“Η Βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα” Δ. Μπάτσης Μέρος 3ο

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΛΟΥΤΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΒΑΡΕΙΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Α’. ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΚΑΙ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΒΑΣΗ

Το ζήτημα της εκμετάλλευσης του λιγνιτικού πλούτου της χώρας και της αξιοποίησης των φυσικών πηγών ενέργειας που περικλείουν οι υδατοπτώσεις της, συνδέεται αναπόσπαστα με την ανάγκη της δημιουργίας ενεργειακής βάσης για τη βιομηχανοποίηση της χώρας και το ριζικό τεχνικό και οικονομικό μετασχηματισμό στις παραγωγικές δυνάμεις. Η δημιουργία βαρείας βιομηχανίας (μεταλλουργικής, μηχανουργικής και χημικής) έχει αναγκαία προϋπόθεση για τη χώρα μας την εξασφάλιση ενεργειακής βάσης. Η εξάρτηση της Ελλάδας πριν τον πόλεμο από το εξωτερικό ήταν εξάρτηση τόσο σε βιομηχανικά προϊόντα μεταλλουργίας κλπ. έτοιμα ή μισοκατεργασμένα, όσο και σε καύσιμη ύλη για την κίνηση της βιομηχανίας της.

Είδαμε ότι το 1938 η χώρα μας πλήρωνε 1,4 δισεκατομμύρια δραχμές για να εισαγάγει 1,3 εκατομμύρια τόνους καύσιμα, βενζίνη, πετρέλαιο, κάρβουνο. Όπως τονίστηκε όμως και σε προηγούμενη παράγραφο, η βαθύτερη σημασία της εξάρτησης μας από το εξωτερικό (σε κινητήρια δύναμη) βρίσκεται όχι στην καθαυτό οικονομική – συναλλαγματική μας επιβάρυνση, άλλα στο ότι διαιωνίζεται η καθυστέρηση της οικονομίας μας που εμποδίζεται έτσι να αναπτύξει μία δική της ενεργειακή βάση και να οδηγηθεί με γρήγορο ρυθμό προς την εκβιομηχάνιση.

Η εξάρτηση της βιομηχανίας από την εισαγωγή καυσίμων από το εξωτερικό καθρεφτίζει την ανικανότητα των «ιδιωτικοοικονομικών» προοπτικών και της «πρωτοβουλίας» του «ατομικού-επιχειρηματικού» παράγοντα που τόσο καθαγιάστηκε το «δαιμόνιον» του στη χώρα μας από τους οικονομολόγους της άρχουσας τάξης. Πιστοποιεί την αδυναμία του παράγοντος αυτού να δώσει λύση σε προβλήματα πού ξεπερνούσαν την προοπτική των άμεσων κερδοσκοπικών του επιδιώξεων. Ήταν συνεπές προς την όλη παρασιτική τακτική του ελληνικού κεφαλαίου που αναζητούσε πάντα τις σίγουρες, μικρής πνοής και μονοπωλιακού χαρακτήρα, τοποθετήσεις να αποφύγει την αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου.

Η λογική των εμπορικών κατάστιχων και το μπαράζ του ξένου κεφαλαίου υπαγόρευσαν στο ελληνικό κεφάλαιο να κινηθεί μονάχα σε μια περιορισμένη σφαίρα επιχειρηματικής δραστηριότητας. Το κεφάλαιο αυτό στάθηκε σε τέτοιο βαθμό αντιδραστικότητας δένοντας την τύχη του με το ξένο κεφάλαιο και με τις πιο αντιπροοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις και παράγοντες (τσιφλικάδες, ξένη υπαλληλία, μοναρχία κλπ.), ώστε και το ίδιο κατάντησε να μη μπορέσει να δημιουργήσει τους όρους μιας πλατειάς καπιταλιστικής αναπαραγωγής και συσσώρευσης με βάση την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε μεγάλη κλίμακα. Δεν μπόρεσε δηλ. να γίνει ό,τι έγινε στις χώρες που η αστική τάξη έπαιξε τον ιστορικά προοδευτικό της ρόλο. Η αστική τάξη στη χώρα μας πραγματοποίησε, όπως θα δούμε και σε άλλα κεφάλαια, μονάχα μια μονόπλευρη ανάπτυξη της οικονομίας και προς αυτή την κατεύθυνση έσπρωξε όλη τη δραστηριότητα της. Έγινε ο μεσίτης, πράκτορας του ξένου κεφαλαίου που πήρε αυτό τη «μερίδα του λέοντος». Από την άποψη αυτή έτσι, χωρίς κατοχυρωμένη, στερεή, μακρόχρονη, ανεξάρτητη προοπτική εμποροβιομηχανικών επιδιώξεων, πρόδωσε και τα ίδια της τα συμφέροντα για να επιδιώξει κοντόφθαλμες, μακρόπνοες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις 1.
Ας γυρίσουμε όμως ξανά στο ενεργειακό ζήτημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την ενέργεια που παράγονταν προπολεμικά στον τόπο μας από στερεά καύσιμα, έδινε 97% το ξένο κάρβουνο και μόλις 3% ό ντόπιος λιγνίτης2.

Τα υγρά καύσιμα (πετρέλαιο, βενζίνη) εισάγονταν 100% από το εξωτερικό. Η ηλεκτρική ενέργεια παράγονταν κατά 95% από καύσιμα του εξωτερικού και κατά 5%, μονάχα, από ντόπιες πηγές ενέργειας (υδατοπτώσεις).
Ατενίζοντας στο μέλλον είναι φανερό πως δεν μπορούμε να στηριχθούμε για την  ίδρυση ντόπιας ενεργειακής βάσης παρά μονάχα στις δυνάμεις και το πρόγραμμα μιας λαϊκής δημοκρατικής εξουσίας, που με την άμεση και ενεργή συμμετοχή και υποστήριξη των εργαζομένων στρωμάτων του ελληνικού λαού θα πραγματοποιήσει το καθήκον του ριζικού μετασχηματισμού της οικονομίας, και θα σπάσει τα δεσμά πού κρατούν σε καθυστέρηση τις παραγωγικές της δυνάμεις.

Ένα τμήμα και μια προϋπόθεση του μετασχηματισμού αυτού, θα είναι και η αξιοποίηση των ντόπιων πηγών ενέργειας. Νομίζουμε ότι μονάχα έτσι μπορεί να ενταχθεί σωστά το πρόβλημα της ενεργειακής βάσης, σ’ ένα γενικότερο και καθολικού χαρακτήρα πρόγραμμα λαϊκής ανοικοδόμησης. Όσο για εκείνους που θέτουν το πρόβλημα μονάχα από την τεχνική του πλευρά, μπορούμε να τούς διαβεβαιώσουμε πως οσοδήποτε καλά μελετημένο τεχνικά κι αν το έχουν, η λύση του θα ματαιωθεί αν απουσιάσουν οι κατάλληλες πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές προϋποθέσεις. Τα ξένα τραστ και η χρηματιστική ολιγαρχία του τόπου μας -αν αφεθούμε στη διάκρισή τους – θα ματαιώσουν τη λύση του προβλήματος η θα δώσουν στραβό δρόμο στη λύση του που ουσιαστικά είναι το ίδιο με το πρώτο.

Είναι μεγάλη διαφορά να ζητάς «έργα για τα Εργα» από το να φτιάνεις έργα για την πραγματική ευημερία τού εργαζόμενου λαού.

Οι κυρίαρχες τάξεις που ενδιαφέρονται μόνο για το μεταπρατικό-μονοπωλιακό τους ρόλο στην εκμετάλλευση της ελληνικής οικονομίας πρέπει να είμαστε βέβαιοι πως θα αδιαφορήσουν όχι μονάχα για έργα μεγάλης πνοής άλλα ακόμα και για τις στοιχειώδεις επενδύσεις στον παραγωγικό μηχανισμό. Είδαμε τούς τελευταίους μήνες από τα σκάνδαλα και τις κλοπές κι αυτών ακόμα των πρώτων υλών που της δόθηκαν για να φτιάξει είδη πρώτης ανάγκης για το λαό, πόσο «ενδιαφέρονται» για την ανασυγκρότηση.

Θα ήταν λοιπόν ειρωνεία για την κοινή λογική να φαντασθούμε πως οι ίδιοι επιχειρηματίες που δε δίνουν σήμερα στο λαό να ντυθεί, θα του κατασκευάσουν αύριο υδροηλεκτρικούς σταθμούς και φράγματα. Μονάχα αν ο λαός αυτός τους πλήρωνε λύτρα μεγάλα σε φτώχεια και εξαθλίωση (όπως ζητάει το ξένο κεφάλαιο με τη σύμβαση Κούπερ ως το έτος 2010 μ.Χ.) θα επιχειρούσαν με το ξένο κεφάλαιο και με κατοχύρωση «κατάλληλων» πολιτικών συνθηκών για την εξασφάλιση καινούριων υπερκερδών, να πραγματοποιήσουν ίσως μερικά συμπτωματικά και αντιοικονομικά έργα.

Αυτά για τους «τεχνικούς» συνηγόρους των αγαθοεργών σκοπών της Εθνικής Τράπεζας και των «φιλικών» της βιομηχανικών συγκροτημάτων. Ακόμα δε και για τους ειλικρινείς τεχνικούς και επιστήμονες που παρασύρονται στο να πιστεύουν πως είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν τα τεχνικά τους σχέδια (που ως σχέδια μπορεί να είναι αξιοπρόσεκτα) μέσα σ’ ένα καθεστώς κοινωνικού εξανδραποδισμού και ασυδοσίας της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας.3

1. ΛΙΓΝΙΤΕΣ

Ο  λιγνίτης, όπως πολλά άλλα ορυκτά και μεταλλεύματα που αναφέραμε, βρίσκεται σε τέτοιες ποσότητες στο υπέδαφος της χώρας μας που θα έπρεπε, στο διάστημα του μεσοπολέμου, να τον είχαν προσέξει τόσο τα αρμόδια κρατικά όργανα όσο και οι επιχειρηματικοί κύκλοι ώστε να ερευνηθούν και να εξακριβωθούν τα πιθανά αποθέματα από τις γνωστές ως τα σήμερα εμφανίσεις, πράγμα Απαραίτητο για μια τεχνικά άρτια εξόρυξη του σε σοβαρές ποσότητες, προς διάφορες βιομηχανικές χρήσεις. Ακόμα και για την ποιότητα του ελληνικού λιγνίτη και τις δυνατότητες χρησιμοποίησής του για ορισμένους σκοπούς θα μπορούσαμε να είχαμε μια βέβαιη γνώμη από τους ειδικούς, αν το όλο ζήτημα του λιγνίτη είχε γίνει από τους πιο πάνω υπεύθυνους κρατικούς λειτουργούς και ιδιώτες, εθνικό ζήτημα καυσίμου.

Οι εργασίες όμως που έγιναν γύρω από το λιγνιτικό, έγιναν συμπτωματικά και η πρακτική δουλειά της εξόρυξης λιγνίτη στέκεται μέσα σε υποτυπώδη μορφή και αναχρονιστικές τεχνικές συνθήκες. Το αποτέλεσμα της φαυλοκρατικής-«κοινοβουλευτικής», πρωία, τακτικής των ατέλειωτων συζητήσεων και της φασιστικής, ύστερα, δικτατορίας της 4ης Αυγούστου που οι φωτοσβέστες της είχαν ν’ ασχοληθούν με τόσα άλλα… σοβαρά ζητήματα ώστε να μη βρίσκουν καιρό για το λιγνιτικό, έκαναν ώστε ό λιγνίτης να αποτελέσει μονάχα το βοηθητικό καύσιμο που η ποσότητα της εξόρυξης του ήτανε πάντα σε αντίστροφο λόγο με τον όγκο των εισαγωγών σε ξένο κάρβουνο και άλλα καύσιμα (ανάλογα δηλ. με το ύψος τιμής του αγγλικού κάρβουνου κλπ. στη διεθνή αγορά). Αν παρατηρήσουμε τον πίνακα αριθ. 10 βλέπουμε πώς οι χρονιές που μεγαλώνει η ποσότητα εξόρυξης του λιγνίτη, συμπίπτουν με τις χρονιές αντίστοιχης ελάττωσης των εισαγωγών σε ξένα καύσιμα. 4 Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στα χρόνια του περασμένου και του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου. Η προσήλωση και η μόνιμη τοποθέτηση του κέντρου βάρους της ελληνικής οικονομίας στην ξένη αγορά έκανε ώστε να γίνει και ο λιγνίτης ένα είδος αναπληρωματικό ντόπιο καύσιμο χρήσιμο για τις περιπτώσεις που σημειώνεται έλλειψη των ξένων καυσίμων. Στην ίδια κατηγορία είναι τα περισσότερα μεταλλεύματα της χώρας, απλά εμπορεύματα, αρκετά μάλιστα φτηνά για τις ξένες αγορές και όχι ύλη για ανάπτυξη ντόπιας βιομηχανίας.

1. Αποθέματα – Εξόρυξη – Παραγωγή λιγνίτη.

Από μια έκθεση που έχει συντάξει το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο στα 1934 μαθαίνουμε πως οι συνολικοί αριθμοί για τις ποσότητες των ως τότε εξακριβωμένων κοιτασμάτων λιγνίτη καθώς και των πιθανών και δυνατών αποθεμάτων για όλες τις περιοχές της χώρας 5 είναι:
Σύνολο βεβαιωθέντων δι’ έργων αποθεμάτων: 5.000.000 τόνοι.

Σύνολο πιθανών βάσει εμφανίσεων: 27.000.000 τόνοι Σύνολο δυνατών βάσει διαστάσεων λιγνιτοφόρου λεκάνης: 156.000.000 τόνοι.
Νεώτεροι όμως υπολογισμοί που έγιναν από το γερμανό καθηγητή Κέγκελ 6 ανεβάζουν το σύνολο των δυνατών αποθεμάτων σε όλες τις γνωστές πλουσιότερες λιγνιτοφόρες περιοχές, σε 7.200.000.000 τόννους 7.

Πρέπει να τονισθεί ότι οι διαφορές πού παρατηρούνται στις εκτιμήσεις των ειδικών οφείλονται στο ότι δεν πάρθηκαν από τον καθένα τα ίδια δεδομένα. Μ’ όλο όμως που οι αριθμοί του Κέγκελ θεωρήθηκαν «υπεραισιόδοξοι» και μ’ όλο που πολλοί υποστήριξαν ότι 200-300.000.000 τόνοι λιγνίτη είναι το μάξιμουμ που θα μπορούσε ν’ αναγνωριστεί στο υπέδαφος μας, νομίζουμε ότι τα συμπεράσματα των ειδικών γεωλόγων πρέπει να μας πείσουν πως οι αριθμοί ενός επιστήμονα του κύρους του Κέγκελ δεν μπορεί να θεωρηθούν «υπεραισιόδοξοι» πριν γίνουν εξαντλητικές έρευνες σε όλες τις περιοχές της χώρας. Απόδειξη του ισχυρισμού είναι πως ερευνητικά ενός περίπου έτους γινόμενα από τους Σιδηροδρόμους Ελληνικού Κράτους στην Πτολεμαΐδα, βεβαίωσαν 300 εκατομμύρια τόνους λιγνίτη εύκολης εξόρυξης με αποκάλυψη, σε μια περιοχή πολύ περιορισμένη. Τα κοιτάσματα εκείνα εκτείνονται σε εκτάσεις πολλαπλάσιες από την ερευνημένη. Τα 300 αυτά εκατομμύρια, αντιστοιχούν με 60 εκατομμύρια τόνους πρώτου αγγλικού λιθάνθρακα δηλαδή με επάρκεια 75 ετών σύμφωνα με την προπολεμική κατανάλωση καυσίμων. Εξάλλου η γεωλογική πείρα μας μαθαίνει ότι κοιτάσματα λιγνίτη μπορεί να παρουσιασθούν σε περιοχές ενδιάμεσες έξω από τα σημεία που είχαμε ως τα σήμερα εμφανίσεις, με την προϋπόθεση ότι οι γεωλογικές συνθήκες δεν διαφέρουν στις περιοχές αυτές, έστω κι αν από μεταβολές έχουν μετατοπιστεί τα λιγνιτοφόρα στρώματα σε διαφορετικό βάθος 8.

Θα ήταν ακόμα ολότελα αντιεπιστημονική μέθοδος να περιορίζουμε τα στρώματά μας στις περιοχές μονάχα που η ανοργάνωτη πρωτοβουλία των προνομιούχων εκμεταλλευτών έστρεψε την κερδοσκοπική της διάθεση. Όσο για την αξία που έχουν τα επιστημονικά συμπεράσματα – πρόκειται για την αξία που αποδίδουν σ’ αυτά οι επιφυλακτικοί και συντηρητικοί ειδικοί — ως προς τα αποθέματα του λιγνίτη (πιθανά και δυνατά) και τη σημασία τους για την αξιοποίηση και την αναγωγή του σε ένα καύσιμο ελληνικής προέλευσης για ποικίλες τεχνικές χρήσεις πρέπει να πούμε ότι τα συμπεράσματα αυτά έχουν, από οικονομική άποψη, περιορισμένη σημασία.

Πρώτο: Γιατί και σε μικρότερα αποθέματα να καταλήξει κανείς, ας πούμε σε δύο δισεκατομμύρια τόνους (που είναι λιγότερο από το 1/3 των όσων υπολογίζει ο Κέγκελ) πάλι υπάρχουν κοιτάσματα αρκετά για διάστημα που ξεπερνάει τις προβλέψεις αιώνων9.
Δεύτερο: Γιατί σημασία ζωτική και επείγουσα για την εκβιομηχάνιση της χώρας έχει: α) η ορθολογική και συγχρονισμένη εξόρυξη του λιγνίτη με αύξηση της αποδοτικότητας του έλληνα ανθρακωρύχου – ζήτημα πού συνδέεται αναπόσπαστα με τη δημιουργία κατάλληλων τεχνικών και οικονομικών όρων δουλειάς και β) η αξιοποίηση του λιγνίτη τόσο για βιομηχανικές και αστικές χρήσεις όσο και η εκμετάλλευση του για να παραχθούν άλλες χρήσιμες ύλες.

Η πείρα λοιπόν από των ως τα τώρα εκμετάλλευση του λιγνίτη στη χώρα μας, δείχνει ότι ξ επιχειρηματική δράση της ελληνικές κεφαλαιοκρατίας ούτε ποσοτικά ούτε τεχνικά χρησιμοποίησε το πολύτιμο μας ορυκτό σύμφωνα με τις υποδείξεις της επιστήμης και της τεχνικής.
Από τον πίνακα αριθ. 10 βλέπουμε πως η εξόρυξη του λιγνίτη ακλούθησε φθίνουσα καμπύλη έκτος από περιοδικές εξαιρέσεις. Ακόμα η εκμετάλλευση λιγνίτη περιορίστηκε σε ορισμένες περιοχές και δεν απλώθηκε προοδευτικά με κατάλληλες έρευνες.
Η μέθοδος της εξόρυξης ήταν ελεεινή μέσα σε ελεεινότερες συνθήκες οργάνωσης των μεταλλείων.
Ο κακός τεχνικός εξοπλισμός και η κακή μέθοδος εκμετάλλευσης ελάττωνε των αποδοτικότητα της δουλειάς του εργάτη. Είναι χαρακτηριστικός ο συγκριτικός πίνακας που παραθέτει ο Δ. Κισκύρας για τη σχέση του κόστους παραγωγής λιγνίτη με την ημερήσια απόδοση δουλειάς του εργάτη 10.
Η σύγκριση της αποδοτικότητας της εργασίας τού Έλληνα ανθρακωρύχου προς τον εργάτη της δυτικής Ευρώπης μας παρουσιάζει τη μειονεκτική αναλογία 1:10 σε βάρος του έλληνα έργάτη 11.

Αποτέλεσμα της κακής εκμετάλλευσης του λιγνίτη ήταν ότι πριν από τον πόλεμο ο ντόπιος λιγνίτης έδινε, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, μόλις το 3% της ενέργειας που παράγονταν στη χώρα από στερεά καύσιμα, ενώ τα 97% τα έδινε το ξένο κάρβουνο. Αν τώρα συγκρίνουμε τη μεγίστη άξια πού είχε ή χρονιάτικη παραγωγή λιγνίτη στο διάστημα των ετών 1934-38 (35 εκατομμύρια δρχ. έτος 1937) με το ποσόν που πληρώθηκε για καύσιμα από το εξωτερικό (1.422.760.000 δρχ. έτος 1938), βλέπουμε πως η αξία του ντόπιου λιγνίτη που εξορύχτηκε ήταν 40 φορές μικρότερη από την αξία των καυσίμων που αγοράστηκαν από το εξωτερικό (ή το 2,5% της αξίας αυτής).

Κλείνοντας την παράγραφο διαπιστώνουμε συμπερασματικά: α) ότι η χώρα μας είχε και έχει για το μέλλον τα αποθέματα λιγνίτη που θα της επιτρέψουν να στηρίζει σ’ αυτά ένα μέρος της ενεργειακής της βάσης. β) Οτι στο παρελθόν η αρπακτική τακτική της οικονομικής ολιγαρχίας ματαίωσε την ποσοτική εκμετάλλευση του ορυκτού αυτού σε μεγάλη κλίμακα και κράτησε χαμηλά την αποδοτικότητα εργασίας στα ελληνικά ανθρακωρυχεία, με καθυστερημένες τεχνικές μεθόδους και πρωτόγονο τεχνικό εξοπλισμό.

2. Χρησιμοποίηση και αξιοποίηση τον λιγνίτη.

Ο μέσος όρος της ποιότητας του ελληνικού λιγνίτη δε φαίνεται να υστερεί από τούς ξένους λιγνίτες της Βαλκανικής, της κεντρικής Ευρώπης και της δυτικής Γερμανίας. Από τις αναλύσεις που έκαναν ειδικοί επιστήμονες βγαίνει πως τόσο η σύσταση όσο και η θερμαντική του δύναμη μπορούν να στηρίξουν το παραπάνω συμπέρασμα. Βέβαια ή ποιότητα του λιγνίτη κάθε περιοχής της χώρας παρουσιάζει διαφορετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Γι’ αυτό αν δεν πάρουμε σαν δείκτη σύγκρισης ένα μέσο όρο ποιότητας θα πρέπει να αναφέρουμε για την κάθε περιοχή χωριστά στοιχεία που δείχνουν ότι σε κάθε είδος λιγνίτη εκτός από τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει η χημική του σύνθεση, υπάρχει και μια διαφορά στον τρόπο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί καλύτερα12. Το ζήτημα όμως αυτό είναι αντικείμενο μελέτης ειδικών επιστημόνων.

Σύμφωνα με τις απόψεις που διατύπωσαν μετά από εργαστηριακές έρευνες ειδικοί τεχνικοί13 για δυνατότητες αξιοποίησης και χρησιμοποίησης του λιγνίτη μας σε ποικίλες χρήσεις βγαίνει ότι: α) ό ελληνικός λιγνίτης παρουσιάζει ελαττώματα (εύθρυπτος, περιεκτικότητα μεγάλη σε τέφρα, έχει ασβεστόλιθο, θειάφι, υγρασία κ.ά.) που κάνουν μειονεκτική τη χρησιμοποίηση του σε φυσική κατάσταση συγκριτικά με το γαιάνθρακα που εισάγεται από το εξωτερικό. Τα μειονεκτήματά αυτά όμως (που συναντούμε άλλωστε και στους ξένους λιγνίτες) μπορούν να εξουδετερωθούν με κατάλληλη κατεργασία και να παραχθούν από το λιγνίτη καύσιμα ανώτερης θερμαντικής ικανότητας. Πάντως και σε φυσική κατάσταση ο λιγνίτης χρησιμοποιείται (όπως και σήμερα στην Ελλάδα) σε οικιακές χρήσεις, σε εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, σε μικρά ατμόπλοια. οινοπνευματοποιεία, τσιμεντοποιεία κ.ά. β) Ο ελληνικός λιγνίτης αυτούσιος ή με κατάλληλη έπεξεργασία14 (πλινθοποίηση και εξευγενισμό) μπορεί να χρησιμοποιηθεί:

1) σε πλίνθους (μπριγκέτες) για σιδηροδρομική έλξη (ταχείς συρμούς) με θερμαντική ικανότητα 7.000 θερμίδες.

2) Για ξυλοκάρβουνο εξαιρετικής ποιότητας που θ’ αντικαταστήσει τα καυσόξυλα. Μπορεί να παραχθεί από λιγνίτη ορισμένων περιοχών.

3) Σε μπριγκέτες για κίνηση πλοίων (ατμοπλοΐα) με μεγάλη θερμαντική Ικανότητα (6-7.000 θερμίδες).

4) Αυτούσιος για φωταέριο.

5) Σε μπριγκέτες ή αυτούσιος για θερμική κίνηση βιομηχανικών εργοστασίων (τσιμέντου κ.&.) με θερμαντική ικανότητα τουλάχιστο 4.500-5.000 θερμίδες.

6) Σε μπριγκέτες ή αυτούσιος για εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής. Θερμαντική ικανότητα 6.000 θερμίδες. Μπορεί να παραχθεί με κονιοποίηση (Κυριακός).

7) Αυτούσιος ή σε μπριγκέτες για αστικές χρήσεις (θέρμανση).

γ) Σημειώνουμε ιδιαίτερα ότι ο ελληνικός λιγνίτης συγκεντρώνει όλα τα προσόντα15 που χρειάζονται για να παραχθεί κόκ κατάλληλο σε μεταλλουργικές χρήσεις.

Κατά τον Κέγκελ είναι δυνατή η παραγωγή μπρικετών μεταλλουργικού κόκ από λιγνίτη με θερμαντική δύναμη 6.000-8000 θερμίδων. Ο λιγνίτης μάλιστα που εξορύσσεται σε ορισμένες περιφέρειες της χώρας μας προσφέρεται κατά τον ίδιο τον Κέγκελ ιδιαίτερα για μια τέτοια κατεργασία.
Η διαπίστωση αυτή σήμερα νομίζουμε πως έχει επιβληθεί, με την ορθότητα της, στους τεχνικούς16 και αν υπάρχει θέμα προς συζήτηση και έρευνα αυτό πρέπει μάλλον να είναι η μελέτη για τον καλύτερο τρόπο και μέθοδο παρασκευής του λιγνιτοκόκ17 εφόσο φυσικά από τα τελικά πειράματα καταδειχθεί και η οικονομική του υπεροχή, σε βιομηχανική κλίμακα παρασκευής, απέναντι του κοκ από άλλες πηγές.
Η σημασία της κατασκευής ντόπιου μεταλλουργικού κοκ θα παίξει σοβαρότατο ρόλο για την ανάπτυξη της μεταλλουργίας, όπως θα φανεί κι από την εξέταση των ειδικών συνθηκών που αφορούν τη σιδηρομεταλλουργία18.

δ) Είναι δυνατή η παραγωγή από τους ελληνικούς λιγνίτες συνθετικών, χημικών προϊόντων σύμφωνα με τις πιο τελευταίες επιστημονικές μεθόδους που στο διάστημα του πολέμου μελετήθηκαν εντατικά, με πλουσιότατα αποτελέσματα στις εφαρμογές. Κατά πολλούς επιστήμονες είναι οικονομικά συμφέρουσα και η παραγωγή υγρών καυσίμων (βενζίνα, πετρέλαιο κ. ά.).

Η αξία, και η σημασία, για τη σύγχρονη τεχνική των χημικών αυτών προϊόντων και καυσίμων, είναι τόσο μεγάλη, πού εξηγεί την υπερβολή του ισχυρισμού πολλών που υποστηρίζουν, ότι ο λιγνίτης θα έπρεπε αποκλειστικά να διατεθεί για την παρασκευή τέτοιων προϊόντων.
Η  αξιοποίηση του λιγνίτη με πλινθοποίηση, εμπλουτισμό και εξευγενισμό και ο τεχνικός συγχρονισμός των ορυχείων και των μεθόδων εξόρυξης και μεταφοράς του, θα ρίξει αισθητά τόσο το κόστος της παραγωγής ρυτούσιου λιγνίτη19 όσο και το κόστος των προϊόντων για τις διάφορες χρήσεις20 που αναφέραμε, σε σύγκριση με τις τιμές που πλήρωνε ή που θα πρέπει να πληρώνει η οικονομία μας για την προμήθεια των ίδιων προϊόντων (καυσίμων και χημικών προϊόντων) από το εξωτερικό.

Το κόστος εγκαταστάσεων στα ορυχεία και εργοστάσια εξευγενισμού του λιγνίτη δεν παρουσιάζεται υπερβολικό, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι μπορεί να κατασκευαστούν τμηματικά, σε αναλόγια με τις οικονομικές δυνατότητες που θα έχουμε και τις ανάγκες που θα πρέπει να καλύπτουμε 21.

3. Οι βάσεις για μια σωστή αντιμετώπιση του λιγνιτικού.

Αν θέλουμε να τοποθετήσουμε τις επιδιώξεις μας στο ζήτημα του λιγνίτη πάνω σε μια σωστή βάση, πρέπει να δηλώσουμε ότι το ζήτημα αυτό που αποτελεί κομμάτι της ενεργειακής μας πολιτικής, θα λυθεί οριστικά και επιστημονικά σωστά, μονάχα σε ένα κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον με τα σαφή γνωρίσματα της λαϊκής δημοκρατίας, μιας εξουσίας δηλ. πού θα εξουδετερώσει την κυριαρχία της οικονομικής ολιγαρχίας, πάνω στις «γερές θέσεις» της οικονομίας. Το ζήτημα της εκμετάλλευσης του λιγνίτη μπορεί να παρουσιάζεται από τους ειδικούς μονάχα σαν τεχνικό, ενώ στη βάση του δεν παύει να είναι κοινωνικό και οικονομικό.

Οι ταλαντεύσεις και οι αμφιβολίες και οι ατέλειωτες συζητήσεις των τεχνικών, αν μπορεί ή δεν μπορεί ο λιγνίτης να χρησιμοποιηθεί για την α ή β περίπτωση, δείχνουν ακριβώς ότι το λιγνιτικό ζήτημα κρατήθηκε σε μια σφαίρα μεταφυσικής και εργαστηριακής το πολύ αντιμετώπισης, χωρίς να μπει σε πρακτική εφαρμογή που αυτή μονάχα θα έδειχνε και στους τεχνικούς αν η τάδε ή δείνα χρησιμοποίηση του λιγνίτη είναι προτιμότερη. Ακόμα η έλλειψη ερευνών, με αποτελέσματα σαφή, καθρεφτίζει την πολιτική του επίσημου κράτους που προσπάθησε να «υποστηρίξει» το λιγνίτη με το συνηθισμένο αντιοικονομικό ή μάλλον έξωοικονομικό τρόπο δασμολογικής προστασίας, με επιβάρυνση της κατανάλωσης, αντί να προσπαθήσει να αναπτύξει τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής του και να ρίξει το κόστος του. Στην πολιτική πάλη αυτή βλέπουμε ότι το κράτος βοηθούσε όχι την «ανάπτυξη της λιγνιτοπαραγωγής» μα τους ίδιους τους ταξικούς του στυλοβάτες, που ήταν και oι προνομιούχοι εκμεταλλευτές (με ειδικούς νόμους παραχωρήσεων από τό κράτος) και που μ’ αυτόν τον τρόπο μεγάλωναν τα κέρδη τους. Γιατί βέβαια είναι χωρίς συζήτηση ότι η θέση του έλληνα ανθρακωρύχου ήταν ελεεινή και χειροτέρεψε σταθερά από το 1920 ως σήμερα.

Γι’ αυτό βάλαμε ορισμένες προϋποθέσεις κοινωνικοοικονομικές που είναι αυτές μονάχα ικανές να στηρίξουν και την τεχνική λύση του λιγνιτικού. Οι γενικές αρχές που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε για την αξιοποίηση του λιγνίτη και την ένταξη του μέσα στο πλαίσιο του ενεργειακού ζητήματος σαν βασικού συντελεστή, νομίζουμε ότι μπορεί να διατυπωθεί με λίγα λόγια:
α) Τα λιγνιτωρυχεία όταν δεν αποτελούν βέβαια δημόσια μεταλλεία, όπως και τα άλλα μεταλλεία, πρέπει να εθνικοποιηθούν σαν επιχειρήσεις που υπάγονται στην κατηγορία των μεγάλων επιχειρήσεων πρωταρχικής εθνικής σημασίας22.

Η εκμετάλλευση των λιγνιτωρυχείων πρέπει για όσα δεν είναι «ιδιωτικά μεταλλεία», να σταματήσει να γίνεται μίσθωση, εργολαβία κλπ. σε ίδιώτες23 με τον τρόπο που γινόταν ως σήμερα24.

β) Η οργάνωση της λιγνιτοπαραγωγής και  αξιοποίηση του προϊόντος της για πλατειές χρήσεις της παραγωγικής και της ατομικής κατανάλωσης δεν μπορεί να στηρίζεται σε ψεύτικες και αντιοικονομικές βάσεις, όπως γίνεται μέχρι σήμερα με τη δασμολογική προστατευτική πολιτική του κράτους που ξεσπούσε σε βάρος του λαϊκού εισοδήματος.

Βάση για την ανάπτυξη της παραγωγής λιγνίτη και την τεχνική του επεξεργασία πρέπει να γίνει ο άρτιος τεχνικός εξοπλισμός των όρυχείων25, η ίδρυση εργοστασίων εξευγενισμού κλπ. του λιγνίτη, και οι καλές συνθήκες δουλειάς του έλληνα ανθρακωρύχου και εργοστασιακού εργάτη. Μονάχα με τα παραπάνω μέτρα θα μεγαλώσει φυσιολογικά η παραγωγικότητα και η εντατικότατα της δουλειάς στο ορυχείο και στο εργοστάσιο, και θα κατασκευασθούν ποιοτικά ανώτερα προϊόντα.

γ) Η κατανομή του λιγνίτη στις πολλαπλές χρήσεις, που προσφέρεται και σαν καύσιμο και σαν χημικό προϊόν, πρέπει να γίνει ανάλογα με τις ανάγκες που θα παρουσιάσει ο κάθε κλάδος της οικονομίας για τα είδη αυτά και με την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιούνται σαν τα ποιοτικά και οικονομικά συμφερότερα είδη για την ικανοποίηση των αναγκών αυτών.

Θα ήταν όμως προεξόφληση της πραγματικότητας αν θέλαμε από σήμερα να καθορίσουμε με απόλυτη ακρίβεια σε τί ποσοστό ο λιγνίτης θα χρησιμοποιηθεί σαν καύσιμο για ενέργεια και σαν καύσιμο για θέρμανση ή σαν πρώτη ύλη για παραγωγή υγρών καυσίμων και άλλων χημικών προϊόντων26.

Αυτό που ξέρουμε είναι ότι θα χρησιμοποιηθεί αναμφισβήτητα για τούς παραπάνω σκοπούς, (ενέργεια, θέρμανση, μεταλλουργικό κοκ) και γι’ αυτό πρέπει να μελετήσουμε την προετοιμασία των τεχνικών και άλλων προϋποθέσεων μέσα στο συνολικό πρόγραμμα αξιοποίησης των ενεργειακών δυνάμεων της χώρας.

______________

1. Βλ. Ν. Ζαχαριάδη: Το πρωταρχικό εθνικό μας πρόβλημα», στο « Ριζοσπάστη» της 10 Σεπτέμβρη 1946.
2. Α. Δεληγιάννης: «Γύρω στο δίκτυο μεταφοράς», «Οικονομικός ταχυδρόμος», αριθ. 22/29-11-43.
3. Προτού περάσουμε στην εξέταση των δύο φορέων του ενεργειακού δυναμικού για τη χώρα μας, που είναι οι λιγνίτες και οι υδατοπτώσεις, σημειώνουμε τη σημασία ενός τρίτου φορέα που μπορεί στο μέλλον να παίξει σοβαρό ρόλο για την ενεργειακή αξιοποίηση του τόπου, το πετρέλαιο. Το πολύτιμο αυτό υγρό καύσιμο έχει διαπιστωθεί σε «πενιχρές» είναι αλήθεια, ως σήμερα, εμφανίσεις και «ενδείξεις» εμφανίσεων στο ελληνικό υπέδαφος (βλ. Α. Σ. Κώνστα: «Ή βιομηχανία πετρελαίου στην Ελλάδα», «Οικονομικά χρονικά», αριθ. 3 και 4/15-7-1945). Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να γίνουν συστηματικές έρευνες για να εξακριβωθεί η έκταση και η αξία των εμφανίσεων αυτών (δυτική ‘Ελλάδα. Θράκη, δυτική Πελοπόννησος, Ζάκυνθος).
4. Βλ. Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου: «Περί του δυνατού αυξήσεως της παραγωγής και καταναλώσεως του εγχωρίου λιγνίτου 1933».
5. ‘Αναλυτικά κατά περιοχές βλ. πίνακα αριθ. 11.
6. Κ. Κέγχελ: «Έρευνα τοϋ λιγνιτικού προβλήματος της Ελλάδος», «Τεχνικά χρονικά» αριθ. 176 (1939).
7. Βλ. ‘Αναλυτικά κατά περιοχές σύμφωνα με Κέγκελ, βλ. πίνακα αριθ. 12.
8. Βλ. Δ. Κισχύρα: «Ό ορυκτός μας πλούτος κλπ.», «Ανταίος», αριθ. 10, σελ. 27-28, και «Γύρω από την αξιοποίηση των λιγνιτών της χώρας μας», «Ανταίος», αριθ. 13-14/1945.
9. Ο υφηγητής του Πολυτεχνείου Γ. Πεξόπουλος, υπολογίζει εξακριβωμένα κοιτάσματα 200.000.00U τόνων και πιθανά «τριακονταπλάσιας ίσως ποσότητος», Βλ. Γ. Πεζόπουλου: «’Ενεργειακοί ανάγκαι της χώρας και δυνατότητες παραγωγής ηλεκτρικής ενεργείας». «Τεχνική» αριθ. 30-31/1945, σελ. 106.

10. ‘Ορυχείο Ημερήσια απόδοση του εργάτη. Τιμή κατά τόνο Φλώρινας 0,18 τόνους 550 δρχ. Κύμης 0,29 » 340 » Βεύης 0,48 » 267 » ‘Αμύνταιου 1,03 » 205 » Β. Δ. Κιαχύρα: Γύρω από την αξιοποίηση των λιγνιτών της χώρας μας, «Ανταίος», αριθ. 13 – 14, σελ. 289.
11. Σύμφωνα με άλλους μελετητές η μέση απόδοση κατά ημερομίσθιο είναι 430 χιλιόγραμμα στα ελληνικά ορυχεία έναντι 12 τόνων στη Γερμανία (σύστημα κοιτασμάτων Χάλλε).
12. Για τη σύγκριση της ποιότητας και θερμαντικής δύναμης ελληνικών καί ξένων λιγνιτών βλ. πίνακα αριθ. 13 και πίνακα αριθ. 14.

13. Τριανταφυλλίδης, Ζώτος, Κέγχελ, Κιοχυρας. Βλ. εργασίες και άλλων για το ζήτημα αυτό στη βιβλιογραφία.
14. Βλ. Κέγχελ, Τριανταφυλλίδη, Φάρνι και βιβλιογραφία για λιγνιτικό καθώς και Δ. Κισχυρα στο ίδιο.

15. 1) Θερμαντική δύναμη 7.500 – 8.000 θερμίδων. 2) Περιεκτικότητα οι τέφρα 6 -9%. 3) Περιεκτικότητα σε υγρασία 5%. 4) Περιεκτικότητα σε θειάφι 1 – 1,25%. 5) Αντοχή στη θλίψη όχι κάτω από 100 χιλ. ανά τετρ. εκατοστό. 6) “Εξωτερική επιφάνεια πορώδη. Τα προσόντα αυτά είτε διαθέτει φυσικά ο λιγνίτης μας είτε μπορούμε να τα πετύχουμε με διάφορες τεχνικές μεθόδους. Βλ. Δ. Κισχύρα (στο ίδιο) και τις παραπομπές σε ξένους ειδικούς για το ζήτημα των προσόντων που πρέπει να έχει ο λιγνίτης για να είναι κατάλληλος για παρασκευή μεταλλουργικού κόκ.

16. Βλ. Κουβέλη «Βιομηχανικοί δυνατότητες κλπ.», σελ. 41, καί Χ. Δαβίδ στο ίδιο (Κουβέλη) σελ. 10.
17. Τελευταία, όπως μας πληροφορεί ο Α Κικύρας (στο ίδιο), εκφράστηκαν αντιρρήσεις από πειράματα που έγιναν στο εργοστάσιο αεριόφωτος πάνω στις δυνατότητες που παρέχουν οι ελληνικοί λιγνίτες για κατασκευή μεταλλουργικού κοκ. Τα πειράματα, όμως αυτά έγιναν σε λαθεμένη βάση, γιατί χρησιμοποιήθηκε λιγνίτης σε φυσική κατάσταση, ενώ έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την απόσταξη πλινθοποιημένος λιγνίτης απ’ όπου θα είχαν αφαιρεθεί οι ουσίες που θα εμπόδιζαν την επιτυχία της παρασκευής (όπως θειάφι, τέφρα κλπ.).

18. Ειδικότερα για τη σιδηρομεταλλουργία με ηλεκτροκαμίνους, όπου το κοκ χρησιμεύει για την αναγωγή του οξειδίου σε μεταλλικό σίδερο και όχι για τη θέρμανση της καμίνου που γίνεται με ηλεκτρικό ρεύμα, χρειάζεται και λιγότερη ποσότητα κοκ (όπως θα δούμε σε άλλο κεφάλαιο). Αλλά είναι δυνατή και η χρησιμοποίηση κατώτερης ποιότητας κοκ, όπως από τύρφη. Βλ. Κισκυρα (στο ίδιο). Συνεπώς μπορούμε να θεωρούμε εξασφαλισμένες τις προϋποθέσεις προμήθειας μεταλλουργικού κοκ για τη μεταλλουργία μας.

19. Κατά υπολογισμούς του Δ. Κισκυρα το κόστος εξόρυξης λιγνίτη δε θα ξεπερνάει τις 100 δρχ. κατά τόνο από 200 – 500 πού στοίχιζε προπολεμικά.

20. Ό ίδιος υπολογίζει τιμή τόνου fob στον Πειραιά μεταλλουργικού κοκ από λιγνίτη 700 – 800 δρχ., ενώ το ξένο κοκ στοίχιζε 1.200 δρχ. προπολεμικά.

21. Σύμφωνα με στοιχεία του μηχανικού Σ. Σταυρόπονλον (βλ. πίνακα αριθ. 15) οι δαπάνες αξιοποίησης των λιγνιτωρυχείων φτάνουν το ποσό τών 560 εκατομμυρίων δραχμών. Οι δαπάνες σιδηροδρομικών και λιμενικών έργων για τον Ίδιο σκοπό τα 240 εκατομμύρια δρχ., δηλαδή συνολικά χρειάζεται ποσό 800 εκατομμυρίων για τις παραπάνω δύο κατηγορίες δαπανών. Για την πλινθοποίηση και εξευγενισμό του λιγνίτη ο Τριανταφυλλίδης υπολογίζει 40.000.000 δρχ. για 75.000 τόνους λιγνίτη. Ο Φάρνι για 140.000 τόνους λιγνίτη 80.000.000 δρχ. Ένα εργοστάσιο παραγωγής μεταλλουργικού κοκ από λιγνίτη κόστισε στη Γιουγκοσλαβία 500 περίπου εκατομμύρια δραχμές. Ο Δ. Κισχύρας (στο Ίδιο) αναφέροντας τις πιο πάνω δαπάνες υπολογίζει ότι συνολικά η αξιοποίηση 3 εκατομμυρίων τόνων λιγνίτη που θα χρειασθούν για τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας θα στοιχίσει 1,5 – 2 δισεκ. δρχ. προπολεμικές. Και μαζί με τα έξοδα αναδιοργάνωσης των ορυχείων σε 2 – 2,5 δισεκ. δραχμές. Σημειώνουμε και πάλι πως η κλιμακωτή αξιοποίηση του λιγνίτη – και όχι για όλες τις ενεργειακές μας ανάγκες, γιατί μην ξεχνάμε τον ηλεκτρισμό από τις υδατοπτώσεις – με την τεχνική ανασυγκρότηση των ορυχείων θα κοστίσει τμηματικά πολύ λιγότερο.
Νομίζουμε πως βασικά έξοδα για το ξεκίνημα θα είναι η ανασυγκρότηση ορισμένων ορυχείων (300 εκατομμύρια δραχ.) και οι εγκαταστάσεις ενός ή δύο εργοστασίων για πλινθοποίηση, εξευγενισμό κλπ. (500 εκατομμύρια δραχ.).
22. Βλ. πρόγραμμα λαϊκής δημοκρατίας του ΕΑΜ.
23. Οι Ιδιώτες αυτοί «μισθωτές» πετυχαίνουν με μακρόχρονες μισθώσεις (η μίσθωση του λιγνιτωρυχείου ‘Αμυνταίου και ‘Αχλάδας λήγει το 1964 και του λιγνιτωρυχείου Κύμης το 1972) που στο διάστημά τους δεν φτιάνουν ούτε ένα άξιο λόγου τεχνικό έργο να εξασφαλίζουν τα  πλεονεκτήματα με τους ιδιοκτήτες κατά παραχώρηση. Αφού δηλ. τρυγήσουν ό,τι καλύτερο και όπως μπορούν ευκολότερα, εγκαταλείπουν ύστερα το μεταλλείο σε κακή κατάσταση. (Παράδειγμα το μεταλλείο σίδερου Γραμματικού ‘Αττικής (6λ. Δεληγιάννη: «Ή μεταλλουργία του σιδήρου εις την Ελλάδα», «Οικονομικά χρονικά» αριθ. 9 – 10), όπου οι ενοικιαστές όταν παράτησαν το μεταλλείο ξήλωσαν και τη σιδηροδρομική γραμμή. Γνωστά παραδείγματα για τούς κατοίκους της Αττικής αποτελούν τα λιγνιτωρυχεία Καλογρέζας που παρουσιάζουν εικόνα υποτυπώδους συντήρησης και αντιτεχνικής εκμετάλλευσης.

24. Ή νομοθεσία των μεταλλείων (ν. ΓΦΚΔ) ορίζει ότι συνιστάται «εμπράγματων δικαίωμα» ιδιοκτησίας του μεταλλείου για κείνον που του παραχωρεί το κράτος  με διάταγμα παραχωρητήριο το δικαίωμα αυτό, ενώ η Ιδιοκτησία του εδάφους μένει στο Δημόσιο. Νομίζουμε ότι αυτός ο νομικός δυαδισμός – ιδιοκτησίας του εδάφους και ιδιοκτησίας μεταλλείου – πρέπει να καταργηθεί: ό διαχωρισμός αυτός έγινε από το ν. ΓΦΚΔ’ – και με καταστρατήγηση των άρχων του ρωμαϊκού δικαίου μάλιστα – μόνο και μόνο για να παραχωρηθούν προνόμια ασύδοτης εκμετάλλευσης στην αρπακτική επιχειρηματικότητα των Ελλήνων και ξένων ιδιωτών, εταιριών κλπ. που ξεπούλησαν επί έναν αιώνα περίπου το μεταλλευτικό πλούτο της χώρας και καταδυνάστευσαν την εργατική τάξη. Βλ. καί Η. Ήλιου: «Ή Ιδιοκτησία τού υπεδάφους», «Ανταίος». αριθ. 13 – 14, σελ. 293.

25. Τεχνικό εξοπλισμό εννοούμε και τις εγκαταστάσεις μεταφοράς (μικροί σιδηρόδρομοι) και τα μηχανήματα και τα εργαλεία που θα αντικαταστήσουν όπου χρειάζεται τον κασμά, το φτυάρι και το χειροκίνητο καροτσάκι κι ακόμα τις εγκαταστάσεις φόρτωσης κλπ. του προϊόντος (λιμάνια, αποβάθρες κ. ά.).
26. Ενδεικτικά αναφέρουμε υπολογισμούς που έγιναν για την ποσόστωση των διαφόρων χρήσεων του λιγνίτη στον πίνακα αριθ. 16 κ. ά. Πρέπει να προσεχτεί ότι ο συσχετισμός και η σύγκριση των φορέων της ενέργειας πρέπει να μη μας κάνει να υποτιμήσουμε τη σημασία και την αξία του καθενός στην πιο κατάλληλη τεχνική και οικονομική τους χρησιμοποίηση για τη δοσμένη περίπτωση. Θεωρούμε ολότελα παράλογη την προσπάθεια της υπερτίμησης των προσόντων ενός φορέα ενέργειας (του νερού) και την υποτίμηση των άλλων (λιγνίτη, αμένου κλπ.) ή το αντίστροφο. Διαφορετικό βέβαια είναι το ζήτημα, από που θ’ αρχίσουμε την αξιοποίηση του ενεργειακού μας πλούτου, πράγμα όμως που δε θα πρέπει να προδικάζει τη μελλοντική εξέλιξη προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *