“Η Βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα”. Του Δημήτρη Μπάτση. Μέρος 2ο

 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Α’. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΒΑΡΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ.

Η δημιουργία βαρείας μεταλλουργικής και χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα μπορεί να υποστηριχθεί όχι μονάχα επειδή υπάρχουν σημαντικά ευνοϊκές τεχνικές προϋποθέσεις στη χώρα μας ή γιατί είναι ανάγκη να διαφυλαχθούν οι εσωτερικοί οικονομικοί της πόροι που με τη μορφή συναλλάγματος βγαίνουν αθρόα στο εξωτερικό για να αγοράζονται εκεί μισοκατεργασμένα ή τελειωμένα προϊόντα, αλλά μπορεί και πρέπει πρωταρχικά να υποστηριχθεί σαν μια από τις βασικές επιδιώξεις της λαϊκής δημοκρατίας για την ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού του τόπου και τι ριζική μετατροπή στη διάρθρωση της οικονομίας του. Η εκβιομηχάνιση της χώρας μπορεί να στηριχθεί και να πραγματοποιηθεί σε γερή τεχνικοοινομική βάση μονάχα αν δημιουργηθεί βαριά βιομηχανία.

Όπως όμως η εκβιομηχάνιση στο πλαίσιο της λαϊκής δημοκρατίας αποτελεί προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την πραγματοποίηση της εσωτερικής συσσώρευσης σε μεγάλη κλίμακα, την αποδέσμευση της οικονομίας από το ξένο κεφάλαιο και τη δημιουργία των όρων για μια σοσιαλιστική οικονομία, έτσι και η βαριά βιομηχανία αποτελεί για την πραγματοποίηση της εκβιομηχάνισης τον πρώτο βασικό και θεμελιώδη όρο.

Για να ολοκληρωθεί, όμως, η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας1 στη χώρα μας, χρειάζεται η μεταλλουργική και ηλεκτροχημική βιομηχανία προοδευτικά να συμπληρωθεί με συγχρονισμένη και γερά θεμελιωμένη μηχανουργική βιομηχανία.
Άλλα όπως είπαμε και μέχρι που να κατασκευάσουμε στον τόπο ολοκληρωμένη βιομηχανία παραγωγής μέσων παραγωγής (μηχανών, μηχανικών εργαλείων κλπ.), η δημιουργία σιδηροβιομηχανίας, μεταλλουργίας και ηλεκτροχημικών βιομηχανιών πρέπει να αποκτά για μας ιδιαίτερη σημασία επειδή αλλάζει από τις ρίζες της την οικονομική διάρθρωση της χώρας μας.

Το γεγονός αυτό μεταφράζεται οικονομικά στην αφαίρεση κεφαλαίων από τους παρασιτικούς και δασμόβιους βιομηχανικούς κλάδους και στη συγκέντρωση τους, σε καινούριους παραγωγικούς κλάδους, με ανακατάταξη της πιστωτικής κατανομής της ανόργανης μάζας τού κεφαλαίου (που θα κάνει δυνατή η εθνικοποίηση της πίστης) για τη γρήγορη ανάπτυξη της βιομηχανικής βάσης της χώρας. Ακόμα η μεταβολή εκφράζεται έντονα στην επίδραση, που ασκεί η ανάπτυξη ορισμένων κλάδων βαριάς βιομηχανίας στους άλλους κλάδους της βιομηχανίας και στην αγροτική οικονομία που η τεχνική τους τελειοποίηση εξαρτάται από τη δυνατότητα να εφοδιάζονται σε μέσα από μια γερή βαριά ντόπια βιομηχανία. Ειδικότερα στην άμεση φάση, που θα διανύσουμε για την ανασυγκράτηση, η αναστήλωση των ερειπίων θα χρειαστεί διπλάσιες ίσως πρώτες ύλες απ’ ό,τι απορροφούσε η κατανάλωση των τελευταίων προπολεμικών ετών της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας, πρώτες ύλες που είναι στο πιο μεγάλο τους μέρος, σίδερο, ατσάλι, αλουμίνιο, ηλεκτρική ενέργεια για την κίνηση των εργοστασίων, λιπάσματα για την εντατικοποίηση της καλλιέργειας κ. ά., δηλαδή προϊόντα κλάδων, που αυτή τη στιγμή ούτε ένα ελάχιστο ποσοστό της βιομηχανικής παραγωγής μας δεν αντιπροσωπεύουν.

Τελευταίο, αλλά και με όχι λιγότερη σημασία από τα άλλα, αναφέρουμε, το ότι οι οικονομικές σχέσεις με το εξωτερικό θα επηρεαστούν ριζικά αν θα ιδρυθούν οι βιομηχανίες αυτές στην Ελλάδα:

α) Γιατί τότε η εισαγωγική μας πολιτική θ’ αφορά περισσότερο εμπορεύματα που δε θα μπορούν ακόμα να παραχθούν στον τόπο (ορισμένες μηχανές Εργοστασίων, μεταφορικά μέσα κλπ.) και λιγότερο μισοκατεργασμένες πρώτες ύλες (χυτοσίδηρος, σκληρόφυλλα κλπ.) ή σχεδόν ακατέργαστα βοηθητικά προϊόντα και καύσιμα, που σήμερα η εισαγωγή τους όχι μόνο βαραίνει καταθλιπτικά το εμπορικό ισοζύγιο και γενικότερα το ισοζύγιο πληρωμών μα και αποτελεί μία από τις βάσεις της εξάρτησης της οικονομίας2 από την αγορά του εξωτερικοί. Η τέτοια εξάρτηση ματαιώνει τη συσσώρευση στην εσωτερική αγορά και έτσι ευνοεί την αντιπαραγωγική και τοκογλυφική δράση του ντόπιου κεφαλαίου μέσα από μορφές τεχνητού μονοπωλίου.

β) Γιατί τα ξένα δημόσια κ.ά. δάνεια και οι πιστώσεις μπαίνουν σε μία ολότελα διαφορετική βάση αν έχουμε βαριά βιομηχανία στον τόπο μας. Μπορούμε να τα διαπραγματευτούμε στο βαθμό που είναι αναγκαία, σαν χώρα ανεξάρτητη με ισότιμους όρους στις συναλλαγές3 με το εξωτερικό. Με τον τρόπο αυτό θ’ αντιμετωπίσουμε ρεαλιστικά και αποτελεσματικά σαν ανεξάρτητη χώρα τους οργανισμούς του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου που θα είχαν τη διάθεση να εξαντλήσουν σε βάρος μας κάθε οικονομική και πολιτική πίεση για να μας υποτάξουν στην κυριαρχία τους.

 ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΤΟΥΣ.

Αφού απαριθμήσαμε τους λόγους, που η ίδρυση της βαριάς βιομηχανίας αποτελεί βασικό αίτημα για να ολοκληρωθεί ο δημοκρατικός μετασχηματισμός κατά συνέπεια σε έναν από τούς θεμελιακούς σκοπούς της λαϊκής δημοκρατίας, περνάμε στην εξέταση τον τεχνικών και οικονομικών όρων, που χρειάζονται για να πραγματοποιηθεί ο σκοπός αυτός.

Πρέπει προκαταβολικά να πούμε πως οι όροι αυτοί είναι στο σύνολο τους ευνοϊκοί4. ‘Υπάρχουν ωστόσο και παράγοντες, που η αντιμετώπιση τους θα συναντήσει ορισμένες δυσκολίες.

1. Οι τεχνικοί όροι

α) Έχουμε κοιτάσματα απ’ όπου αντλούμε και μπορεί να αντλήσουμε μεταλλεύματα σε ποσότητες, που να εξασφαλίζουν τον εφοδιασμό της βιομηχανίας τόσο για το κοντινό όσο και για το πιο μακρινό μέλλον.

Τα ποσά της ετήσιας εξόρυξης των κυριότερων μεταλλευμάτων σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Επετηρίδας τού ‘Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας δίνονται στον πίνακα αριθ. 1.

Τα ποσά αυτά επαρκούν για τον εφοδιασμό σε πρώτη ύλη των κλάδων της μεταλλουργίας και της χημικής βιομηχανίας όπως θα δούμε από την εξέταση των αναγκών της κάθε βιομηχανίας χωριστά. Ακόμα για την ηλεκτροενεργειακή κίνηση της βιομηχανίας διαθέτουμε υδατοπτώσεις, που και μέρος από την εκμετάλλευση της ενεργειακής τους δύναμης μας εξασφαλίζει την κίνηση των βιομηχανιών αυτών.

Εκείνο, όμως, που συζητείται από τους τεχνικούς είναι, αν τα κοιτάσματα των μεταλλευμάτων που υπάρχουν στη χώρα μας μπορούν να μας εξασφαλίσουν για μία μακρόχρονη περίοδο την εξόρυξη μεταλλευμάτων που να ανταποκρίνονται στην προοδευτική ανάπτυξη των βιομηχανικών αναγκών. Απάντηση στο ζήτημα αυτό θα είχαμε αν υπήρχε ένας άρτιος γεωλογικός χάρτης της χώρας που ως τα σήμερα η ανοργάνωτη και συμπτωματική αντιμετώπιση κάθε μεγάλου τεχνικού προβλήματος του τόπου δε μας έδωσε.

Θα περιορισθούμε λοιπόν να βγάλουμε συμπεράσματα από τις γνώμες των τεχνικών που βασίζονται σε μερικευμένες ερευνητικές εργασίες. Ωσ’ τόσο τα αποτελέσματα από τις έρευνες τους αρκούν για να μας δείξουν ότι τα κοιτάσματα, που έχουν πιθανολογηθεί, μπορούν να μας προμηθεύσουν σημαντικά ποσά από τα κυριότερα μεταλλεύματα.

‘Αναφέρουμε ενδεικτικά για το σίδερο, στις διάφορες ποικιλίες που εμφανίζεται ότι «εκτιμήσεις ξένων μεταλλειολόγων», (Α. Δεληγιάννης: «Ή μεταλλουργία σιδήρου είς την Ελλάδα», «Οικονομικά χρονικά» αριθ. 9- 10/15-10-1945) «τα αναβιβάζουν εις την τάξιν μεγέθους των 100 εκατομμυρίων τόνων». Αν και αυτό το ποσό θεωρήθηκε υπερβολικό (Δεληγιάννης, στο ίδιο) από άλλους πιο συντηρητικούς μελετητές, πάντως είναι στοιχείο ενδεικτικό του μεγέθους τον αριθμών γύρω από τους όποιους στρέφεται η μελέτη των ειδικών. Υπάρχουν όμως εκτός από τα πέντε κυριότερα μεταλλεία (Δεληγιάννης, στο ίδιο) και άλλα μεταλλεία που θεωρήθηκαν εξαντλημένα χωρίς να είναι (Σίφνος, Σέριφος, Γραμματικό Αττικής, κ. ά.). Από την ορατή έκταση κοιτασμάτων Β. Εύβοιας θεωρείται σίγουρο ότι κλείνουν αποθέματα αρκετών δεκάδων εκατομμυρίων τόνων (Δεληγιάννης, στο ίδιο).

Ό γεωλόγος – γεωφυσικός Δ. Κίσκυρας: (Βλ. «Ό ορυκτός μας πλούτος και οι δυνατότητες ανάπτυξης βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα», «’Ανταίος», άριθ. 9, σελ. 210 – 212) υπολογίζει από τις συνθήκες μεταλλογένειας και των ως τώρα παραγωγή που προέρχεται από την εκμετάλλευση μέρους μόνο των γνωστών κοιτασμάτων ότι τα αποθέματα σιδηρομεταλλευμάτων φτάνουν τους 150.000.000 τόνους. Εκτός αυτό στη σιδηρομεταλλουργία χρησιμοποιούνται και υπολείμματα από την καύση του σιδηροπυρίτη (Δεληγιάννης, στο ίδιο), που πρέπει να θεωρούνται έτσι εφεδρική – βοηθητική ύλη της σιδηρομεταλλουργίας.

Σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα εκτός από την ΕΣΣΔ δεν επαρκούν τα ντόπια σιδηρομεταλλεύματα για να δώσουν όλες τις ποιότητες προϊόντων που απαιτεί η κατανάλωση. Γίνεται λοιπόν σε κάποιο μέτρο ανταλλαγή μεταλλευμάτων μεταξύ των διαφόρων χωρών. Το ίδιο θα γίνεται και με την ελληνική σιδηρομεταλλουργία. ‘Εκείνο που δεν ευσταθεί είναι να κάνει μια χώρα μεταλλουργία σιδήρου (παραγωγή χυτοσιδήρου), όταν στερείται ολότελα από μεταλλεύματα. Αν ωστόσο ενδεικτικά δεχθούμε πως θα χρειαζόμαστε από τον τόπο μας σίδερο 500 χιλιάδων τόνων το χρόνο απέναντι των 180.000 τόνων της προπολεμικής μας εισαγωγής, τα βεβαιωμένα αποθέματα των 100 εκατομμυρίων τόνων μεταλλεύματος αρκούν για μια εκατονταετία.

Για το βωξίτη από έρευνες που έγιναν στη Βοιωτία (Π. Κουβέλης: «Η ενεργειακή οικονομία της Ελλάδος», Αθήναι 1944, σελ. 172 – 173) διαπιστώθηκε πως υπάρχει μετάλλευμα ως 5.000.000 τόνων. Από την ένδειξη αυτή και ορισμένες άλλες ο μηχανικός Χ. Δαυίδ υπολογίζει ότι τα πιθανά αποθέματα βωξίτη σε όλη τη χώρα ξεπερνούν τούς 50.000.000 τόνους χώρα μας θεωρείται σε αποθέματα βωξίτη μια από τις πλουσιότερες της γης (βλ. Π. Κουβέλη: «Βιομηχανικοί δυνατότητες και ενεργειακή πολιτική εν Ελλάδι», ‘Αθήναι 1945, σελ. 28 – 29).

Ό Δ. Κιαχυρας (στο ίδιο) πιθανολογεί από τις κοιτασματολογικές συνθήκες της εμφάνισης του βωξίτη τα αποθέματα του σε εκατοντάδες εκατομμύρια τόνους.
Οσο για τα άλλα μεταλλεύματα που θεωρούνται σαν βιομηχανική πρώτη ύλη από τις ως τα τώρα μελέτες βγαίνει ότι η χώρα μας διαθέτει σε σημαντικές ποσότητες νικελιούχο μετάλλευμα, λευκόλιθο, χρωμίτη, μόλυβδο, μαγγάνιο, ψευδάργυρο, τιτάνιο, αντιμόνιο κ.ά. Οι ποσότητες αυτές χωρίς να έχει εξακριβωθεί σε τι μέγεθος ακριβώς φτάνουν, υπολογίζονται ωστόσο από τους μελετητές για το κάθε μετάλλευμα σημαντικές. Το συμπέρασμά τους στηρίζεται σε σοβαρά τεκμήρια που μαρτυρούν για την πιθανή ύπαρξη και έκταση των πετρωμάτων. Τόσο οι παρατηρήσεις των γεωλογικών συνθηκών της Ελλάδας, όσο και η πείρα από την ως τί σήμερα εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματα.

Ό γεωλόγος Κισκύρας αναφέρει, με βάση τέτοιες παρατηρήσεις, ότι τα αποθέματα μας σε χρωμίτη, λευκόλιθο και χρωμιούχα σιδηροξείδια θ’ ανέρχονται το λιγότερο σε δεκάδες εκατομμύρια τόνους. Και σε σημαντικές ποσότητες νικέλιο, τιτάνιο κλπ. (Βλ. και άλλους ειδικούς στη βιβλιογραφία).

β) Τα μεταλλεύματα αυτά είναι σε καλή ποιότητα. Η ποιότητα των ελληνικών μεταλλευμάτων είναι όχι μονάχα καλή από άποψη ανάλυσης των φυσικών χαρακτηριστικών τους, αλλά ακόμα για τα περισσότερα είδη μεταλλευμάτων παρουσιάζεται σαν η πιο κατάλληλη για ειδικές βιομηχανικές χρήσεις. Για τα σπουδαιότερα μάλιστα μεταλλεύματά μας οι ειδικοί γνωματεύουν ότι η ποιότητά τους είναι εκλεκτή.

Εκτός απ’ αυτές τις γενικές παρατηρήσεις για την ποιότητα, που βρίσκουν σύμφωνους τους έλληνες και ξένους ειδικούς, αναφέρουμε, για τα σιδηρομεταλλεύματα, ότι έχουν ποιότητα κατά μέσο όρο καλή με περιεκτικότητα σιδήρου 48 – 50%, όπως βγαίνει από τις αναλύσεις σε μεταλλεία που εργάζονταν τελευταία. Επίσης παρατηρείται μικρό ποσοστό επιβλαβών προσμίξεων (Α. Δεληγιάννης, ατό ίδιο).

Για τα χρωμιούχα σιδηρομεταλλεύματα, υποστηρίζει ο ίδιος συγγραφέας ότι μπορεί να καμινευτούν. (Προπολεμικά γινότανε εξαγωγή εκατοντάδων χιλιάδων τόνων τέτοιων μεταλλευμάτων ιδίως στην Αμερική). Αναφέρεται ακόμα ότι υπάρχει εκτεταμένη ξένη βιβλιογραφία για τα χρωμιούχα σιδηρομεταλλεύματα Ελλάδας και Κούβας, που παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες, και για τη δυνατότητα της καμινείας τους. (Η. Scott: «Chromiferrous Iron Ores of Greece and their Utilisation», «Journal of the Iron and Steel Institute», 447 – 467, 1913, κ.ά. στον Α. Δεληγιάννη, στο ίδιο). Είναι χαρακτηριστικό το φαινόμενο της εντατικής μελέτης των ελληνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών από ξένους επιστήμονες, ινστιτούτα, τραστ κλπ. τη στιγμή που το «επίσημων κράτος» αδιαφορούσε και για αυτή ακόμη την ύπαρξη τους, αφήνοντος να ξεπουλιέται όλος αυτός ο πλούτος από ξένους και ντόπιους προνομιούχους εκμεταλλευτές ενώ αυτό τω ίδιο δεν έπαυε να κηρύσσει τη «φτώχεια» του τόπου «διά στόματος» των επισήμων εκπροσώπων του και των «πολιτικών» της οικονομικής ολιγαρχίας, που έπαιζαν το ρόλο ιεραποστόλων της «Μεγάλης Ιδέας»!

Η ποιότητα των μεταλλευμάτων του ελληνικού βωξίτη είναι εξαιρετική. Διαθέτουμε πλουσιότατα κοιτάσματα ερυθρού βωξίτη που είναι το ενδεικνυόμενο είδος βωξίτη για την παραγωγή αλουμίνιου. Ωστόσο, ο όχι ανυπέρβλητος αυτός περιορισμός ισχύει για την παραγωγή αλουμίνας με τη μέθοδο Bayer. Η αναγωγή με άλλους τρόπους (θείο λόγου χάρη) επιτρέπει την εκμετάλλευση και άλλων τύπων βωξιτών και αργιλικών πετρωμάτων (λευκίτη, αλουνίτη, νεφελίνη) πολύ μεγαλύτερης περιεκτικότητας σε πυριτικό οξύ (πρβ. 4 σοβιετικό πεντάχρονο, «Μόρφωση», άριθ. 10/10 – 10 – 46. σελ. 439).

Αλλά και η ποιότητα που έχουν τα άλλα μεταλλεύματα στη χώρα μας τα κατατάσσει στην εκλεκτή κατηγορία. Το μαγγάνιο, το αντιμόνιο, ο αρίστης ποιότητας ελληνικός χρωμίτης, το νικέλιο, ο ψευδάργυρος, ο λευκόλιθος, η βαρυτίνη είναι πρώτες μεταλλευτικές ύλες κατάλληλες για να παραχθούν τα προϊόντα εκείνα της μεταλλουργίας (κράματα, κατοπτρικός σίδηρος, χρωμιοχάλυβας, πυρίμαχοι πλίνθοι, νικελιοχάλυβες, νεάργυρος, ντουραλουμίνιο, μαγνάλιο, μαγνήσιο, ορείχαλκος, δέλτα κ. ά.) που η χρησιμότητα τους με την πρόοδο της τεχνικής και τις ολοένα πιο συνθετικές και πλατειές εφαρμογές της στη μηχανουργία είναι τεράστια. (Βλ. σχετική βιβλιογραφία στο τέλος).

Πρέπει, να σημειωθεί ότι τα περισσότερα μεταλλεία έχουν δοθεί από το 1860 σε ιδιώτες και ξένους επιχειρηματίες, που εκμεταλλεύτηκαν κατά τρόπο ληστρικό τα προνόμιά τους προτιμώντας να εξαντλούν τις καλύτερες ποιότητες μονάχα, χωρίς να αξιοποιούν με εγκαταστάσεις τεχνικές και έρευνες τα μεταλλεία και μετά εγκαταλείποντας τα (όπως είδαμε για τόσα μεγάλα μεταλλεία σιδήρου, Δεληγιάννης, στο ίδιο) «εξαντλημένα» για των αρπακτική τους διάθεση, αλλά στο βάθος ανεξερεύνητα και αναξιοποίητα. Έτσι αποσπάστηκαν επί εξήντα το λιγότερο χρόνια (1880 -1940) (με βάση τα στοιχεία της Στατιστικής Επετηρίδας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας) από τα σπλάχνα της ελληνικής γης (βλ. πίνακα άριθ. 2α) τεράστιες ποσότητες μεταλλεύματα και ορυκτά που πήραν και παίρνουν, στο μεγαλύτερο τους μέρος, το δρόμο ξένων αγορών (βλ. πίνακες άριθ. 2,3,4,). Τα μεταλλεύματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για τη βιομηχανία χωρών που απ’ αυτές εξαρτήθηκε και αποστραγγίστηκε η ελληνική οικονομία. Πόσο θα είχε αλλάξει το «τοπίο» της «φτωχής» ελληνικής οικονομίας από το 1860 και ύστερα αν είχε μελετηθεί ο ορυκτός της πλούτος και στοιχειώδικα έστω αξιοποιηθεί! Προβάλλει λοιπόν σαν άμεσο καθήκον της λαϊκής δημοκρατικής εξουσίας να μελετηθεί συστηματικά ο ορυκτός μας πλούτος και να καταρτισθεί ένας γεωφυσικός – γεωλογικός χάρτης της χώρας, αφού ερευνηθεί το έδαφος και υπέδαφος σύμφωνα με τις τελειοποιημένες σημερινές μεθόδους της τεχνικής.

γ) Είναι εξασφαλισμένη η ενεργειακή βάση. Τόσο για τη θερμική κίνηση της βιομηχανίας με το λιγνίτη όσο και των υδρενεργειακή της κίνηση με το λευκό άνθρακα, που το ηλεκτρικό του δυναμικό υπολογίζεται από 4 ως 6 δισεκατομμύρια ωροχιλιόβατα το χρόνο. Το ενεργειακά δίνεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο.

δ) Μπορεί να εξασφαλιστεί ποσοτικά και ποιοτικά απαραίτητη εργατική δύναμη. Εννοούμε βέβαια τόσο την ανειδίκευτη εργατικά δύναμη όσο και τους ειδικευμένους εργάτες, τεχνικούς, μηχανικούς κ.ά. που θα χρειαστούν για να κατασκευασθούν τα υδροηλεκτρικά έργα και για τις νέες βιομηχανίες καθώς και για την κίνηση και λειτουργία τους. Αυτό είναι ζήτημα πρώτα κοινωνικής κατανομής (καταμερισμού) της δουλειάς, και δεύτερο τεχνικής εκπαίδευσης. Είναι γεγονός πως ο σημερινός καταμερισμός της δουλειάς αντανακλά τον καθυστερημένο και παρασιτικό χαρακτήρα της οικονομίας μας, που ο μετασχηματισμός της είναι αδύνατος χωρίς να αλλάξει ο καταμερισμός της δουλειάς, οι συνθήκες, οι όροι της. Η αύξηση της παραγωγικότητας τις δουλειάς στη γεωργία και η εξασφάλιση των όρων της ζωής του βιομηχανικού εργάτη, κλπ. θα δώσει την πεποίθηση στον εργαζόμενο πως δε θα φυτοζωεί μέσα στις καινούριες συνθήκες. Ας σημειώσουμε πως ο σχετικός πληθωρισμός εργατικής δύναμης στην Ελλάδα ευνοεί τις αναγκαίες αυτές μεταβολές.

Η τεχνική παιδεία, που σήμερα είναι ανεπαρκέστατη, ιδιαίτερα για τα εργατικά στελέχη, αποτελεί αναντίρρητα αίτημα της ανοικοδόμησης, για τις πλατύτερες μάζες των εργαζομένων. Θα χρειαστεί χρόνος και πείρα για να αποκτήσουμε τα κατάλληλα τεχνικά σχολεία, εκπαιδευτές, στελέχη κλπ. (Βλ. Ν. Κιτσίκη «Η τεχνική παιδεία στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης», «Ανταίος», άριθ. 1,2/1945, σελ. 5 – 12 και 39 – 46). Τις ελλείψεις αυτές μπορεί να τις αντιμετωπίσουμε α) μετεκπαιδεύοντας έλληνες μηχανικούς κ.ά. τεχνικά στελέχη της ανοικοδόμησης, σε χώρες με πλούσια πείρα, β) μετακαλώντας ξένους ειδικούς κλπ.

Το ζήτημα των τεχνικών στελεχών έχει βασική σημασία για το θέμα της εκβιομηχάνισης. Πρέπει όμως να εξεταστεί τόσο στις γενικές του γραμμές όσο και για τον κάθε τεχνικό κλάδο αφού μελετηθούν οι ειδικότερες συνθήκες λειτουργίας του. Η εργασία του προπρύτανη Ν. Κιτσίκη μας δίνει τη γενική τοποθέτηση του ζητήματος, που πάνω σ’ αυτή θα πρέπει να στηριχθούν ειδικότερες μελέτες. Στο σημείο αυτό όμως μας έλειπαν τα στοιχεία για να παρουσιάσουμε σε τούτη την εργασία συμπεράσματα παρόμοιων μελετών.
Δυσμενής τεχνικός όρος μπορεί να θεωρηθεί, για την πρώτη περίοδο της εκβιομηχάνισης το ότι δεν έχουμε λιθάνθρακα. Μας λείπουν οι συγχρονισμένες εγκαταστάσεις για την εξόρυξη μεταλλευμάτων, το συγκοινωνιακό μας δίκτυο είναι υποτυπώδες, τα μεταφορικά μέσα δεν επαρκούν, λείπουν, είναι ανάγκη να δημιουργηθούν εγκαταστάσεις για την υδρενεργειακή αξιοποίηση (υδροηλεκτρικά εργοστάσια γραμμής μεταφοράς κλπ.) και εγκαταστάσεις για την καμινεία και σε συνέχεια την έπεξεργασία των μετάλλων (υψικάμινα, ηλεκτροκάμινα, μεταλλουργικά εργοστάσια κ.ά.).

Οι δυσμενείς όμως αυτοί όροι είναι περιοδικοί. Φαίνονται σαν εμπόδια που οφείλονται στη χαμηλή ανάπτυξη και παραγωγικότητα που έχει η βιομηχανία μας ως τα σήμερα στην εξάρτηση της από το εξωτερικό. Δεν είναι κατά συνέπεια μόνιμα αίτια, που μπορούν να ματαιώσουν τελικά την εξασφάλιση των εφοδίων κίνησης και υλών για τη μελλοντική ανάπτυξη της βιομηχανικής βάσης. Στα κατοπινά κεφάλαια θα εκτεθούν οι δυνατότητες που κλείνει ή οικονομία μας για την κατανίκηση τους.

2. Οι οικονομικοί όροι.

Οι οικονομικοί όροι πού καθιστούν επιτακτική την ανάγκη της βιομηχανικής εκμετάλλευσης, μέσα στον τόπο μας, των πρώτων υλών, που τώρα εξάγονται προς βιομηχανοποίηση στο εξωτερικό και ειδικότερα οι οικονομικοί όροι που επιτάσσουν τη βιομηχανοποίηση σε κλάδους όπως η σιδηρομεταλλουργία, η χρωματική μεταλλουργία, οι χημικές ηλεκτροβόρες βιομηχανίες πηγάζουν από την ίδια τη μορφή, τη διάρθρωση και το περιεχόμενο της οικονομίας όπως διαμορφώθηκε στις ιστορικές συνθήκες της τελευταίας εκατονταετίας.

Πριν από τον πόλεμο η ελληνική οικονομία προσανατολισμένη στην ανάπτυξη των βιομηχανιών παραγωγής κυρίως ειδών κατανάλωσης, που στηρίζονταν στον προστατευτισμό και τη μονοπωλιακή εκμετάλλευση της εσωτερικώς αγοράς από ορισμένη μεγαλοβιομηχανικά συγκροτήματα, πραγματοποιούσε στις ειδικές αυτές συνθήκες παραγωγής υπερκέρδη τέτοια που επέτρεπαν στη ντόπια βιομηχανία και τις τράπεζες να συγκεντρώνουν γύρω απ’ αυτούς τους κλάδους τα κεφάλαιά τους με ψηλό ποσοστό κέρδους και ψηλό επιτόκιο. Η αιτία που το τραπεζοβιομηχανικό κεφάλαιο περιόριζε τη σφαίρα της συναγωνιστικής δράσης στους δασμόβιους κλάδους και στην ελαφρά βιομηχανία, βρίσκεται στο ότι τις γερές «θέσεις» στην ελληνική οικονομία κρατούσε το ξένο κεφάλαιο. (Βλ. Γ. Ζέβγου: «Δημοκρατικός και έπειτα σοσιαλιστικός μετασχηματισμός», Π. Δελμή: «Η οικονομική επίθεση κατά του λαού και το πρόγραμμα της λαϊκής δημοκρατίας»)5.

Οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (μεταφορές, φώς, νερό, παραγωγικά έργα κ.ά.), ο έλεγχος των δημόσιων οικονομικών, (δημόσια έσοδα ΔΟΕ, εταιρεία υπεγγύων προσόδων), η αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών βρίσκονταν στην εξουσία του ξένου κεφαλαίου. Η Εθνική Τράπεζα, ο μεγαλύτερος οικονομικός οργανισμός του τραπεζοβιομηχανικού – χρηματιστικού κεφαλαίου, τροφοδοτούσε τους κλάδους, που το ξένο κεφάλαιο άφηνε στη δικαιοδοσία της ελληνικής μονοπωλιακής κεφαλαιοκρατίας. Ετσι στη χώρα αναπτύσσονταν μια βιομηχανία που η βάση της σε μηχανήματα, ανταλλακτικά, καύσιμα, συχνά δε και πρώτες ύλες (έριουργία κλπ.) βρίσκονταν στο εξωτερικό ή στα χέρια ξένου κεφαλαίου (ενέργεια). Η ελληνική οικονομία παρουσίαζε έτσι την αντίφαση, που παρουσιάζουν οι οικονομίες των εξαρτημένων και αποικιακών χωρών, όπου το ξένο κεφάλαιο αναπτύσσει μονάχα τους κλάδους, που του χρειάζονται είτε για προμηθευτές πρώτων υλών, είτε γιέ αγωγοί μετασχηματισμού και διάθεσης στην αγορά της εξαρτημένης χώρας των προϊόντων της δικής του βιομηχανίας.

Γι’ αυτό και ο ρόλος της εξαρτημένης οικονομίας, είναι ρόλος εμπορικός, μεσιτικός, στην πιο πλατειά έννοια, δηλ. ακόμη και όταν μετασχηματίζει μισοτελειωμένα προϊόντα της ξένης βιομηχανίας. Γι’ αυτό και στη χώρα μας αναπτύχθηκε α) η εξορυκτική βιομηχανία (μεταλλεία, λατομεία κλπ.) που αντί να έχει επακόλουθο την ανάπτυξη μεταλλουργικής κλπ. βιομηχανίας, χρησιμοποιήθηκε από το ξένο κεφάλαιο με μοναδικό σκοπό να προμηθεύει προνομιακά και φτηνά (εξευτελιστικό μεροκάματο έλληνα μεταλλωρύχου) την πρώτη ύλη στην ξένη βιομηχανία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, συντριπτικό για ορισμένους «σοσιαλδημοκράτες» και «σοσιαλιστές» που ακλουθούν πιστά τους αστούς θεωρητικούς κοινωνιολόγους στην παραδοχή τού δόγματος της «decolonisation» (ότι τάχα το ξένο κεφάλαιο «ξεαποικοποιεϊ» τις άποικιακές χώρες), β) Η ελαφρά βιομηχανία μετασχηματισμού των μισοκατεργασμένων προϊόντων των ξένων βιομηχανιών και της κατεργασίας ορισμένων γεωργικών προϊόντων, που η εξαγορά τους από την αγροτική τάξη μπορούσε να γίνεται με απόλυτα συμφέροντες όρους για το ντόπιο κεφάλαιο με τους γνωστούς οργανισμούς ΑΣΟ κλπ., που αποτελούν για τη χώρα μας εμπορικά μονοπώλια. (Βλ. Κ. Σιδερή: «Ό ΑΣΟ, ΚΥΔΕΠ κλπ. οργανισμοί εξωπαραγωγικής εκμετάλλευσης», «Ανταίος», άριθ. 6 και 7 σελ. 153-154 και 167-171).

Να τώρα πώς εκφράζεται η σχέση αυτή της ελληνικής οικονομίας με το ξένο κεφάλαιο στον τομέα των εισαγωγών – εξαγωγών και στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών για τα είδη μεταλλουργίας κλπ., που μας ενδιαφέρουν σε τούτη τη μελέτη: προπολεμικά (έτος βάσης 1938) βγάζαμε έξω 829.650 τόνους μεταλλεύματα σε φυσική κατάσταση6 καί εισπράτταμε άπό τήν πώλησή τους 384.501.000 δρχ.7. Το ποσό αυτό αντιπροσώπευε μονάχα το 4% περίπου της αξίας των συνολικών εξαγωγών της χώρας μας. (Βλ. Εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, στον πίνακα άριθ. 4α).

Το  ίδιο έτος 1938, που παίρνουμε για έτος βάσης, κάναμε εισαγωγή μετάλλων και ειδών από μέταλλα: 164.863 τόνους, αξίας 2.650.570.000 δρχ. (τιμάριθμ. 1938). (Βλ. πίνακες άριθ. 5, 6, 7, και 8). Εκτός αυτό δε και καύσιμα 1.320.133 τόνους αξίας 1.422.760.000 δραχμών που για το 1939 ήτανε 1.231.755 τόνοι αξίας 1.506.013.820 δραχμών, (Βλ. πίνακα αριθ. 9). Από τω ποσό αυτό των μετάλλων κλπ. οι 121.976 τόνοι ήτανε σίδερο και ατσάλι ακατέργαστο ή μισοκατεργασμένο σε σιδερόφυλλα κλπ. που κόστιζαν 930.112.000 δρχ., ενώ τα υπόλοιπα μέταλλα και έτοιμα βιομηχανικά προϊόντα από μέταλλα (ατμολέβητες, εργαλεία, σωλήνες κ.ά.) αντιστοιχούσαν στοάς υπόλοιπους 42.887 τόνους αξίας 1.720.458.000 δραχμών 8.

Τα μηχανήματα και άλλα κατεργασμένα είδη μετάλλου η ελληνική οικονομία τα χρησιμοποιούσε για άμεση παραγωγική κατανάλωση, ενώ για άλλα είδη, όπως σίδερο ακατέργαστο, γίνονταν παραπέρα επεξεργασία από τη ντόπια βιομηχανία, ελαφριά μεταλλουργική και μηχανολογική που κατασκευάζει καρφιά, συρματόσχοινα, αργαλειέ, κρεβάτια και παρόμοιας τάξης βιομηχανικά προϊόντα. Οι εισαγωγές σε καύσιμα κλπ. αντιπροσώπευαν το 1938 ποσοστό 10% των συνολικών εισαγωγών της χώρας, (Βλ. πίνακα αριθ. 4α) και οι εισαγωγές των μετάλλων και ειδών από μέταλλο ποσοστό 18%. Στο ισοζύγιο εξωτερικών λογαριασμών οι εισαγωγές των δύο αυτών κατηγοριών αποτελούσαν το 20% (Βλ. πίνακα αριθ. 4β) της υλικής αξίας στο σκέλος του παθητικού.

Βλέπουμε λοιπόν ειδικότερα πως η ελληνική οικονομία προπολεμικά επιβαρύνεται από τη διαφορά πληρωμής για είδη μεταλλουργίας και εισπράξεων από πώληση μεταλλευμάτων με ένα ποσό 545.000.000 δραχμές το χρόνο.

Ακόμα επιβαρύνεται με ποσό 1,7 δισεκατομμύρια δραχμές για εισαγωγή προϊόντων μηχανουργίας και με ποσό 1,4 δισεκατομμύρια δραχμών για την εισαγωγή ορυκτών για καύσιμα κινητήριας δύναμης. Η επιβάρυνση αυτή που φτάνει συνολικά το ποσό των 3.688.829.000 δραχμών για το 1938 (1422 εκατομμύριο δραχμές για καύσιμα, 545.611 χιλιάδες δραχμές διαφορά από εισαγωγή μετάλλων, και 1.700 εκατομμύρια δραχμές από εισαγωγή μηχανών και ειδών από μέταλλο) δεν είναι μονάχα μία απλή «ταμειακή» συναλλαγματική δυσχέρεια του ισοζυγίου αλλά και μια από τις βάσεις της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από το ξένο κεφάλαιο, όπως προαναφέραμε. Αποκλειστική αιτία της είναι ότι δεν αναπτύσσονται μέσα στη χώρα: α) οι πηγές παραγωγής ενέργειας (θερμικής και υδροηλεκτρικής), β) οι βασικές βιομηχανίες μεταλλουργίας, μηχανουργίας και βαριάς χημικής βιομηχανίας.

Αν ρίξουμε πάλι μια ματιά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας (Βλ. πίνακα αριθ. 4α), θα δούμε ότι το ποσό τον 3,6 δισεκατομμυρίων δρχ. που επιβαρύνεται η ελληνική οικονομία για το 1938 από την εισαγωγή τον προϊόντων βαριάς βιομηχανίας και καυσίμων που δεν παράγονται στη χώρα, καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του παθητικού υπόλοιπου του εμπορικού ισοζυγίου που είναι για το 1938 4.612.215.000 δραχμές. Αποτελεί δηλαδή το κοντύλι από τη χρονιάτικη αυτή επιβάρυνση της ελληνικής οικονομίας (διαφορά εισαγωγής προϊόντων βαριάς βιομηχανίας και εξαγωγής μεταλλευμάτων), ποσοστό 80% του συνολικού παθητικού υπολοίπου του εμπορικού ισοζυγίου. Αν ακόμα συγκρίνουμε τί ποσοστό αξίας καλύπτουν στις εξαγωγές μας η εξαγωγή μεταλλευτικών υλών και στις εισαγωγές μας η εισαγωγή μετάλλων, καυσίμων κλπ. θά διαπιστώσουμε καταθλιπτική διαφορά σε βάρος των εξαγωγών αφού όπως είδαμε η εξαγωγή μεταλλευτικών ειδών αποτελεί μονάχα 4% των εξαγωγών, ενώ η εισαγωγή μετάλλων κλπ. φτάνει το 30% των συνολικών εισαγωγών 9.

Η τέτοια σύνθεση του εμπορικού ισοζυγίου και ισοζυγίου πληρωμών έρχεται κι αυτή από αιτιατό με τη σειρά της να γίνει αίτιο μιας πολιτικής «συναλλαγματικών περιορισμών» και φτάνει με την πολιτική της τετραετίας της δικτατορίας 4ης Αυγούστου στο αποκορύφωμα της με το «κλήριγκ», που, αντί να λύνει, περιπλέκει τα ζητήματα και υποδουλώνει εμπορικά τη χώρα μας στο Γ’ Ράιχ του Χίτλερ. Η λύση όμως του προβλήματος αυτού δεν μπορεί να βρεθεί στον τομέα της κυκλοφορίας, παρά μονάχα στον τομέα της παραγωγής. Χωρίς αυτή τη διαπίστωση η εξέταση των πραγμάτων του εμπορίου και των σχέσεων της χώρας μας με το εξωτερικό θα ισοδυναμεί με μια αυθαίρετη σύλληψη της πραγματικότητας, που θα καταδικάζεται πάντα από την ίδια την πραγματικότητα (Βλ. Σ. Μάξιμου: «Τω ελληνικό εξωτερικό εμπόριο», «Ανταίος», αριθ. 10/1945).

3. Οι ανάγκες της εσωτερικής κατανάλωσης.

Οι ανάγκες της εσωτερικής κατανάλωσης για την ανοικοδόμηση τις χώρας αγκαλιάζουν πλατιούς τομείς τεχνικής εφαρμογής. Τα οικοδομικά έργα, τα συγκοινωνιακά, η γεωργία θ’ απορροφήσουν σίδερο, προϊόντα μεταλλουργίας, καύσιμα και χημικά προϊόντα σε πολλαπλάσια ποσά από τα προπολεμικά. Αν θελήσουμε να κάνουμε εισαγωγή από το εξωτερικό, είναι φανερό ότι θα μας χρειάζονταν σήμερα πολύ μεγαλύτερο ποσό από το προπολεμικό των 2,6 δισεκατομμυρίων δραχμών (χωρίς είδη μηχανουργίας).
Οι ανάγκες σε σίδερο και ατσάλι ξεπερνούν τους 150.000 τόνους και μαζί με τα άλλα μέταλλα και προϊόντα μετάλλου φτάνουν τους 200.000 τόνους.

Οι ανάγκες σε αλουμίνιο ενώ φαίνονται σύμφωνα με τη στατιστική μηδαμινές (το 1938 έγινε εισαγωγή 200 τόνων), στην πραγματικότητα, είναι τεράστιες. Η παραγωγή μιας βιομηχανίας, που θα αξιοποιούσε τον πλούτο μας σε βωξίτη για να παράγει αλουμίνιο, θα είχε να καλύψει όχι τόσο τη ζήτηση από το έξωτερικό,10 μα τις μεγάλες ανάγκες της ντόπιας κατανάλωσης. Όπως υποστηρίζουν οι ηλεκτρολόγου μηχανικοί και άλλοι ειδικοί θα χρειαστούν σημαντικές ποσότητες αλουμίνιο για να κατασκευασθεί το εθνικό δίκτυο διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, για να κατασκευασθούν είδη βιομηχανικής και οικοδομικής χρήσης από ορισμένα κράματα αλουμινίου κ.ά.
Μπορούμε να πούμε ότι από 200.000 τόνους βωξίτη (το 1938 εξορύσσονταν 179.886 τόνοι), θα είχαμε 50.000 τόνους αλουμινίου σημαντικότατης άξιας.

Τα πρώτα χρόνια θα ήταν δυνατό ν’ αρχίσουμε βέβαια από μικρότερες ποσότητες (10.000 το πολύ τόνους το χρόνο) γιατί, εκτός από το ότι η κατανάλωση δε θα είχε αναπτυχθεί, οι μέθοδοι για την αναγωγή του βωξίτη και αλουμίνα, απορροφούν (πλην της Bayer που έχει το μειονέκτημα όμως ότι απαιτεί πολύ κάρβουνο), καθώς θα δούμε, μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θ’ αποκτήσουμε αν δεν περάσει ένα ορισμένο χρονικό διάστημα με την ολοένα εντατικότερη αξιοποίησε των υδραυλικών δυνάμεων τις χώρας.
Οι ανάγκες σε άζωτο για την παρασκευή αμμωνίας, χρήσιμης για τα λιπάσματα, υπολογίζονται σήμερα σε 30.000 τόνους με σύντομη προοπτική ν’ ανέβουν τους 60.000 τόννους11. Η αύξηση των αναγκών μας σε λιπάσματα πρέπει να υπολογίζεται ότι θα ανέβει στους 200.000 τόνους, ποσό που είναι πολύ πιθανό πως θα χρειαστεί σε μια εντατική, τεχνικά αναπτυγμένη γεωργική καλλιέργεια.

Οι ανάγκες σε καυστική σόδα υπολογίζονται τώρα σε 3 – 5.000 τόνους το χρόνο, όσο περίπου εισάγουμε απ’ έξω. Το πολυτιμότατο αυτό προϊόν (για την υφαντουργία, την τεχνητή μέταξα, τη σαπωνοποιία κ.ά.)12, και τα υποπροϊόντα του (χλωρασβέστιο, χλώριο κλπ.) θα χρειασθεί από την αρχή για την υπόλοιπη χημική βιομηχανία σε ποσότητα τουλάχιστο 7,5 – 10.000 τόνων το χρόνο.
Οι ανάγκες σε ανθρακασβέστιο. Η χρησιμότητά του είναι ποικίλη (ασβεστοκυαναμίδη, ασετυλίνη, φιλμ, άθραυστο γυαλί, τεχνητό καουτσούκ): υπολογίζεται ότι 4:000 τόνοι ανθρακασβέστιο θα ήταν ένα ποσό που θα το χρειαζότανε άμεσα η κατανάλωση.

Το μαγνήσιο είναι μέταλλο που χρησιμοποιείται σύμφωνα με την τελευταία λέξη της τεχνικής για τις πιο σύγχρονες κατασκευές (βιομηχανία αεροπλάνων, αυτοκινήτων, κράματα με αλουμίνιο κ.ά.). Είναι μέταλλο ελαφρότερο από το αλουμίνιο και η τιμή του 50% ανώτερη. Στον τελευταίο πόλεμο η Αμερική και ο Καναδάς κατασκεύασαν εργοστάσια για μαγνήσιο. Η παραγωγή του γινότανε και γίνεται, γενικότερα, από τα κατάλοιπα της βιομηχανίας του αλατιού. Ωστόσο, η παραγωγή από λευκόλιθο έχει ορισμένα πλεονεκτήματα και είναι ευτυχείς οι λίγες χώρες που διαθέτουν άξια λόγου κοιτάσματα αυτού του ορυκτού και μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν εκτός της κατασκευής τούβλων της φωτιάς και τσιμέντου Σορέλ και για την παραγωγή μαγνησίου. Στον τόπο μας ο λευκόλιθος αφθονεί και μάλιστα με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα που φτάνει 27,4%. Θα μπορούσαμε εφόσον και στο μέτρο που οι άλλες βιομηχανικές μας επιδιώξεις θα το επιτρέψουν να αρχίσουμε τη βιομηχανία μαγνησίου με 5.000 τόνους παραγωγή το χρόνο.

Η εμπορευματική άποψη. Η ύπαρξη δηλαδή μεγάλων αποθεμάτων μαγνησίου, με το τέλος του πολέμου και το κλείσιμο μάλιστα εργοστάσιων παραγωγής μαγνησίου είναι προσωρινό εμπόδιο λίγων ετών ύστερα από τον ευρύχωρο κύκλο που ανέπτυξε, όπως είπαμε η σύγχρονη τεχνική για τη χρησιμοποίηση του μαγνησίου, κύκλο, που διαρκώς ευρύνεται.
Προοπτική θα μπορούσε να υπάρξει ακόμη για τη βιομηχανική κατεργασία των μεταλλευμάτων του χρωμίου, του νικελίου και του ψευδαργύρου που διαθέτουμε σε εκλεκτή ποιότητα και σε σημαντική ποσότητα. Η παραγωγή χρωμίου, μετάλλου πολύτιμου για τη μεταλλουργία και τη χημική βιομηχανία, μπορεί να πραγματοποιηθεί εφόσον θα διαθέτουμε την αναγκαία ηλεκτρενεργειακή δύναμη13. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το νικέλιο και τον ψευδάργυρο.

 Σημειώσεις

1. Η διάκριση της βιομηχανίας σε βαριά και ελαφρά είναι ουσιαστικά ποιοτική διάκριση. Από ουσιαστική άποψη πρέπει ακόμα να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε εργοστασιακή χειροτεχνία και ανάμεσα σε μεγάλη βιομηχανία που χρησιμοποιεί σαν χαρακτηριστικό παραγωγικό μέσο τη μηχανή. Η διάκριση αύτη έχει θεμελιώδη ιστορική σημασία για την εξέλιξη του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος. (Βλ. Μάρξ στον 1 τόμο του «Κεφαλαίου»). Στην τρέχουσα αστική όμως οικονομική θεωρία οι κλάδοι της βαριάς βιομηχανίας συγχέονται με τους κλάδους εκείνους της ελαφριάς βιομηχανίας, πού υπάγονται ποσοτικά στην κατηγορία της μεγάλης βιομηχανίας. Η τέτοια διάκριση μεγάλης και μικρής βιομηχανίας όχι μόνο δεν αρκεί να μας δείξει τη βαθύτερη διάρθρωση μιας οικονομίας αλλά συσκοτίζει ολότελα και την ποιοτική διαφορά από την άποψη του ρόλου, που παίζει η καθεμιά από τις δυο κατηγορίες (βαρείας και ελαφριάς βιομηχανίας), στην παραγωγή συγκεκριμένων άξιων χρήσης μέσα στην πορεία της αναπαραγωγής.
Όπως όμως ο διαχωρισμός των δύο κατηγοριών στην καπιταλιστική οικονομία μας χρειάζεται για τη σωστή διάγνωση των βασικών χαρακτηριστικών της οικονομίας μιας χώρας, του βαθμού και της μορφής της ανάπτυξης της, έτσι και στη σοσιαλιστική οργάνωση της οικονομίας είναι απαραίτητος, ιδιαίτερα στο μεταβατικό στάδιο προς την εκβιομηχάνιση επάνω σε σοσιαλιστική βάση.
Στην ΕΣΣΔ, τη μοναδική χώρα που σήμερα μπορούμε να πάρουμε για πρότυπο της σοσιαλιστικής οργάνωσης της οικονομίας, η διάκριση της βιομηχανίας σε βαριά και ελαφρά έχει εξαιρετική σημασία για την πράξη της ανοικοδόμησης του σοσιαλισμού. Τα πρώτα χρόνια μετά την αποκατάσταση της οικονομίας η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας ήταν η ίδια η προσπάθεια της δημιουργίας καινούριας και γερής βιομηχανικής βάσης για τον εκσοσιαλισμό της οικονομίας.
Σύμφωνα με την ορολογία της σοβιετικής στατιστικής της σοβιετικής οικονομίας η βιομηχανία διαιρείται σε ομάδες τύπου «Α» και σε ομάδες τύπου «Β». Στην ομάδα βιομηχανιών τύπου «Α» περιλαμβάνεται κάθε βιομηχανία παραγωγής εργαλείων, μηχανών, υλών ή μέσων παραγωγής στη γενικότερη έννοια. Οι κυριότερες τέτοιες βιομηχανίες είναι κατά την ίδια στατιστική: οι βιομηχανίες ηλεκτρισμού, καυσίμων (κάρβουνο, πετρέλαιο), σιδηρομεταλλουργίας και άλλης μεταλλουργίας, κατεργασίας μετάλλου και μηχανουργίας, ορισμένες εξορυκτικές και χημικές βιομηχανίες «βασικών» χημικών προϊόντων. Στην ομάδα βιομηχανιών τύπου «Β» ανήκουν οι βιομηχανίες παραγωγής ειδών κατανάλωσης. Τέτοιου τύπου είναι οι βιομηχανίες διατροφής, ιματισμού, όσες χημικές δεν υπάγονται στον τύπο «Α» κ.ά.
Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στη διάκριση των βιομηχανιών σε τύπους «Α» και «Β» με τη διάκριση σε βιομηχανίες μεγάλης κλίμακας (παραγωγής) και μικρής κλίμακας. Η διάκριση αυτή έχει εντελώς διαφορετικό σκοπό και γίνεται με κριτήριο τον αριθμό των εργαζομένων και την τεχνική του εργοστασίου. Η κατάταξη στην πρώτη κατηγορία (μεγάλη” “βιομηχανία) γίνεται αν μια βιομηχανία απασχολεί πάνω από ορισμένο αριθμό εργάτες και χρησιμοποιεί μηχανική κινητήρια δύναμη. Για ορισμένες όμως βιομηχανίες, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες γίνεται κατάταξη με άλλα κριτήρια (π.χ. βιομηχανίες παραγωγής ενέργειας, πλινθοποιίας, υαλουργίας, δέρματος, τυπογραφίας, αλευρομύλων). Τα παραπάνω στοιχεία, που αφορούν τη σοβιετική στατιστική δίνονται σε αγγλική γλώσσα στην περιληπτική έκδοση του βιβλίου «Socialist Construction in the USSR » . Ό τίτλος τού βιβλίου είναι «The USSR in Figures » , Central Administration of Economic and Social Statistics of the State Planning Commission of the USSR. Moscow, 1934.

2. Οι άλλες βάσεις της εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο είναι: η δημοσιονομική εξάρτηση (δημόσιο χρέος. πιστώσεις δεσμευμένες, διεθνής οικονομικός έλεγχος), η τοποθέτηση κεφαλαίων ξένων για επιχειρηματική δράση στη χώρα μας (παραγωγικά έργα, προνομιακές εταιρείες επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, μεταλλεία, ηλεκτρικό, νερό, μεταφορές, υδατοπτώσεις, σύμβαση Κούπερ κ. α. εμπορικοί οργανισμοί, τράπεζες κλπ.).

3. Όπου θα είναι απαραίτητο να επιδιωχθούν σε ζώνες τού εξωτερικού που ελέγχουν τα τραστ, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μεγάλη σημασία, έκταση και συχνότητα θα πάρουν έκτος από την περιοχή στερλίνας – δολαρίου οι συναλλαγές μιας λαϊκής δημοκρατίας τόσο με τη Σοβιετική Ένωση, όσο και με τις άλλες λαϊκές δημοκρατίες του ευρωπαϊκού χώρου, της Μεσευρώπης και της Ν. Α. Ευρώπης και ακόμη με χώρες που προπολεμικά είχαν ολότελα αποικιακή ή μισοαποικιακή εξάρτηση από κεφαλαιοκρατικές μητροπόλεις.

4. Πολλοί που ξεκίνησαν από ένα στενό μεταρρυθμιστικό πνεύμα θέλησαν να εξαρτήσουν το όλο ζήτημα της βιομηχανοποίησης αποκλειστικά από τους όρους αυτούς που όπως θα δούμε είναι μονάχα προϋπόθεση για την έκφραση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής αναγκαιότητας της εκβιομηχάνισης και όχι αυτή η ίδια η  αναγκαιότητα.

5. Στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», αριθ. 40, Αύγουστο; 1945.

6. Βλ. πίνακες αριθ. 2,3.4.

7. Βλ. κατηγορίες μεταλλευμάτων και αντίστοιχα ποσά ατούς σχετικούς πίνακες.

8. Όπως φαίνεται από τον πίνακα αριθ. 6α. τα ποσά που πληρώθηκαν και οι ποσότητες, που αγοράστηκαν από το εξωτερικό, είναι σύμφωνα με τη στατιστική κατάταξη της Κ.τ.Ε. αρκετά μεγαλύτερα.

9. Το παθητικό υπόλοιπο από την εισαγωγή προϊόντων μεταλλουργίας και χημικής βιομηχανίας μονάχα, υπολογίζεται στον έκθεση του Υπουργού Δημοσίων Εργων Α. Δημητρακοπούλου στο ποσό των 2.200 Εκατομμυρίων το χρόνο (Υπουργείο Δημοσίων Εργων: «Στοιχεία ανασυγκροτήσεως 1946» με συμπεράσματα της επιτροπής που συγκροτήθηκε με την απόφαση αριθ. 30305 της 20 Αύγουστου 1945 του ‘Υπουργού Δημοσίων Έργων και απαρτίσθηκε από τους  κ.κ. Α. Δεληγιάννη, Υφηγητή ανόργανης βιομηχανικής χημείας στο Πανεπιστήμιο, ανόργανης ηλεκτροχημικής βιομηχανίας στο Πολυτεχνείο. Γ. Πεξόπουλο, Υφηγητή στο Πολυτεχνείο για τους ηλεκτρικός κεντρικούς σταθμούς και τα δίκτυα. Κ. Αμπαρόγιάννη, Επιθεωρητή Δημοσίων Έργων, Προϊστάμενο Γραφείου μελετών οδοποιίας, Θ. Κυριαζίδη, Νομομηχανικό Δημοσίων Έργων. Προϊστάμενο υπηρεσίας συντονισμού προμηθειών, και Ν. Χωραφά Νομομηχανικό Δημοσίων Έργων, Προϊστάμενο Νομομηχανικής Υπηρεσίας).

10. Σ’ αυτήν δε θα έπρεπε αποκλειστικά να βασιστούμε, γιατί τα καρτέλ του αλουμινίου μετά την ένταση της παραγωγής σε αλουμίνιο στην Αμερική ιδιαίτερα, θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο «ρυθμιστικό» πιέζοντας την τιμή προς τα κάτω στη διεθνή αγορά.

11. Βλ. I. Σ. Παπαδάκη «Η σημασία της αζωτούχου λιπάνσεως», «Οικονομικά χρονικά» αριθ. 4/15 – 7 – 45 και Κ. Νεύρου: «Βιομηχανικοί δυνατότητες» Ε. Βήμα 22-7-40.

12. Π. Κουβέλη: «Η ενεργειακή οικονομία της Ελλάδος» Αθήναι 1944, σελ. 183 – 4. Και του ίδιου: «Βιομηχανικοί δυνατότητες και ενεργειακή πολιτική εν Ελλάδι», Αθήναι 1945. σελ. 48. Επίσης: Α. Δεληγιάννη: «Το βιομηχανικό συγκρότημα Αχελώου», «Οικονομικά χρονικά» αριθ. 5-7/1-9-45

13. Βλ. Χ. Δαυίδ στον Π. Κουβέλη: «Βιομηχανικοί δυνατότητες κλπ.» σελ. 38-40.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *