ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ. ΜΕΡΟ Γ’

ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ

Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

ΜΕΡΟ Γ’

ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ 1936

Όταν στις 14 Μαρτίου 1936 ο Μεταξάς αναλάμβανε την αντιπροεδρία και τα υπουργεία Ναυτικών και Αεροπορίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Δεμερτζή, με την συμφωνία των μεγαλύτερων αστικών κομμάτων κανείς δεν υπολόγιζε, δεν ενέτασσε στα σχέδια του τις επερχόμενες κινήσεις του βραχύσωμου απόστρατου στρατιωτικού και παρ’ ολίγον, απόστρατου πολιτικού.

Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενο σημείο της εργασίας μας, οι συνθήκες της εποχής έχουν προετοιμάσει τις προϋποθέσεις της δικτατορικής εξέλιξης με ή χωρίς το Μεταξά στο πηδάλιο της διακυβέρνησης της χώρας. Εξάλλου, πολιτικοί σε κάθε ευκαιρία εντός και εκτός βουλής το δηλώνουν, το γράφουν, το συνεννοούνται. Ο Βενιζέλος δεν κρύβει την συμπάθεια του στο Μουσολίνι, ο Κονδύλης και ο Χατζηκυριάκος παραχωρούν συνεντεύξεις στον ξένο τύπο, δηλώνοντας θετικοί προς τα  εθνικοολοκληρωτικά καθεστώτα της Ευρώπης, ο Γ.Βλάχος γράφει στην «Καθημερινή» της 23ης Μαρτίου 1936: «[.] Δικτατορία ή Διευθυντήριο. Επί δύο, τρία ή τέσσερα έτη.»[1]. Με ελάχιστες εξαιρέσεις μόνο το κομμουνιστικό κόμμα ως συγκροτημένη δύναμη θα συνεχίσει τον αντιδικτατορικό αγώνα σε όλη την περίοδο 1936-1940.

Απαραίτητη λοιπόν η ανάγκη ισχυρής κυβέρνησης. Οι φόβοι περί ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου, γίνονται ενδείξεις (16 Μαρτίου του 1935 η Γερμανία παραβιάζει την Συνθήκη των Βερσαλλιών και επαναφέρει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία) και γρήγορα εξελίσσονται σε γεγονότα (2 Οκτωβρίου 1935 αρχίζει η ιταλική εισβολή στην Αβησσυνία, ενώ στις 7 Μαρτίου 1936 ο Χίτλερ καταλαμβάνει την αφοπλισμένη περιοχή του Ρήνου).

Βέβαια οι λόγοι που οδηγούν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν προέρχονται μόνο από την Ιταλία και την Γερμανία. Υπάρχουν σημαντικότατοι πολιτικοί και οικονομικοί παράμετροι που αγκαλιάζουν τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τα μικρότερα αστικά κράτη. Υπάρχει ο άνεμος της επανάστασης, που αμέσως μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αναταράσσει τη Γερμανία, την Κεντρική Ευρώπη και τις Βαλκανικές χώρες. Υπάρχει η άρνηση του Πολέμου, το «ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ», ιδιαίτερα έκδηλο στους εργαζομένους και τους χωρικούς της Δυτικής Ευρώπης. Υπάρχει η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων αμέσως μετά τον πόλεμο, ιδιαίτερα μέσα στο στρατόπεδο της  Entente. Είναι ο νεαρός Κέυνς, που παραιτείται από την βρετανική αντιπροσωπεία στο Συνέδριο της Ειρήνης, λέγοντας ότι οι αποζημιώσεις του επιβάλλονται στη Γερμανία, θα εμπόδιζαν την ανοικοδόμηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος.

Όσο όμως οι ΗΠΑ μπορούν να παίζουν το ρόλο του παγκόσμιου τραπεζίτη, η Ευρωπαϊκή ειρήνη αποκαθίσταται, υπάρχει ανάπτυξη και ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Η οικονομική κρίση του 1929-1930, τμήμα της ευρύτερης κρίσης του κρατικομονοπολιακού καπιταλισμού όχι μόνο θα σταματήσει την ειρηνική πορεία, αλλά θα προκαλέσει την άνοδο του Φασισμού, του Εθνικισμού και του Ρατσισμού. Τα κράτη περιχαρακώνονται, κάνουν δόγμα τους την Αυτάρκεια, αναζητούν Ζωτικό χώρο, πρώτα οικονομικής και μετά γεωστρατηγικής επέκτασης.

Οι κοινωνίες διχάζονται, η ταξική πάλη οξύνεται. Στη Γαλλία, από τη μια μεριά έχουμε το Λαϊκό Μέτωπο και τους εργατικούς αγώνες. Το Αντιπολεμικό κίνημα, που εκφράζεται και σε αστικό επίπεδο. Διάσημη η ομιλία Μπριάν στην ΚτΕ «Μακρυά τα ντουφέκια, τα πολυβόλα και το πυροβολικό. Ας κάνουμε χώρο στην συμφιλίωση, τη διαιτησία και την ειρήνη»[2].  Στις 6 Φεβρουαρίου του 1934 όμως, η  Croix de Feu, η Action Francaise και άλλοι φασιστικοί γαλλικοί σύνδεσμοι επιχειρούν ανεπιτυχώς να καταλάβουν το κοινοβούλιο.

Όλοι τρέφουν επεκτατικές βλέψεις ή επιθυμούν τη διατήρηση του χώρου που κυριαρχούν ιμπεριαλιστικά-εκμεταλλευτικά. Τα μειονοτικά προβλήματα απασχολούν όλη σχεδόν την Ευρώπη, παρέχουν τον «αποδιοπομπαίο τράγο». Η λύση τους κρύβει δυστυχία, εκμετάλλευση, προσδοκίες επέκτασης και παρεμβατισμού.

Η Ισπανία του 1936  είναι το όριο. Ο πόθος της Κοινωνικής Απελευθέρωσης θα συναντήσει παγκόσμια εργατική αλληλεγγύη, αλλά και την βίαιη καταστολή από τις φασιστικές δυνάμεις. Την πολιτική «Μη Επέμβασης» των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών που πάντα χαράζουν πολιτική με βάση τα ταξικά συμφέροντα και όχι τις δήθεν δημοκρατικές ευαισθησίες (ακόμη και η γαλλική κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου θα προτάξει τις αστικές προτεραιότητες). Τη στάση της ΕΣΣΔ, που πλέον δεν ασκεί εργατική διεθνιστική αλλά κρατική πολιτική.

Η νίκη του Φράνκο απευθύνει παγκόσμιο μήνυμα στον κόσμο της εργασίας, που πλέον δεν λογίζεται ως Αντίπαλο Δέος για τους Αστούς και αποτελεί το «εναρκτήριο λάκτισμα» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιμπεριαλιστική μοιρασιά μπορεί να αρχίσει χωρίς το φόβο της Διεθνιστικής Προλεταριακής Επανάστασης. Η διάλυση της Διεθνούς, το 1943, δεν αποτελεί τακτική κίνηση, αλλά αποτέλεσμα στρατηγικών επιλογών.

Για μια ακόμη φορά, το πιο στρατηγικό πνεύμα του ελληνικού αστισμού, ο Ε.Βενιζέλος θα διαισθανθεί τη σημασία των εξελίξεων και προχωρεί σε εκκλήσεις προς τον αστικό πολιτικό κόσμο «προς θεού κυβέρνηση εξωκομματική, ο πόλεμος πλησιάζει». Η αριστερά που έχει ρυθμιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του 1935 δεν συμπεριλαμβάνεται φυσικά στα βενιζελικά σχέδια.

Ισχυρή κυβέρνηση λοιπόν προσανατολισμένη στον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Αυτό επιτάσσουν γεωπολιτικοί λόγοι (η θέση της χώρας, η εκτίμηση για τους λόγους της νίκης στην επερχόμενη ιμπεριαλιστική σύγκρουση, η προσμονή οικονομικών και εδαφικών ανταλλαγμάτων για την σωστή επιλογή συμμαχίας, η διαπλοκή και οι στοχεύσεις του ελληνικού καπιταλισμού).

Τη διασφάλιση της ελληνοαγγλικής συμμαχίας εξασφαλίζει η επιστροφή του Γεωργίου του Β’, δίνοντας ταυτόχρονα ένα πολιτικό βάθος  στο αστικό πολιτικό σκηνικό, που δεν πείθει. Η αρχική προσπάθεια να υπερβεί θεσμικά τον παλιό Διχασμό είναι αναποτελεσματική, οι εφεδρείες του αστικού πολιτικού προσωπικού ελλιπέστατες (ενώ ο θάνατος αποσύρει από το προσκήνιο πρωταγωνιστές του παρελθόντος: Βενιζέλος, Δελμούζος, Κονδύλης, Τσαλδάρης κλπ) ευνοώντας ακόμη περισσότερο τον Μεταξά.

Στην επιλογή του τελευταίου θα βαρύνουν η ταξική του προέλευση, η αίγλη του μεταξύ των αξιωματικών (η πίστη ότι μπορεί να μαζέψει τον στρατό πίσω από τις μάντρες των στρατοπέδων και να αντιμετωπίσει το Αποτακτικό), η επιτυχής καταστολή του βενιζελικού κινήματος το 1935, οι διαβεβαιώσεις διατήρησης της ελληνοαγγλικής συμμαχίας και η ικανοποίηση των αγγλικών οικονομικών συμφερόντων στην Ελλάδα. Η ελληνική οικονομική ολιγαρχία (Πεσματζόγλου, Λαμπράκης, Μποδοσάκης, Λοβέρδος κλπ) θεωρούν ότι το δίδυμο Μεταξά-Γεωργίου εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους, ενθαρρύνουν και στηρίζουν τις πολιτικές τους κινήσεις.

Εξάλλου, στις 31 Μαίου, ο Μεταξάς θα σημειώσει στο ημερολόγιο του: «Τρία είναι τα κύρια σημεία. Ανάληψης της Πρωθυπουργίας – Βελιγράδιον και Βαλκανικόν σύμφωνον – Κτύπημα απεργιακής συνωμοσίας»[3].

Η συμφωνία των αστικών δυνάμεων είναι εντυπωσιακή όπως καταγράφεται στις σελίδες του ημερολογίου του Μεταξά. Οι συσκέψεις της Βουλής που πραγματοποιούνται μεταξύ 2-5 Απριλίου σχετικά με την εξωτερική πολιτική και πιο συγκεκριμένα αναφορικά με το Βαλκανικό Σύμφωνο καταλήγουν σε ομόφωνη απόφαση όλων των κομμάτων, ενώ στην σύσκεψη που πραγματοποιείται με θέμα την Άμυνα της Χώρας, στις 20 Απριλίου 1936 οι πολιτικοί αρχηγοί εξουσιοδοτούν την κυβέρνηση να προβεί εις εφαρμογήν του προγράμματος της».[4] Στην Τρίτη Συνεδρίαση της Γ’ Αναθεωρητικής Βουλής, στις 22.4.1936 και με αφορμή το θάνατο του βασιλέα της Αγγλίας Γεωργίου του Ε’, ο Μεταξάς διερμηνεύοντας την θλίψη του ελληνικού λαού, δηλώνει «την πατροπαράδοτον πίστιν του ελληνικού λαού προς την Ελληνο-Βρεταννική Φιλίαν»[5] και ότι οι Ελληνο-Βρετανννικοί δεσμοί θα είναι ισχυροί και επί Εδουάρδου του 8ου. Την επαύριον 30.4.36 η Βουλή έδινε στην κυβέρνησι Μεταξά πεντάμηνη εξουσιοδότησι και έφευγε να παραθερίσει.Ο κύβος ερρίθφη!

Αφορμή για την πραγματοποίηση της Δικτατορίας θα είναι η Πανεργατική Απεργία που έχει προκηρυχθεί το ίδιο διάστημα. Έχουν προηγηθεί τα δραματικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης, όπου η ωμή κρατική καταστολή προκαλεί το θάνατο 10 απεργών, η Παμφοιτητική Απεργία, που και αυτή θα έχει έναν νεκρό, η γενίκευση των απεργιακών αγώνων, που αντιμετωπίζουν κύμα δολοφονιών, συλλήψεων, εκτοπίσεων.

Η Δικτατορία του Μεταξά με τα έντονα Αντικομμουνιστικά-Αντικοινοβουλευτικά-Αστυνομικά χαρακτηριστικά έχει πλέον επιβληθεί.

O TΡΙΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Το καθεστώς του Μεταξά, παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τα ομόλογα καθεστώτα της Ιταλίας και της Γερμανίας, αλλά δεν διέθετε, όπως αυτά, τη μαζική φασιστική βάση ή φασιστικό κόμμα. Βέβαια, ο Δικτάτορας θα προσπαθήσει να οικοδομήσει από πάνω τους πραιτοριανούς του. Στις 25 Μαρτίου 1938 γράφει λοιπόν στο «Ημερολόγιο» του: « Τι όνειρο ήταν χθες και σήμερα! -Χθες στο Πεδίον του Άρεως με την Εθνική Νεολαία. Το έργον μου! Έργον που ενίκησε μέσα σε τόσες αντιδράσεις!». Και παρακάτω, «Με αυτή την αγωνία για το μέλλον του έργου μου, επήγα κατόπιν εις την Εθνική Εταιρεία, την Εθνική Αναγέννησι. Τα Τάγματα Εργασίας. Παντού αποθέωσις. Ιδίως τα Τάγματα. Αυτά είναι η φρουρά μου».

Θα αναγνωρίσουμε όμως ισχυρές ομοιότητες στον έντονο εθνικισμό όλων των φασιστικών εκδοχών. Ενώ η ειρήνη κυριαρχεί στο Αιγαίο, με έντονο τρόπο προβάλλεται ο «εκ Βορρά» κίνδυνος (Γιουγκοσλαβία-Θεσσαλονίκη, Βουλγαρικές διεκδικήσεις).  Η πίστη του Μεταξά στην αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας έχει προβληθεί ποικιλοτρόπως, αλλά και για τους αστούς διανοούμενους «μοίρα» του Ελληνισμού θεωρείται η Διασπορά και συνεκτικός κρίκος της διασποράς, ο ελληνικός πολιτισμός. Εμβάσματα μεταναστών, εφοπλισμός, ελληνικές παροικίες εξωτερικού, διαπλοκή Ελλήνων καπιταλιστών με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα (ιδιαίτερα της Αγγλίας) διαμορφώνουν το οικονομικό υπόβαθρο αυτής της πίστης στη Διασπορά. Δε λείπει όμως και το πολιτικό, το επεκτατικό. Γνωστό το «Υπόμνημα Τσουδερού» για τις ελληνικές μεταπολεμικές βλέψεις, που «κτίζονται» με βάση τις παροικίες, αλλά και οι προσδοκίες Μεταξά από την Αγγλική νίκη, όπως περιγράφονται στις Αμβροσίου Τζίφου Αναμνήσεις (Ανέκδοτες) σχετικά με το υπουργικό συμβούλιο της 16 Αυγούστου 1940: «Εάν νικήση η Μ.Βρεττανία, όπως πιστεύω, το μέλλον μας στην Ανατολική Μεσόγειον είναι βεβαίως περίλαμπρον. Και τα πλέον τολμηρά μας όνειρα ασφαλώς θα πραγματοποιηθούν»[6].

Παράλληλα, για το Μεταξά κάθε φυλή που έχει δική της συνείδηση οφείλει να δημιουργήσει και να εκδηλώσει το δικό της πολιτισμό, πράγμα που επιβάλλεται ιδιαίτερα για την ελληνική λόγω της υπεροχής της απέναντι στις άλλες. Ο νέος Τρίτος Πολιτισμός θα είναι κράμα της διάνοιας του αρχαίου πολιτισμού και της βαθιάς θρησκευτικής πίστης του μεσαιωνικού πολιτισμού. Η Επιστροφή στο ένδοξο παρελθόν και η ανύψωση του εθνικού φρονήματος ορίζονται ως προϋποθέσεις της νέας «εκπολιτιστικής πορείας του Ελληνισμού».

Ο έντονος εθνοκεντρισμός γίνεται απόλυτα καταδικαστικός της ξενομανίας θεωρώντας τη διαφορετικότητα των εθνών στοιχείο προόδου ή σε μια πιο διαλλακτική εκδοχή, μέσω του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, θα δηλώνει: «να περπατήσουμε και εμείς παράλληλα προς τους σύγχρονους μεγάλους πολιτισμένους λαούς, φέρνοντας μια υπέρτερη, αποκαλυπτική πνευματικότητα, σαν οδηγία και σαν επικουρία σε ότι η σύγχρονη επίνοια και φιλοπονία κατορθώνει να δημιουργήσει»[7].

Ταυτόχρονα, το «εθνικό κράτος», σύμφωνα με τον Υφυπουργό Τύπου και Τουρισμού Θ.Νικολούδη, είναι κατά του Ατόμου και υπέρ του Έθνους, αντίθετα με τη Δημοκρατία, που έχει ως θεμελιώδη αρχή την απόλυτη ελευθερία του ατόμου. Από αυτή την σκοπιά «Ο αιών της Δημοκρατίας σβύνει, ο αιών του κρατικού εθνικισμού ανατέλλει»[8].

Ο «κρατικός εθνικισμός» της 4ης Αυγούστου διακατέχεται από απομονωτικό συγκεντρωτισμό. Ο ηγέτης του καθεστώτος «εμπνευσμένος πάντα από την ιδέα του οργανικού κράτους σαν ενιαίου και χωρίς αντιφάσεις βιολογικού οργανισμού, υιοθέτησε από νωρίς την ιδέα της εθνικής αυτάρκειας, τόσο στην οικονομία όσο και στην ιδεολογία. Μάλιστα, θεωρούσε ότι η οικονομική και ιδεολογική αυτάρκεια αποτελούν προϋποθέσεις για την ανασυγκρότηση του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού»[9]. Αξίζει να επισημάνουμε ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου προσάρμοζε στην εποχή και στην ιδεολογία του την οικονομική πολιτική του Βενιζέλου, που με την Αυτάρκεια απάντησε στην κρίση του 1929-30.

Ας θυμηθούμε το Στεφανίδη (με την γνωστή επιστολή προς τον Γ.Παπανδρέου το 1930), ο οποίος, σε διδακτορική διατριβή προς τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1927, «τάχθηκε με συνέπεια κατά του οικονομικού φιλελευθερισμού και του ελεύθερου εμπορίου, υποστηρίζοντας την ανάγκη της ρύθμισης των ενδοκρατικών οικονομικών σχέσεων από το κράτος, με γνώμονα πάντα το συμφέρον της εθνικής ολότητος». Η Ε.Βιδάλη επισημαίνει ότι «η οικονομική πολιτική της Αυτάρκειας που εφαρμόστηκε από το 1932 τον ενθάρρυνε να επεξεργαστεί περαιτέρω τις απόψεις του υπέρ της εθνικής ανάπτυξης με βάση τον κρατικό παρεμβατισμό, τις οποίες συνδύασε τελικά με την πολιτική ιδεολογία της εθνικοσοσιαλιστικής Νέας Τάξης. Συνδυασμός που δεν ήταν βέβαια κατά κανένα τρόπο νομοτελειακός»[10].

Το «εθνικό κράτος» αναγορεύεται σε ηθική και πνευματική δύναμη που δεν αρκείται σε απλό εποπτικό ρόλο, αλλά θεωρεί υποχρέωση του να ρυθμίζει την υλική και πνευματική ανάπτυξη του συνόλου. Επιδιώκει την συγχώνευση των τάξεων σε μια ηθική και οικονομική ενότητα λειτουργώντας ως μια «οργανωμένη, συγκεντρωτική, αυταρχική δημοκρατία» και έχοντας ως αρχή την κυριαρχία. («Υπό το Νέον Κράτος, τα επαγγελματικά συνδικάτα ελέγχονταν απόλυτα από την κυβέρνηση. Ιδίως με τον αναγκαστικό νόμο 46 του 1936 που δημιουργούσε ένα υφυπουργείο Εργασίας, καθώς και τον αναγκαστικό νόμο 1453 του 1938, που τροποποιούσε και συμπλήρωνε την προηγούμενη νομοθεσία για τα επαγγελματικά σωματεία. Η Γ.Σ.Ε.Ε., που ξαναβαφτίστηκε και μετονομάστηκε Εθνική-[Ε.Σ.Ε.Ε.], τοποθετούνταν υπό την διεύθυνση του υφυπουργού Εργασίας, Α.Δημητράτου, που θα την εκπροσωπούσε σε όλες της τις εκδηλώσεις»[11].

Τρεις αρχές είναι ασύμβατες με το «εθνικό κράτος»: ο ατομικισμός, ο φιλελευθερισμός και ο ιστορικός υλισμός. Από την άλλη μεριά ούτε «εθνικοσοσιαλιστικό» μπορεί να θεωρηθεί το «Νέο Κράτος», αφού οι έννοιες εθνισμός και σοσιαλισμός είναι ασυμβίβαστες.

Βέβαια, το καθεστώς αναγνωρίζει την πρωταρχικότητα του «έθνους» έναντι του «κράτους» και ορίζεται είτε ως ψυχή και κατά δεύτερο λόγο ως γεωγραφική ενότητα, είτε ως πνευματική κοινότητα που εμπερικλείει παρόν, παρελθόν και μέλλον και τα μέλη της εμφορούνται από εθνικό φρόνημα. Ο φυλετικός και γεωπολιτικός προσδιορισμός του έθνους υπογραμμίζεται. Ο Ματζούφας σε άρθρο του στο περιοδικό «Νέον Κράτος» διευκρινίζει: «Η ελληνική ψυχή, όπως γίνεται αντιληπτόν, είναι συνδυασμένη με την ελληνική φυλή». Και παρακάτω, «Αλλά δεν είναι μόνον η ιδιότης της ελληνικής ψυχής. Το γεγονός ότι εγεννήθημεν εις ένα ωρισμένον τόπον, εις τον οποίον έζησεν άλλοτε η φυλή εκείνη, η οποία έδωσεν εις την ανθρωπότητα τον κλασσικόν πολιτισμόν, δεν είναι τυχαίον»[12].

Φυλή και γη είναι οι δύο κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την ιδιαιτερότητα της ελληνικής ψυχής και του ελληνικού πολιτισμού. Κατά συνέπεια, η αληθινή τέχνη πρέπει να εμπνέεται από τον «αισθητικό εδαφισμό» και να αγνοεί την τέχνη που εξαρτάται από το χρόνο και επιζητεί το νεωτερισμό. Για το Α.Κύρου, ο μοντερνισμός και ο διεθνισμός είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί ο κομμουνισμός, για να υπονομεύσει τα θεμέλια της αληθινής ελληνικής τέχνης. Στο όνομα επομένως του Αντικομμουνισμού, οι Φιλελεύθεροι θα νιώσουν την αυταρχική ανάσα του Μεταξά.

Το καθεστώς οραματίζεται μια «τέχνη για το λαό» και προπαγανδίζει ότι η βάση του Εθνικού κράτους είναι ο λαός. Μιλούν για «Εθνική λαοκρατία», αλλά διαχωρίζουν τις έννοιες έθνος (κοινωνικό ιδεώδες) και λαός (βιολογική πραγματικότητα). Ο λαός είναι ψυχική ενότητα και κοινότητα καταγωγής, ενώ το έθνος, ιδεολογική ενότητα και κοινότητα θελήσεων κάτω από μια ιδέα.

Ο Τζιόβας διαπιστώνει ότι «αν και δεν μπορούμε να πούμε ότι η 4η Αυγούστου επηρέασε άμεσα τις συζητήσεις για την ελληνικότητα στα τέλη της δεκαετίας του ’30, η στροφή προς τις ρίζες που παρατηρείται μετά το 1936, μπορεί να εκληφθεί και ως αντίδραση αλλά και ως συμμόρφωση προς το «Νέον Κράτος»[13].

Η συνεργασία του Χατζηκυριάκου-Γκίκα με το Νέον Κράτος δείχνει ότι ο εθνικός του προσηλυτισμός έχει ολοκληρωθεί και οι μοντερνιστικές του τάσεις κατασταλεί. Τις απόψεις του περί «λαϊκής τέχνης» ενστερνίζεται το Υπουργείο Παιδείας ιδρύοντας στη Διεύθυνση Γραμμάτων και Τεχνών ιδιαίτερο λαογραφικό τμήμα.  Η Λαογραφία καλείται ξανά να υπηρετήσει το ιδεώδες του εθνικού πολιτισμού.

Διανοούμενοι, που στο παρελθόν ήταν φιλελεύθεροι και ανοικτοί στις ξένες επιδράσεις, όπως ο Ξενόπουλος (που υπεράσπιζε το Ζολά) και ο Σ.Μελάς, γίνονται όλο και πιο συντηρητικοί και εθνικόφρονες, στοιχεία που τους εξασφαλίζουν ακαδημαϊκούς θώκους, αλλά και τους φέρνουν σε ρήξη με τους συναδέλφους τους.

Από το 1936, οι συντηρητικοί διανοούμενοι φαίνεται ότι ποδηγετούν τους φιλελεύθερους διανοούμενους και δίνουν το δικό τους τόνο στις εξελίξεις, καθώς ελέγχουν όλο τον κρατικό μηχανισμό. Ταυτίζουν τον εαυτό τους με το έθνος και τους κομμουνιστές με τους εχθρούς του. Απαντώντας σε αυτό το δίπολο, οι φιλελεύθεροι, που έχουν αποδεχτεί την πρωταρχικότητα του Αντικομμουνισμού και φλέρταραν με Αντικοινοβουλευτικές προοπτικές, είτε υπακούουν είτε τονίζουν την ιδιαίτερη σημασία της λαϊκής παράδοσης. Στρέφονται στο παρελθόν και τα φυλετικά ιδεώδη αναβαθμίζονται. Η προσεκτική παρακολούθηση των πολιτικών ιεραρχήσεων και των ιδεολογικών σχηματοποιήσεων που τις ακολουθούν δείχνουν τις πηγές της κατοπινής «Εθνικοφροσύνης». Θέση που υποστηρίζει ο Ξηφαράς.

Ο Mario Vitti, πιο απολογητικός, απαντώντας στον Κ.Δημάδη, υπερασπίζει τη θεωρία ότι «η πολιτική δυσφορία ξεκινά στη συνείδηση νέων με φιλελεύθερο φρόνημα πριν από το 1936, όταν το ιδεολογικό αδιέξοδο που επισημαίνει ο Δημάδης οδηγείται σε μια πολιτική κατάσταση σαφέστερη χάρη στην επικράτηση της δικτατορίας του Μεταξά»[14].

 

ΚΑΘΕΣΤΩΣ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ: ΣΥΝΕΧΕΙΑ ή ΑΣΥΝΕΧΕΙΑ

ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ;

ΠΟΙΑ Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ;

 

Θα άξιζε να απαντήσουμε στο ερώτημα κατά πόσο η Διακυβέρνηση Μεταξά σε πολιτικό και σε πολιτισμικό επίπεδο αποτέλεσε μια συνέχεια (σαφώς πιο αυταρχική) ή μια ασυνέχεια.

Ο Mario Vitti, ενώ θέτει το ζήτημα της αναστολής της ελευθερίας και του μονόλογου του αστισμού, εντοπίζει το πρόβλημα στην απουσία αντιπολίτευσης ή του απλού αντίλογου, εξαιτίας του αυταρχισμού. Θίγει το ζήτημα της φίμωσης του φιλελεύθερου αστισμού και φυσικά του επαναστατικού σοσιαλισμού. Η δικτατορία του Μεταξά σε ένα μπαράζ αυταρχισμού φιμώνει τον τύπο, λογοκρίνει, επιβάλλει αυτολογοκρισία. Αποτρέπει ουσιαστικά τον κοινωνικό προβληματισμό, την κριτική και την επαναστατικότητα στην ποίηση.

Έχουμε δει όμως ότι χωρίς να ταυτίζονται απόλυτα, φιλελεύθεροι διανοούμενοι αναγνωρίζουν ιδιαίτερα το καθεστώς του Μουσολίνι και την θετική του συμβολή στην άνθηση της Ιταλίας. Κοινός παρανομαστής όλων είναι ο Αντικομμουνισμός. Έχοντας μείνει πολιτικά ορφανοί μετά την κατάρρευση του βενιζελισμού, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης των φιλελεύθερων διανοούμενων είναι το αντίτιμο μιας αυταρχικής διακυβέρνησης, της οποίας το ταξικό περιεχόμενο ενστερνίζονται και ανάλογα πολιτικά σενάρια επεξεργάζονται.

Ο θεωρητικός του ιταλικού φασισμού, Τζιοβάνι Τζεντίλε, περιγράφει με σαφήνεια: “για το φασίστα το κράτος είναι τα πάντα, και τίποτα ανθρώπινο ή πνευματικό δεν υπάρχει, ούτε έχει καμιά αξία, έξω από το κράτος. Με αυτή την έννοια ο φασισμός είναι ολοκληρωτικός, και το φασιστικό κράτος, που αποτελεί τη σύνθεση και ενότητα όλων των αξιών, ερμηνεύει, αναπτύσσει και ενδυναμώνει ολόκληρη τη ζωή του λαού”[15]. Άρα, ο ολοκληρωτισμός σήμαινε ότι το κράτος διεκδικούσε τον έλεγχο του συνόλου της ζωής και όλες τις όψεις των δραστηριοτήτων των πολιτών του. Τα άτομα, οι οικογένειες, οι κάθε είδους οργανωμένες ομάδες (συμπεριλαμβανομένης και της Εκκλησίας) έπρεπε να ενσωματωθούν στο κράτος.  Θέσεις γνωστές στους Έλληνες φιλελεύθερους οπαδούς του Μουσολίνι.

Ο Δημάδης τοποθετείται εκ διαμέτρου αντίθετα με τις προηγούμενες απόψεις που εκθέσαμε και παρουσίασαν τους φιλελεύθερους διανοούμενους, σε κάποιο βαθμό, θύματα του Μεταξά. Παρακολουθώντας το έργο του Τερζάκη, εκτιμά ότι οι λόγοι που τον ωθούν να στραφεί στο ιστορικό μυθιστόρημα “συνδέονται στενά με τη θέση που παίρνει απέναντι στο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα. Κάτω από το ζήτημα της εθνικής/λαϊκής παράδοσης επιχειρεί συνειδητά ο διανοούμενος και ο πεζογράφος να σκεπάσει τις αιτίες που οδήγησαν στη διάσπαση της κοινωνικής συνοχής και στο μεταξικό καθεστώς”[16].

Είναι επομένως η κοινωνική και πολιτική κρίση που οδηγεί αφενός στην αστική δικτατορία του Μεταξά, αφετέρου τον Τερζάκη να ευθυγραμμίσει τη μυθιστορηματική του γραφή με την νέα κατάσταση. Για μια ακόμη φορά οι διανοούμενοι θα ευθυγραμμιστούν με τις ανάγκες του ελληνικού αστισμού. Όπως στο παρελθόν, έτσι και τώρα, θέλουν να πρωταγωνιστήσουν, να καθοδηγήσουν ως πνευματικοί ηγέτες.

Καθώς ο Γεώργιος ‘Β δε μπορεί να υπερβεί το Διχασμό της Ελληνικής κοινωνίας (ποιος ξεχνά τον τρόπο που έφυγε ο βασιλιάς, αλλά και τη μεθόδευση της επιστροφής του) και ο Μεταξάς ενώνει παροδικά τις αστικές μερίδες, αλλά πολώνει εκ νέου, βαθύτερα ταξικά (από την 1.1.1936 έως την 4.8.1936, δηλαδή σε 7 μήνες, έγιναν 247 απεργίες και χάθηκαν ημερομίσθια 195 εκατ. δρχ.)[17]  και επιλέγει τη δικτατορία (του ρετσινόλαδου, του νόμου για τον τύπο, της εξορίας κλπ), γίνεται σαφές στο αστικό κατεστημένο ότι απαιτούνται νέα εργαλεία ιδεολογικής χειραγώγησης.

Επιστροφή στην παράδοση λοιπόν, που χρησιμοποιείται ως  κοινωνικό άλλοθι για την σύμπλευση των βενιζελικών διανοούμενων. Η συνταγή παλιά και δοκιμασμένη. Μετάθεση του κοινωνικού προβλήματος στη σφαίρα των συμφερόντων του έθνους, ταυτίζοντας τα συμφέροντα του συνόλου με εκείνα της άρχουσας τάξης.

Και ενώ ο πόλεμος πλησιάζει και η εθνική ενότητα είναι ζητούμενο, θα καταφύγουν στην ιστορική παράδοση του ελληνισμού, για να υποστηρίξουν την κοινωνική συνοχή της εποχής, ανατρέχοντας στα πατροπαράδοτα στοιχεία που καθόρισαν σε προηγούμενες περιόδους την πνευματική ενότητα του ελληνισμού.

Φαίνεται ότι η διαρκής ανασφάλεια του Μεταξά για την παραμονή του στην  εξουσία δεν ήταν άνευ λόγου και αιτίας. Τον Ιανουάριο του 1937, ο Π.Κανελλόπουλος θα υποβάλλει στο βασιλιά το γνωστό υπόμνημα, κατηγορώντας τον μεταξύ άλλων ότι επέτρεψε την μονοπώληση του “εθνικού παλμού” από το Μεταξά και υπάρχει ο φόβος η ανατροπή του Μεταξά να συμπαρασύρει και την εθνική ιδεολογία. Ανεξάρτητα του πόσο βάσιμες ήταν αυτές οι καταγγελίες και οι φόβοι, εμείς να σημειώσουμε ότι η αρθρογραφία του Τερζάκη εκείνη την εποχή στα «Ελληνικά Γράμματα» αναφέρεται σε σταυροφορία των υπεύθυνων πνευματικών φορέων για την πραγματοποίηση ενός “νεοελληνικού διαφωτισμού”. Μπορεί επομένως οι πολιτικές εφεδρείες να ανασυγκροτούνται, να συνοδεύονται από ανάλογες ιδεολογικές διεργασίες (το 1937 ο Τερζάκης θα στραφεί στο ιστορικό μυθιστόρημα), αλλά υπάρχει σε όλους κάτι κοινό: “ο κομμουνισμός και ο φασισμός θα κηρύσσονταν εκτός νόμου”.

Άξιο επισήμανσης ότι το 1937 αρχίζει να συγκροτείται η φιλολογική έρευνα του λεγόμενου νεοελληνικού Διαφωτισμού και της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (Κ.Θ.Δημαράς, Ε.Κριαράς). “Η ανάπτυξη του διαλόγου μύθου και ιστορίας/παράδοσης στο μυθιστορηματικό πεδίο κατά την περίοδο 1937-1949 και οι προσπάθειες για τη μεθοδική συγκρότηση, στα ίδια χρόνια, της φιλολογικής και ιστορικής επιστήμης του νεότερου ελληνισμού συνθέτουν τον ελληνικό αστικό ιστορισμό της γενιάς του 1930″[18].

Βέβαια, οι σχέσεις των βενιζελικών διανοούμενων με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν σταματούν στο ιδεολογικό επίπεδο, αλλά, για να χρησιμοποιήσουμε και έναν σύγχρονο όρο, σημειώνουν μια βαθύτερη διαπλοκή. Το Σεπτέμβριο του 1937, ο Τερζάκης τοποθετείται από το δικτατορικό καθεστώς σε μια ιδιαίτερα σημαντική θέση, αυτή του Γραμματέα του Βασιλικού Θεάτρου (την ίδια εποχή, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν ο Γ.Βλάχος, εκδότης της «Καθημερινής»). Το 1937 δύο ακόμη βενιζελικής κατεύθυνσης διανοούμενοι θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη Δικτατορία, αναλαμβάνοντας πολιτικές θέσεις. Ο Γ.Σεφέρης αναλαμβάνει καθήκοντα κυβερνητικού εκπροσώπου για τις επαφές με τον ξένο τύπο και ο Πρεβελάκης διορίζεται διευθυντής στη Διεύθυνση Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Τα όποια ανοίγματα στους αριστερούς διανοούμενους, περιορίζονται στην από κοινού βράβευση του Μ.Λουντέμη το 1938, με τον Κ.Πολίτη και την Ε.Αθηναία, με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας (έναν θεσμό που βεβαίως η Αριστερά καταγγέλλει).

Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο Μυριβήλης, που από το 1938 καταλαμβάνει σημαντική θέση στην ελληνική ραδιοφωνία. Το έργο του αποκαλύπτει τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο ιδεολογικό καθεστώς της αστικής δικτατορίας του 1936 και στο πεζογραφικό έργο βενιζελικών συγγραφέων της περιόδου 1937-1939 (Η Παναγιά η Ψαροπούλα/Γοργόνα). Ο Αντικομμουνισμός διαποτίζει το έργο ενός συγγραφέα που λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις ιδεολογικές κατευθύνσεις αλλά και τους πολιτικούς στόχους της Δικτατορίας, για να φτάσει να αναλάβει ρόλο απολογητή της. Γράφει λοιπόν την 1.5.1940: “Μιλάμε για τον τρίτο ελληνικό πολιτισμό. Αν θέλουμε να μιλάμε σοβαρά γι’ αυτή τη Μεγάλη Ιδέα, ας αρχίσουμε τη δουλειά από την αρχή. Και αρχή είναι να ξανασηκώσουμε τα γεφύρια της παραδόσεως και της ιστορίας. [.] Να φωτίσουμε και να δυναμώσουμε τη σημερινή, τη σύγχρονη ελληνική ψυχή, με το αίσθημα της συνέχειας και της εθνικής ευθύνης, για να μη μπορεί κάθε πνευματικός ή πολιτικός αρριβίστας [εννοεί τους κομμουνιστές] να χορεύει το άλογο του εις βάρος της ολότητας”[19].

Θα στραφεί κατά του εσωτερικού εχθρού της εθνικής ψυχής, του Πανεπιστημίου Αθηνών, γιατί “κατεδίωξε κάθε τι που ήταν γνήσια και ατόφια κληρονομιά του γένους. Γλώσσα, ήθη και έθιμα, μουσική, χορούς, βιοτεχνία, λαϊκές τέχνες, παραδόσεις και θρύλους”. Στρέφεται ενάντια στην αντεθνική εκπαίδευση που παρέχει το τότε Πανεπιστήμιο γιατί άνοιξε διάπλατα το δρόμο στους  “πράκτορες της κρατικής διάλυσης”, τους κομμουνιστές. Ο πραγματικός του στόχος είναι το φοιτητικό κίνημα, “οι Έλληνες φοιτητές, αθώοι εγκληματίες, υπήρξαν από το 1930 οι επικεφαλής της εκστρατείας του εσωτερικού μισελληνισμού”[20]. Προτείνει ως πρότυπο εθνικού χαρακτήρα “τον αγράμματο λαό”. “Δε βλέπεις τους γραμματισμένους! Απ’ αυτούς βγαίνει η συφορά του Γένους”.

Και όμως μετά από αυτό το παραλήρημα, που αποκαλύπτει την πραγματική ουσία της βενιζελικής και γιατί όχι, της αστικής ιδεολογίας της εποχής, θα βρεθεί απολογητής, καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας, ο Mario Vitti, που θα υποστηρίξει: «θεατής ο Μυριβήλης ενός άλλου πολέμου, απαλλαγμένος από ιδεολογικούς διαλογισμούς, μουδιασμένος μέσα στην εθνικιστική έξαρση της μεταξικής δικτατορίας, βρίσκει στην αναπόληση του παλιού καιρού έναν τρόπο διαβίωσης εντελώς καθησυχαστικό»[21].

Βλέπεις, τα διακυβεύματα του Μεσοπολέμου «μεταφέρθηκαν» και «κρίθηκαν» στη δεκαετία του ’40, αλλά μας απασχολούν με νέα ποιότητα και με διαφορετικό τρόπο και σήμερα, την εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.

Αργυρίου Νίκος, μέλος της ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ

[1] Αννίβας Βελλιάδης, Μεταξάς-Χίτλερ. Ελληνογερμανικές Σχέσεις στην Μεταξική Δικτατορία 1936-1941, 1η εκδ., Αθήνα: Ενάλιος, 2003, σ. 19.

[2] P.M.H. BELL, Τα αίτια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, μετφ. Λουκιανός Χασιώτης, 1η εκδ., Αθήνα: Πατάκης, 2002, σ. 105.

[3] Μεταξάς, ό.π., σ. 197.

[4] Ό.π., σ. 202.

[5] Ό.π., σ. 203.

[6] Ό.π., σ. 742-743.

[7] Τζιόβας, ό.π., σ. 141.

[8] Ό.π. σ. 141.

[9] Δημήτρης Ξιφαράς, Η ελληνική εθνικιστική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο: όψεις διαμόρφωσης της εθνικής θεωρίας, Θέσεις 54, Ιανουάριος-Μάρτιος 1996, σ. 92.

[10] Βιδάλη, ό.π., σ. 58-59.

[11] Αλεβιζάτος, ό.π., σ. 444-445.

[12] ‘Ο.π., σ. 143.

[13] Τζιόβας, ό.π., σ. 144.

[14] Vitti, ό.π., σ. 13.

[15] Βell, ό.π., σ. 105.

[16] Δημάδης, ό.π., σ. 62.

[17] Μεταξάς, ό.π., σ. 228.

[18] Δημάδης, ό.π., σ. 129.

[19] Ό.π., σ. 222.

[20] Ό.π., σ. 230.

[21] Ό.π., σ. 233.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *