Του Χρήστου Φουσέκη
Ελληνική Αριστερά: οπαδός του μικροαστικού, του αστικού και του γραφειοκρατικού-κλεπτοκρατικού σοσιαλισμού, παραχαράκτης και εχθρός του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ο Καρλ Μαρξ μας παρουσιάζει μια πρώτη τυπολογία των ποικίλων ειδών του σοσιαλισμού της εποχής του- ειδών που δυστυχώς επιβιώνουν ως την εποχή μας. Η τυπολογία αυτή, καθώς και οι απόψεις του για την αστική γραφειοκρατία και για τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προλεταριακής δημοκρατίας μας βοηθάνε πολύ να κατανοήσουμε τον πραγματικό και κυρίαρχο χαρακτήρα της σημερινής ελληνικής Αριστεράς.
Το σύνολο σχεδόν της ελληνικής Αριστεράς είναι οπαδός του μικροαστικού σοσιαλισμού. Βασικό γνώρισμα του μικροαστικού σοσιαλισμού, σύμφωνα με το Μαρξ, είναι το αίτημα της επιβολής του συντεχνιακού καθεστώτος, δηλ. του καθεστώτος του μικροαστικού τεχνητού μονοπωλίου, στις μανουφακτούρες, αλλά και στα σύγχρονα βιομηχανικά μέσα παραγωγής που ο αναπτυγμένος κοινωνικός τους χαρακτήρας αντιφάσκει τόσο με το συντεχνιακό καθεστώς όσο και με την κεφαλαιοκρατική μορφή ιδιοκτησίας. Όταν λοιπόν η ελληνική Αριστερά προασπίζεται τα τεχνητά μονοπώλια των κλειστών επαγγελμάτων, τα τεχνητά μονοπώλια-συντεχνίες των ταξιτζήδων, των φορτηγατζήδων, των μεταμφιεσμένων σε φαρμακοποιούς φαρμακεμπόρων κτλ., αποκαλύπτει έμπρακτα και θεωρητικά πως είναι οπαδός του μικροαστικού σοσιαλισμού, όπως αυτός έχει προσδιοριστεί από το Μαρξ.
Οπαδός του μικροαστικού και του αστικού σοσιαλισμού είναι η Αριστερά και με βάση τη στάση της απέναντι στα αιτήματα των μικρών, μεσαίων και των καπιταλιστών αγροτών και των άλλων μεσαίων στρωμάτων (ελεύθερων επαγγελματιών, εμπόρων, χειροτεχνών και βιοτεχνών κτλ.) για ευρωπαϊκές κι εθνοκρατικές επιχορηγήσεις, επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές. Η Αριστερά δεν απαιτεί το συνδικαλιστικό/οργανωτικό διαχωρισμό των μικρών και των μεσαίων αγροτών, των μικρεμπόρων και των άλλων μικρομεσαίων από τους μικρούς και μεσαίους κεφαλαιοκράτες αγρότες και από τους μικρούς και μεσαίους κεφαλαιοκράτες κάθε άλλου κλάδου. Δεν προπαγανδίζει την αναγκαιότητα παροχής επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων μόνον για τη δημιουργία ανταγωνιστικών και παραγωγικότερων αγροτικών, εμπορικών, χειροτεχνικών, βιοτεχνικών, επαγγελματικών κλπ. συνεταιρισμών.
Η Αριστερά, επί δεκαετίες, στηρίζει τη μετατροπή των μικρομεσαίων στρωμάτων από εργαζόμενα σε ημιπαρασιστικά στρώματα, σε ημιπαρασιτικά στρώματα τα οποία συμμετέχουν στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης όχι μόνον εκμεταλλευόμενα το μικρό τους εργατικό δυναμικό αλλά και συμμετέχοντας και στην εκμετάλλευση της λοιπής εργατικής τάξης με την ενίσχυση και την αύξηση ακόμα και τον εκκαπιταλισμό της ιδιωτικής τους ιδιοκτησίας μέσα από τις επιχορηγήσεις, τις επιδοτήσεις, τις φοροαπαλλαγές, μέσα δηλ. από δωρεάν κρατικές παροχές, από παροχές οι οποίες προέρχονται από τη φορολογική αφαίμαξη των εργατικών μισθών καθώς και από κρατικά δάνεια, δηλ. από τη δωρεάν παροχή σε αυτούς από ο αστικό κράτος τμήματος της κεφαλαιοποιημένης (με τη μετατροπή της σε τραπεζικό κεφάλαιο) υπεραξίας των εργατών. Και με εξαίρεση την Κ.Ο. Ανασύνταξη, η Αριστερά δεν απαιτεί ν’ ασφαλίζονται οι εργάτες γης στο ΙΚΑ, αλλά ανέχεται τ’ ασφάλιστρα 40 περίπου χιλιάδων εργατών γης να χρηματοδοτούν τα ασφαλιστικά ταμεία του ΟΓΑ, δηλ. να χρηματοδοτούν τα ασφαλιστικά ταμεία των εκμεταλλευτών των εργατών γης!
Ο αστικός χαρακτήρας τμημάτων της ελληνικής Αριστεράς τεκμηριώνεται και από την έμπρακτη εκ μέρους τους αποδοχή και εφαρμογή των προυντονικών θεωριών της άρνησης της πολιτικής και συνδικαλιστικής ταξικής πάλης, καθώς της υποκατάστασης του νομίσματος από γραμμάτια κυκλοφορίας και της ανταλλαγής με τη μεσολάβησή τους εργασιών και αγαθών από έναν κύκλο εργαζομένων. Έτσι, για την αντιμετώπιση της κρίσης και της ανεργίας προπαγανδίζεται και εφαρμόζεται αυτό το τελευταίο προυντονικό σχήμα από οργανώσεις της Αριστεράς μεταξύ ανέργων στην Πάτρα και σε άλλες περιοχές. Και δε λαμβάνεται υπόψη ότι αυτή η προυντονική μορφή αντιμετώπισης της ανεργίας και της κρίσης πρωτοεφαρμόστηκε από οικονομολόγους της Παγκόσμιας Τράπεζας στις βρετανικές εργατουπόλεις κι εργατοσυνοικίες που είχαν εξαθλιωθεί από τη Θάτσερ με την απαγόρευση της εξόρυξης γαιάνθρακα και το μαζικό κλείσιμο των βρετανικών ανθρακωρυχείων. Και δε γίνεται κατανοητό πως με αυτό τον τρόπο υποσκάπτεται η ανάπτυξη του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης, το οποίο την περίοδο της κρίσης μπορεί να ανυψωθεί ως την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη. Ούτε προβάλλονται και διεκδικούνται από τέτοια αστικά κινήματα ανέργων αιτήματα όπως η καταβολή επιδομάτων ανεργίας στους ανέργους με την κατάργηση των επιχορηγήσεων του ΟΑΕΔ προς τους εργοδότες που απολύουν τους παλιούς εργάτες για να προσλάβουν νέους, καταβάλλοντάς τους μισθούς μικρότερους και σε σημαντικό ποσοστό επιχορηγούμενους από τον ΟΑΕΔ, δηλ. μισθούς επιχορηγούμενους από την υπεραξία των εργατών, από τις κρατήσεις των μισθών και από τις εργοδοτικές εισφορές υπέρ των ανέργων!
Ο γραφειοκρατικός/κλεπτοκρατικός χαρακτήρας της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής Αριστεράς συνάγεται και από τη στάση της απέναντι στη δημόσια διοίκηση και τη διοικητική της γραφειοκρατία, απέναντι στις δυνάμεις ασφαλείας, στο στρατό του αστικού μας κράτους, απέναντι στον κοινοβουλευτισμό και στις αμοιβές των βουλευτών , των υπουργών, των πολιτικών στελεχών της διοίκησης, τη μισθολογική πολιτική του δημοσίου και τη διαφθορά των δημόσιων υπηρεσιών κι επιχειρήσεων. Ο γραφειοκρατικός/κλεπτοκρατικός χαρακτήρας της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής Αριστεράς τεκμηριώνεται επίσης και από τη στάση της απέναντι στην ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες.
Σχεδόν το σύνολο της ελληνικής Αριστεράς μυστικοποιεί τον εκγραφειοκρατισμό της Σοβιετίας, αποσιωπώντας το ιστορικό γεγονός ότι στη Σοβιετική Ένωση, αμέσως μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση δε συνετρίβη ούτε αναμορφώθηκε η τσαρική διοίκηση με βάση τις αρχές της προλεταριακής διοίκησης , όπως εκτίθενται από το Μαρξ στον ΄΄Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία΄΄ και από το Λένιν στο ΄΄ Κράτος και Επανάσταση΄΄. Αντίθετα, διατηρήθηκε το σύνολο σχεδόν των τσαρικών δημόσιων υπαλλήλων και οι γραφειοκρατικές αρχές της τσαρικής διοίκησης, ενώ αντικαταστάθηκαν απλώς αρκετά διευθυντικά στελέχη από μπολσεβίκους και καλλιεργημένους εργάτες- με αποτέλεσμα και οι δημοσιοϋπαλληλοποιημένοι καλλιεργημένοι εργάτες και οι δημοσιοϋπαλληλοποιημένοι μπολσεβίκοι ν’ αφομοιωθούν από τη μεγάλη μάζα των τσαρικών υπαλλήλων και να ενσωματωθούν στη γραφειοκρατική αστική τάξη του τσαρισμού, στο πληθυσμιακό αυτό πλεόνασμα της ρωσικής αστικής και αριστοκρατικής τάξης που, κατά το Μαρξ και τον Ένγκελς, καρπώνεται με τη μορφή υψηλών μισθών και καταχρήσεων ό,τι δεν μπορεί να καρπωθεί με τη μορφή κερδών, τόκων, γαιοπροσόδου και υψηλών αμοιβών ελεύθερων επαγγελματιών.
Επίσης, προβάλλεται ως αναγκαιότητα το γεγονός της συγκρότησης μιας γραφειοκρατικής και όχι δημοκρατικής ιεραρχίας αξιωματικών στον Κόκκινο Στρατό και αποσιωπάται το γεγονός ότι η συγκρότηση του Κόκκινου Στρατού από τον Τρότσκι δεν έγινε με βάση τις αρχές που συγκροτήθηκε ο γαλλικός εθνικός στρατός από τη Συμβατική Εθνοσυνέλευση. Δηλ. αποσιωπάται το γεγονός ότι ήταν δυνατό να επιτραπεί στους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού να εκλέγουν, να ελέγχουν και να ανακαλούν τους υπαξιωματικούς τους και τους κατώτερους αξιωματικούς τους, ενώ ήταν επίσης δυνατό να επιτραπεί στο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών , των αγροτών και των στρατιωτών να επικυρώνει την επιλογή των ανώτατων αξιωματικών από τον επίτροπο του λαού, να ελέγχει και να ανακαλεί τους ανώτατους αξιωματικούς. Αυτό ήταν δυνατό, γιατί ιστορικά είχε αποδειχτεί στη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση ότι η εκλογή των υπαξιωματικών, και η εκλογική υπόδειξη ακόμα και των υποψήφιων ανώτερων αξιωματικών από τους φαντάρους και η επιλογή των στρατηγών από το ελεγχόμενο από τη Συμβατική Εθνοσυνέλευση Εκτελεστικό είχε νικηφόρα αποτελέσματα για την επανάσταση και στο γαλλικό εμφύλιο πόλεμο και στην απόκρουση της ξένης φιλομοναρχικής εισβολής! Και σήμερα ακόμα, μέσα σε καθεστώς δημοσιονομικής κρίσης και κρατικής χρεοκοπίας, η ελληνική Αριστερά δεν απαιτεί την κατάργηση εδώ και τώρα του ελληνικού μισθοφορικού στρατού και την αντικατάστασή του από έναν εθνικό στρατό, οι φαντάροι του οποίου θ’ αποστρατεύονται παίρνοντας μαζί τους, στο σπίτι τους, τον ατομικό τους οπλισμό-μολονότι αυτό συμβαίνει στην Ελβετία!
Τέλος, αποσιωπάται και από τους τροτσκιστές και από τους σταλινικούς και από τους σταλινογενείς Αριστερούς, όπως οι μαοϊκοί και οι συνασπισμένοι, το ιστορικό γεγονός ότι, με εξαίρεση το Λένιν, και ο Τρότσκι και ο Πρεομπραζένσκι και η λοιπή Αριστερή Αντιπολίτευση και ο Μπουχάριν και ο Στάλιν, που τελικά υιοθέτησε κι εφάρμοσε τις αντεπαναστατικές θεωρίες τους, ήταν υπέρ μιας γρήγορης και σοβαρής εκβιομηχάνισης και υπέρ της συγκρότησης αστικών αγροτικών συνεταιρισμών μέσα από τον ασφυκτικό, δεσποτικό έλεγχο και τη στυγνή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και της αγροτιάς από την κρατική και την κομματική γραφειοκρατία της Σοβιετίας.
Η προέλευση του συνόλου σχεδόν των ηγεσιών της ελληνικής αριστεράς εν μέρει από εθελοντές οπαδούς των θεωρητικών της σοβιετικής και της λαϊκοδημοκρατικής γραφειοκρατίας ( όπως οι προαναφερθέντες σοβιετικοί και οι άλλοι λαϊκοδημοκρατικοί ηγέτες, όπως ο Μάο, ο Χότζα, ο Τσαουσέσκο, ο Τίτο) ή κυρίως από δοτούς κομματικούς υπαλλήλους της σοβιετικής και της λαϊκοδημοκρατικής (ανατολικογερμανικής, ρουμανικής, γιουγκοσλαβικής, κινεζικής κι αλβανικής) γραφειοκρατίας εξηγεί και τη στάση αυτών των ηγεσιών απέναντι στην ελληνική γραφειοκρατική αστική τάξη. Οι περισσότερες αριστερές ηγεσίες ανήκουν στην ελληνική γραφειοκρατική αστική τάξη: πρώτον, επειδή μέσω της οικονομικής βοήθειας που λάβαιναν από τους “συντρόφους τους” κομματικούς γραφειοκράτες του υπαρκτού σοσιαλισμού συμμετείχαν στην οικονομική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των εργαζομένων αυτών των χωρών στο όνομα της προώθησης της επανάστασης- την ώρα που οι ίδιοι προωθούσαν την αντεπανάσταση με τον αντεπαναστατικό έλεγχο του εγχώριου εργατικού μας κινήματος-∙ δεύτερον, επειδή η κοινοβουλευτική Αριστερά με την κάρπωση των υψηλών βουλευτικών μισθών και της υψηλής κρατικής επιχορήγησης στα κόμματα της εκμεταλλεύεται στυγνά τους έλληνες φορολογούμενους, δηλ. τους έλληνες μισθωτούς, αφού στην Ελλάδα οι περισσότεροι φόροι καταβάλλονται από τους εργατοϋπάλληλους !
Η Αριστερά, λοιπόν, δε διεκδικεί την κατάργηση της κρατικής επιχορήγησης στα κόμματα, και τη μείωση των βουλευτικών, των υπουργικών, των διοικητικών μισθών, του μισθού του Προέδρου της Δημοκρατίας, του μισθού των διευθυντών των διοικητικών μονάδων το πολύ ως το ύψος του μισθού των ειδικευμένων εργατών, όπως υποστήριζαν ο Μαρξ, ο Ένγκελς και ο Λένιν. Επίσης, δεν καταθέτει στα ασφαλιστικά ταμεία των εργατών την κρατική επιχορήγηση των κομμάτων της και το μέρος του βουλευτικού μισθού των βουλευτών της που υπερβαίνει κατά πολύ το μισθό του έλληνα ειδικευμένου εργάτη, έτσι ώστε ν’ αποκαλύπτει έμπρακτα στην εργατική τάξη τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα των αστικών κομμάτων. Αντίθετα, η Αριστερά διαμαρτύρεται ακόμα και όταν τα αστικά κόμματα προτείνουν μια μικρή λαϊκιστική μείωση αυτών των επιχορηγήσεων και αυτών των μισθών, αποκαλύπτοντας έμπρακτα ότι, όπως και τα αστικά κόμματα κατά τον Ένγκελς, έτσι και τα κόμματα τουλάχιστον της ελληνικής κοινοβουλευτικής Αριστεράς είναι κόμματα- πολιτικές συμμορίες, τα οποία, μέσω της αύξησης των ψήφων τους και των βουλευτών τους, επιδιώκουν ν’ αποχτήσουν μια πιο προνομιακή πρόσβαση στον κρατικό προϋπολογισμό και μια πιο προνομιακή πρόσβαση στις υψηλόμισθες θέσεις του αστικού κρατικού μηχανισμού.
Όσο για το κλασικό τους επιχείρημα ότι τα αριστερά κόμματα δεν επιδιώκουν τη μείωση των βουλευτικών μισθών και την κατάργηση της κρατικής τους επιχορήγησης για να μπορούν να χρηματοδοτούν τον κομματικό τους μηχανισμό και τα επαγγελματικά τους στελέχη , το επιχείρημα αυτό είναι παρόμοιο με το επιχείρημα των καπιταλιστών υπέρ της απαίτησης για μεγιστοποίηση του κέρδους τους, ώστε να μπορούν να δώσουν δουλειά σε εργάτες, επενδύοντας αυτά τα κέρδη σε νέες επιχειρήσεις. Επίσης, αυτό το επιχείρημα παραβλέπει το αντικειμενικό γεγονός ότι τόσο οι κοινοβουλευτικές τους ομάδες όσο και ο στελεχικός τους κομματικός μηχανισμός των αριστερών κομμάτων ενσωματώνεται έτσι στο αστικό σύστημα, αφού η κοινωνική τους θέση και το βιοτικό τους επίπεδο εξαρτάται από τους μισθούς και τις επιχορηγήσεις που τους παρέχει το αστικό κράτος, αντί να καθορίζεται από τις εθελοντικές οικονομικές εισφορές των μελών τους, των οπαδών τους και των ψηφοφόρων τους, από την αλληλεγγύη της εργατικής τάξης και από την εργασία τους.
Επί δεκαετίες μετά την αντιπολίτευση, η Αριστερά εν μέρει ανέχτηκε σιωπηρά κι εν μέρει στήριξε τη διόγκωση της γραφειοκρατικής μικροαστικής και αστικής τάξης από τα αστικά κόμματα με τον πολλαπλασιασμό των ρουσφετολογικών προσλήψεων ημιπαρασιτικών υπαλλήλων με χαμηλά τυπικά προσόντα τόσο στη δημόσια διοίκηση όσο και στις δημόσιες επιχειρήσεις. Ανέχτηκεν, επίσης, και την παραχώρηση σε αυτά τα δημοσιοϋπαλληλικά ημιπαράσιτα πανύψηλων αμοιβών με τη μορφή επιδομάτων- με αποτέλεσμα δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν απλώς τελειώσει τη στοιχειώδη ή τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση να εισπράττουν διπλάσιους και τριπλάσιους μισθούς από δημόσιους υπαλλήλους-πνευματικούς εργάτες ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης. Έτσι, οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μολονότι έχουν ανώτερη ή ανώτατη εκπαίδευση, παίρνουν μισθούς υποδιπλάσιους ή υποτριπλάσιους από τους εφοριακούς ή άλλους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών και άλλων δημόσιων υπηρεσιών που έχουν τελειώσει το πολύ το Λύκειο. Αυτό το γεγονός όμως έρχεται σε αντίθεση τόσο με την κεφαλαιοκρατική αρχή που αμείβει την περισσότερο ειδικευμένη εργασία με μισθούς υψηλότερους από τους μισθούς της λιγότερο ειδικευμένης εργασίας , όσο και με τη σοσιαλιστική αρχή που απαιτεί τη διανομή των καταναλωτικών αγαθών ανάλογα με την αποδοτικότητα, το χρόνο και την ειδίκευση της ατομικής εργασίας του κάθε εργαζόμενου!
Ακόμα, η επίσημη Αριστερά δεν κατέβαλλε σχεδόν καμιά σοβαρή προσπάθεια ώστε να επιβάλλει την ευνομία με το να καταγγείλει, με το ν’ αποκαλύψει και με το ν’ αντιπαλέψει τη διαφθορά και την άτυπη, τη μικροαστικού τύπου ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, μολονότι αυτό ήταν και είναι πρακτικά δυνατό. Π.χ. η Αριστερά φραστικά και ρητορικά σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις καταδικάζει τα φακελάκια που παίρνουν πολλοί γιατροί των δημόσιων νοσοκομείων από τους ασθενείς τους. Όμως, από τη μια δεν επισημαίνει ότι αυτό ισοδυναμεί με άτυπη, μικροαστικού τύπου ιδιωτικοποίηση των δημόσιων νοσοκομείων, ενώ από την άλλη δεν απαιτεί έντονα την αύξηση των ιατρικών μισθών, δημιουργώντας ταυτόχρονα έναν πρακτικό μηχανισμό π.χ. από δικηγόρους, στους οποίους θα καλούνται ανοιχτά να προσφεύγουν οι εκβιαζόμενοι από τους γιατρούς τους ασθενείς ή οι συγγενείς τους, και οι οποίοι με καταγγελία στην αστυνομία θα διοργανώνουν τη σύλληψη και την τιμωρία των εκβιαστών γιατρών. Και παρόμοια αδιάφορη έως συνένοχη στάση κρατάει η Αριστερά και έναντι των άλλων μορφών της διαφθοράς των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς πολλά συνδικαλιστικά της στελέχη του δημόσιου τομέα από τη μια ανέχονται όλες τις μορφές διαφθοράς, ενώ από την άλλη χρησιμοποιούν συνήθως τις λιγότερο κραυγαλέες μορφές διαφθοράς και παρανομίας για να ικανοποιήσουν ρουσφετολογικά τους εαυτούς τους και τους ψηφοφόρους τους!
Επιπλέον , πάγια πολιτική τακτική της Αριστεράς που αποκαλύπτει τον αστικό της χαρακτήρα είναι η συχνή προβολή από μέρους της ως ριζοσπαστικής κι επαναστατικής αριστερής λύσης της επόμενης και της μεθεπόμενης αστικής πολιτικής λύσης μέσα από γενικόλογες και αφηρημένες καταγγελίες της εκάστοτε αστικής πολιτικής και μέσα από γενικόλογες, πολύσημες και διφορούμενες εκφράσεις. Έτσι για παράδειγμα η πρωτοβουλία των αριστερών οικονομολόγων και πολλά στελέχη της κοινοβουλευτικής και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς πρότειναν ως ριζοσπαστική λύση στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους την αναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους και το κούρεμά του, πρότειναν δηλ. την αστική πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση Παπαδήμου! Επίσης, και οι συνδικαλιστές όλων των παρατάξεων της Αριστεράς στην ΟΛΜΕ στις τελευταίες Γενικές Συνελεύσεις των ΕΛΜΕ πρότειναν και ψήφισαν τη διαγραφή του δημόσιου χρέους γενικά και αόριστα, χωρίς να υιοθετήσουν την πιο συγκεκριμένη πρόταση που υιοθετούσε το αίτημα της διαγραφής του δημόσιου χρέους με εξαίρεση τη διαγραφή του δημόσιου χρέους προς τ’ ασφαλιστικά ταμεία των Ελλήνων εργαζομένων. Και έτσι προετοίμασαν ιδεολογικοπολιτικά και διευκόλυναν την πραγμάτωση της μερικής διαγραφής, του κουρέματος του δημόσιου χρέους προς τ’ ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων.
Τέλος, ο αστικός- γραφειοκρατικός χαρακτήρας της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής Αριστεράς τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι δεν αποδέχεται, δεν εκλαϊκεύει και δεν προπαγανδίζει τις πολιτειακές αρχές της προλεταριακής δημοκρατίας αλλά είτε εξιδανικεύει τον κοινοβουλευτισμό ( Συνασπισμός, ΔΗΜΑΡ) είτε εξιδανικεύει τη δικτατορία της σοβιετικής και λαϊκοδημοκρατικής γραφειοκρατίας (σταλινομαοϊκά ΚΚΕ) είτε την αναρχική αντίληψη της άμεσης, αυθαίρετης και τοπικά περιορισμένης δημοκρατίας (τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ και της αυτοπροσδιοριζόμενης ως αντικαπιταλιστικής Αριστεράς).
Η πολιτειακή αναμόρφωση της χώρας πρέπει να ξεκινήσει με την κατάργηση της διάρθρωσης του πολιτικού σώματος σε εδαφικά και πολυταξικά εκλογικά τμήματα που εκλέγουν με συνταγματικά κατοχυρωμένη ελεύθερη εντολή τους βουλευτές του κοινοβουλίου και τα αιρετά μέλη της τοπικής αυτοδιοίκησης, που στην αστική θεωρία αντιπροσωπεύουν το λαό, ενώ στην πράξη συνήθως τον καταδυναστεύουν για μιαν τετραετία. Το πολιτικό σώμα πρέπει, λοιπόν, να αναδιαρθρωθεί σε διαρκείς πρωτοβάθμιες συνελεύσεις, σύμφωνα με την αρχή της εργασίας/ παραγωγής και της ταξικότητας. Οι πρωτοβάθμιες αυτές συνελεύσεις πρέπει να συμμετέχουν στην εκλογή των μελών τόσο της εθνοσυνέλευσης όσο και της τοπικής αυτοδιοίκησης με δεσμευτική εντολή, πρέπει δηλ. να εκλέγουν αντιπροσώπους όχι απλώς αιρετούς για τακτά χρονικά διαστήματα, όσο γίνεται πιο μικρά, αλλά και ανακλητούς από αυτές τις συνελεύσεις, εφόσον οι αιρετοί αντιπρόσωποί τους δε σέβονται τη δεσμευτική εντολή βάσει της οποίας εξελέγησαν.
Επίσης, οι συνελεύσεις αυτές πρέπει να συμμετέχουν στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, εγκρίνοντας ή απορρίπτοντας τις νομοθετικές προτάσεις της εθνοσυνέλευσης και υποχρεώνοντάς την να προκηρύξει δημοψήφισμα, εάν ένα λογικό ποσοστό αυτών των συνελεύσεων απορρίψει το προτεινόμενο από την εθνοσυνέλευση νομοσχέδιο. Ακόμα, αυτές οι συνελεύσεις πρέπει να έχουν το δικαίωμα υποβολής νομοθετικών προτάσεων στην εθνοσυνέλευση και το δικαίωμα εκλογής με δεσμευτική εντολή, το δικαίωμα ελέγχου και το δικαίωμα ανάκλησης των αιρετών διοικητικών, αστυνομικών και δικαστικών υπαλλήλων της περιοχής τους και του τομέα τους. Τέλος, οι πολίτες αυτών των συνελεύσεων πρέπει ν’ αποτελούν τον ένοπλο λαό, πρέπει να έχουν δηλ. το δικαίωμα να κατέχουν τον ατομικό τους οπλισμό μετά την απόλυσή τους από το στρατό και να οργανώνονται στρατιωτικά, όντας οι άμεσοι πολιτικοί προϊστάμενοι των τακτικών στρατιωτικών μονάδων.
Με τη σειρά τους, τα μέλη της εθνικής αντιπροσωπείας πρέπει να αποτελούν ένα εργαζόμενο σώμα, να ασκούν δηλ. και τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Επίσης, πρέπει να εκλέγουν τους υπουργούς με δεσμευτική εντολή, κι ακόμα να εκλέγουν με δεσμευτική εντολή, να ελέγχουν και να ανακαλούν τους ανώτερους και ανώτατους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς και να ελέγχουν και να ανακαλούν όχι μόνον τους υπουργούς και τους ανώτερους και ανώτατους δημόσιους υπαλλήλους αλλά και να ελέγχουν για την εκπλήρωση των καθηκόντων του όλον το διοικητικό, οικονομικό, δικαστικό, αστυνομικό και στρατιωτικό μηχανισμό του κράτους. Και φυσικά, τα αιρετά και ανακλητά λόγω παραβίασης της δεσμευτικής τους εντολής μέλη της βουλής, της κυβέρνησης, της αυτοδιοίκησης, της δικαιοσύνης και της διοίκησης θα πρέπει να αμείβονται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους με αντίστοιχους μισθούς ειδικευμένων εργατών.
Μόνον ένας τέτοιος εθνικός αρχικά, διεθνής μετά και παγκόσμιος τελικά κρατικός μηχανισμός της εργατικής τάξης μπορεί προωθήσει τη βαθμιαία κατάργηση του καπιταλισμού, και παράλληλα ν’ αρχίσει τη βαθμιαία οικοδόμηση του σοσιαλισμού πρώτα σε εθνικό, μετά σε διεθνές και τέλος σε παγκόσμιο επίπεδο με τη στήριξη της παγκόσμιας επανάστασης. Μόνον έτσι θα ολοκληρώσει τελικά την κατάργηση του ενεργεία και δυνάμει καπιταλισμού με την πλήρη κατάργηση της εμπορευματικής παραγωγής και την αντικατάστασή της από μια δημοκρατικά σχεδιαζόμενη παγκόσμια παραγωγή και θα σχηματίσει μιαν παγκόσμια αταξική κοινωνία, εντός της οποίας οι πολιτικές λειτουργίες αυτού του κράτους θ’ απονεκρωθούν ενώ θα παραμείνουν σε ισχύ οι οικονομικές του λειτουργίες, θα πάψει δηλ. να υπάρχει το πολιτικό κράτος, χωρίς να πάψει να υπάρχει ένας παγκόσμιος κοινωνικός μηχανισμός, ικανός να υλοποιεί το δημοκρατικό σχεδιασμό και τη διευρυμένη αναπαραγωγή της κοινοκτημονικής παραγωγής, καθώς και τη δίκαιη διανομή των καταναλωτικών αγαθών στους εργάτες αυτής της κοινωνίας, στους πνευματικούς και στους χειρώνακτες εργάτες του σοσιαλισμού, δηλ. στους πνευματικούς και στους χειρώνακτες εργάτες της πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Αθήνα, 18-3-2012 Φουσέκης Χρήστος
Αφήστε μια απάντηση