Λογοτεχνικό Αφιέρωμα στον Μενέλαο Λουντέμη (2)

Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας…

του Δημήτρη Δαμασκηνού

 Λογοτεχνικό αφιέρωμα

(Μέρος Δεύτερο) 2. Τα πλοία δεν άραξαν

Αέρας πλατυός από βουνά και θάλασσες να με χτυπά

σε ξένους ουρανούς, σ’ άγνωστα μέρη

πάντα να τρέχω να ξεφύγω αυτή τη σκέψη, που τρυπά

πλιότερο από μαχαίρι

(απόσπασμα από το ποίημα: «Αλητεία», του Κ. Βάρναλη)

 Είχε πρωτοεμφανίζεται, άλλωστε, στα ελληνικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία, δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας το 1927 και το 1928, τις οποίες υπογράφει με το πραγματικό του όνομα (Τάκης Βαλασιάδης). Υπάρχει μαρτυρία πως συμμετέχει στους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς του λαϊκού περιοδικού «Φαντάζιο» και του «Παρνασσού» μαζί με τους επίσης τότε πρωτόβγαλτους Γιάννη Σκαρίμπα και Γιώργου Δνεδρινού, του πρόωρα αυτού χαμένου Κεφαλονίτη συγγραφέα (1). Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».

Μέσα από μια οδύσσεια συνεχών μετακινήσεων, από την Έδεσσα σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης, ακολουθώντας κάποιο περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής, φτάνει από εκεί στο Βόλο, όπου, πενέστατος, προσλαμβάνεται ως δακτυλογράφος από τον δικηγόρο Γιώργος Αβτζής, και γράφει γράμμα-γράμμα στη γραφομηχανή του γραφείου τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής «Τα πλοία δεν άραξαν», για την οποία τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας δύο χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1938 (2).

Η ίδια η από κοινού βράβευση του Μ. Λουντέμη το 1938, με τον Κ. Πολίτη και την Ε. Αθηναία, με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας (έναν θεσμό που    βεβαίως η Αριστερά καταγγέλλει) συνιστά ένα περιορισμένο «άνοιγμα» της δικτατορίας Μεταξά στους αριστερούς διανοουμένους, την ώρα που οι σχέσεις των βενιζελικών διανοούμενων με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν σταματούν στο ιδεολογικό επίπεδο της αναζήτησης της «ελληνικότητας» και της καταδίκης του κομμουνισμού, αλλά, για να χρησιμοποιήσουμε και έναν σύγχρονο όρο, σημειώνουν μια βαθύτερη διαπλοκή (3).

Ρόλο στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του Μενέλαου Λου-ντέμη το 1936 έπαιξε ο σύλλογος προοδευ-τικών διανοουμένων «Φίλοι των Γραμμά-των» (4). Ο σύλλογος διατηρούσε μόνιμη στήλη, τη «Φιλολο-γική Σελίδα» στην εφημερίδα «Θεσσαλία» ενώ παράλληλα μεριμνούσε και για την έκδοση βιβλίων. Έτσι εξέδωσε το έργο του Νίκου Παπαχατζή για τα αρχαιολογικά μνημεία του Βόλου και το μυθιστόρημα του Λουντέμη «Τα πλοία δεν άραξαν». Τις δραστηριότητες του συλλόγου ανέκοψε η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1940.

Στη νέα, ωστόσο, έκδοση των διηγημάτων της συλλογής «Τα πλοία δεν άραξαν» (μετά απ’ αυτήν που έγινε στο Βόλο το 1936 σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων) έπαιξε καθοριστικό ρόλο ο μπαρμπα-Γιάννης ο Σκαρίμπας, επηρεασμένος κι αυτός από το έργο του διάσημου Νορβηγού συγγραφές Κνουτ Χάμσουν (5)  και έχοντας εκδώσει λίγα χρόνια πριν, το 1933, το Θείο Τραγί  (6).

Σ’ αυτό το βιβλίο ο Λουντέμης περιπλανιέται στα πεζοδρόμια και στα καταγώγια της αστικής ζωής, τρυπώνει στις πολύβουες φλέβες της, ψάχνει στον πιο μολυσμένο βούρκο. Συναντά ανθρώπους περιθωριακούς, κολασμένους και, κάποτε, αυτοκαταστροφικούς. Η αλητεία, ο μποεμισμός και το εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον κυριαρχούν στο πρώτο του βιβλίο. Καλοαναθρεμμένα κορίτσια που καταλήγουν σε φτηνά πορνεία, με το όνομα αλλαγμένο, μα με τις μνήμες ζωντανές· άντρες φτωχοί και λησμονημένοι απ’ όλους· γυναίκες της υψηλής κοινωνίας με ανικανοποίητους πόθους. Άνθρωποι τυραννισμένοι, που ωστόσο μέσα τους σιγοκαίει ακόμη μια κάποια ελπίδα…

Η σφραγίδα του Συλλόγου Φίλοι των Γραμμάτων. (Αρχείο Συλλόγου Φίλοι των Γραμμάτων, ΔΗ.Κ.Ι.)

 

 


Ο πρωταγωνιστής είναι ένας θλιμμένος και άκακος κομπάρσος, που δεν κατορθώνει να στεριώσει πουθενά. Η φτώχεια και η ασκήμια του γίνονται μονίμως αντικείμενο χλευασμού, η ορμητικότητα και η ευφυϊα του τον οδηγούν εύκολα στην αποτυχία και τη γελοιοποίηση. Πεινασμένος, άνεργος, ανέραστος, περιφέρεται στους δρόμους και στα μαγαζιά της νύχτας, ψάχνοντας μάταια στέγη και τροφή Παρατηρώντας όμως, τον άξενο κόσμο τριγύρω του, αποκτά διαπεραστικό βλέμμα: σκηνές από το περιθώριο, πρόσωπα που έχουν χάσει τα πάντα, εικόνες από ένα μικροσύμπαν που πνίγεται μέσα στις δυσβάστακτες συνθήκες οι οποίες τον προσδιορίζουν (7).

Αξιοπαρατήρητο είναι, επίσης, πως πολλά από τα διηγήματα της συλλογής αυτής έχουν ως φόντο το αστικό περιβάλλον και σ’ αυτό το σημείο ο Μενέλαος Λουντέμης ακολουθεί τα βήματα πεζογράφων του ρωσικού ρεαλισμού (8), όπως του Μαξίμ Γκόρκι  ή του «δικού μας» Δημοσθένη Βουτυρά που με «τους Αλανιάρηδες, και με όλο το βαρυσήμαντο έργο του, τράβηξε την πεζογραφία από το χωριό και την έφερε στην πολιτεία και στη φτωχή γειτονιά της»  (9). Αυτό, άλλωστε, είναι και το αίτημα της εποχής του μεσοπολέμου που είναι πλέον ώριμη να εγκολπωθεί τη γνωστή πολεμική του Ροϊδη (1899) κατά της ηθογραφίας: «το ημέτερον κοινόν ήρχισε , δεν λέγομεν ν’ αηδιάζη, αλλά να χορταίνη τας στάνας, τας στρούγγας, τα λημέρια, τας φλογέρας, τους κολλήγους, τους λεβέντηδες, τας ζηλεμένας κόρας, τα μοιρολόγια, τα ασημοχρύσαφα και τους κερατισμούς των τράγων»  (10).

Περισσότερες ομοιότητες, ωστόσο, διαπιστώνονται στη γραφή του Λουντέμη με τον περίφημο την εποχή εκείνη Νορβηγό συγγραφέα Κνουτ Χάμσουν (11) και τον λογοτεχνικό «αλήτη» του (12), που σε κάποια διηγήματα είναι παραπάνω από εμφανείς. Άλλωστε ο τελευταίος  επηρέασε ουκ ολίγους συγγραφείς της γενιάς του ’30 (13) αλλά και μεταγενέστερους, όπως π.χ. τον έφηβο Μανώλη Αναγνωστάκη (14),  αλλά και τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, ο οποίος αποδίδει τον νεανικό «τυχοδιωκτισμό» του (αυτόν που τον έστειλε στο Μαουτχάουζεν) στα χαμσουνικά διαβάσματά του (15).

Ο Λουντέμης, άλλωστε, διαθέτει, στενή βιογραφική ομοιότητα με τον βορινό ομόλογό του: εργασία από μικρό παιδί, ποικίλα βιοποριστικά επαγγέλματα, φτώχεια. Το διήγημά του «Αχ… καιρός γι’ αγάπη!» είναι πολύ κοντά στα χαμσουνικά πρότυπα των περίπλοκων ερωτικών σχέσεων: νέος με βιολί φτάνει σε νησί όπου μπαίνει θεληματάρης σε πλούσιους παραθεριστές. Η όμορφη κόρη τού κηρύσσει τον πόλεμο, τον ταπεινώνει διαρκώς. Όταν στο τέλος τον διώχνουν, η κόρη τού ομολογεί πως τον αγαπά. «Κι εγώ, είπα βαριά κι απελπισμένα. Και συνέχισα το δρόμο μου…» (16).

Κοινωνική ανισότητα και παλινωδίες μιας κόρης περιλαμβάνει και το διήγημα «Χαμόγελο σε πληγωμένα χείλη». Άνεργος, άστεγος, πεινασμένος, ψάχνοντας για δουλειά, ο ήρωας σχετίζεται με μια κοπέλα που φαίνεται να τον εκτιμά, διαρκώς όμως του παίζει το παιχνίδι της προσέλκυσης και της απόκρουσης, ενώ τέλος φαίνεται να προτιμά κάποιον άλλον, έναν πλούσιο, τον Ζαννό. Ο αφηγητής-ήρωας στο πρόσωπο του πλούσιου νέου αναπαράγει την ατμόσφαιρα και  ταυτόχρονα απορρίπτει το «φαντασιακό σύμπαν» της βραχύβιας ελαφριάς λογοτεχνίας, αδυνατώντας να μετακινηθεί από τη φτωχή γωνιά της καθημερινής βιοπάλης στις κοσμοπολίτικες λεωφόρους των στείρων ονείρων  των  αστών του Μεσοπολέμου. Ο φτωχός ήρωας φλερτάρει με την αυτοκτονία, αλλά τελικά επιβιώνει  (17).

Το πάθος του συγγραφέα σημαίνει παράλληλα την απουσία κοινωνικής συμπαράστασης και την ανυπαρξία συλλογικής αλληλεγγύης (18), συνιστά δηλαδή έναν πλάγιο τρόπο κοινωνικής αμφισβήτησης. Και σ’ αυτήν την επιλογή ο Μενέλαος Λουντέμης δεν είναι ο μόνος. Η λειτουργία της λογοτεχνικής ταυτότητας του χαμσουνικού αλήτη σε πλείστους όσους συγγραφείς του Μεσοπολέμου οδήγησε στην αναγωγή του σε ιδιόρρυθμο σύμβολο της «προλεταριακής λογοτεχνίας» (19) πριν την καθιέρωση του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» (20).

1934. Μόσχα. Ο Κ. Βάρναλης με τον Δ. Γληνό (δεξιά) και τον Κανονίδη, διευθυντή του ελληνικού θεάτρου του Σοχούμ, στο συνέδριο Σοβιετικών συγγραφέων.  

«Η Ποίηση του Βάρναλη» – έγραψε ο ΜενέλαοςΛουντέμης – «δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι».

Η λογοτεχνική μορφή του αλήτη ιχνηλατεί δηλαδή τους δρόμους της πολιτικής δράσης, δεδομένου ότι «της γης οι κολασμένοι» υλοποιούν με την ύπαρξή τους την επαναστατική προοπτική και συνάμα δακτυλοδεικτούν την «παρακμή του αστικού καθεστώτος» (21). Με δυο λόγια, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα νεορομαντικό πρότυπο αντικομφορμισμού, διαμαρτυρίας, φυγής και απελευθέρωσης. Βρισκόμαστε, άλλωστε, στα 1938, στο μεσουράνημα της μεταξικής δικτατορίας, που φυσικά δεν επέτρεπε στους αριστερούς διανοουμένους γλαφυρές περιγραφές των βαθύτερων τους κοινωνικών και πολιτικών πεποιθήσεων…

Ο ρομαντικός τόνος των διηγημάτων της συλλογής αυτής και το αισθηματολογικό πρίσμα του αφηγητή ίσως στερούν ένα μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης από τον σύγχρονο αναγνώστη, ωστόσο δεν τον εκβιάζουν ιδεολογικά, τα διηγήματα απεικονίζουν μια αναγνωρίσιμη πραγματικότητα και διαθέτουν σχετικά ολοκληρωμένους χαρακτήρες.

Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της δουλειάς του νεαρού –τότε- και πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα είναι και το διήγημα που ακολουθεί: «Ήθελα να ’ξερα ποιος ειν’ αυτός ο νέος». Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, ο αφηγητής καταγράφει τη δική του ιστορία και η εστίαση είναι εσωτερική, παράγοντες που δημιουργούν έντονα την αίσθηση της αυτοβιογραφικής αφήγησης:

Ήθελα να ’ξερα ποιος ειν’ αυτός ο νέος (22)  

    Το καλοκαίρι ψυχορραγούσε στις δεντροστοιχίες… Οι ογροί πισσωμένοι δρόμοι που τα καλοκαίρια βρομούσαν «μπιτούμ», σαν ιδρωμένοι κόρφοι, τώρα στρώθηκαν από φύλλα, αυτά τα άρρωστα πεσμένα φύλλα που είναι μια θλίψη να τα βλέπεις. Φέτος οι ζεστές αύρες τα ξεγέλασαν. Το χιόνι αργοπόρησε στα βουνά κι αυτά μένανε ξεχασμένα στα δένδρα. Όλα τα μικρόζωα είχαν ξεθαρρέψει.

Κι εμείς (εγώ κι οι άλλοι ξεσπιτωμένοι) ελπίζαμε κρυφά. Ελπίζαμε κι εμείς πως δεν θα τελείωνε το καλοκαίρι. Πως μπορεί να μετάνιωσε ο χειμώνας… Μπορεί και το Ημερολόγιο να παραστράτησε μια φορά. Όλα έτσι έδειχναν και μας παρηγορούσαν. Κι η φουντωμένη πρασινάδα των λόφων… Κι η χλόη του Κεντρικού Κήπου… και τα στέρεα φύλλα.

Και ψες ακόμη… Ακόμη ψες… Όλα ήταν γαληνεμένα και παρήγορα. Ψες ακόμη… Η θάλασσα άχνιζε ατάραχη στο Σαρωνικό. Και τ’ αστέρια μας χαιρετούσαν από ψηλά. Κι η χτεσινή μέρα τελείωσε με καλοκαίρι. Κανείς δεν υποψιάστηκε το κακό. Και το πρωί έφερε την παγωνιά.

Τόσο αναπάντεχα ήρθε ο φετινός χειμώνας.

Τι να ’κανα; Ήρθα πάλι εδώ. Έφερα απ’ τα ταξίδια μου το σκοπό μου νεκρό. Γύρισα πάλι εδώ στην Αθήνα. Όχι για να βρω τη χαρά και τον έρωτα που ζήτησα στα ταξίδια… Όχι πια. Γύρισα σαν το χελιδόνι που επιστρέφει στο κλίμα του. Σαν γερασμένο ζώο που επιστρέφει να ξαπλώσει και να τελειώσει στα χώματά του.

Έκλεισαν κιόλα δυο βδομάδες… Πότε πέρασαν δυο βδομάδες;

Τα φύλλα κυλούσαν παραζαλισμένα στο σταυροδρόμι. Η βροχή έδερνε τρελά τα πάντα.

Πυκνές δέσμες νερού ραβδίζανε την αντικρινή μαρκίζα, ώσπου ο αέρας την άρπαξε, την στροβίλισε ψηλά και την παράτησε στα μεσόκλωνα της ψηλής λεύκας.

Ένας θρήνος γίνεται μ’ αυτές τις μοναχικές λεύκες των Αμπελοκήπων. Τα κέντρα με τις πολύφυλλες τζαμαρίες κλείσανε βιαστικά. Και τα γκαρσόνια, με τις μπλούζες τους τις κάτασπρες, συλλογιούνται ακίνητα πίσω τους. Το μάτι τους το έξυπνο και σφαγιαστικό είναι πνιγμένο από θολή απόγνωση. Τα αυτοκίνητα της λεωφόρου Κηφισιάς κατρακυλάνε με πολεμικό αφηνίασμα. Ένα μπακαλόπαιδο με ψώνια κοροϊδεύει το σφύριγμά τους. Δε δίνει δεκάρα για το τίποτα. Με μια λινάτσα καμωμένη κουκούλα, τσαλαβουτάει στα νερά και σφυρίζει.

Εδώ μέσα στο καταφύγιο του τραμ είμαστε συναγμένοι κοντά τριάντα άνθρωποι. Οι είκοσι εννιά απ’ αυτούς χουχουνίζουνε, μ’ ευχάριστο γέλιο, τα χέρια τους και περιμένουν το τραμ.

Να, τώρα δα θα ’ρθει και θα τους πάει στα ζεστά σπίτια τους. Είναι μεταξύ τους και μια όμορφη ψηλή δεσποινίδα με σοσόνια. Τσαλακώνει ένα «LU». Μόλις θα το πήρε. Ρίχνει κάπου κάπου μια επιπόλαια ματιά στα πρώτα εικονογραφημένα φύλλα και κοιτάζει τον ορίζοντα που θα φέρει το τραμ. Θα κάθεται σε ψηλό σπίτι και θ’ ασχολείται με τα νύχια της. Είναι κι ένας παχύς κύριος με ροζ επιδερμίδα. Τα τρυφερά του κάτω άκρα τα ’χει αποθηκευμένα σε γυαλιστερές γαλότσες. Δεν αδημονεί καθόλου. Εγώ ζαρώνω, όλο και πιο πολύ, στη γωνιά του βάθους, μην τύχει και με μυριστούνε και με διώξουνε.

Είναι αδύνατο να πω πόσο με πονούν τα πόδια μου. Ο χειμώνας θαυματουργεί αδυσώπητα εκεί κάτω, μες στα ξεσολιασμένα πάνινα παπούτσια. Σε λιγάκι θα τελειώσει κι η μέρα. Οι άνθρωποι με τα χριστουγεννιάτικα ψώνια τους θα ’χουνε φύγει. Ύστερα θα προχωρήσει η νύχτα. Ύστερα το υπόστεγο αυτό με τα ζεστά χνότα θ’ αδειάσει. Και σε λιγάκι θα κλείσει.

Τώρα που έκλεισε που θα πάω; Που θα πάω;

Ο ουρανός αδειάζει λυσσαλέα ωκεανούς νερό απ’ το βλοσυρό του ύψος. Αυτόν τον ωκεανό που χύνεται κατακλυσμικά απάνω μου… αυτόν τον πόντο που γδέρνει το πληγιασμένο τομάρι της γης… αυτά, αυτόν θα ’χω για πάπλωμά μου απόψε.

Περνώ δρομέα απ’ τι λεύκες. Τα φύλλα τους είναι ψάθα στην ογρή γη, κι αυτές αναστενάζουν γυμνές. Εκεί καθώς με τύφλωνε η βροχή, καθώς τους σκέπαζαν τα φύλλα, βούλιαζα σε πολλούς λάκκους.

Με σφιγμένα δόντια, με δαγκωμένη ψυχή έτρεχα ένα δρόμο από διακόσια μέτρα με την ελπίδα πως θα ’βρισκα κανένα υπόστεγο. Ύστερα το πήρα απόφαση. Απελπίστηκα και βάδιζα καταμεσής στη λεωφόρο. Είχα ποτίσει νερό ως την ψυχή μου. Τώρα πια θα ήταν μάταιο ό,τι και να ’βρισκα. Τώρα τίποτα δε μ’ ωφελούσε, τίποτα δε μ’ έσωζε. Η δυστυχία μ’ απόσπασε τελειωτικά απ’ τους ανθρώπους. Άλλοτε, με τη λιγότερη φτώχεια, οι λιγοστοί γνώριμοί μου, αυτού του κόσμου, θα με κοίμιζαν σ’ ένα διάδρομο, σε μια κουζίνα. Τώρα δε θα μ’ έβαζαν ούτε στο χοιροστάσι τους.

Θυμήθηκα τα Μαυσωλεία… Αυτά τα νεκρόσπιτα με την ωραία αρχιτεκτονική. Με τους υποβλητικούς τρούλους τους, τ’ αυστηρά μπαρόκ τους. Να κλείνουνε τη βορά του χρόνου, ένα μικρό σακουλάκι μουχλιασμένα κόκαλα. Κι αυτό το μικρό αποκαϊδι, τη φουχτίτσα αυτή τα κόκαλα, να τα προστατεύει απ’ τη λύσσα του βοριά ένας στέρεος, απόρθητος θόλος. Κι εμένα; Εμένα να με απαγχονίζει η μπόρα όξω από τις κατοικίες των νεκρών. Να μ’ εμπαίζουνε τα ζωντανά κόκκινα χείλη και η στοιβίτσα τα κόκαλα. Η σφριγηλή ζεστή σάρκα, και το δεματάκι απ’ τ’ αποφάγια της ζωής. Να γελάει μαζί μου η ζωή και τ’ απορρίμματα της… Ο θάνατος και το σιχαμερό του λάφυρο…

Τώρα δα, τώρα δα, σιμώνει και τελειώνει η μισή νύχτα. Η φρίκη γελάει με τ’ άσαρκα δόντια κάποιου κρανίου. Χορεύει στο σκοπό της θύελλας. Απάνω στα λαστιχάτα ζεστά ντιβάνια πόσα νέα κορμιά τώρα δε θα τονίζουνε το τραγούδι της δημιουργίας… Πόσες ηδονικές φρικιάσεις στις φωτισμένες κάμαρες. Πόση αλλοφροσύνη ζωής!! Η Στουτγκάρντη θα μεταδίδει σταθερά και ανενόχλητα τα «Ναχτσκοντσέρτ» της. Και τ’ αφτιά θα ηδονίζονται ρεμβαστικά πάνω στις μαλακές πολυθρόνες.

Λεωφόρος Αλεξάνδρας…

Είναι μια νεκρή φλέβα της Πρωτεύουσας. Μια τεντωμένη κορδέλα που ακουμπάει στην πολύβουη στράτα των Πατησίων και κόβεται στους Αμπελοκήπους. Η «Σόνια», καθώς την περνάω, είναι σβηστή, το καμπαρέ «Χόλιγουντ» μεσουρανεί. Ένα βιολί ζυγιάζει τις τρίλιες του πάνω στο γδούπο της τζαζ. Ο αέρας μου φέρνει κάτι ξεφτισμένες σπασμωδικές δοξαριές.

Τα πυκνά κιλοβάτ σπαταλούνε εκατοντάδες «κηρία» στα πολύφωτα.

Για μια στιγμή ένα κεφάλι ζωγραφίζεται στο τζάμι. Ύστερα ένα δεύτερο. Το κέντρο σφεντόνιζε στην άσφαλτο μια φαρδιά σπαθιά από φως. Εκεί διακρινότανε όλη η λύσσα της βροχής. Εκεί που διασταυρώνουνται οι δυο καταρράχτες. Ο δικός της και του κέντρου. Εκεί, στο φωτισμένο κομμάτι του δρόμου, είχα «την τιμήν» ο περαστικός εγώ, να «επισύρω την προσοχήν» που λένε, αυτών των ωραίων ματιών. Ήμουνα ένα κόσμημα στην ωραία φαντασμαγορία της νύχτας. Ναι, ήμουνα ένα πολύ σπαραχτικό χάρμα!

Η φωτεινή ζώνη έμεινε πίσω μου. Δεν πέρασε πολλή ώρα και δυο φεγγίτες άνοιξαν μες στη νύχτα. Δυο μικρές ελπίδες που πλησίαζαν ορμητικά. Ήταν τόσο φεγγοβόλοι που περίμενα, ανάμεσα απ’ τη βροχή, να παιχνιδίσει η Ίρις…

Μα δεν ήταν έτσι… δεν ήταν έτσι. Κείνες οι στρογγυλές τρύπες ήταν τα μάτια της βουδικής θεότητας. Ανήκαν σ’ ένα κλειστό αυτοκίνητο που οι ρόδες του πέρασαν σύρριζα στα πόδια μου. Κάποιο λεπτό χέρι θα βγήκε από το «μανσόν» τους για ν’ ανασηκώσει το κουρτινάκι. Μέσα απ’ τις κορνίζες του ρίμελ, τα μάτια της θα με κοίταζαν σαν σπάνια γαρνιτούρα του δρόμου. Τα χείλη της θα ’σκασαν σ’ ένα μικρό γελάκι… Έπειτα θα στράφηκαν ελαφρά και θα «εναποτέθηκαν» πολύ κινηματογραφικά στο στόμα του. Ήμουνα στο πάρκο της διασταύρωσης, στο κηπάκι με την πισίνα που τα καλοκαίρια τσαλαβουτάει με ξεφωνητά το παιδομάνι.

Εκεί, άλλη μια ρουκέτα έλουσε το δρόμο και περπάτησε κατά την Ομόνοια. Εκεί οι κεραίες της περίχυσαν έναν κινούμενο μαύρο όγκο. «Άνθρωπος» μου ήρτε να ουρλιάξω. «Ένας άνθρωπος!» «Ένας άνθρωπος στον απάνω κόσμο!»

Τον έφτασα. Βάδιζε σερνάμενος κάτω από ένα υπόστεγο. Εκείπάνω η βροχή τραγουδούσε σαν λάμια. Είχε μια λαδιά μπαλωματιά στο λιωμένο παλτό του και βάδιζε. Ήταν κι αυτός για κλάματα. Πήγαινα ξοπίσω του και βροντούσα κόντρα τέμπο τα βήματά μου μη μ’ άκουε και στρεφότανε. Τίποτα.

-Καλησπέρα, του κάνω, μια σπιθαμή μακριά απ’ τ’ αφτιά του.

Κείνος γι’ απάντηση μου γρύλιξε. Η φωνή του ήταν και δεν ήταν ανθρώπου. Το κεφάλι του το ’χε φασκιωμένο σε κουρέλια.

Τον ακολουθούσα και τον κουβέντιαζα. Κάτω απ’ το σωρό τα κουρέλια μού αποκρινόνταν κάτι οργισμένα βογκητά. Δεν θα τον άφηνα πια… ήταν δικός μου! Παπαγάλιζα τα βογκητά και τα καμώματά του. Τρέκλισμα αυτός, τρέκλισμα κι εγώ. Λοξοδρόμισμα, λοξοδρόμισμα. Μα εκεί στο σταυροδρόμι του Χαλκοκονδύλη το παράκανε το λοξοδρόμισμα. Μπήκε σε μια φαρδιά πόρτα του νούμερου 26, κι εγώ τον ακολούθησα. Ανέβηκε τις σκάλες, τις ανέβηκα κι εγώ. («Πρώιος-Μηχανικός» έλεγε μια ταμπέλα). Έσπρωξε μια πόρτα, τον βοήθησα. Μπήκε αυτός πρώτος με το λαδί του μπάλωμα, μπήκα κι εγώ στο κατόπι του. Και βρεθήκαμε σε μια σάλα. Βρομούσε βαριά κι απροσδιόριστα εκεί μέσα. Απ’ τις γωνιές της αναδινότανε μια δυνατή μπόχα από άπλυτα και λιγδιασμένα ρούχα. Και ιδρώτας… πολύς ιδρώτας πληγιασμένου κορμιού. Απ’ τις ψηλές κολόνες του δρόμου μπαίνανε οι ανταύγειες των λαμπιονιών, που κρεμασμένα σαν κουδούνια παράδερναν μες στη θύελλα. Τι φως τους χοροπηδούσε στη σάλα. Και τότε μέσα σ’ ένα δυνατότερο ανέμισμα είδα κάτι στοίβες σκεπασμένες μ’ εφημερίδες που σαλεύανε στο ρυθμό της αναπνοής.

Ο άνθρωπός μου διευθύνθηκε τρικλίζοντας σε μια γωνιά με στρωμένες εφημερίδες. Γκρεμίστηκε απάνω τους κι έμεινε.

Εμένα μ’ έτρωγε η συλλογή. Τι κορμιά και τι ένστικτα έκρυβαν κάτω τους αυτές οι εφημερίδες;

Έδωσα αφτί στο δρόμο. Οι στέγες αγκομαχούσανε απ’ τον αέρα και τη βροχή. Ζυγιάστηκα λίγα λεπτά ακόμη ανάμεσα στην ιδέα να φύγω ή να ξαπλώσω; Έγειρα στο δεύτερο. Σωριάστηκα κι εγώ στον τοίχο. Το νερό μού είχε ποτίσει ως και το τελευταίο κύτταρο.

Ήξερα τι με περίμενε. Κάθε αντίδραση ήταν ανώφελη… Ο θάνατος δεν θα ’ρχόταν, ο θάνατος ήταν εκεί. Έμπαινε απ’ όλους τους πόρους. Ζάρωα και τον περίμενα.

Απ’ τη γωνιά της πόρτας άρχισε μια γκρινιάρικη μουσική. Το τελευταίο κορμί του τοίχου μούγκριζε και βλαστημούσε. Βλαστημούσε όλα τα όσια των ανθρώπων. Κάποια στιγμή σηκώθηκε. Κοίταξε ένα γύρω με μάτια πεινασμένου σκύλου. Ύστερα μούντζωσε γη και ουρανό και χάθηκε απ’ την πόρτα, αφού τη βρόντηξε με λύσσα. Απ’ τις γωνιές για απάντηση φύτρωσαν μεμιάς όλα τα εκλεκτά άνθη της ελληνικής αγανάκτησης και κατασίγασαν ξανά κάτω απ’ τις εφημερίδες.

Πέρασε μισή ψυχρή ώρα ακόμη. Το καταβρεχτήρι της βροχής ράπιζε με πείσμα τα τζάμια. Ένα δοκάρι της αντικρινής στέγης γκρεμίστηκε με πάταγο. Κείνη ακριβώς την ώρα άνοιξε κι η πόρτα. Άνοιξε με θρίαμβο. Το γκρινιάρικο κορμί της γωνίας είχε ξαναγυρίσει. Κάτι ξεχώριζε ψηλά στο χέρι του.

-Απάνω ρε λέχρες!!

Δίνει μια κλοτσιά σ’ ένα σωρό από εφημερίδες. Ύστερα σηκώνει ψηλά το χέρι του που τελειώνει σ’ ένα πακέτο τσιγάρα.

-Απάνω μωρή κόφαααα!! Κοίτα, κοίτα… Κοιτάτε με όλοι! Καραβασίλης «κληρωτός». Τόνε σούφρωσα από το κιόσκι του Κολοβού!

Άρχισε να πετάει τσιγάρα σ’ όλες τις κατευθύνσεις. Τότε έγινε κάτι θαυματουργό. Απ’ τους σωρούς τις εφημερίδες άρχισαν να φυτρώνουν, να ξεπετιούνται κάτι αποτελειωμένα κορμιά… κάτι ερείπια. Άναψαν και κάπνιζαν. Οι τοίχοι γιόμισαν μικρές φωτιές και καπνούς. Δεν ήταν άνθρωποι παρά –κυριολεκτικά- ένας σωρός καπνιζόντων ερειπίων, που γράφουνε οι εφημερίδες.

Η αντικρινή λάμπα της κολόνας έσπασε, και το φως τραβήχτηκε ξαφνιασμένο. Οι φωτίτσες των τοίχων δυνάμωσαν και σβούσαν σαν γατίσια ματάκια που παίζανε τα βλέφαρά τους. Κατόπι μια μια τις κατάπιε η νύχτα. Μετά απ’ τις σπιθίτσες αυτές που παραχώθηκαν στη χόβολή τους, ακολούθησε ένα τρίψιμο χαρτιών. Τα ερείπια ξαναθάβονταν κάτω απ’ τις εφημερίδες. Ακολούθησε μια σιωπή στυγνή, σαν αφούγκρασμα. Η γκρίνια της βροχής είχε κατασιγάσει. Είχε παραδοθεί κι αυτή στη σιωπή.

Ώρα για αναπαμό.

Η αληθινή σιωπή στον κόσμο είναι λίγη σαν την αλήθεια. Υποβάλλει και μεγαλουργεί όπως αυτή. Σου διαπερνάει το λογισμό σαν μια δέσμη καθαρής ημέρας. Ορμάει μέσα σου, σου ξεδιπλώνει τις πτυχές. Όπως ένας μυστικός ήλιος σε διαποτίζει ανάμεσα απ’ τις ραφές του κρανίου σου.

Η ζωή σε μένα στάθηκε ένα κήτος σαρκοβόρο, και οι άνθρωποι τα δόντια του. Ένα οχτρικό κήτος… που δεν αγάπησα παρά αυτό. Αγάπησα αυτό και τα δόντια του τόσο πιο πολύ, όσο βαθύτερα μπήχτηκαν στις σάρκες μου. Τ’ αγάπησα και το πίστεψα… στο όνομα των πληγών μου. Ναι. Η ζωή στάθηκε σε μένα μια φωτιά. Με τη φούχτα μου απάνω της ορκίζομαι πως δεν αγάπησα παρά αυτήν… με την απανθρακωμένη φούχτα μου πάνω της! φωνάζω με τη φωνή του κάρβουνου πως θα την αγαπώ χωρίς κατάληξη, πως η πίστη μου σ’ αυτήν δεν θα ’χει συντέλεια.

Θα ήθελα (αχ… πόσο θα το ήθελα) να την αγαπώ για τα τριαντάφυλλα που θα μου χάριζε, μα την αγαπώ και για τ’ αγκάθια της. Γονατίζω μπροστά στην ωραία ζωή που δεν τη σπατάλησα. Βάζω το χέρι μου πλατιά στην καρδιά και τα’ ορκίζομαι με μελανά χείλη. Δεν τη σπατάλησα. Δεν ξόδεψα καν ούτ’ ένα σπυράκι της. και θα φύγω με το χρυσό μου αυτό απόθεμα άγγιχτο.

Η σιωπή σε τούτη τη θλιβερή ώρα μου με νανούρισε σαν θλιμμένη μητέρα. Μ’ ένα καλοκαιρινό σύννεφο με ταξίδεψε σε ήμερα στοργικά τοπία.

Τούτη την ώρα στα χωριά θα βροντάνε τις πόρτες και θα τραγουδάνε τα κάλαντα.

Εκ της Περσίας έρχονται

τρεις Μάγοι με τα δώρα.

    Γιατί να μην τους συντύχαινα στο δρόμο αυτούς τους τρεις μάγους; Δε θα τους ζητούσα τίποτα ακριβό. Θα τους παρακαλούσα μονάχα να μ’ άφηναν να ψάξω λιγάκι στα δισάκια τους. Δεν θα τους άγγιζα κανένα απ’ τα δώρα τους. Θα τους άφηνα την «σμύρναν» και τον «λίβανον» να τα πήγαιναν στον προορισμό τους. Μονάχα για κανένα ξεροκόμματο θα ’ψαχνα στα δισάκια τους, και λίγη ζεστασιά θα ζητιάνευα απ’ τους τζουμπέδες τους.

Και ήρταν οι Μάγοι. Ακριβώς την ώρα της μεγάλης σιωπής. Όπως τους περίμενα. Ακουότανε το βήμα τους στις σκάλες, σαν κύμα που πλησιάζε να σκάσει. Κι έσπασε η πόρτα… Η κλοτσιά δόθηκε από γερό πόδι κι η πόρτα παραδόθηκε

Οι Μάγοι δεν ήταν «εκ της Περσίας», ήταν απ’ τον Πόντο. Μπήκαν εχτρικοί και καταχιονισμένοι. (Φαίνεται πως θα το ’χε στρώσει για καλά έξω). «Αστήρ λαμπρός» τους οδηγούσε: Ένας φακός που ερεύνησε με μίσος τους τοίχους.

-Πρέεεε!! Ντε φτάτε αδακά; Α σην Δεφτέραν δεν είπα σας να «άρον ντον γκράβατόν σας» γκαι να μπεριμπαντήτε;

Δίνει μια κλοτσιά στον πρώτο.

-Πρέεε! Σούκω πρέε! Σούκω λέω σε! Την πίσ’ νας να…

Τα κατοπινά είναι ένας σπαραγμός. Είχε κάτι το ομηρικό το πάλεμά μας. Πρώτος αντιστάθηκε στο ξεπόρτισμα ο γκρινιάρης της πόρτας. Κείνοι οι τρεις «Μάγοι» ήταν Ηρακλήδες. Οι δυο ήταν στρατολογημένοι απ’ το αντικρινό πυγμαχικό ρινγκ της «Αλάμπρας».

Ο αγώνας στάθηκε άνισος. Τι ψυχή είχαμε εμείς οι μισεροί να τα βάλουμε με τους πυγμάχους!

Σε πέντε λεπτά με ματωμένα χείλη χυμένα δόντια, σπασμένες μύτες, αφήναμε τη μεγάλη πόρτα. Μας πέταξαν σαν μια φτυαριά σκουλήκια. «Περιοδικόν Η Φιλοτέλεια» έλεγε η ταμπέλα της πόρτας «Πατησίων 26». Η φιλοτέλεια!! Χα αα χάαα…

Το χιόνι χυνόταε βιαστικό. Βάλθηκε μ’ επιμέλεια ν’ ασπρίσει τη γη. Οι άνθρωποι είχανε ξεμπουκάρει πρωινοί απ’ τα σπίτια τους. Οι καμπάνες τους καλούσαν επίμονα και θυμωμένα. Η μέρα σταμάτησε δισταχτική στα σύνορα της Πεντέλης. Μα οι άνθρωποι αδιαφορούσαν και βάδιζαν. Βάδιζαν έξαλλοι από ζωή… Βιαστικοί και άκαρδοι.

Πολυάσχολα, μάταια ανθρωπάκια, όσα με προσπερνάτε. Εσείς που τραβιέστε προφυλαχτικά για να μην αγγίξετε τα κουρέλια μου… είσαστε προσωρινά όσο κι αυτά, όσο και τα «καμηλό» σας. Παιχνιδιάρικα ζωάκια μπουχτισμένα από ζωή, είμαστε ολόιδιοι. Γδυνόμαστε και βλέπουμε… Έχουμε από πέντε αισθήσεις και τέσσερα άκρα. Γιατί είσαστε τόσο άπονα μαζί μου;

…Αχ, οι άσπρες αυλές των σπιτιών τώρα στα χωριά. Τα τζάμια με το γαλάζιο καπνό, με τον πιο γαλάζιο καπνό τουκ κόσμου. Οι θεόρατοι σωροί απ’ τα κούτσουρα που θα λιγοστεύουνε… θα λιγοστεύουνε… Και κάτω απ’ τα τελευταία ένα βιαστικό γυμνό λουλουδάκι που θα φρίσσει… Μάνα μου πόσο όμορφη πρέπει να ’ναι η ζωή… η ζωή που δε γνώρισα!

Το χιόνι δεν μετανιώνει καθόλου για την κακία του. Αυτή η συφορά που πέφτει απ’ τα θολά ύψη δίνει στα σχήματα κάτι αλαβάστρινες γραφικές καμπύλες. Δεν πρόφταιναν οι άνθρωποι να βαδίσουνε και γεμίζανε απ’ αυτά τα κάτασπρα ροκανίδι.α

Μας βγάλανε όλους μαζί απ’ τη μεγάλη πόρτα. Σαν ένα κοπαδάκι άφρρωστα ζώα που τα βγάζουνε για βοσκή και κείνα είναι σίγουρα πως πάνε για να πεθάνουν. Αυτό ήταν αναπόφυγο.

Αύριο στις πανηγυρικές εφημερίδες με τις χρωμολιθογραφίες μετά τα επιδόρπια, θα διάβαζε ο χορτάτος κόσμος ωραίες πρόζες και ποιήματα. Παραπεταμένες σε μια άκρη θα διάβαζε και κάτι ψιλές γραμμίτσες για ένα δυο θανάτους ‘εκ ψύξεως’. Τι κατάπτωση… Ούτε και να πεθάνεις δε σ’ αφήνουνε στη γλώσσα σου.

‘Εκ ψύξεως’. Ψέμα! Εγώ απλώς μόνο από ξεπάγιασμα θα πήγαινα.

Οι εφημεριδογράφοι δεν θα τσιγκουνευτούνε σ’ εντυπωσιακές φράσεις. Ίσως να τους κατέβαζε το ξερό τους να γράφανε ότι το μούτρο μου είχε κάτι το ξαφνιασμένο και πεισματάρικο. Θα του βρίσκανε αποτυπωμένα τα ίχνη μιας αντίστασης ως τα έσχατα. Θα του βρίσκανε πολλά. Ποιος τους κρατούσε; Ό,τι θέλανε θα του βρίσκανε.

Ο άνθρωπος με τα ράκη βογκούσε πίσω μου. Κείνος με το λαδί μπάλωμα στη ράχη. Στα Χαυτεία είχε κιόλας περάσει μπροστά μου.

Οι άνθρωποι με περνούσαν και άσπριζαν και σβήνανε μες στο χιόνι. Ω οι χιονάνθρωποι… οι χιονάνθρωποι… Θα λιώσουν με τον πρώτο ήλιο… Τι ωφελεί να είναι κακοί;

Τον άνθρωπο με το μπάλωμα… Δεν έπρεπε να τον χάσω. Δεν έπρεπε… Είχε ένα ένστικτο δυνατό αυτός. Κάποιο καταφύγιο θα ξανάβρισκε. Μα αυτό το χιόνι που μ’ αφήνει να ξεδιακρίνω;

Το μπάλωμα! Το λαδί μπάλωμα! Το χάνω, το βρίσκω – το χάνω, το βρίσκω… Καρφώνω το μάτι μου απάνω του και τ’ ακολουθώ σαν υπνωτισμένος.

Μπροστά μου βαδίζουνε ένας τοίχος από ράχες χιονισμένες.

Αχ… γιατί να χιονίζει τόσο πολύ;… Και νυστάζω. Μα πρέπει να τ’ ακολουθάω, να τ’ ακολουθάω, το μπάλωμα.

Οι άνθρωποι περπατάνε και ασπρίζουνε… Όλο περπατάνε και ασπρίζουνε. Δεν κάνουν άλλο παρά να περπατάνε και ν’ ασπρίζουνε…

«Εκ ψύξεως». Όχι… Δεν ήθελα εκ ψύξεως. Ούτε από ξεπάγιασμα ήθελα. Δεν ήθελα να πεθάνω. Δε θέλω –δε θέλω- δε θέλω…

Ας έβλεπα ακόμα μια φορά ήλιο και ύστερα. Ας τον έβλεπα ακόμη μια φορά…

«Εκ ψύξεως»… Α! το χιόνι… το χιόνι…

Να τη…να τη κι η δική του ράχη. Θ’ ασπρίσει τώρα. Όλα τα παλτά θ’ ασπρίσουν. Και τα καινούργια και τα ράκη. Όλα. Κοίταξε κει… Τι όμοιοι που κατάντησαν, σαν γυμνοί!

«Ενδύονται κομβία». Να το! Κείνη την ταμπέλα, τι έξοχη! Είναι σπλαχνική σαν μοναστήρι. Ως και τα κουμπιά λυπάται και τα ντύνει. Μα πρέπει για να σε λυπηθεί να γίνεις «κομβί». Όχι κύριε δεν «ενδύονται κορμιά», λάθος κάνετε. «Ενδύονται κομβία». Αχ πλάστη, λάθος που το ’κανες. Κι εγώ τώρα κρυώνω αδικημένος. Κρυώνω σαν το κουμπί και νυστάζω σαν άνθρωπος. Νυστάζω ως το θάνατο. Και πώς να παλέψω με τη νύχτα; Τα βλέφαρά μου είναι το βαρύτερο πράγμα του κόσμου. Το αιστάνομαι να μου κλείνουν το φως σαν μπρούτζινα καπάκια.

Το μπάλωμα… Πρέπει να τ’ ακολουθάω το μπάλωμα. Είναι το πανάκι της παρηγοριάς. Μα που μ’ αφήνει το χιόνι; Αχ το χιόνι. Είναι άπονο σαν εφεύρεση ανθρώπων. Δεν καταλαβαίνει. Δεν ξέρει να καταλαβαίνει. Βάλτηκε να βγάλει ασπροπρόσωπη την αμαρτωλή γη μέσα σε μια νύχτα.

Το μπάλωμα!… Το μπάλωμα!… Το μπάλωμα!… Αχ… Τώρα πάει… έσβησε… Μπροστά στα μάτια μου απλώθηκε μια θολή παγωμένη έκταση. Το μπάλωμα έκλεισε.

Ήταν μια μικρή φελούκα που ναυάγησε μέσα στη χιονοθύελλα. Κάτω απ’ τα βλέφαρά μου θάφτηκε το φως. Κουκουλώθηκα μέσα στον άσπρο θάνατο… σαν το πουλί που ξαναγίνεται αβγό.

Το χιόνι αύριο θα γίνει πάλι νερό. Θα σωθεί. Ο Θεός δε θα ’χει να ρίξει άλλο μπαμπάκι. Θα τελειώσει το μπαμπάκι του. Μπορεί να τελειώσει και το μπαμπάκι των αφτιών του, και να μας ακούσει, και να στείλει ζέστη.

Ξημερώνει. Ναι… Η μέρα ξεμερώνει… τι είν’ αυτό; Τι είν’ αυτό στο χώμα που γυαλίζει; Χα;… ένα σαλιγκαράκι, ένας σερνάμενος Διογένης με τον πίθο του στη ράχη. Ε! γεροκυνικέ. Βρήκες εσύ εκεί κάτω άνθρωπο;…Βρήκες; Εγώ δε πάνω όχι.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Μία απάντηση στο “Λογοτεχνικό Αφιέρωμα στον Μενέλαο Λουντέμη (2)”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *