Στράτος Βουραζέρης –Δημήτρης Τζιαντζής
Η φτηνή πατάτα είναι μόνο η αρχή…
Η αυθόρμητη πρωτοβουλία πολιτών για την προμήθεια ποσότητας πατάτας απευθείας από τους παραγωγούς, που έχει ήδη επεκταθεί στο λάδι, το μέλι και άλλα προϊόντα, αποτελεί μια υγιή και αυθόρμητη έκφραση της ανάγκης των φτωχότερων λαϊκών εργατικών στρωμάτων για φθηνά και ποιοτικά προϊόντα. Έφερε στο προσκήνιο την έκταση του διατροφικού προβλήματος στη χώρα μας. Πρόβλημα που γιγαντώθηκε την τελευταία διετία από τις πολιτικές της κυβέρνησης, των μνημονίων, της ΕΕ και του ΔΝΤ (βλ. μείωση μισθών, μακροχρόνια ανεργία, αύξηση ΦΠΑ κ.λπ.) έχει όμως τις ρίζες του στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και στην οργάνωση της αγοράς των αγροτικών προϊόντων.
Ανέκαθεν τα διατροφικά αγαθά αποτελούσαν εμπόρευμα, όμως επιπλέον γίνονται και αντικείμενο όχι απλώς νόμιμου κέρδους αλλά άγριας κερδοσκοπίας. Έτσι, στις συνθήκες του αχαλίνωτου καπιταλισμού, παράγονται και διακινούνται προκειμένου να εξασφαλίσουν διαρκώς μεγαλύτερα κέρδη, με αποτέλεσμα όπως ανέδειξε το λεγόμενο «κίνημα της πατάτας», τη «διπλή ληστεία» στο ράφι και στο χωράφι, του καταναλωτή κατοίκου της πόλης και του γεωργού ή κτηνοτρόφου της υπαίθρου.
Σε ανακοίνωσή της η κλαδική επιτροπή αγροτοκτηνοτρόφων – γεωτεχνικών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, (διαβάστε τη εδώ ολόκληρη) , τονίζει ότι «δεν πρόκειται για το “κίνημα της πατάτας” όπως περιπαιχτικά έσπευσαν να το βαφτίσουν πρόθυμα τα παπαγαλάκια της συγκυβέρνησης. Πρόκειται για την πιο ξεκάθαρη αναγκαιότητα παραγωγών και λαού που βρίσκονται στο όριο της πείνας και της κοινωνικής καταστροφής. Είναι εικόνες από το μέλλον για τις τεράστιες δυνατότητες που ανοίγονται ώστε οι παραγωγοί του πλούτου να έχουν τον πρώτο λόγο ως προς το παραγόμενο προϊόν τους. Και αντίστοιχα οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ποιοτικά και φθηνά τρόφιμα».
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χαιρετίζει την απειθαρχία των παραγωγών του Κάτω Νευροκοπίου να πουλήσουν τον κόπο και τον ιδρώτα τους σε τιμές κάτω του κόστους. «Αυτές οι κινήσεις αποδεικνύουν ότι οι μεγαλέμποροι και οι μεσάζοντες δεν είναι πανίσχυροι», σημειώνεται. Τέτοιες πρωτοβουλίες δείχνουν πως η παράκαμψη των μεσαζόντων είναι αναγκαίο βήμα για να μπορέσουν παραγωγοί και λαός να μη τσακιστούν από την επίθεση συγκυβέρνησης ΕΕ και ΔΝΤ.
Στη νέα φάση της αντιπαράθεσης με την πολιτική του μαύρου μετώπου, η Aριστερά με την κοινή ανατρεπτική δράση της στο κίνημα καλείται να αφουγκραστεί τους τρόπους με τους οποίους εκφράζεται η λαϊκή αγανάκτηση. Να μη σηκώνει αμήχανα τους ώμους της, να μη βρεθεί απέναντι. Να μπει μπροστάρης μέσα από μαζικούς φορείς, μέσα από σωματεία και συνδικάτα, ώστε αυτές οι πρωτοβουλίες να αποκτήσουν ένα βαθύτερο περιεχόμενο.
Για την παραγωγή ποιοτικών, φθηνών και επαρκών τροφίμων για όλο τον πληθυσμό
Το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των τιμών που πουλά ο παραγωγός με αυτές που αγοράζει ο καταναλωτής, έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, γεμίζοντας τις τσέπες καπιταλιστών, εμπόρων, μεσαζόντων. Η «διπλή κλοπή» παραγωγού και καταναλωτή έχει ως συνέπεια η πατάτα να αγοράζεται από τον παραγωγό 10 λεπτά το κιλό και να πουλιέται στο ράφι 70 λεπτά. Το ρύζι να πουλιέται από τον παραγωγό 20 λεπτά και στο σούπερ μάρκετ 2 ευρώ, ενώ το λάδι από 1,8 ευρώ το κιλό να φτάνει στα 6 ευρώ το λίτρο στο ράφι, καταγράφοντας …ενισχυμένη κλοπή αφού οι έμποροι ενώ αγοράζουν κιλό, πουλάνε λίτρο (0,91 κιλά)! Το άνοιγμα της ψαλίδας των τιμών στα μεταποιημένα προϊόντα είναι πολλαπλάσιο, με χαρακτηριστικότατο παράδειγμα τα ζυμαρικά, των οποίων η τιμή στο ράφι είναι οκταπλάσια (!) σε σχέση με αυτή που αγοράστηκε η πρώτη ύλη από τον παραγωγό.
Η επί χρόνια εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) στη χώρα μας έχει ως αποτέλεσμα την επέκταση της ζώνης των πεινασμένων και το ξεκλήρισμα φτωχών αγροτών (15% μείωση αγροτικού πληθυσμού από το 1981).
Η πορεία εκφυλισμού και διάλυσης της πλειοψηφίας των 6.500 αγροτικών συνεταιρισμών που υπάρχουν στη χώρα, διεύρυνε σημαντικά το πεδίο ασύδοτης δράσης των μεσαζόντων. Τονίζουμε ότι οι συνεταιρισμοί στη χώρα μας αναπτύχθηκαν με περιορισμένο πεδίο δράσης, κυρίως στη διακίνηση των προϊόντων, αλλά και την προμήθεια αγροεφοδίων, αφήνοντας εκτός του πεδίου δράσης τους αυτή καθ’ αυτή την παραγωγή, γεγονός που εξαρχής άφηνε κενό χώρο για την ανάπτυξη της κερδοφόρας δράσης του κεφαλαίου, ενώ εξέθετε τους παραγωγούς στους εκβιασμούς του κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στον πρωτογενή τομέα. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις χρέωναν την πορεία εκφυλισμού των συνεταιρισμών στην κακοδιαχείριση και τις ρεμούλες των αγροτοπατέρων (βλ. «δικά τους παιδιά»). Αυτή όμως αποτελεί μία δευτερεύουσα αιτία για την οικονομική κατάρρευση της συντριπτικής πλειοψηφίας των συνεταιρισμών, η οποία σκοπίμως διογκώνεται από την κυρίαρχη πολιτική, προκειμένου να συγκαλυφθεί η πολιτική χρέωσης του «αγροτικού κράτους πρόνοιας» στους συνεταιρισμούς, αντί για το κράτος. Η τελευταία πράξη του έργου της διάλυσης των συνεταιρισμών όπως τους γνωρίζαμε τις προηγούμενες δεκαετίες και η ανασύνταξή τους στα πρότυπα καπιταλιστικών επιχειρήσεων παίχτηκε πρόσφατα με το νόμο 4015/11 που ψηφίστηκε από τη Βουλή, με τον οποίο αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες για τη συνολική καπιταλιστική αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής και οικονομίας (συμβολαιακή γεωργία, δημοπρατήρια γεωργικών προϊόντων κ.λπ.). Την ίδια στιγμή που με πολλούς τρόπους (μητρώο αγροτών, οικονομικός στραγγαλισμός κ.λπ.) ξεκληρίζονται φτωχοί αγρότες και εργατοαγρότες της υπαίθρου, δημιουργείται ένα εξαιρετικά αντιδημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας των νέων επιχειρηματικών συνεταιρισμών. Βαπτίζονται ως συνεταιριστικές δομές οι «ομάδες παραγωγών», οι οποίες όντας εταιρείες επί πολλά χρόνια, έδρασαν ως «δούρειοι ίπποι» στο συνεταιριστικό κίνημα, ενώ προωθούνται οι συμπράξεις των συνεταιρισμών και των ομάδων παραγωγών με επιχειρήσεις και ΟΤΑ.
Εκτός όμως από τα κτυπήματα που έχει δεχτεί η συλλογική οργάνωση των παραγωγών μέσω των πρωτοβάθμιων συνεταιρισμών, οι οποίοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα κάποιο ανάχωμα στην ασυδοσία των δυνάμεων της καπιταλιστικής αγοράς, οι ελληνικές κυβερνήσεις με συνέπεια και υπό την καθοδήγηση της ΚΑΠ, έχουν προχωρήσει στην κατάργηση ακόμα και των ελάχιστων μέτρων προστασίας του εισοδήματος των φτωχών και μεσαίων παραγωγών. Οι ελάχιστες εγγυημένες τιμές, αλλά και μέτρα τα οποία ίσχυαν στο παρελθόν για την περιστολή του κόστους παραγωγής, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης βαπτίστηκαν ως «στρεβλώσεις της καπιταλιστικής αγοράς» και καταργήθηκαν προς όφελος της ασυδοσίας του κεφαλαίου. Τα τελευταία χρόνια η αύξηση των τιμών σε βασικά είδη (σπόροι, λιπάσματα, φυτοφάρμακα) έχουν εκτοξεύσει το κόστος παραγωγής (200-300%). Σε αυτό το μπαράζ κερδοσκοπίας, δεν θα μπορούσε να λείψει το ελληνικό κράτος, το οποίο θεσμοθέτησε τον ανώτερο συντελεστή ΦΠΑ στην πρωτογενή παραγωγή (αγροεφόδια κ.λπ.), ενώ περιόρισε στο ελάχιστο τις φοροελαφρύνσεις των μικρών και φτωχών παραγωγών.
«Είμαστε έρμαια των εμπόρων και των μεσαζόντων», διαμαρτύρονται οι πατατοπαραγωγοί και όχι μόνο. Ανοργάνωτοι, με υψηλό κόστος παραγωγής και σε καθεστώς κυριαρχίας μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων στην αγορά των αγροεφοδίων και τη μεταποίηση, οι μικρομεσαίοι παραγωγοί επί πολλά χρόνια υποχωρούσαν και είναι δεδομένο ότι θα συνεχίσουν να υποχωρούν, ακόμα και μπροστά στην υποψία εκβιασμού από την πλευρά των εμπόρων (π.χ. να μείνουν τα προϊόντα στις αποθήκες).
Πολύ περισσότερο σε ένα γενικότερο εθνικό και ευρωπαϊκό οικονομικό πλαίσιο, το οποίο ενισχύει τον εκβιασμό μέχρι θανάτου παραγωγών αλλά και καταναλωτών. Γιατί τι άλλο ήταν το «ισχυρό ευρώ» για τους έλληνες παραγωγούς, αν όχι ένας ωμός εκβιασμός του κεφαλαίου, που μέσω του κοινού ισχυρού νομίσματος έχει τη δυνατότητα να εισάγει κάθε λογής αγροτικό προϊόν από την άλλη άκρη του πλανήτη και να το πουλά στην ελληνική αγορά στη μισή τιμή, που πουλά ο έλληνας παραγωγός ο οποίος παράγει μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από τις μεγαλουπόλεις της χώρας. Στην προσπάθειά τους οι ελληνικές κυβερνήσεις να μην ενοχοποιηθεί το ευρώ και η ΚΑΠ, επί πολλά χρόνια διέδιδαν μία σειρά αβάσιμες ή ακόμα και αστείες θεωρίες με επίκεντρο τον «τεμπέλικο χαρακτήρα» του έλληνα παραγωγού. Μόνιμη επωδός πολιτικών και δημοσιογραφικών αστέρων του Mνημονίου είναι τελευταία ότι δεν παράγουμε τίποτα ως χώρα και γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που φτάσαμε… Σύμφωνα με την ΠΑΣΕΓΕΣ, η αυτάρκεια αγροτικών προϊόντων της χώρας, αγγίζει μεσοσταθμικά το 94%, ενώ για τα προϊόντα φυτικής παραγωγής, φτάνει το 99%. Σε ορισμένα μάλιστα βασικά προϊόντα διατροφής, όπως το ρύζι, ανέρχεται στο 171%, τα φρούτα στο 128% και τα δημητριακά στο 82%.
Αλλά και εκεί που εμφανιζόμαστε ελλειμματικοί ως χώρα, οι ευθύνες μάλλον αφορούν την κυρίαρχη πολιτική στον αγροτικό τομέα παρά τις …αδυναμίες της «ελληνικής φυλής»! Απόδειξη αποτελεί ότι η υποχώρηση της τευτλοκαλλιέργειας (παραγωγή ζάχαρης) στη χώρα μας από το 2005 και μετά, τροφοδότησε την αύξηση των εισαγωγών ζάχαρης από τη Γερμανία. Τυχαίο; Δεν νομίζω… Εξάλλου, η μείωση της εγχώριας παραγωγής μαλακού σταριού (παραγωγή ψωμιού) ήρθε ως αποτέλεσμα της ενισχυμένης πριμοδότησης από την ΕΕ του σκληρού σταριού που έχει ανάγκη η ιταλική βιομηχανία ζυμαρικών.
Την ίδια στιγμή που η λαϊκή αυτενέργεια καταρρίπτει μία σειρά μύθους για την αγροτική παραγωγή στη χώρα μας, οι οποίοι είναι λογικό αρχικά να φαντάζουν τρομακτικοί στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας –σχετίζονται με τη θρέψη και την επιβίωση του καθένα– η κυβέρνηση από τη μία στην πράξη καταργεί οποιοδήποτε δημόσιο αγορανομικό έλεγχο, κλείνοντας το μάτι στην ασυδοσία των μεσαζόντων – καπιταλιστών (όπως τα πλαστά τιμολόγια, ελληνοποιήσεις κ.λπ.), ενώ από την άλλη δημιουργεί τους όρους για τον περαιτέρω οικονομικό στραγγαλισμό των φτωχών παραγωγών, μέσω της γενίκευσης της συμβολαιακής γεωργίας, η οποία «δένει» τους παραγωγούς με τους βιομήχανους και τους μεγαλέμπορους, με συμβόλαια μελλοντικής πώλησης, τα οποία επιβάλλουν στους αγρότες τους δικούς τους όρους παραγωγής όσον αφορά τις τιμές, το χρόνο και τον τρόπο πληρωμής τους. Σε αυτό το πλαίσιο ισχυροποίησης των μεσαζόντων, φαινόμενα τα οποία καταγγέλθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα, σχετικά με τους εκβιασμούς που ασκούσαν στους παραγωγούς οι μεσάζοντες, προκειμένου να κόβουν τιμολόγια με πλασματικές ποσότητες και τιμές, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα ενταθούν, με θύματα πάντα παραγωγούς και καταναλωτές.
Τα σχέδια ελληνικού και πολυεθνικού κεφαλαίου για τον πρωτογενή τομέα, αμφισβητούν στοιχειώδη δικαιώματα φτωχομεσαίων παραγωγών κατοίκων της υπαίθρου, αλλά και καταναλωτών εργαζόμενων της πόλης. Κάθε μορφή ανεξάρτητης δράσης των εργαζομένων της πόλης και της υπαίθρου, που αποκαλύπτει πτυχές των αντιδραστικών αλλαγών που συμβαίνουν σε αυτό τον τομέα, δεν μπορεί παρά να είναι σημαντική. Είναι όμως σίγουρο ότι δεν αρκεί η μάχη στα σημεία, η οποία αδυνατεί να πλήξει την ουσία του προβλήματος –τις εκμεταλλευτικές σχέσεις στον πρωτογενή τομέα– και συνεπώς να το λύσει με μόνιμο και καθολικό τρόπο.
Το διατροφικό πρόβλημα της εποχής μας φέρνει στο προσκήνιο το αίτημα για μία διαφορετική οργάνωση της πρωτογενούς παραγωγής, με επίκεντρο την παραγωγή ποιοτικών, φθηνών και επαρκών τροφίμων για όλο τον πληθυσμό, την προστασία του περιβάλλοντος και την αναβίωση της υπαίθρου με επίκεντρο τις ανάγκες των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών. Απαιτεί να ληφθούν δράσεις που να μην περιορίζονται στη συγκρότηση ανεξάρτητων από τους μεσάζοντες δικτύων διανομής, στο πλαίσιο του ευρύτερου κινήματος ρήξης και ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής κυβέρνησης, ΕΕ,ΔΝΤ, κεφαλαίου. Με αιτήματα – αιχμές για τη αποδέσμευση από την ΚΑΠ και την ΕΕ, τη λήψη αντιμονοπωλιακών μέτρων, τη δημόσια χρηματοδότηση της συνεταιριστικής οργάνωσης των παραγωγών, τον προσανατολισμό της παραγωγής για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του πληθυσμού της χώρας, την κατάργηση της φορολογίας στα αγροτικά εφόδια και τα βασικά είδη διατροφής.
Στράτος Βουραζέρης
Μια πατάτα δεν φέρνει την άνοιξη…αλλά το εργατικό κίνημα σίγουρα μπορεί
Σε πολλές γειτονιές, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, ομάδες πολιτών παίρνουν δημιουργικές πρωτοβουλίες, μέσα και όχι μακριά από το ευρύτερο λαϊκό κίνημα, με στόχο την αξιοπρεπή διαβίωση στην εποχή της κρίσης. Η προμήθεια φτηνής πατάτας είναι μια από τις πολλές συνισταμένες ενός πολύμορφου κινήματος για τη συλλογική επιβίωση. Άλλες μορφές είναι τα ανταλλακτικά δίκτυα, τα παζάρια, η «κοινωνική κουζίνα» – και είναι σίγουρο ότι και νέες, απρόβλεπτες μορφές θα προκύψουν στο κοντινό μέλλον. Όσο υπαρκτός και αν είναι ο κίνδυνος του ρεφορμισμού ή της εκμετάλλευσης αυτών των μορφών, άλλο τόσο υπαρκτή είναι και η δυνατότητα να αποτελέσουν τη μαγιά, το πρώτο σκαλί για μια ευρύτερη συσπείρωση με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.
Ας θυμηθούμε ότι οι Σαντινίστας στη Νικαράγουα από τη δεκαετία του ’70 είχαν εφαρμόσει το πρόγραμμα ΡΦΖ, δηλαδή «Ρύζι, Φασόλια, Ζάχαρη» αρχίζοντας να τα διανέμουν σε όλους τους εργαζόμενους σε επιδοτούμενες τιμές, ώστε όλος ο κόσμος να μπορεί τουλάχιστον να τρώει «γκάγιο πίντο» και να γλυκαίνει κάπως το νερό που πίνει. Το γκάγιο πίντο είναι μαύρα φασόλια με ρύζι, το κύριο είδος διατροφής στη Νικαράγουα. Σε ανάλογες κινήσεις προχώρησαν και οι Ζαπατίστας από τη δεκαετία του ’90. Η κατάσταση στη χρεοκοπημένη Ελλάδα φυσικά –ακόμα και δεδομένων των αναλογιών– είναι αρκετά διαφορετική.Είναι αλήθεια ότι τα καθεστωτικά ΜΜΕ πρόβαλλαν με ενθουσιασμό την άμεση επαφή παραγωγού και καταναλωτή, φέρνοντας σε αντιπαράθεση την «ειρηνική πατάτα» με το «γιαούρτι της βίας και του μίσους».
Μάλιστα, ενόψει των παρελάσεων της 25ης Μαρτίου και των ανησυχητικών για τη μνημονιακή τάξη διαθέσεων του λαού, αυτή η εκστρατεία τεχνητής αντιπαράθεσης εντείνεται.
Μόνο που εκείνοι οι οποίοι αγοράζουν τη φθηνή πατάτα κατοικούν στον ίδιο πλανήτη με τους «αγανακτισμένους» της περσινής άνοιξης, είναι τα ίδια πρόσωπα. Ας θυμηθούμε ότι και πέρυσι πολλά ΜΜΕ αρχικά κολάκευαν το κίνημα των αγανακτισμένων, υπογράμμιζαν την απέχθειά του προς τα συνδικάτα και κάθε είδους οργάνωσης, όμως μέσα σε λίγες εβδομάδες άρχισαν να το ταυτίζουν με τις μούντζες και τον εθνικοπατριωτισμό, να το συκοφαντούν ή να το αποσιωπούν.
Αξίζει επίσης να θυμηθούμε το πόσο θερμά τα ΜΜΕ είχαν υποδεχτεί, το 2010, μια πρωτοβουλία των αρτοποιών, το φθηνό «ψωμί της αλληλεγγύης», το οποίο όμως ξεφούσκωσε σαν κακοψημένο κέικ.
Πολύ αρνητική εντύπωση ακόμα και στους φίλους του προκάλεσε η αρχική ανακοίνωση του ΚΚΕ που έκανε λόγο για «ανήθικη εκστρατεία προπαγάνδας για την εξαπάτηση του λαού με πρωταγωνιστές τα ΜΜΕ των μεγαλοεπιχειρηματιών και την ενθάρρυνση της συγκυβέρνησης» για να κλείσει με τη διατύπωση ότι «η συσπείρωση με το ΚΚΕ είναι μονόδρομος».
Το ΚΚΕ πολύ γρήγορα αναγκάστηκε να διορθώσει την αρχική δήλωση, τόσο με νέα ανακοίνωση όσο και μέσω της παραδοχής της ίδιας της Αλέκας Παπαρήγα πως η πρώτη ανακοίνωση του ΚΚΕ θα έπρεπε να ήταν πιο συγκεκριμένη για να μην υπάρχουν παρερμηνείες.
Το πρόβλημα δεν είναι η σωστή σε γενικές γραμμές κριτική του ΚΚΕ, αλλά η πλήρης κυριαρχία σε αυτήν της ιδιοκτησιακής, μικροαστικής και κοντόφθαλμης αντίληψης που βλέπει εχθρικά οποιαδήποτε κίνηση δεν ελέγχει πλήρως.
Είναι αυτονόητο ότι για την αγορά πατάτας ξοδεύεται ένα πολύ μικρό ποσοστό του οικογενειακού προϋπολογισμού. Η Ελλάδα του 2012 δεν μοιάζει με την Ιρλανδία του 19ου αιώνα, όταν ο λιμός που προέκυψε εξαιτίας της κακής σοδειάς της πατάτας οδήγησε στην πείνα και τη μαζική μετανάστευση στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Επομένως, το ΚΚΕ επαναλαμβάνει το αυτονόητο, όταν λέει ότι η φθηνή πατάτα δεν λύνει το πρόβλημα της φτώχειας, δηλαδή λέει κάτι που το αντιλαμβάνεται ο καθένας.
«Μην τα ισοπεδώνουμε όλα και μη σας παίρνει από κάτω. Μπορεί η χώρα να χρεοκόπησε αλλά έχουμε φτηνές πατάτες», έγραψε πολύ εύστοχα ένας μπλόγκερ στο twitter.
Οι επιτροπές αγώνα «Δεν πληρώνω» σε κείμενό τους σημειώνουν ότι ακόμα και στην ακραία περίπτωση αποκλειστικής πατατοφαγίας, ο εργαζόμενος δεν μπορεί να έχει από τις πατάτες όφελος πάνω από έξι ευρώ, την ίδια ώρα που με τους μικρότερους κατά μέσο όρο υπολογισμούς η μείωση του βασικού εργατικού εισοδήματος από τα νέα μέτρα θα ξεπεράσει τα 300 ευρώ/μήνα. Με τη σειρά τους οι πολίτες του Βύρωνα τονίζουν την ανάγκη σύνδεσης του κινήματος για αξιοπρεπή διαβίωση με τις κινήσεις αντίστασης και ανυπακοής στα μέτρα του Mνημονίου, με το κίνημα για κούρεμα των δανείων από τις τράπεζες, το κούρεμα των φόρων, των έκτακτων εισφορών και των λογαριασμών των ΔΕΚΟ.
Κανείς δεν υποστηρίζει ότι οι κινήσεις για φτηνά προϊόντα μπορούν να αντικαταστήσουν την ανάγκη του συνολικού πολιτικού αγώνα για την ανατροπή της αντιλαϊκής επίθεσης του επιχειρηματικού υπερκράτους.
Όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες βλέπουμε τους εξαθλιωμένους προλετάριους της πόλης να πνίγουν τον πόνο τους στο κρασί, έτσι και οι ημι-κατεστραμμένοι εργαζόμενοι ή άνεργοι υποτίθεται ότι θα ξεχάσουν τα βάσανά τους τρώγοντας …πατάτες. Όμως κανείς δεν είναι τόσο αφελής.
Δημήτρης Τζιαντζής
Πηγή: http://www.prin.gr
Θα αγοράσω πατάτα Νευροκοπίου ως ένδειξη (απειροελάχιστης έστω) αναγνώρισης μιας πρώτης Αντίστασης μιας ομάδας του λαού -των αγροτών του Νευροκοπίου- ενάντια στην εκμετάλλευση το φόβο και το συμβιβασμό.