ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ. ΜΕΡΟΣ Δ’

ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ

Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

ΜΕΡΟΣ Δ’

ΕΘΝΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

Στο Μεσοπόλεμο, η Αριστερά θα «γράψει» αρκετές από τις πιο σημαντικές σελίδες της Ιστορίας της. Η ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ) τον Νοέμβριο του 1918 που θα μετεξελιχθεί σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (1920), η αντίθεση στη συμμετοχή της χώρας στην εκστρατεία της Ουκρανίας (1919), στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Μ.Ασία (Μάιος 1919), η αλληλοτροφοδότησή της με το εργατικό κίνημα που αποκτά ολοένα και πιο αγωνιστικά-ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, η σχέση της με το Διεθνές Κομμουνιστικό κίνημα (Απρίλιος 1920) κάνουν την Αριστερά ένα υπολογίσιμο αντίπαλο.

Το 3ο Έκτακτο Συνέδριο, στο οποίο παρίστανται οι αντιπρόσωποι της Κομμουνιστικής Διεθνούς Μανουίλσκυ και Σμέραλ, εξέλεξε για πρώτη φορά Εκτελεστική Επιτροπή (Παντελής Πουλιόπουλος, Ευαγγελόπουλος, Νικολαϊδης, Κ.Σκλάβος, Σ.Μάξιμος, Αποστολίδη και Σ.Δέφερρη) και αποφάσισε μεταξύ άλλων να:

·         Μπολσεβικοποιήσουν το κόμμα, με καθιέρωση της Αρχής του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού.

·         Θέτει ως στόχο την Εργατοαγροτική κυβέρνηση, προτείνοντας ως μέτωπο, το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών Αγροτών Προσφύγων.

·         Υοθετεί ως σύνθημα την Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη.

Η αριστερή ιστοριογραφία της εποχής ενσωματώνει αυτή τη δυναμική. Το φως της ιστορικής έρευνας «πέφτει» με ιδιαίτερη ένταση στις περιόδους 1922-1934 και 1934-40. Το 1922 συμπυκνώνει όλη την προηγούμενη δράση της Αριστεράς στο κοινωνικό και  αντιπολεμικό πεδίο, σε συνδυασμό με τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η στρατηγική ήττα του Μεγαλοϊδεατισμού και η προσφυγιά. Η πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Μ.Ασία και το Μεγαλοϊδεατισμό θα βρει τη συνέχειά της στους μεγάλους εργατικούς κυρίως αγώνες της εποχής, το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών και την απαίτηση για Αποκατάσταση των Προσφύγων. Ο Διεθνισμός κυριαρχεί στη φυσιογνωμία της.

Η εκτίμηση της ότι και οι δύο μερίδες της αστικής τάξης, η αντιδραστική-συντηρητική και η δημοκρατική φιλελεύθερη, έχουν σε τελική ανάλυση τον ίδιο σκοπό, τη διάσωση του αστικού καθεστώτος και πολιτισμού, “απαγορεύει” τις συμμαχίες, οδηγεί στην πολιτική γραμμή του “σοσιαλφασισμού” και θέτει ως στόχο την προλεταριακή επανάσταση.

Το 1934 σηματοδοτεί τις οργανωτικές ανακατατάξεις στο ΚΚΕ, τη «στροφή» της πολιτικής γραμμής στο ζήτημα της Μακεδονίας, τις νέες δυνατότητες που παρουσιάζονται στο κοινωνικό πεδίο. Οι διαδοχικές αλλαγές πολιτικής γραμμής “Σοσιαλφασισμός-Λαϊκό Αντιφασιστικό Μέτωπο-Εθνικό Αντιμοναρχικό Μέτωπο” δείχνουν να σηματοδοτούν μια προσπάθεια κυριαρχίας πλέον του “Εθνικού-Πατριωτικού” στοιχείου.

Αν θέλαμε να δώσουμε ένα ορισμό της εποχής θα λέγαμε ότι η Αριστερά περνά από την Αμφισβήτηση στην Κατάφαση του  Έθνους.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ: 1922-1934

Την περίοδο αυτή η Αριστερά διαμορφώνει ένα πλαίσιο θέσεων, σχέσεων και συγκεκριμένων κριτικών απόψεων. Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα είναι η στάση της απέναντι στο λογοτεχνικό παρελθόν και ιδιαίτερα στον παλαμικό δημοτικιστικό κανόνα για την ιστορία της λογοτεχνίας, ενταγμένο στο γενικότερο πρόβλημα της στάσης της απέναντι στο Δημοτικισμό. Κομβικά σημεία του κανόνα, που αποτέλεσαν βασικές αιχμές συζήτησης και αμφισβήτησης, ήταν το δημοτικό τραγούδι, ο Σολωμός και ο Κάλβος, ο δημοτικισμός, ο ποιητής Παλαμάς, η ηθογραφία, ο Καβάφης και ο Καριωτάκης καθώς και ο μοντερνισμός.

Ο Π.Πουλιόπουλος θα αποτελέσει τον πιο μαχητικό και συγκροτημένο εκφραστή της αριστερής αντίληψης για το έθνος, που υποστηρίζεται ότι «αποτελεί μια μορφή πολύ πλατύτερης κοινωνικής ομαδικότητας, που διαδέχτηκε τις προηγούμενες, όταν, μετά από την κατάρρευση των παλαιών οικονομικό-κοινωνικών συνθηκών, η εξέλιξη δημιούργησε ορισμένες ανάγκες και τους ανάλογους οικονομικούς όρους».[1] Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ο σχηματισμός του έθνους συμπίπτει με την αστικοποίηση της κοινωνίας. Άρα, το «έθνος» είναι ιστορικό κατασκεύασμα.

Αργότερα, ο Μ. Σπιέρος (ψευδώνυμο του Ν. Καλαμάρη) θα τονίσει ότι η έννοια του έθνους δεν έχει θέση στην σοσιαλιστική κοινωνία, καθώς το έθνος ήρθε και θα φύγει με τον καπιταλισμό. Ο Παύλος Γκίκας (ψευδώνυμο του Ηλία Τσιριμώκου) υποστηρίζει ότι ο σοσιαλισμός είναι η εξύψωση του ανθρώπου πάνω από την ιδέα του έθνους, χτυπώντας τον εθνικισμό που καλλιεργεί τον ιδεαλισμό και υποθάλπει τον πόλεμο.

Η πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία διακρίνεται για τη μαχητικότητα της Αριστεράς, η οποία κατευθύνεται πρωτίστως εναντίον του «συμβιβασμένου» δημοτικισμού, που θεωρούνταν αστικός και εθνικιστικός.[2] Έχει προηγηθεί η εκτίμηση ότι η σύγκρουση τον 19ο αιώνα μεταξύ των χυδαϊστών (υποστηρικτών και οπαδών της λαϊκής νεοελληνικής) και των λογιοτάτων (οπαδών της αττικής ή αρχαΐζουσας) κρύβει ευρύτερες στοχεύσεις.

Εδώ εκφράζεται μια σοβαρή αντίφαση: ενώ μέσω της αρχαΐζουσας οι Νεοέλληνες αστοί διεκδικούν την αρχαία κληρονομιά, οι πνευματικοί τους ηγέτες θέλουν να επιβάλλουν στο γραφτό και προφορικό λόγο τη γλωσσική ομοιομορφία. Ο απώτερος σκοπός ήταν να εξελληνίσουν τις ξενόφωνες εθνότητες που κατοικούσαν όχι μόνο στη Βαλκανική αλλά και στην κυρίως Ελλάδα:

Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, αλλόγλωσσοι χαρήτε

κ’ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε,

βαρβαρική αφήνοντας γλώσσαν, φωνήν και ήθη.[3]

Το ισχυρό κτύπημα στο λογιοτατισμό θα το δώσει ο Γιάννης Ψυχάρης. Στα 1888 τύπωσε το γνωστότατο βιβλίο του «Ταξίδι», που έκανε κρότο και σημείωσε σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι θεωρούσε τη γλώσσα εργαλείο του Μεγαλοϊδεατισμού.

“Ένα έθνος -γράφει στον πρόλογο του «Ταξιδιού»-για να γίνει έθνος θέλει δύο πράγματα. Να μεγαλώσουν τα σύνορα του και να κάμει φιλολογία δική του. Άμα δείξει πως ξέρει τι αξίζει η δημοτική γλώσσα και άμα δεν ντραπεί γι΄ αυτή τη γλώσσα, βλέπουμε πως τόντις είναι έθνος. Πρέπει να μεγαλώσει όχι μόνο τα φυσικά, μα και τα νοερά του σύνορα . Γι΄ αυτά τα σύνορα πολεμώ».

Η γλωσσική μεταρρύθμισή του λοιπόν, όπως τη βάφτιζεν ο ίδιος, ήταν εθνικό έργο, δηλαδή εμπνεόταν από εθνικιστικές ιδέες.[4]

Μια από τις πιο σημαντικές μορφές που παρεμβαίνουν στο γλωσσικό ζήτημα είναι ο Δ.Γληνός. Αφού επισημάνει τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί όλα αυτά τα χρόνια, διαπιστώνει την ανάγκη αστικού εκσυγχρονισμού της παιδείας και το ρόλο που παίζει σε αυτή την κατεύθυνση ο «Εκπαιδευτικός όμιλος». Το 1917 η δημοτική γλώσσα θα μπει στα σχολεία, για να ακολουθήσει ο εξοβελισμός της την περίοδο 1920-1922 από τις φιλοβασιλικές κυβερνήσεις. Στα 1924 ψηφίζεται η κατάργηση της καθαρεύουσας από τα λαϊκά σχολεία, τελευταίο προοδευτικό βήμα της αστικής τάξης.[5] Ακολουθεί η δικτατορία του Πάγκαλου, που έσβησε όλο το έργο της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης».

Ο «Εκπαιδευτικό Όμιλος» αντιμετωπίζει μεγάλες εσωτερικές αντιθέσεις.  Η μια τάση (Τριανταφυλλίδης, Δελμούζος) θέλει να τονίσει την εθνική και θρησκευτική μόρφωση, μιλά για υπερταξικό χαρακτήρα της παιδείας. Δίνει στη νεοελληνική πραγματικότητα εξήγηση καθαρά ρομαντική, ζητώντας ένα είδος επαναφοράς των στοιχείων του ποιμενογεωργικού πολιτισμού της Τουρκοκρατίας.[6] Οι εκπρόσωποι της, καταλήγουν εισηγητές της ψευτομεταρρύθμισης που κάνει αργότερα η κυβέρνηση Βενιζέλου το 1929.

Η άλλη τάση υποστηρίζει ότι ο αγώνας ενός λαού για τη γλώσσα δε μπορεί παρά να εντάσσεται στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Συμπερασματικά, συμφωνούμε με τη διαπίστωση του Δ.Γληνού: «ο δημοτικισμός ο ίδιος δεν έχει μέσα του κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο, παρά το περιεχόμενο του το δίνει η κοινωνική τοποθέτηση του κάθε δημοτικιστή».

Ο ίδιος, με την παρρησία γνώμης που πάντα τον διέκρινε, καταθέτει με συγκλονιστικό τρόπο την άποψή του σε σειρά άρθρων με τίτλο «Πνευματικές μορφές της Αντίδρασης» στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι». Καταγγέλλει τους διάφορους πνευματικούς αντιπροσώπους της αστικής τάξης που μιλούν «με στόμφο και κομπασμό για Εθνική Αναγέννηση, για αναδημιουργία, για μεγάλα ιδανικά, για λαϊκό περιεχόμενο της δημοκρατίας».[7] «Η εξέλιξη της νεαρής ελληνικής αστικής δημοκρατίας στο πνευματικό επίπεδο είναι από την αρχή της ως τώρα μια σειρά από ύπουλες αντιλαϊκές ενέργειες και από φανερούς και λυσσασμένους διωγμούς και μια προσπάθεια να επιβληθεί αφόρητη πνευματική σκλαβιά».[8]

Τα θέσφατα του αστικού καθεστώτος μπαίνουν στο στόχαστρό του, όπως ο τύπος και πιο συγκεκριμένα η εφημερίδα  «Εστία», που μάχονταν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1924 υπερασπίζοντας την καθαρεύουσα. Η αντιδραστική τους διάθεση φανερώνεται μέσα από την καμπάνια για το «κύμα της αγραμματοσύνης. Στα παλιότερα χρόνια, λένε, τα παιδιά μάθαιναν στα σχολεία καλά γράμματα, τώρα βγαίνουν οι νέοι από τα γυμνάσια αγράμματοι και ανορθόγραφοι. Καιρός λοιπόν να ξαναγυρίσουμε στην αρχαία γλώσσα, τη γραμματική, το συνταχτικό, για να μάθουμε τους νέους να ορθογραφούν».[9] Φαίνεται, ότι στο χρονοντούλαπο της ιστορίας είναι καλά φυλαγμένα και πάντα ετοιμοπόλεμα τα ιδεολογικά όπλα, έτοιμα να χρησιμέψουν στους διανοούμενους και πολιτικούς εκπροσώπους του αστικού καθεστώτος. Ακόμη και μετά από 80 χρόνια.

Από την πολεμική του δε θα ξεφύγουν Εκκλησία, Σχολείο (που κυριαρχούν οι ιδέες της ανασύστασης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και η ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας) και  Επιστήμη υπό την κυριαρχία της αστικής τάξης. Μια επιστήμη «κλεισμένη στα δικά της σύνορα, άμεσο όργανο της κυριαρχίας, στήριγμα της αντίδρασης».

Πολύτιμος συνοδοιπόρος στην αμφισβήτηση «των ιερών και όσιων  της φυλής» θα σταθεί ο Ασημάκης Πανσέληνος. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, ο γεμάτος ειρωνεία διάλογος που ακολουθεί:

«Η εκκλησία είναι μαγαζί και δε μπορεί να μουτζουρωθεί για χατίρι του Λούη. Κι οι χωροφύλακες πάλι πληρώνονται για να δέρνουν. Οι δικαστές να καταδικάζουν. Οι δήμιοι να σκοτώνουν. Είναι δουλειά τους, και τη δουλειά του αλλουνού πρέπει κανείς να τη σέβεται.

–          Μα ο Χριστός, ο Χριστός, κάνει κάποιος να πει.

–          Ποιος Χριστός; Αυτός που γεννήθηκε εδώ και 2000 χρόνια, ή ο Χριστός του παπά Σωτήρη; Ποιος ξέρει τι ήθελε πραγματικά ο Χριστός;»[10]

Ο Γληνός θα σταθεί κριτικά απέναντι στα Πανεπιστήμια, που κυριαρχεί η συντήρηση και σκοπό έχουν την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, την καταστολή της αμφισβήτηση, που προτρέπουν τους φοιτητές «να καταγίνονται αποκλειστικά με την επιστήμη τους, μια επιστήμη καθαρή, ανεπηρέαστη από τους πολιτικοκοινωνικούς αγώνες, επιστήμη για την επιστήμη». Τη σύγχρονη που είναι όντως η προτροπή τους: «είναι μεν σωστό και φυσικό οι νέοι να αρνιούνται, μα η άρνηση τους πρέπει να έχει, ας πούμε, φιλολογικό χαρακτήρα χωρίς κανένα θετικό και συγκεκριμένο περιεχόμενο και ορισμένη κατεύθυνση. Πρέπει να είναι ένα είδος αερολογίας, ένα είδος ερωτικοί αναστεναγμοί προς την άγνωστον ωραίαν, ή πιο ακριβολογημένα, ένα είδος πνευματικού αυνανισμού».[11]

Όσον αφορά την Τέχνη, ρίχνει το γάντι στους ιδεαλιστές. Σε όσους υποστηρίζουν ότι: «η τέχνη είναι αυτοσκοπός. Η τέχνη υπάρχει μόνο για την τέχνη. Το καλλιτέχνημα μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως δημιούργημα μιας εξαιρετικά πολύπλοκης και πολυσύνθετης προσωπικότητας, όπως είναι η γεμάτη μυστήριο προσωπικότητα του καλλιτέχνη».[12] Από τη σύγχρονή του λογοτεχνία απορρίπτει για διαφορετικούς λόγους τον Παλαμά, Σικελιανό, Καζαντζάκη, Καβάφη.

Αντιπροτείνει «την κοινωνική λειτουργία της τέχνης, τη δυναμική εξέλιξης των μορφών, του περιεχομένου, των ίδιων των ειδών της τέχνης. Εξέλιξη που συμβαδίζει με ανάλογες και ταυτόχρονες αλλαγές σε άλλα επίπεδα του κοινωνικού κόσμου, ότι το καλλιτεχνικό έργο είναι η αντικειμενοποιημένη συνείδηση μιας κοινωνικής τάξης».

Είναι η περίοδος που αποκτά ιδιαίτερη ένταση η διαμάχη μεταξύ μαρξιστών-αντιμαρξιστών σχετικά με την αιτιοκρατία. Οι ιδεαλιστές προβάλλουν το αίτημα της διάσωσης του πολιτισμού, φοβούμενοι τον κίνδυνο του κομμουνισμού και της επανάστασης. Υποστήριζαν πως το εθνικό αίσθημα έχει προτεραιότητα έναντι του ταξικού, πως το έθνος αποτελεί μια ψυχολογικά ανώτερη κατηγορία από την τάξη, πως συμβολίζει την αρμονία των τάξεων και την παράδοση και επομένως το έθνος ήταν ικανό για την ηθική αναγέννηση της κοινωνίας. Προείχε επομένως, η ανόρθωση του ιδεολογήματος της ελληνικότητας, η ανακάλυψη των εθνικών πηγών και η υπεράσπιση της δημοτικίστικης παράδοσης ως της μόνης εθνικής.

Σε αυτό το πεδίο θα παρέμβει και ο Βάρναλης. Ήδη από το 1922 προβάλλει τη θέση ότι βαθύτερο ιδανικό του δημοτικισμού «εστάθη το να μας φέρει και αυτός από πολύ καλύτερο και πιο συγχρονισμένο τάχα δρόμο στον αρχαίο πολιτισμό», εννοώντας μάλλον την ιδέα της ιστορικής συνέχειας. Υπερασπίζει την άποψη ότι οι ποιητές είναι προϊόντα της εποχής τους και στρέφεται ενάντια στην επαναφορά παλαιών προτύπων. Το 1928 σε κριτική που γράφει στην «Αναγέννηση»  για το βιβλίο του Άλκη Θρύλου «Στοχασμοί για το δημοτικό τραγούδι», το γνωστό μαχητικό, ειρωνικό του στυλ δίνει δυναμικό παρόν:

Είναι έκφραση πρωτόγονης συνείδησης, ακαλλιέργητης ψυχής και πνεύματος [.] όσο κι αν δεν έχει ατομικότητα, δεν παύει νάναι η έκφραση υποκειμενικών συναισθημάτων[.]. Πολιτισμός και λαϊκή τέχνη, ήτοι πρωτογονισμός, είναι δύο αντιφατικοί όροι. Όπου υπάρχει πολιτισμός, η λαϊκή τέχνη πισωδρομεί κι όπου ακμάζει η λαϊκή τέχνη, ο πολιτισμός είναι πίσω ακόμα ή έχει ξεπέσει και λησμονηθεί [.]. Αλλά η «κορυφή του θαύματος» είναι η θεωρία που θέλει να στηρίξει τον νεοελληνικό πολιτισμό απάνου στο δημοτικό τραγούδι. Πώς είναι δυνατόν να στηρίξουμε πολιτισμό απάνου σ’ ένα στοιχείο που βασική του προϋπόθεση είναι η απουσία πολιτισμού; ο «πολιτισμός» έξαφνα του δημοτικού τραγουδιού είναι αναπόσταστος από τη φεουδαρχική οικονομία και ασυμβίβαστος με το νεότερο μηχανικό πολιτισμό».[13]

Αρνείται επίσης τόσο την ταξική, όσο και την πατριωτική συνείδηση του κλέφτικου τραγουδιού.

Στην αστική προσπάθεια επιστροφής στην παράδοση, η Αριστερά θα αντιπροτείνει μεταξύ άλλων το Δημοσθένη Βουτυρά που “με τους Αλανιάρηδες, και με όλο το βαρυσήμαντο έργο του, τράβηξε την πεζογραφία από το χωριό και την έφερε στην πολιτεία και στη φτωχή γειτονιά της”.[14]

Ο Βάρναλης θα σταθεί απέναντι στην «περιβαλλοντική ερμηνεία», θα ασκήσει κριτική στο Δελμούζο και θα επικρίνει έντονα την τάση να ανάγονται τα πνευματικά και καλλιτεχνικά φαινόμενα στη φύση και το γεωγραφικό παράγοντα, οδηγώντας στο μεταφυσικό εθνικισμό και στην προστατευτική απομόνωση του ελληνικού πολιτισμού.

Το έργο όμως που ανέβασε τον πήχη της σύγκρουσης ιδεαλιστών-υλιστών ήταν το «Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ» (1923), απάντηση στο γνωστό βιβλίο  «Η ποίηση στη ζωή μας» του Γιάννη Αποστολάκη.

Ο Γ.Βελούδης  εκτιμά ότι το τελευταίο αποτελεί την πρώτη συνειδητή απολογία του φασισμού, όπως καταφαίνεται από τις «υπερταξικές» προπαγανδιστικές αποστροφές του κατά των σύγχρονων του κομματικών και κοινοβουλευτικών θεσμών και υπέρ της ολοκλήρωσης της επεκτατικής στρατιωτικής πολιτικής της «Μεγάλης Ιδέας» προς Ανατολάς.[15] “Δεν είναι τυχαίο ότι το αστικοφασιστικό δικτατορικό καθεστώς Πάγκαλου-Κονδύλη διόρισε στην έδρα Νεοελληνικής Φιλολογίας στο νεότευκτο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1926) τον ιδεολογικό του υπήκοο Αποστολάκη, ενώ, αντιστρόφως ανάλογα, απέλυσε το Βάρναλη από την αντίστοιχη θέση του ως καθηγητή ακριβώς της Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία”, μας αποκαλύπτει ο Γ.Βελούδης.

Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο Βάρναλης καταρρίπτει στο εν λόγω έργο τους μύθους του Παπαρηγόπουλου. Αναφέρεται στην Εφτάνησο, που από το 1386 “αφιερώνεται” στην Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας και διαπιστώνει: “το πατριωτικό συναίσθημα, όπως το ένοιωσε ο 19ος αιώνας κι όπως το νοιώθουμε σήμερα, δεν υπήρχε, αλλά αντίς αυτό κυριαρχούσε ως πρώτη κοινωνική δύναμη μαζί με τη θρησκεία η νομιμοφροσύνη των αρχόμενων από τους άρχοντες”.[16]

Αποδεικνύει ότι βάση εκκίνησης της άρχουσας τάξης είναι η ικανοποίηση των συμφερόντων της: “Αλλ’ οι ευγενείς δεν παραιτηθήκανε καθόλου από τα προνόμια, που τους πήρανε. Βλέπανε την πατρίδα μονάχα μέσα σε αυτά τα προνόμια και, για να τα ξαναπάρουνε, σκεφτήκανε να καλέσουνε την επέμβαση των ξένων. Και ποιων ξένων; Των Τούρκων!”[17]

Τα σύμβολα της Γαλλικής επανάστασης, η Δημοκρατία-Ισότητα-Δικαιοσύνη, ακόμη η Θρησκεία, η Εθνική Ελευθερία είναι “πουκάμισα αδειανά” για τους ευγενείς που καλούν αρχικά τις αυστριακές αρχές του Καττάρου να επέμβουνε και να τους λευτερώσουνε από την τυραννία των άθεων. Έχει προηγηθεί το κάλεσμα της Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ζάκυνθος, για να την ακολουθήσει της Κέρκυρας, προς το Βοναπάρτη, να μεσολαβήσει “όπως η νήσος καταταχθή απολύτως μεταξύ των γαλλικών επαρχιών”.

Ένας ακόμη μύθος, αυτός της συνέχειας της γλώσσας καταρρίπτεται καθώς στην Κέρκυρα η διγλωσσία είναι έντονη. Από τη μια τα βενετσιάνικα, συνεπεία των τετρακοσίων χρόνων κατοχής, ως γλώσσα της Μητρόπολης και από την άλλη στον κάμπο οι χωριάτες να μιλούν ακόμα τα ρωμέικα.

Η κριτική του για το Σολωμό αποκαλύπτει τη θεοσέβειά του, τον ιδεαλισμό του (“αγαπά την Ελλάδα ως ιδέα και όχι ως πραγματικότητα”), την επαναστατικότητα και τον συντηρητισμό του έργου του (“Ο Σολωμός είτανε την εποχή, που αγωνιζότανε το έθνος, επαναστατικός. Μετά την απελευθέρωση όμως έγινε συντηρητικός κι από την άποψη των αντιενωτικών του φρονημάτων, αντιδραστικός”), αναδεικνύοντας την αιτιοκρατία του έργου του.

Συμπερασματικά, ενώ ο Βάρναλης ξεκινά υπερασπιζόμενος τον Παλαμά έναντι του Αποστολάκη, καταλήγει μέσω “της άρνησης της σολωμικής ποίησης ως προτύπου, σε έμμεση υπονόμευση του παλαμικού κανόνα”.[18]

Ο Παλαμάς θεωρείται από την Αριστερά ένας καλλιτέχνης γεμάτος αντιφάσεις, χωρίς σταθερό «ιδεολογικό πιστεύω». Εκφραστής της ψυχολογίας της αστικής τάξης, που ακολούθησε πιστά τον Τρικούπη. Ο οργισμένος  κατήγορος της αντιτρικουπικής αντίδρασης. Ο εκπρόσωπος της αστικής τάξης που ανέβαινε την περίοδο 1900-1913. Ο ίδιος όμως είναι βενιζελικός και βασιλικός στα χρόνια 1915-1922. Η μούσα του εκφράζει τα συναισθήματα της αστικής τάξης που βλέπει τον εσωτερικό κίνδυνο από τον ενδοκομματικό εμφύλιο πόλεμο, και ζητά το συμβιβασμό, τη συμφιλίωση».[19]

 

Το μεγάλο όραμα ολόκληρης της ζωής του είναι η Πόλη-το Βυζάντιο:

Και θα είναι η Ελλάς, σαν πρώτα, πάλι,

Θα ξαπλωθεί σ’ Ανατολή και Δύση

Και εμπρός στο βασιλιά τον ξανθομάλλη θα γονατίση.[20]

 

Στις αρχές του αιώνα το κοινωνικό ζήτημα τον συγκινεί, τον υποχρεώνει να οραματιστεί την αλλαγή εκ «των άνω» και να συνθέσει το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» (1907). Το 1910, με τη «Φλογέρα του Βασιλιά» επιστρέφει στον Μεγαλοϊδεατισμό. Σε κάθε ευκαιρία, δηλώνει φανατικός λάτρης:

“Η μεγάλη Ιδέα. Το παινεύομαι. Από τα πρώτα χρόνια μου, μαζί με την πρώτη μου αγάπη, το πρώτο εκστατικό ξάφνιασμα μου φύσηξε. Στο σπίτι μέσα την άκουσα να ψιθυρίζεται γύρω μου σαν ένα τρανό μυστικό, σαν ένα «μελλούσης Αναστάσεως» καρτέρημα και την πίστεψα με ευλάβεια θρησκευτική. Και την είδα την πρωτομάγισσα των πατέρων μας να προβάλλη από τα χαλάσματα της παρμένης πρωτεύουσας, να ζωντανεύει από την στερνή πνοή του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα, να φτερουγίζη και να απλώνεται κατά τη Δύση.(«Γράμματα», τ.Β’, 136)”.

Αργότερα θα στιγματίσει τον πολιτικαντισμό, τη φαυλοκρατία, το δασκαλισμό και το σκοταδισμό. Με επαναστατικό τόνο στη φωνή θα βροντοφωνάξει ότι χρειάζεται αξίνα. Όσο όμως και αν κατά διαστήματα θα επηρεαστεί από τις αριστερές ιδέες και το κοινωνικό ζήτημα, ποτέ δεν θα αρνηθεί την αστική τάξη, της οποίας υπήρξε φανατικός υποστηρικτής.

Ο Παλαμάς θα υψώσει επαναστατική ρομφαία μόνο όταν έρθει σε διάσταση με την αστική τάξη και προσωρινά. Είναι η εποχή που τον παύουν από τη γραμματεία του Πανεπιστημίου, τον βρίζουν, τον συκοφαντεί ο τύπος, οι βασιλικοί και οι βενιζελικοί.

Ποτέ όμως δεν ήταν σοσιαλιστής, ενώ εκδηλώνεται ανοικτά κατά του κομμουνισμού:

 

Καίσαρες, Νέρωνες λογής, Λένιν και Ροβεσπιέρων

Φιλοσοφίες, ειν’ αρκετά τα δάκρυα των μητέρων

Για να σας πνίξουν. Ως γοερά ποτάμια των αιμάτων

Και κορωνάτων και λαϊκών, μαρτύρων και θυμάτων.[21]

Την ήττα του 1922 και το ξερίζωμα του χριστιανικού στοιχείου της Μ.Ασίας το εισπράττει ως νέο 1453 και καλεί σε εθνικό συναγερμό:

 

Βοσκοί, στην μάντρα της πολιτείας οι λύκοι, οι λύκοι!

Στα όπλα, Ακρίτες! Μπροστά κι’ οι φαύλοι κι’ οι περιττοί!

Καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι,

Για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί. [22]

 

Η παραπάνω εξιστόρηση δίνει μια αίσθηση του γιατί το αστικό καθεστώς θεώρησε την Αριστερά της εποχής ως Αντεθνική Δύναμη. Δεν ήταν μόνο η θέση της περί Αυτονομίας της Μακεδονίας. Ήταν πρωτίστως η πρωτοπόρος δράση της, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, που αμφισβητούσε όλο το πλέγμα της αστικής καθεστωτικής ιδεολογίας. Σε συνδυασμό με την προσπάθεια κατάθεσης αντιπρότασης, που ανεξάρτητα την συγκρότηση και την κοινωνική της διεισδυτικότητα έκανε σαφές ότι μιλά από την σκοπιά της εργαζόμενης πλειοψηφίας.

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Περίοδος 1928-1931

Το 1928 κλείνει με το τέταρτο τακτικό συνέδριο του ΚΚΕ, (10-15 Δεκεμβρίου). Η γραμμή του “σοσιαλφασισμού” κυριαρχεί, η ιδεολογία του “οικονομισμού” ριζώνει, “η πεποίθηση για την αυτοκατάρρευση του καπιταλισμού εξαιτίας των εσωτερικών αντιφάσεων του και, ως εκ τούτου, η αυτόματη υιοθέτηση του σοσιαλιστικού ιδανικού από τις μάζες γίνεται η βαθύτερη πολιτική φιλοσοφία των κομμουνιστών”[23]. Τακτική και στρατηγική του κόμματος είναι η πιστή μετάφραση στα ελληνικά της στρατηγικής της Διεθνούς.

Η σύγκρουση μεταξύ Στάλιν-Μπουχάριν, αγκαλιάζει τη Διεθνή και τα κόμματα της φτάνοντας και στην Ελλάδα. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αντίπαλων τάσεων είναι ισχυρότατη και λήγει το 1931 με την επέμβαση της Διεθνούς και τον διορισμό μιας ολοκληρωτικά νέας ηγετικής ομάδας (Ν.Ζαχαριάδη, Γ.Ιωαννίδη, Σ.Σκλάβαινα, Γ.Μιχαηλίδη, Β.Νεφελούδη, Γ.Κωσταντινίδη, Λ.Στρίγγο).

Η εσωκομματική δημοκρατία ελαχιστοποιείται, καθώς όλα υποτάσσονται στην Κεντρική Επιτροπή, το κόμμα με τη σειρά του υποκλίνεται στην Διεθνή και αυτή με την σειρά της στην ΕΣΣΔ. Το συνέδριο της Κουμμουνιστικής Διεθνούς (Ιούλιος-Αύγουστος 1928) αποφασίζει: ” ο συντονισμός της επαναστατικής δράσης και η ορθή καθοδήγηση της επιβάλλει στο προλεταριάτο μια διεθνή ταξική πειθαρχία, πειθαρχία που πρέπει να μετατραπεί σε υπαγωγή των ιδιαίτερων τοπικών συμφερόντων του κινήματος στα γενικότερα και μονιμότερα συμφέροντά του”.[24]

Η γραμμή του σοσιαλφασισμού που εγκαινιάζει το 4ο Συνέδριο του ΚΚΕ το 1924 θα διατηρηθεί μέχρι το 1934. Ο φόβος νέας επέμβασης των καπιταλιστικών δυνάμεων κατά της ΕΣΣΔ, οι ιδιαιτερότητες της διακυβέρνησης Βενιζέλου (Ιδιώνυμο, “χρωματισμός” αστικού καθεστώτος με έντονα αυταρχικά-αντιδραστικά χαρακτηριστικά) ωθούν το ΚΚΕ να διατυπώνει τις εξής θέσεις:

“Άμεσο πρόβλημα του ΚΚΕ μπρος στην νέα ισχυρή επίθεση της μπουρζουαζίας και της κυβέρνησης Βενιζέλου προς την φασιστοποίηση της κρατικής εξουσίας (.) είναι η γενική κινητοποίηση του προλεταριάτου και των φτωχών εργαζόμενων στρωμάτων της αγροτιάς, η αντεπίθεση κατά της επίθεσης της μπουρζουαζίας, η οργάνωση και προπαρασκευή της γενικής πολιτικής απεργίας, των ενόπλων διαδηλώσεων και των καθόδων στις πόλεις των φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς” (…). Επίσης, “η αμείλικτη και εξοντωτική πάλη κατά των σοσιαλφασιστών κλπ. μέσα στους αγώνες της εργατιάς, η εξίσου αμείλικτος και εξοντωτική πάλη κατά των αγροτιστών είναι η βασική προϋπόθεση της οργάνωσης και διεξαγωγής των αγώνων αυτών και προπαραγκευής της γενικής πολιτικής απεργίας”.[25]

1931-1934

Ο Α.Ελεφάντης σωστά εντοπίζει μια σοβαρή αντίφαση του ελληνικού εργατικού κινήματος: “η πολιτική του ιδεολογία ήταν κράμα λαϊκίστικων, ρομαντικών, εθνικιστικών στοιχείων, ποικίλων σχολών και προελεύσεων, επανέκαμπτε στα νερά της αστικής ιδεολογίας” και την τεράστια θεωρητική φτώχεια του νεαρού κομμουνιστικού κινήματος.

Η μεγάλη καμπή στο ΚΚΕ πραγματοποιείται στην 6η Ολομέλεια, που χαρακτηρίζει την επικείμενη επανάσταση “αστικοδημοκρατική” κι όχι προλεταριακή. Η θεωρητική υποχώρηση της Αριστεράς (που πλέον θα την ακολουθεί σε όλη την ιστορική πορεία) που προβάλλει την λογική των σταδίων, τη συνεργασία-υποταγή στις αστικές δυνάμεις, την απεμπόληση του αντεθνικού της χαρακτήρα και την αναζήτηση πλέον της πατριωτικής-εθνικής της ταυτότητας.

Η 6η Ολομέλεια (Ιανουάριος 1934) εκτιμά ότι η ελληνική κοινωνία “ανήκει στον τύπο εκείνο των χωρών που στο πρόγραμμα της Διεθνούς χαρακτηρίζονται χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού (.) με υπάρχοντα σημαντικά υπολείμματα μισοφεουδαρχικών σχέσεων στην αγροτική οικονομία, (.) με όχι τελειωμένο ακόμα τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό”.[26]

Η πραγματική αλλαγή για το ΚΚΕ θα έρθει το φθινόπωρο του 1934 (έχει προηγηθεί η άνοδος των Ναζί στην εξουσία το 1933). Στην Ελλάδα και διεθνώς το κομμουνιστικό κίνημα προωθεί το Λαϊκό Μέτωπό κατά του Φασισμού, με μηδαμινά οφέλη για το ΚΚΕ και το κίνημα.

Το σημείο μηδέν για την αλλαγή πολιτικής γραμμής και φυσιογνωμίας της Αριστεράς αποτελεί αναμφίβολα η 4η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (Σεπτέμβριος 1935). Αποφασίζεται η αποδοχή συμμαχίας όχι μόνο με τα σοσιαλιστικά και αγροτικά κόμματα, αλλά και με το σύνολο των κομμάτων που θεωρούνται δημοκρατικά-αντιμοναρχικά:

“Το ΚΚΕ στον αντιμοναρχικό-δημοκρατικό αγώνα συνεργάζεται και με τέτοια κόμματα, όπως των Φιλελευθέρων, ξέροντας ότι το κόμμα αυτό που στο παρελθόν εξέθρεψε τόσα δικτατορικά και φασιστικά κινήματα, αντιτίθεται σήμερα στη μοναρχική παλινόρθωση (.) τόσο γιατί αυτό του επιβάλλουν σοβαρά οικονομικοπολιτικά συμφέροντα του που χτυπιούνται γερά από την μοναρχική παλινόρθωση, όσο ιδιαίτερα γιατί πιέζεται αποφασιστικά από τη δημοκρατική αντιφασιστική του βάση στο λαό, και στο στρατό”.[27]

Για πρώτη φορά η Αριστερά μιλά για “εθνική ενότητα”, προτείνει συνεργασία στο αστικό κόμμα που από το 1911 υπήρξε ο πολιτικός εκφραστής της αστικής τάξης. Συνεργασία επομένως εργατών-μεγαλοαστών, αντιφασιστικό-αντιιμπεριαλιστικό αγώνα με αυτούς που ποτέ δεν έκρυψαν τους Μεγαλοϊδεατικούς τους στόχους. Αντιμοναρχικό αγώνα με αυτούς που διαπραγματεύονται με το βασιλιά και είναι έτοιμοι να συνεργαστούν μαζί του.

Έτσι, το 1935 η θέση για το “Μακεδονικό” αλλάζει. Όχι γιατί εδώ και καιρό ήταν καθ’ όλα λάθος (η ανταλλαγή πληθυσμών 1923-1926 έχει ανατρέψει σε πολύ μεγάλο βαθμό την πληθυσμιακή σύνθεση και απονομιμοποιεί “την Αυτονομία της Μακεδονίας-Θράκης”). Αιτία είναι οι νέες προτεραιότητες της ΕΣΣΔ (αυτού του πλέον ιδιόμορφα εκμεταλλευτικού-αυταρχικού κράτους) και οι τακτικές επιλογές του ΚΚΕ. Η στρατηγική υποτάσσεται στην τακτική, με συνέπεια την ακύρωση κάθε στρατηγικής στόχευσης.

ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

Όλες αυτές οι πολιτικές διεργασίες θα βρουν την αντιστοίχισή τους στον “κόσμο των ιδεών”. Ήδη από το 1929, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος θα μιλήσει στην «Νέα Επιθεώρηση» για την αστείρευτη πηγή του δημοτικού τραγουδιού, που έχει “το μεγάλο πλεονέκτημα να εφοδιάζει τον τεχνίτη με μορφές σταθερές, βαθειά αισθήματα και βιώσιμη αξία. Έχει ακόμη και το άλλο, το αφάνταστα μεγάλο προσόν, το ότι εξασφαλίζει στα τέτοια δημιουργήματα πλατειά διάδοση στο λαό”.[28] Πλέον, μια τάση μετατόπισης προς την λαϊκή τέχνη είναι εμφανής.

Οι «Νέοι Πρωτοπόροι» το ίδιο διάστημα προβάλλουν το δημοτικό τραγούδι, απομακρύνονται από τις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες και υπενθυμίζουν τις δημοτικίστικες ρίζες αριστερών διανοούμενων, όπως ο Δημήτρης Γληνός και ο Νίκος Καρβούνης. Είναι το περιοδικό του εκδίδει με αρχικό τίτλο «Πρωτοπόροι» ο Πέτρος Πικρός το 1930, για να μετονομαστεί το 1931 και αφού καθαιρεθεί ο Π.Πικρός (δεν είχε δώσει χαρακτήρα προλεταριακό, αλλά διανοουμενίστικο κλπ), σε «Νέοι Πρωτοπόροι», με γραμματεία σύνταξης τη Φούλα Χατζιδάκη και τον Ασημάκη Πανσέληνο. Αργότερα, αφού και η νέα συντακτική επιτροπή “παραστρατήσει ιδεολογικά”, θα αντικατασταθεί και τον τόνο πλέον δίνουν ο Γληνός και ο Καρβούνης.

Την επίσημη κομματική θέση για το δημοτικισμό είχε ήδη εκφράσει το 1932, ο Ασημάκης Πανσέληνος, μέλος της συντακτικής επιτροπής των «Νέων Πρωτοπόρων»: “Ο δημοτικισμός από καιρό τώρα έχει γραφεί ως σύνθημα στη σημαία του ελληνικού προλεταριάτου. Δεν είναι εύρεση του Ψυχάρη. Είναι μέρος από την ιδεολογία μιας εποχής και ο Ψυχάρης τού έδωσε την επιστημονική έκφραση του. Κι αν εμείς διεκδικούμε όλες τις κατακτήσεις της ανθρωπότητας, που η μπουρζουαζία τις καταστρέφει, επειδή εμποδίζουνε την κυριαρχία της, πολύ περισσότερο διεκδικούμε το δημοτικισμό που η αστική τάξη της χώρας μας τον εγκατέλειψε πριν τον επιβάλλει”.[29]

Επίσης, ο Ασημάκης Πανσέληνος επισημαίνει: «ο Ψυχάρης μένει αμετάθετο σύνορο στην ελληνική σκέψη, γιατί πρόβαλε και υπεράσπισε μια αλήθεια: Η γλώσσα είναι φαινόμενο που διαμορφώνεται στο στόμα του λαού και δεν τη φτιάνουν στα γραφεία τους οι γραμματικοί, για να την πάρει αποκεί και να τη μιλήσει ο λαός».[30]

Το κόμμα πλέον πολιτικά ισχυροποιημένο, εσωκομματικά εκκαθαρισμένο και με τη διεθνή κομμουνιστική κάλυψη επιθυμεί να παρέμβει και διεκδικεί το δικαίωμα της ορθής κρίσης για τα ζητήματα της λογοτεχνίας. Οι εξελίξεις στους «Νέους Πρωτοπόρους» (όπου συμμετέχει και ο Πορφυρογένης) έχουν την υπογραφή της νέας κομματικής ηγεσίας υπό τον Ν.Ζαχαριάδη. Από εδώ και εμπρός ο θετικός ήρωας είναι το πρότυπο και δόγμα ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός.

Η άνοδος του Φασισμού, το σκηνικό πολέμου που στήνεται και οι νέες πολιτικές προτεραιότητες, οδηγούν την Αριστερά στο δεύτερο μισό του 1935 να αμβλύνει την ακραία και πολωτική τακτική, προτάσσοντας τον αντιφασιστικό αγώνα. Έρχεται πιο κοντά στον “παλαμικό” κανόνα, εμπλουτίζοντας τον με αριστερή μυθολογία. Είναι η ώρα που ο Σολωμός θα παρουσιαστεί ως εθνικός ποιητής, φλογερός επαναστάτης και εκφραστής της λαϊκής ψυχής.

Αξιοσημείωτη η θέση του Βαρίκα (1936): “Θεωρεί την περίοδο από το 1888 έως το 1922 ως το πιο φωτεινό σημείο στην πνευματική ζωή του τόπου, καθώς τότε συντελείται μια ολόκληρη επανάσταση, εγκαταλείπονται ο άγονος ρομαντισμός και ο κούφιος ρητορισμός. Ο πιο ολοκληρωμένος εκπρόσωπος της περιόδου είναι, ο Κωστής Παλαμάς”.[31] Επιπλέον, η καταγωγή από τον Παλαμά είναι πλεονέκτημα και αποδίδεται από τον Βαρίκα και τον Καραντώνη στον Ρίτσο.

To 1937, στις φυλακές της Κέρκυρας ο Ν.Ζαχαριάδης θα γράψει τη μελέτη «Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ». Μέσω του Παλαμά επιχειρείται όχι μόνο η εθνική αναβάθμιση του ΚΚΕ, αλλά και η ευρύτερη νομιμοποίησή του, καθώς επιχειρεί να κατοχυρώσει «ως δικό μας»  το μεγάλο ποιητή, που όπως δείξαμε και προηγουμένως, έχει ευκαιριακά εκφράσει τους καημούς του εργαζόμενου κόσμου:

«Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας,

ποτίζουμε τη γη για να γεννά

καρπούς, λουλούδια, τα αγαθά του κόσμου ολόγυρα μας

φτωχή, αλλολούδιαστη, άκαρπη μονάχα η αργατιά.

Εμείς οι εργάτες είμαστε, που με τον ιδρώτα μας

Ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί.

Πιο δυνατά από τα σπαθιά μας τα χέρια τα δικά μας,

Που μ’ όλο το αλυσόδεμα και τούτ’ η γη πλουτεί.

Στου κόσμου τους θησαυριτές το βιός σου, εργάτη, οι νόμοι

Στο τρώνε οι αδικητές χωρίς ντροπή.

Αγκαλιαστείτε, αδέλφια, ορθοί, με μια καρδιά, μια γνώμη

Δικαιοσύνη βρόντηξε και λάμψε προκοπή».[32]

 

Αφήνοντας στην άκρη όλη την προηγούμενη κριτική προσέγγιση της Αριστεράς, ο Ζαχαριάδης με τη δύναμη επιβολής που διαθέτει, μιλά «για τον δικό μας Παλαμά».

Ο ίδιος ο Παλαμάς έχοντας δεχτεί επίθεση από τον Καραντώνη, που χαρακτήρισε το παραπάνω «Τραγούδι του εργάτη» κομμουνιστικό, απολογείται, κρατώντας τις αποστάσεις: «Το ποιηματάκι που αναφέρει ο κ. Καραντώνης είναι φιλεργατικό. Κάτι που διαφέρει από το μπολσεβικισμό. Θυμίζει και αυτό τα εκστατικά περάσματα του ιδεοπλάνου τραγουδιστή εμπρός από τα μεγαλόπρεπα φαντάσματα του σοσιαλισμού».[33]

Είναι σαφής η προσπάθεια που γίνεται, ώστε η Αριστερά να οικειοποιηθεί πνευματικά επιτεύγματα της αστικής τάξης, δίνοντας τους διαφορετικό νόημα και παρουσιαζόμενη ως συνεχιστής τους. Συχνά, συνοδεύεται με περιορισμό της κριτικής διάθεσης και σύγχυση της πολιτισμικής πρότασης.

Είδαμε και προηγουμένως ότι στο μεσοπόλεμο η σύγκρουση μαρξιστών-αντιμαρξιστών οριοθετείται από τη σύγκρουση υλισμού-ιδεαλισμού, με επίδικο την αιτιοκρατία. Οι αντιμαρξιστές προβάλλουν το αίτημα της διάσωσης του πολιτισμού από τον υλισμό και την επανάσταση. Υποστηρίζουν πως το εθνικό αίσθημα προηγείται του ταξικού, το έθνος είναι μια ψυχολογικά ισχυρότατη κατηγορία από την τάξη.

Η προσπάθεια διαφοροποίησης και αντίκρουσης της αριστερής κριτικής προς την αστική, συμπλέει με την διεκδίκηση αξιών και παραδόσεων που θεωρούνται κοινό κτήμα. Όμως, ο ιδεαλισμός κουβαλά άκαμπτες αντιλήψεις για το ωραίο, θέλει η τέχνη να προωθεί συγκεκριμένες αξίες, εθνικές ή θρησκευτικές, να χρησιμοποιεί ορισμένες τεχνοτροπίες. Ζητούμενα των αστών διανοούμενων: η ανόρθωση του ιδεολογήματος της ελληνικότητας, η ανακάλυψη των εθνικών πηγών και η υπεράσπιση της δημοτικίστικης παράδοσης, η ανάδειξη της αισιόδοξης πίστης στην ζωή, η απόρριψη του Καβάφη και Καρυωτάκη. Στο βαθμό που η αριστερή κριτική δέχεται αυτά τα κριτήρια, προσαρμόζει τις αντιλήψεις της και τους σκοπούς της στον ιδεαλισμό.

Έτσι, η Αριστερά που μεταξύ άλλων κρατά αποστάσεις από τον Καρυωτάκη (κάποιες φορές ενσωματώνει την ρηξικέλευθη κριτική του στην αστική κοινωνία, αλλά δεν μπορεί να αποδεχτεί ως πρότυπο τη στάση ζωής του), αμήχανη και αρνητική προς το μοντερνισμό (Ο Ρίτσος που ένιωθε έλξη για τις νεωτερικές τεχνικές και έκανε μεγάλο αγώνα με παλινδρομήσεις και αντιφάσεις, για να κρύψει τους νεωτερικούς του πειραματισμούς χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο. Ο Νικήτας Ράντος ορίζει την προλεταριακή τέχνη ακριβώς ως πρωτοπορία σε όλα τα επίπεδα, δεν γίνεται αποδεκτός) καταλήγει από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, στις ίδιες θέσεις για την λογοτεχνική παράδοση.

Η αρχική αμφισβήτηση της προσκόλλησης στην παράδοση καταλήγει υπεράσπιση της τελευταίας, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι πλέον η Αριστερά θέλει να πάψει να κατηγορείται ως αρνητής των εθνικών αξιών, άρα διεκδικεί “εθνική νομιμοποίηση” μέσω του προσεταιρισμού της παράδοσης.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30, σειρά παραγόντων οδήγησαν την αριστερή κριτική να αναδιπλωθεί στην υπεράσπιση της λαϊκής παράδοσης. Καθοριστικός παράγοντας, που οδήγησε στην άνευ όρων υπεράσπιση της λαϊκής παράδοσης, είναι το συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα το 1934. Με το δόγμα του “σοσιαλιστικού ρεαλισμού”, νομιμοποίησε την λαϊκή παράδοση ως τη μόνη που συντηρεί τη διαλεκτική ενότητα και αποτυπώνει τις εμπειρίες του εργαζόμενου λαού.

Ο Βάρναλης, λογοτεχνικά και πολιτικά μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της Αριστεράς, προσφέρει τη δυνατότητα συμπερασμάτων. Ξεκινά έχοντας μια βαθιά ρίζα στην παράδοση, θέλει να διαφοροποιηθεί δυναμικά και το κατορθώνει για ένα διάστημα, αλλά γρήγορα εκτροχιάζεται από τη γραμμή της ουσιαστικής αμφισβήτησης και της αναζήτησης μιας εναλλακτικής πρότασης και καταλήγει στο δογματισμό και την άνευ όρων υποταγή στην παράδοση. Οι αντιφάσεις της Αριστεράς αποκρυσταλλώνονται στο έργο του δημιουργού του «Σκλάβοι Πολιορκημένοι» και «Το φως που καίει». Τον Αύγουστο του 1934, μαζί με τον Γληνό, παρακολουθεί ως ανταποκριτής το Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα. Ο κορυφαίος ίσως ποιητής της αριστεράς, δε θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα κελεύσματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, θα νικηθεί από τις αντιφάσεις του και θα σιωπήσει.

Τέλος, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως η ιστορικοποίηση του δημοτικισμού ήταν όχι μόνο θέμα πολεμικής, αλλά και βασικό ζητούμενο των αναζητήσεων της. Δεν καταφέρνει όμως να κατακτήσει μια ολοκληρωμένη ιστοριογραφική προσέγγιση, που θα αντιμετωπίζει διαφορετικά την έννοια του έθνους και της εθνικής συνέχειας, ανυπέρβλητο κενό ακόμη και σήμερα.

«Η μεσοπολεμική αριστερή κριτική, παρ’ όλες τις αδυναμίες της και την τελική υποταγή της στο δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, θεμελίωσε ένα αντίπαλο δέος για την αστική κριτική, έθεσε ζητήματα που αναγκαστικά συζητήθηκαν, δημιούργησε μια δική της παράδοση που θα μπορούσε να δώσει ωριμότερους καρπούς».[34]

Η μεγαλύτερη όμως ήττα της Αριστεράς είναι η ταύτισή της με το Έθνος, η υποταγή των ταξικών συμφερόντων στα εθνικά, ουσιαστικά των εργατικών αναγκών στις αστικές στοχεύσεις. Στην έναρξη του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα 1941-1944, ο Δ.Γληνός θα γράψει το «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΖΗΤΑΕΙ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ». Γράφει λοιπόν: «Σήμερα, που συνειδητοποιούνται όλα τα στρώματα του λαού, έθνος και λαός τείνει και πρέπει να συμπέσουν. Δε μπορεί να είνε εθνικό ότι δεν είνε παλλαϊκό. Και εθνικό απελευθερωτικό μέτωπο σημαίνει παλλαϊκό απελευθερωτικό μέτωπο. Και εθνικός αγώνας για τη λευτεριά σημαίνει παλλαϊκός αγώνας και για σήμερα και για αύριο και για πάντα».[35]

Η ιστορία δεν δικαίωσε ούτε το Γληνό ούτε την Αριστερά της εποχής του. Η ήττα του Δεκέμβρη και του εμφυλίου “ήρθε” για πολιτικούς λόγους. Δεν ήταν εξαιτίας μόνο των ξένων επεμβάσεων, αλλά πρωτίστως των στρατηγικών ελλείψεων και των λαθών στην τακτική. Η πρόταξη του Έθνους και της Εθνικής Ενότητας αφόπλισαν πρώτα πολιτικά την Αριστερά και κατόπιν στρατιωτικά. Η διεκδίκηση της εξουσίας από της εργαζόμενη πλειοψηφία της πόλης και της υπαίθρου «χάθηκε» στο βάθος των σταδίων, ενώ η αυτοργάνωση και οι λαικοί θεσμοί, που τροφοδότησαν την άνοδο της Αριστεράς στην ύπαιθρο, περιορίζονταν από την ίδιο το ΕΑΜ και το ΚΚΕ όσο πλησίαζε η Απελευθέρωση και κυριαρχούσε ο σεβασμός στις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας..

Έχει προηγηθεί η κυριαρχία στο λεγόμενο εθνικό ζήτημα της Σταλινικής αντίληψης. Πρώτα-πρώτα, ο ορισμός του έθνους: “το έθνος είναι μια ιστορικά διαμορφωμένη, σταθερή κοινότητα γλώσσας, εδάφους, οικονομικής ζωής, ψυχοσύνθεσης, που η τελευταία εκδηλώνεται στην κοινότητα κουλτούρας. (.) Κανένα από τα γνωρίσματα που αναφέραμε πιο πάνω δεν είναι αρκετό, παρμένο χωριστά, για το καθορισμό του έθνους. Ακόμη περισσότερο φτάνει να λείπει έστω και ένα από τα γνωρίσματα αυτά για να πάψει το έθνος να είναι έθνος. (.) Μόνο η ύπαρξη όλων των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, παρμένων μαζί, μας δίνει το έθνος”.[36]

Ο «Προλεταριακός Διεθνισμός» του Λένιν έχει μπει στο περιθώριο, μαζί με την πολιτική γραμμή της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο. H ίδια η εκτίμηση περί ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου εξαρτάται από το ρόλο της ΕΣΣΔ σε αυτόν.

Παράλληλα, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης, Γαλλία-Βρετανία, είτε σε συνεννόηση είτε σε ανταγωνισμό ακολουθούν αρχικά πολιτική προσέγγισης προς τις Φασιστικές δυνάμεις. Στην εντεινόμενη επιθετικότητα του φασιστικού στρατοπέδου (που και αυτό δεν ακολουθεί πάντα ενιαία πολιτική) προτείνουν πολιτική “κατευνασμού”, όπου η ιμπεριαλιστική ειρήνη έχει κάθε φορά ως τίμημα την γερμανική-ιταλική επέκταση εις βάρος των Ευρωπαϊκών -Αφρικανικών λαών. Όταν ο πόλεμος φαίνεται αναπότρεπτος, οι προσπάθειες συνεννόησης Γαλλίας-Βρετανίας-ΕΣΣΔ αποτυχαίνουν εξαιτίας ανταγωνιστικών συμφερόντων. Η προοπτική ενός πολέμου Ναζί-ΕΣΣΔ εξυπηρετεί τις “Δημοκρατικές Δυνάμεις” καθώς στέλνει τη φασιστική διεκδίκηση «Ζωτικού Χώρου» στην Ανατολή, φθείροντας τις δυνάμεις που για λόγους Ιμπεριαλιστικής Επέκτασης και Κοινωνικού Οράματος απειλούν τον αστικό κόσμο του Μεσοπολέμου.

Στις 23 Αυγούστου του 1939 υπογράφεται Σύμφωνο μη Επίθεσης μεταξύ ΕΣΣΔ-Γερμανίας. «Η δημοσιευμένη συνθήκη συνοδευόταν από ένα μυστικό πρωτόκολλο που προέβλεπε, σε περίπτωση που γινόταν κάποιος εδαφικός μετασχηματισμός στην Πολωνία, το διαμελισμό της χώρας κατά μήκος των ποταμών Πίσα, Νάρεφ, Βιστούλα και Σαν. Έτσι στην ΕΣΣΔ κατανέμονταν όλες οι λευκορωσικές και ουκρανικές επαρχίες της Πολωνίας, καθώς επίσης και η επαρχία Λούμπιν και μέρος της επαρχίας της Βαρσοβίας. Η Γερμανία θα έπαιρνε το Δυτικό τμήμα της χώρας, παρ’ όλο που σε εκείνη τη φάση δεν αποκλείστηκε και η πιθανότητα διατήρησης ενός υπολείμματος του πολωνικού κράτους. Εκτός Πολωνίας η ΕΣΣΔ θα είχε ελευθερία κινήσεων στη Φιλανδία, την Εσθονία και τη Λετονία και η Γερμανία στη Λιθουανία. Τα βαλκανικά ζητήματα δεν διευκρινίστηκαν».[37]

Με την έναρξη της επιχείρησης “Μπαρμπαρόσα” στο προσκήνιο έρχεται ο Πατριωτικός Πόλεμος, η Συμμαχία των Δημοκρατικών Δυνάμεων ενάντια στο Φασισμό, ενώ η Τρίτη Διεθνής διαλύεται, για να μην ανησυχούν οι Τσόρτσιλ-Ρούσβελτ και η λενινιστική αντίληψη της μετατροπής του Ιμπεριαλιστικού πολέμου σε Εμφύλιο, στην καλύτερη περίπτωση κατηγορείται ως Αριστερισμός.

Τα μέχρι τότε κατακτημένα μαρξιστικά εργαλεία ερμηνείας του πολέμου χάνουν την στρατηγική τους οπτική, υποτάσσονται στους τακτικούς στόχους της κρατικής πολιτικής της ΕΣΣΔ και πλέον “οι κομμουνιστές είναι πατριώτες και ότι κομμουνισμός είναι πατριωτισμός, αν δεν είναι ένα και το αυτό, δεν είναι ασυμβίβαστα”.[38]

Η ήττα όμως προσφέρει συμπεράσματα. Που όμως ποτέ δεν βγήκαν. Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου και η Πτώση της Χούντας, το πολιτικό φορτίο του διλήμματος «ή Καραμανλής ή τανκς» είναι μια ακόμη τρανή απόδειξη κατ’ αρχοίς της πραγματικής έλλειψης εμπιστοσύνης από την Αριστερά στη δυναμική του λαϊκού παράγοντα και κατά δεύτερο λόγο του πώς η επίκληση της Εθνικής Ενότητας διευκολύνει το αστικό καθεστώς να ξεπερνά την κρίση του.

Σε μια εποχή, όπως η δική μας, παγκόσμιας καπιταλιστικής κυριαρχίας το Εθνικό ζήτημα επανακάμπτει. Συχνά συσκοτίζοντας την όξυνση του πραγματικού ζητήματος, του Κοινωνικού.

Οι απαντήσεις του σήμερα στα ερωτήματα και διλήμματα που αφορούν όλους δε θα προέλθουν από το παρελθόν, δε πηγάζουν από την  ιστορία. Ο επιθετικός εθνικισμός- κοσμοπολιτισμός και ο αμυντικός εθνικισμός αποτέλεσαν και αποτελούν διαφορετικές όψεις του αστικού ιδεολογικού νομίσματος. Ενός νομίσματος που θέλει την Αριστερά «Μονά-Ζυγά» πάντα να χάνει. Όμως, η ιστορία που δεν σταμάτησε να γράφεται, αναμένει τους νέους «συγγραφείς» του κοινωνικού και πολιτιστικού πεδίου, που «θα βουτήξουν» στο μελάνι της ταξικής πάλης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Η Καταστροφή του 1922, σηματοδοτεί, εκτός των άλλων, την ολοκλήρωση του ιστορικού κύκλου που άρχισε το 1912 με την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, την καταστροφή του ιμπεριαλιστικού ονείρου του αστικού κόσμου στην Ελλάδα, καταστροφή ολόκληρου του χριστιανικού πληθυσμού της Μ.Ασίας και του μουσουλμανικού στη Βαλκανική Χερσόνησο, έχει ως συνέπεια την πρωτοφανή φθορά του Εθνισμού, δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για το Αστικό Καθεστώς.

Ο πρώτος τρόπος αντιμετώπισης είναι η καταστολή. Ακολουθεί η θεσμική θωράκιση του Αστισμού. Πραξικόπημα, Κίνημα, Β’ Ελληνική Δημοκρατία, επιστροφή Βενιζέλου και μετά Γεωργίου του Β’ είναι οι πολιτικές απαντήσεις απέναντι στην ακραία όξυνση του Κοινωνικού Ζητήματος.

Βαθμιαία οδηγούμαστε σε αυταρχική υπέρβαση του Συνταγματικού Φιλελευθερισμού από όλες τις πτέρυγες του Αστισμού, σε ακραίο περιορισμό των Ελευθεριών.

Πραγματικός Εχθρός οι εργαζόμενοι, το κίνημα τους και η Αριστερά. Οι αστοί αισθάνονται ότι «πολιορκούνται». Ξεδιπλώνουν λοιπόν άρον-άρον τις μπαλωμένες σημαίες, κραυγάζουν με κάθε μέσο που έχουν στην διάθεση τους: «Εθνικισμός -Ελληνοκεντρισμός – Αντικομμουνισμός». Είναι το νέο τρίπτυχο δίπλα στο πάντα χρήσιμο «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια».

Πρωταγωνιστικό ρόλο θα παίξουν οι αστοί διανοούμενοι, κυρίως οι βενιζελικοί. Αυτοί, όταν κρίνονταν τα στοιχήματα του κόσμου τους στα μέτωπα της Μικράς Ασίας, «διάβαζαν και έγραφαν». Προσπαθούν να χαράξουν ένα μεσαίο δρόμο μεταξύ εθνικισμού και μαρξισμού με «δαιμόνια» που καλούν τελικά στον «Εθνικοσοσιαλισμό».  Όταν όμως συνομιλούν δε μασούν τα λόγια τους. Ο μαρξισμός και οι εργάτες είναι στο στόχαστρο τους. Επιτίθενται ωμά στο Απελευθερωτικό Κοινωνικό όραμα και στην προσπάθεια πραγμάτωσης του, βρίζουν τους διανοούμενους της Αριστεράς.

Ο «Ελληνισμός» της Μεγάλης Ιδέας, παραχωρεί τη θέση του στην «Ελληνικότητα», αφού πλέον «δεν διεκδικούμε τίποτα» και ακολουθούμε την italiana!

Η παιδεία εργαστήρι αλλαγών, ανανεώνει σε κάθε επίπεδο το ταξικό της περιεχόμενο, ενώ η περιβαλλοντική ερμηνεία τονώνει το εθνικό συναίσθημα όσων αισθάνονται μοναδικοί λόγω της προνομιακής σχέσης με τον «ήλιο» και αναζητούν μια σχέση ισότητας με τη Δύση, στην οποία βέβαια «Εμείς» προσφέραμε τα φώτα.

Το 1932 σηματοδοτείται από την Πτώχευση. Την Οικονομική, του Βενιζελισμού αλλά και της μέχρι τότε νέας Μεγάλης Ιδέας: «του Αστικού Εκσυγχρονισμού». Όλοι συμφωνούν ότι απάντηση στην νέα κρίση είναι ο Αντικομμουνισμός και ο Αντικοινοβουλευτισμός. Ξένοι σύμμαχοι συναινούν και συμπράττουν.

Ο Μεταξάς πρεσβεύει την Ανασυγκρότηση απέναντι στον εσωτερικό και εξωτερικό εχθρό. Ο πόλεμος πλησιάζει και προκαλεί προσδοκίες. Νέο ξεκίνημα λοιπόν με επιστροφή στις ρίζες. Αρχαίες δόξες, βυζαντινά μεγαλεία, Φυλή και Γη, νεοελληνική παράδοση και Μακρυγιάννης όλα χωρούν στον Γ’ Ελληνικό πολιτισμό. Χωρούν ακόμη και οι βενιζελικοί διανοούμενοι. Το καθεστώς καίει βιβλία (όχι τα δικά τους) αλλά αυτοί διορίζονται σε επίσημες θέσεις.

Στυγνή καταστολή, φυσικά για τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος και πατερναλιστικό κράτος, που κάνει όλα τα «χατίρια» στους Έλληνες και ξένους ομολογιούχους και επενδυτές έρχονται να συμπληρώσουν το παζλ του πραγματικού «εθνικού μετώπου» της εποχής. Η μαμή της ιστορίας, από αυτή τη μήτρα θα ξεγεννήσει την «εθνικοφροσύνη».

 

Και η Αριστερά;

Το 1922 είναι μειοψηφική. Ανώριμη πολιτικά. Με περιορισμένους τους δεσμούς της με την τάξη. Προοδευτικοί αστοί θέλουν αλλά δεν μπορούν να καθοδηγήσουν. Δε λείπει όμως η καρδιά, η θέληση για προσφορά, η αναζήτηση. Διαισθάνεται τις δυνατότητες. Φυσά ούριος ο άνεμος της Επανάστασης από την Ανατολή. Έχει βαθύνει ακόμη πιο πολύ το ρήγμα του 1915.

Μπροστάρης στο Αντιπολεμικό κίνημα, ακόμη και μέσα στον κατακτητικό ελληνικό στρατό, «ανακατεύεται» με τους πρόσφυγες, ξεσηκώνει απεργίες. Κυρίως όμως αμφισβητεί με σθένος, ποτέ ίσως ξανά με τόσο ξεκάθαρο, συγκροτημένο και μαχητικό τρόπο, το «Εθνικό Ιδεώδες».

Όλα αυτά όμως μέχρι το 1934. Τα κύματα της επανάστασης συντρίφτηκαν και πλέον η «Πατρίδα του Σοσιαλισμού» ασκεί κρατική πολιτική.  Ο έλεγχος της ΕΣΣΔ πάνω στο Διεθνές κομμουνιστικό κίνημα καθοριστικός. Ο Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός μαραζώνει αντί να αναπτερώσει την αμφισβήτηση και την καλλιτεχνική δημιουργία. Και ενώ ο ιδεαλισμός του αστικού κόσμου αναζητά τις σλαβικές ρίζες του «μαρξιστικού κακού», οι προτεραιότητες ενός ιδιόμορφα εκμεταλλευτικού συστήματος αναδύονται και κυριαρχούν.

Ο Διεθνιστικός χαρακτήρας της Επανάστασης «αποσύρεται». Θα αντικατασταθεί από τον Πατριωτισμό. Πλέον, πρώτο καθήκον είναι η υποστήριξη της ΕΣΣΔ. Ακολουθεί η πρωταρχικότητα της «κάθε πατρίδας».

Στην Ισπανία η ελπίδα θα ηττηθεί. Η προλεταριακή επανάσταση έχει δώσει ήδη τη θέση της στο Λαϊκό Αντιφασιστικό Μέτωπο, που την παραχωρεί στο «Εθνικό Μέτωπο».

Στην Ελλάδα, το ΕΑΜ με την τεράστια δυναμική που αναπτύσσει φαίνεται να δικαιώνει τις επιλογές που ταυτίζουν λαό και έθνος. Όσο όμως η στρατηγική υποτάσσεται στην τακτική, οι εργατικές-λαϊκές ανάγκες στην «Εθνική Ενότητα», η Λαοκρατία στην Συμμαχία με τις Δημοκρατικές Ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τόσο η φλόγα της Κοινωνικής Απελευθέρωσης τρεμοσβήνει.

Η διαδρομή της ήττας, Λίβανος – Καζέρτα – Δεκεμβριανά – Βάρκιζα – Εμφύλιος, πρώτα σφραγίσθηκε, υπογράφτηκε από την αδιέξοδη πολιτική της Αριστεράς. Η αποφασιστικότητα των αστών-Τσώρτσιλ ήρθε να χαράξει με τις ερπύστριες των τανκς, τα αποικιακά στρατεύματα και τους Ταγματασφαλίτες το δρόμο της Αντεπανάστασης.

Στις Επαναστατικές συνθήκες δεν αντιστοιχούσε Επαναστατική πρόταση κατάληψης της εξουσίας.

Και επειδή η Ιστορία έχει το χούι να επιστρέφει είτε ως τραγωδία είτε ως φάρσα, το Πολυτεχνείο και ο Θεοδωράκης, η Μεταπολίτευση και η Πραγματική Αλλαγή, ο σημερινός πατριωτισμός, κοσμοπολιτισμός και οι κυβερνητικές προτάσεις της Αριστεράς, απλώς αποκαλύπτουν την ήττα και την αδυναμία επαναστατικής αντικαπιταλιστικής αμφισβήτησης στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό που διέρχεται τεράστια κρίση και καταβαραθρώνει τον κόσμο της εργασίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Αλιβιζάτος Νίκος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Οι όψεις της ελληνικής εμπειρίας, 3η εκδ., Αθήνα: Θεμέλιο, 1995.

Αποστολίδου Βενετία, Λογοτεχνία και ιστορία στη μεταπολεμική αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947-1981, 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2003.

Βάρναλης Κώστας, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, επιμ. Γιώργος Βελούδης, 1η εκδ., Αθήνα: Κέδρος, 2000.

Bell R.M.H., Τα αίτια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, μετφ. Λουκιανός Χασιώτης, 1η εκδ., Αθήνα: Πατάκη, 2002.

Βελλιάδης Αννίβας, Μεταξάς-Χίτλερ. Ελληνογερμανικές σχέσεις στη Μεταξική δικτατορία 1936-1941, 1η εκδ., Αθήνα: Ενάλιος, 2003.

Βεργόπουλος Κώστας, Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη, Αθήνα: Εξάντας, 1979, σ. 146.

Vitti Mario, Η γενιά του Τριάντα, 2η εκδ., Αθήνα: Ερμής, 2004.

Γιαννουλόπουλος Γιώργος, Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη. Η κατασκευή ενός μύθου από τον Βλαχογιάννη, τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη και τον Λορετζάτο, 1η εκδ.,

Αθήνα: Πόλις, 2003.

Γληνός Δημήτρης, Εκλεκτές σελίδες, επιμ. Λουκάς Αξελός, Αθήνα, Στοχαστής, 1975.

Δημάδης Κ.Α., Δικτατορία-Πόλεμος και Πεζογραφία 1936-1944, 1η εκδ., Αθήνα: Γνώση, 1991.

Δάφνης Γρηγόριος, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, τομ Β, Αθήνα: Κάκτος, 1997.

Ελεφάντης Α.Ε., Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, 3η εκδ., Αθήνα: Θεμέλιο, 1999.

Θεοτοκάς Γιώργος, Στοχασμοί και θέσεις. Πολιτικά κείμενα 1925-1966, τόμος ‘Α 1925-1949, επιμ. Νίκος Αλεβιζάτος-Μιχάλης Τσαπόγας, 1η εκδ., Αθήνα: Εστία, 1996.

Κορδάτος Γιάννης, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, πρόλογος Κώστα Βάρναλη,  Αθήνα: Βιβλιοεκδοτική, 1962, τομ. 1.

Λεονταρίτης Γ.Β., Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, 1η εκδ., Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2000.

Λιάκος Αντώνης, Πως στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο; 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2005.

Μάξιμος Σεραφείμ, Κοινοβούλιο ή δικτατορία, επιμ. Λουκάς Αξελός, Αθήνα: Στοχαστής, 1975.

Μαργαρίτης Γιώργος, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας, 1η εκδ., Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2005.

Μεταξάς Ιωάννης, Το προσωπικό του ημερολόγιο, εισαγωγή Φ.Βρανά, Αθήνα: Γκοβόστη, 2005, τομ. 4.

Πανσέληνος Ασημάκης, Τότε που ζούσαμε, επιμ. Γιώργου Βακιρτζή, 27η εκδ.,  Αθήνα: Κέδρος, 2001.

Pierron Bernard, Εβραίοι και χριστιανοί στη νεότερη Ελλάδα, εις. Ρίκα Μπενβενίστε, 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2004.

Τζίοβας Δημήτρης, Οι μεταμορφώσεις του εθνικισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο Μεσοπόλεμο, 1η εκδ., Αθήνα: Οδυσσέας, 1989.

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

 

Κ.Ε.Αβτζιγιάννης, Εκστρατεία στην Ουκρανία. Η Ελληνική συμμετοχή στον ρωσικό εμφύλιο, Πολεμικές Μονογραφίες, Ιανουάριος 2005.

Βιδάλη Ελισάβετ, Η ΠΑΤΡΙΣ ΜΕ ΕΧΕΙ ΠΙΑ ΚΟΥΡΑΣΕΙ: Εθνικά ιδεώδη και παιδεία το 1930, Ίστωρ 14, 2005.

Δερτιλής Γ.Β.-Φραγκιάδης Α., Οι μεγάλοι σταθμοί της ελληνικής οικονομίας, Οικονομικός Ταχυδρόμος, Ειδικό Χριστουγεννιάτικο τεύχος, 2000.

Ξιφαράς Δημήτρης, Η Ελληνική εθνικιστική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο: Όψεις διαμόρφωσης της εθνικής θεωρίας, Θέσεις 53, Οκτώβριος- Δεκέμβριος 1995.

Ξιφαράς Δημήτρης, Η Ελληνική εθνικιστική ιδεολογία στο Μεσοπόλεμο: Όψεις διαμόρφωσης της εθνικής θεωρίας, Θέσεις 54, Ιανουάριος-Μάρτιος 1996.

 

Αργυρίου Νίκος, ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ

 

——————————————————————————–

[1] Ξιφαράς, ό.π., σ. 78.

[2] Βενετία Αποστολίδου, Λογοτεχνία και ιστορία στη Μεταπολεμική Αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947-1981, 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2003, σ. 39.

[3] Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Βιβλιοεκδοτική, 1962, τομ. 1, σ.308.

[4] Ό.π.,

[5] Δημήτρης Γληνός, Εκλεκτές Σελίδες, Αθήνα: Στοχαστής,1975, τομ. 4, σ.60.

[6] Ό.π., σ 61.

[7] Ό.π., σ. 52.

[8] Ό.π., σ. 53.

[9] Ό.π., σ. 54.

[10] Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, 27η εκδ., Αθήνα: Κέδρος, 2001, σελ.82.

[11] Ο.π., σ. 70.

[12] Ό.π., σ. 74.

[13] Αποστολίδου, ό.π., σ. 60.

[14] Πανσέληνος, ό.π., σ. 251

[15] Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, 2η  εκδ., Αθήνα 2000, σ. 163.

[16] Ό.π., σ. 73.

[17] Ό.π., σ. 74.

[18] Αποστολίδου, ό.π., σ. 62.

[19] Κορδάτου, ό.π., σ. 353.

[20] Ό.π., σ. 355.

[21] Ό.π., σ. 367.

[22] Ό.π., σ. 366.

 

[23] Ελεφάντης, ό.π., σελ. 97

[24] Ό.π., σ. 105.

[25] Ό.π., σ. 109.

[26] Ό.π., σ. 252.

[27] Ό.π., σ. 261.

[28] Αποστολίδου, ό.π., σ. 40.

[29] Ό.π., σ. 45.

[30] Πανσέληνος, ό.π., σ. 168.

[31] Ό.π., σ. 47.

[32] Κορδάτος, ό.π., σ.365.

[33] Ό.π., σ. 366.

[34] Αποστολίδου, ό.π., σ. 69.

[35] Γληνός, ό.π., σ. 135.

[36] Αντώνης Λιάκος, Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο:, 1η εκδ., Αθήνα: Πόλις, 2005, σ. 37.

[37] P.M.H. Bell, Τα αίτια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, μετφ. Λ.Χασιώτης, 1η εκδ., Αθήνα: Πατάκη, 2002, σ. 417.

[38] Λιάκος, ό.π., σ. 46.

——————————————————————————–

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *