Καταστάσεις στις ζωές των ανθρώπων
Πάνω στους δρόμους της πολιτείας έχει κατακάτσει η σκόνη του χρόνου. Σκόνη από ερείπια και ανεγέρσεις, από τα πεδία των χαμένων και των κερδισμένων μαχών. Ανάκατα και συμπλεγμένα τα σωματίδια της ιστορίας, τόσο που να μην ξεχωρίζουν η καταγωγή και η προέλευσή τους, αναπαύονται στους δρόμους, στις πλατείες, στις αυλές και τις στέγες των σπιτιών. Άνθρωποι διαβαίνουν αμέριμνοι. Προσπερνούν μνημεία αδιάφοροι. Δρόμοι και λεωφόροι δεν έχουν πια ονόματα. Αυτά έχουν αντικατασταθεί από αριθμούς. Σε κάθε γωνιά σε κάθε πλατεία και σε κάθε γειτονιά έχει στηθεί η γιορτή. Παντού παραταγμένες παρέες κάτω από τους ίσκιους των καρπισμένων δέντρων. Παντού τα ίδια καρπισμένα δέντρα, παντού πανέρια με τα φρούτα τους που τα πολιορκούν συνεχώς λαίμαργα χέρια και αχόρταγα στόματα. Παραδίπλα οι κανάτες με το κρασί. Η πόλη γιορτάζει την αυτοκαταστροφή της βυθισμένη στη λήθη και τη μέθη. Εργοστάσια και καταστήματα είχαν κλείσει. Το εμπόριο είχε σταματήσει εδώ και καιρό. Η μαγική δύναμη των Λωτών, των μοναδικών καρπών που υπήρχαν σε τέτοια αφθονία, γινόταν μέρα με την ημέρα ακόμη πιο δυνατή. Πιο ελκτική. Το χθες δεν υπήρχε. Διαγράφηκε ως όρος από τη μνήμη. Συνακόλουθα δεν υπήρχε και η έννοια του αύριο. Το απόλυτο σήμερα έσβηνε το χθες και έπαιρνε τη σειρά του αύριο σε μια αδιάκοπη εναλλαγή και έτσι ο χρόνος αποκτούσε το χαρακτήρα της τέταρτης διάστασης όπως αυτός γίνεται αντιληπτός από τη σύγχρονη Φυσική. Πέρα και έξω από τα ανθρώπινα μέτρα και αντιλήψεις που στην περίπτωση της πολιτείας μας είχαν φτάσει να καθορίζονται σχεδόν αποκλειστικά από τα ένστικτα και τα ορμέμφυτα.
Το τέλος ήταν κοντά πια. Καμιά μαγική η ανωτέρα δύναμη δεν μπορούσε να το αποτρέψει. Ακόμη και το κρασί που έπιναν κόντευε να σωθεί. Ήταν τα αποθέματα των περασμένων χρόνων. Σε αυτό το διάστημα , κατά το οποίο ευδοκίμησαν αυτά τα δέντρα στην πολιτεία, οι άνθρωποι ξέχασαν να καλλιεργούν τα αμπέλια τους. Τα παράτησαν. Οι αμπελώνες ρήμαξαν. Τα χωράφια έμειναν χέρσα, οι αποθήκες και οι στάβλοι τους ρήμαξαν. Τα ζωντανά αφέθηκαν να διεκδικούν την επιβίωσή τους στην άγρια φύση. Εκεί όπου ο ισχυρότερος επιβιώνει στη φυσική επιλογή, αλλά που είναι αλήθεια ότι δε σκοτώνει από χόμπι ή ευτελή ιδιοτέλεια. Αμνήμονες, άκληροι και ανέστιοι απέμειναν πια οι άνθρωποι της πολιτείας μας.
Περιπλανώμενος στους δρόμους της διαβαίνει ένας, κάποιος, Οδυσσέας. Μαζί με τους συντρόφους του ταλαιπωρημένοι από ένα ναυάγιο ακόμα. Μόνοι και ξένοι ανάμεσα στους ξένους. Μόνοι σε αφιλόξενο τόπο. Είναι γνωστό όμως αυτό το μέρος. Έχουν ξαναπεράσει από δω. Τότε που και πάλι οι άρχοντες και οι έφοροι αυτής της χώρας έριχναν τους σπόρους της λήθης και της αμνησίας ανάμεσα στο πλήθος. Αυτοί φύτρωναν, ξεπετάγονταν, θέριευαν και κάρπιζαν σε έναν αέναο κύκλο. Το μέλλον όσων αντιστέκονταν να δοκιμάσουν τους καρπούς ήταν η εξορία. Το περιθώριο. Των υπολοίπων ήταν να μετατραπούν σιγά σιγά σε άβουλους και υποταγμένους. Δούλους και υποζύγια στη δούλεψη των αρχόντων, των εφόρων και του ιερατείου της πόλης. Όλων αυτών που για αιώνες τους έδεναν χειροπόδαρα και τους απομυζούσαν. Όλων αυτών που γλεντούν εδώ και αιώνες με τα καλύτερα και πλούσια εδέσματα και δεν πάσχουν από την αρρώστια της λήθης. Δεν λησμονούν και έχουν συνείδηση ότι η πλουσιοπάροχη ζωή τους τροφοδοτείται από την ελευθερία και το αίμα των δυστυχών αμνημόνων υπηκόων.
Ο Οδυσσέας, αυτός ο κάποιος, ψάχνοντας για μιαν Ιθάκη φαίνεται όμως πως είχε ξαναρθεί αποφασισμένος. Έπιασε ένα τσεκούρι. Το ίδιο και οι υπόλοιποι σύντροφοί του. Άρχισαν να πελεκάνε τους κορμούς των δέντρων μέχρι να τα ξαπλώσουν στο χώμα. Έμπαιναν άλαλοι οι γλεντοκόποι Λωτοφάγοι και κάτι πήγαν να πουν αλλά ούτε γνώριζαν ούτε θυμόταν που τους είχαν ξαναδεί. Ανοχύρωτοι και άπληστοι οι άρχοντες άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι το τέλος τους ήταν προ των πυλών… Οι εξεγερμένοι από καιρό εξόριστοι της πολιτείας είχαν σπάσει τα δεσμά τους και βρίσκονταν στις παρυφές της πολιτείας. Μόλις συναντήθηκαν με την παρέα του Οδυσσέα τα χέρια τους οπλίστηκαν με τα τσεκούρια που είχαν κόψει τα δέντρα. Κίνησαν για τα λημέρια των αρχόντων την ώρα που ο Οδυσσέας άνοιγε πανιά για μια άλλη περιπέτεια, Έστριψε τσιγάρο και μονολόγησε για την αξία της διατήρησης της μνήμης και το λυτρωτικό της χαρακτήρα όταν οι κυρίαρχοι νομίζουν πως είσαι του χεριού τους…
Μάκης Γεωργιάδης
VII – III- 2012
Αφήστε μια απάντηση