαρμογή μόλις ο βασιλιάς το αποδεχόταν και τους εμπιστευόταν την εξουσία. Ανάλογες διατάξεις προέβλεπε και το σχέδιο που υπέβαλε στις 8 Ιανουαρίου 1937, ο αρχηγός του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος, Π.Κανελλόπουλος”.[22]
Το μόνο που μπορεί να ενώσει τις αστικές δυνάμεις είναι ο κοινός αντίπαλος. Γι’ αυτό γίνεται Δόγμα ο Αντικομμουνισμός. Όπως γράφει ο Π.Τσαλδάρης το 1936: «είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, αργά ή γρήγορα, πολιτική ηγεσία και λαός θα παραδεχτούν ότι δεν υπάρχουν πια βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί. Εκείνο που υπάρχει, είναι από τη μια η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που σέβεται τις παλαιές εθνικές παραδόσεις και που ταυτόχρονα παρακολουθεί τις παγκόσμιες εξελίξεις, χωρίς να απορρίπτει την πρόοδο, και από την άλλη, μια μειοψηφία που επιχειρεί να ανατρέψει την κοινωνική τάξη και που συγχέει την πρόοδο με την αταξία, τη συναλλαγή και την ανηθικότητα».[23]
Αργυρίου Νίκος, μέλος ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ
[1] Γεώργιος Β. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, 1η εκδ., Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2000, σ.15-16.
[2] Σεραφείμ Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή Δικτατορία, 2η εκδ., Αθήνα: Στοχαστής, 1975, σ. 25.
[3] Γ.Β.Δερτιλής – Α.Φραγκιάδης, Οι μεγάλοι σταθμοί της ελληνικής οικονομίας, Οικονομικός Ταχυδρόμος, Ειδικό Χριστουγεννιάτικο Τεύχος 2000, σ.36.
[4] ΄Ό.π., σ. 20.
[5] Κ.Ε.Αβτζιγιάννης, Εκστρατεία στην Ουκρανία. Η Ελληνική συμμετοχή στον Ρωσικό Εμφύλιο, Πολεμικές Μονογραφίες 44, Ιανουάριος 2005, σ. 34.
[6] Μάξιμος, ό.π., σ. 13.
[7] Μάξιμος, ό.π., σ. 14.
[8] Γ.Β.Δερτιλής, Α.Φραγκιάδης, ό.π., σ.42.
[9] Νίκος Αλεβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της Ελληνικής εμπειρίας, 3η εκδ., Αθήνα: Θεμέλιο, 1995, σ. 22.
[10] Μάξιμος, ό.π., σ. 7.
[11] Δημήτρης Ξιφαράς, Η Ελληνική εθνικιστική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο: Όψεις διαμόρφωσης της εθνικής θεωρίας, Θέσεις 53, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1995, σ. 69-88.
[12] Αλεβιζάτος, ό.π., σ. 39.
[13] Ό.π., σ. 48.
[14] Ό.π. σ. 50.
[15] Μάξιμος, ό.π., σ.124.
[16] Ι.Μεταξάς, Το προσωπικό του Ημερολόγιο, εις. Φαίδων Βρανάς, Αθήνα: Γκοβόστης, 2005, τομ.4, σ. 67.
[17] Αλεβιζάτος, ό.π., σ. 86.
[18] Ό.π., σ.345.
[19] Ό.π., σ. 358.
[20] Γιώργος Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι Συμπατριώτες, 1η εκδ., Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2005, σ. 65.
[21]Βernard Pierron, Εβραίοι και Χριστιανοί στην νεότερη Ελλάδα, μετφ. Γ.Σαρατσιώτης, 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2004, σ. 227.
[22] Γρηγόριος Δάφνης, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, 1η εκδ., Αθήνα: Κάκτος, 1997, τομ. 2, σ. 441.
[23] Αλεβιζάτος, ό.π., σ. 387.
Αφήστε μια απάντηση